Το άρθρο 179 του νόμου 4512/2018 αντικαθίστανται ως εξής:
«Άρθρο 179
Για τους σκοπούς του παρόντος Κεφαλαίου ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
1. Ως ιδιωτική διαφορά καλείται η αμφισβήτηση για την ύπαρξη, την έκταση, το περιεχόμενο ή τα υποκείμενα ιδιωτικού δικαιώματος και ως ιδιωτικά δικαιώματα θεωρούνται όσα αναγνωρίζονται από το ιδιωτικό δίκαιο.
2. Ως διαμεσολάβηση νοείται μια διαρθρωμένη διαδικασία ανεξαρτήτως ονομασίας και με βασικά χαρακτηριστικά την εμπιστευτικότητα, την ιδιωτική αυτονομία, την ουδετερότητα και αμεροληψία του διαμεσολαβητή, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη επιχειρούν εκουσίως με καλόπιστη συμπεριφορά και συναλλακτική ευθύτητα να επιλύσουν με συμφωνία μία διαφορά τους με τη βοήθεια διαμεσολαβητή.
3. Ως διαμεσολαβητής νοείται τρίτο πρόσωπο σε σχέση με τους διαδίκους και τη διαφορά, που αναλαμβάνει να διαμεσολαβήσει με κατάλληλο, αποτελεσματικό και αμερόληπτο τρόπο, διευκολύνοντας τα συμμετέχοντα μέρη να βρουν μια κοινά αποδεκτή λύση της διαφοράς τους. Ο διαμεσολαβητής πρέπει να είναι νόμιμα διαπιστευμένος στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
4. Ως νομικός παραστάτης νοείται ο πληρεξούσιος δικηγόρος των μερών, ο οποίος παρίσταται στη διαδικασία της διαμεσολάβησης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, παρέχει νομικές συμβουλές στον εντολέα του και τον συνδράμει στην διαδικασία της διαμεσολάβησης.
5. Ως υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης νοείται η συνεδρία μεταξύ του διαμεσολαβητή και των μερών, που λαμβάνει χώρα υποχρεωτικά στις περιπτώσεις των ιδιωτικών διαφορών που υπάγονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 182 του παρόντος νόμου επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης του ενδίκου βοηθήματος, κατά τη διάρκεια της οποίας ο διαμεσολαβητής ενημερώνει τα μέρη για τον τρόπο με τον οποίο δύνανται να επιλύσουν τη διαφορά τους μέσω της διαμεσολάβησης, εξηγώντας ιδίως τη διαδικασία και τις βασικές αρχές που διέπουν την διαμεσολάβηση.
6. Ως διασυνοριακή διαφορά νοείται εκείνη στην οποία τουλάχιστον ένα από τα μέρη κατοικεί μονίμως ή διαμένει συνήθως σε κράτος-μέλος διαφορετικό από εκείνο οποιουδήποτε άλλου μέρους κατά την ημερομηνία στην οποία: α) τα μέρη συμφωνούν να προσφύγουν σε διαδικασία διαμεσολάβησης, αφότου ανέκυψε η διαφορά, β) έχει διαταχθεί η διαμεσολάβηση από δικαστήριο κράτους-μέλους, γ) κατατίθεται ένδικο βοήθημα, για το παραδεκτό της συζήτησης του οποίου υφίσταται υποχρέωση διαμεσολάβησης δυνάμει του εθνικού δικαίου ή δ) κληθούν τα μέρη από αρμόδιο δικαστήριο.
Για τους σκοπούς του παρόντος Κεφαλαίου, ως διασυνοριακή διαφορά νοείται και εκείνη για την οποία αρχίζουν δικαστικές διαδικασίες ή διαιτησία ύστερα από διαμεσολάβηση μεταξύ των μερών σε κράτος-μέλος άλλο από εκείνο της μόνιμης κατοικίας ή συνήθους διαμονής των μερών, κατά την ημερομηνία που προβλέπεται στις περιπτώσεις α’, β’ ή γ’ της παρούσας παραγράφου.»
