Το άρθρο 271 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Αν ο εναγόμενος δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος σε αυτήν κανονικά, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα.
2. Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκαν εμπρόθεσμα, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Διαφορετικά συζητεί την υπόθεση ερήμην του εναγομένου.
3. Στην περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία, και η αγωγή γίνεται δεκτή, εφόσον κρίνεται νομικά βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως.»
Η επαναφορά του τεκμηρίου της ομολογίας επί ερημοδικίας είναι ορθή και συμφωνη με το συζητητικό σύστημα. Η ισχύουσα ρύθμιση προκαλεί επιβάρυνση στους Δικαστές, χωρίς να αλλάζει το τελικό αποτέλεσμα.
Συμφωνώ πλήρως με τις θέσεις του Δ.Σ.Θ. Δεν μπορώ να καταλάβω την εμμονή του Υπουργείου Δικαιοσύνης να επαναφέρει την -αποτυχημένη- διάταξη του τεκμήριου ομολογίας (όσον αφορά τον εναγόμενο). Πάλι καλά που δεν επανέφεραν και τη διεξαγωγή των αποδείξεων…..
Η συγκεκριμένη διάταξη, ει μη τι άλλο συνιστά, παρά ομολογία αποτυχίας της μεταρρύθμισης της πολιτικής δίκης με τον ν. 2915/2001 και της δι’ αυτού του νόμου απόπειρας επιτάχυνσής της.
Η επαναφορά του τεκμηρίου ομολογίας της αγωγής σε περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου, τουλάχιστον θα επιταχύνει τους ρυθμούς απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα, καθώς θα απαλλάξει τους δικαστές (αλλά και τους δικηγόρους των εναγόντων) από σημαντικό φόρτο εργασίας.
Άλλωστε, η προτεινόμενη διάταξη συμπνέει δογματικώς με το άρθρο 528 ΚΠολΔ, το οποίο δεν είχε καταργηθεί με τον ν. 2915/2001 (παρότι με αυτόν τον νόμο καταργήθηκε η ερημοδικία ως τεκμήριο ομολογίας του εναγομένου).
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Για το ζήτημα της προτεινόμενης συνολικής επαναφοράς του τεκμηρίου
ομολογίας ή θέση μας είναι όχι. Επί ερημοδικίας του ενάγοντα, ανακόπτοντα, παρεμβαίνοντα, απόρριψη της αγωγής, ανακοπής, παρέμβασης. Επί ερημοδικίας όμως του εναγόμενου η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρών, όπως ισχύει σήμερα.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
Δίκη σημαίνει στάθμιση από τον Δικαστή κατ’ αρχήν των ισχυρισμών του ενάγοντα και κρίση περί της αλήθειας ή αναλήθειάς τους. Η αρχή αυτή πρέπει να ισχύει και στην περίπτωση της ερημοδικίας του εναγόμενου, διότι είναι απαράδεκτο να βάζουμε το Δικαστή να υπογράφει ως απόφασή του τους ισχυρισμούς του ενάγοντα ως αποδεδειγμένους, ακόμα και όταν είναι προφανώς αντίθετοι με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής ή περιλαμβάνουν τερατολογίες.
Άλλωστε η ερημοδικία του εναγόμενου οφείλεται, τις περισσότερες ίσως φορές, σε άλλους λόγους πλην της παραδοχής του δίκιου του ενάγοντα. Τέτοιοι λόγοι στην πράξη είναι παραδείγματος χάριν :
α) το ότι δεν έφτασε το δικόγραφο της αγωγής πραγματικά στα χέρια του στις περιπτώσεις που αυτό δεν παραδόθηκε στον ίδιο προσωπικά, όπως επί θυροκολλήσεως ή παραδόσεώς του σε σύνοικο ή υπάλληλο), β) η απώλεια της προθεσμίας καταθέσεως προτάσεων με ευθύνη του δικηγόρου του διαδίκου, γ) η εσφαλμένη απόρριψη του στηριζόμενου σε πραγματικό λόγο αιτήματος αναβολής του εναγόμενου και δ) η οικονομική αδυναμία του εναγόμενου να πληρώσει δικηγόρο για να τον εκπροσωπήσει στη δίκη.
Στις περιπτώσεις αυτές είναι προφανές πως ο εναγόμενος που δικάστηκε ερήμην χρήζει δικαστικής προστασίας, δια του ελέγχου της αλήθειας των ισχυρισμών του ενάγοντα εκ μέρους του Δικαστή.
Το σύστημα του τεκμηρίου ομολογίας μολονότι δοκιμάστηκε στο παρελθόν και απέτυχε, με αποτέλεσμα να αντικατασταθεί με το ισχύον σύστημα, επανέρχεται τώρα με το ίδιο επιχείρημα, ότι συμβάλλει στην ταχύτητα της έκδοσης της απόφασης. Η αλήθεια όμως είναι ότι : α) δεν αποτελεί σοβαρό παράγοντα καθυστέρησης η εξέταση του μάρτυρα του ενάγοντα στο ακροατήριο ούτε το να ρίξει ο δικαστής μιά ματιά στ΄αποδεικτικά μέσα του ενάγοντα και στους ισχυρισμούς του ενάγοντα (τους οποίους ούτως ή άλλως θ’ αναφέρει στην απόφασή του), ώστε να μην αδικήσει τον απολειπόμενο εναγόμενο. β) Το τεκμήριο ομολογίας συγκρούεται με την καρίας σημασίας αρχή του δικονομικού δικαίου ότι έκαστος διάδικος φέρει το βάρος της απόδειξης των περιστατικών που συγκροτούν τους ισχυρισμούς του ( αρ. 338 & 1 Α.Κ.). Το παραγόμενο με την χρήση του προϊόν δεν αποτελεί δικαστική απόφαση, αλλά διοικητική διεκπεραίωση, αφού ο δικαστής δεν κρίνει αλλά υιοθετεί κατά λέξη τους ισχυρισμούς του ενάγοντα ακόμη και αν΄είναι προφανώς αντίθετοι με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, δοθέντος και του ότι η με αυτά συμβατότητα των αιτιολογιών των δικαστικών αποφάσεων, αποτελεί το κύριο στοιχείο του νομικού πολιτισμού.
Το μόνο αποτέλεσμα συνεπώς που θα έχει η επαναφορά του τεκμηρίου θα είναι η μείωση της αξιοπιστίας και του κύρους των δικαστικών αποφάσεων. Αυτό είναι προφανές ότι πλήττεται όταν υιοθετούνται θεσμοί που δεν εκφράζουν την πραγματικότητα και επί ερημοδικίας του εναγόμενου η πραγματικότητα είναι ότι αυτός δεν έχει ομολογήσει απολύτως τίποτα.
Για τη βελτίωση πάντως του ισχύοντος καθεστώτος και προκειμένου ν’ απαλλαγούν οι δικαστές από το αδικαιολόγητο γράψιμο, επί ερημοδικίας του ενάγοντα η αγωγή πρέπει ν’ απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως και το ίδιο πρέπει να συμβαίνει με την ανακοπής και την παρέμβαση επί ερημοδικίας του ανακόπτοντα και του παρεμβαίνοντα.
Επειδή, δογματικά, δεν υπάρχουν ενστάσεις που να ερευνώνται »αυτεπαγγέλτως», πρέπει η λέξη »ένσταση» να ανιτκατασταθεί με τη φράση »άλλος λόγος απαραδέκτου»