Η παράγραφος 4 του άρθρου 179 χρειάζεται να αναδατυπωθεί ως εξής : «Ως νομικός παραστάτης νοείται ο πληρεξούσιος δικηγόρος εκάστου μέρους …..»
Άρθρο 179 – Παράγραφος 5 – Στο θέμα του απαραδέκτου της κατάθεσης: Προτείνουμε να αντικατασταθεί η φράση «επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης» με τη φράση «επί ποινή απαραδέκτου της κατάθεσης» του ενδίκου βοηθήματος. Πρόκειται για την πιο βασική δομική αλλαγή, από την οποία εξαρτάται σχεδόν εξ’ ολοκλήρου η επιτυχία του θεσμού. Εάν κάποιο μέρος της διαφοράς προσφύγει στη δικαιοσύνη, που σημαίνει συναντήσεις με τον δικηγόρο του, σύνταξη δικογράφου, αμοιβή για την κατάθεσή του, κλπ ουσιαστικά θα έχει διανύσει τη μεγαλύτερη διαδρομή μέχρι τη δίκη τόσο από πλευράς εξόδων όσο και από πλευράς επιλογής τρόπου επίλυσης. Συνεπώς ακόμη και αν υπάρχει υποχρέωση προσφυγής στη διαμεσολάβηση, θα την εκτελέσει μόνο προσχηματικά, καταβάλλοντας το ελάχιστο συμβολικό της κόστος. Τα στατιστικά θα καταγράψουν χιλιάδες πρακτικά υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας που δεν κατάληξαν σε διαμεσολάβηση εμφανίζοντας τελικά ένα θεσμό που δεν επιλέγεται από τους πολίτες. Το αιτούμενο, που έχει και σημαντική κοινωνική διάσταση, είναι να απαλλάξουμε τον ενάγοντα από το κόστος κατάθεσης, το οποίο ίσως και να μη χρειαστεί εάν η υπόθεση επιλυθεί στη διαμεσολάβηση. Επιπλέον, το «απαράδεκτο της συζήτησης» δημιουργεί στα δικαστήρια έναν περιττό όγκο κατάθεσης δικογράφων, τουλάχιστον ως προς τις υποθέσεις που τελικά θα επιλυθούν μέσω της διαμεσολάβησης. Άλλωστε στο πρώτο σχέδιο του ν. 4512/2018 η διατύπωση προέβλεπε ορθά το «απαράδεκτο της κατάθεσης», το οποίο δυστυχώς στη συνέχεια άλλαξε λαμβάνοντας υπόψη άλλες παραμέτρους και πάντως όχι την προοπτική επιτυχίας της διαμεσολάβησης. Η ίδια διατύπωση προτείνουμε να ισχύσει και για την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου και όπου αλλού στο κείμενο του νόμου γίνεται αναφορά σε αυτή.
Άρθρο 3ο
α. Είναι θετικό που προβλέπεται η «ρήτρα διαμεσολάβησης» στο άρθρο 180.
Η πρόβλεψη δυνατότητας να περιέχεται σε συμφωνίες των μερών «ρήτρα διαμεσολάβησης», δεν διορθώνει την κατάσταση που ίσχυε με τους προηγούμενους Νόμους. Εξ ορισμού η ρήτρα διαμεσολάβησης μπορεί να περιλαμβάνεται μόνο στην βασική σύμβαση (υποκείμενη) των μερών, κατά την υπογραφή της οποίας δεν έχει, ασφαλώς, προκύψει καμία διαφορά προς επίλυση, ώστε να μπορεί να περιγράφεται το αντικείμενο αυτής στην βασική σύμβαση, στην ρήτρα διαμεσολάβησης.
Κατά συνέπεια, οποιοδήποτε από τα μέρη δεν τηρήσει την ρήτρα διαμεσολάβησης και προσφύγει απευθείας στο Δικαστήριο, το άλλο ή τα αλλά μέρη δεν μπορούν να εγείρουν ένσταση διαμεσολάβησης ούτε καν να προσάψουν σε εκείνον που αντιπαρέρχεται την ρήτρα διαμεσολάβησης με βάση τις διαταξεις του ουσιαστικού δικαίου για τις συμβάσεις, αφού το επιχείρημα του άλλου μέρους ότι δεν περιγράφεται στην ρήτρα το αντικείμενο της διαφοράς και ότι, ως εκ τούτου, δεν τον δεσμεύει, θα είναι καταλυτικό. Συνεπώς η ρήτρα διαμεσολάβησης στερείται ουσιαστικής και πρακτικής σημασίας, αφού η συμφωνία περί διαμεσολάβησης θα πρέπει να επαναλαμβάνεται μετά την επέλευση της διαφοράς αφήνοντας απόλυτα το περιθώριο σε εκείνο ή εκείνα τα μέρη, που δεν επιθυμούν ή δεν επιθυμούν πλέον την προσφυγή στην διαμεσολάβηση, να την αποφύγουν.
β. Το θέμα έχει απασχολήσει έντονα την ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΩΝ, η οποία έχει, ήδη πολλές φορές, διατυπώσει προτάσεις για την τροποποίηση των σχετικών διατάξεων με τρόπο που να διασφαλίζει την δυνατότητα έγερσης ένστασης διαμεσολάβησης.
Προτείνουμε και τώρα την προσθήκη, μετά το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 180, άλλου εδαφίου διατυπωμένου ως εξής:
«Σε περίπτωση συμφωνίας των μερών περί́ υπαγωγής μελλοντικών διαφορών τους στην διαδικασία της Διαμεσολάβησης, η περιγραφή́ συγκεκριμένης διαφοράς, που προκύπτει μετά την σύναψη της πιο πάνω συμφωνίας, περιλαμβάνεται στην σύμβαση, που υπογράφεται μεταξύ του διαμεσολαβητή και των μερών πριν από την έναρξη της διαδικασίας της Διαμεσολάβησης».
γ. Τα ανωτέρω προϋποθέτουν την προσθήκη στον Νόμο διάταξης, με την οποία να προβλέπεται ρητά η υπογραφή́ συμφωνίας μεταξύ́ του διαμεσολαβητή́ και των μερών, πριν από́ την έναρξη της διαδικασίας της Διαμεσολάβησης.
Η διάταξη αυτή θα μπορούσε να προστεθεί́ ως παράγραφος (9) στο τέλος του σημερινού́ άρθρου 183 και να είναι διατυπωμένη ως εξής:
«Εάν ο διαμεσολαβητής αποδεχθεί́ τον διορισμό του, υπογράφεται μεταξύ αυτού και των μερών συμφωνία, στην οποία περιλαμβάνεται περιγραφή της διαφοράς, που υποβάλλεται σε Διαμεσολάβηση, διατάξεις, που αφορούν ούσα προβλέπονται στις παραγράφους 2, 3, 4 και 5 του παρόντος άρθρου, στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 189, στις παραγράφους 1, 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 190, στην παράγραφο 1 του άρθρου 191, στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 192, καθώς και διατάξεις σχετικά με την αμοιβή του διαμεσολαβητή».
δ. Εάν υλοποιηθούν τα ανωτέρω προτεινόμενα, ένσταση Διαμεσολάβησης μπορεί να περιληφθεί ανεμπόδιστα στον Νόμο, με την προσθήκη ενός άρθρου με αριθμό́ 192Α (ή 193, οπότε θα πρέπει να αλλάξει η αρίθμηση των επομένων άρθρων του Νομού), η διατύπωση του οποίου θα μπορούσε να είναι η εξής:
«Ρήτρα διαμεσολάβησης περιλαμβανομένη στην βασική σύμβαση των μερών ή συμφωνία τους συναπτόμενη αργότερα, περί́ υπαγωγής διάφορων τους σε σχέση με την βασική σύμβαση, το κύρος, την ερμηνεία, την εφαρμογή, την εκτέλεση της ή που πηγάζουν ή συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με αυτήν, δίνει δικαίωμα σε κάθε μέρος να εγείρει ένσταση Διαμεσολάβησης, σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε από τα μέρη προσφεύγει στην Δικαστική́ Διαδικασία χωρίς να εξαντλήσει την υποχρέωση υποβολής διαφοράς ή διαφορών αυτού του είδους σε διαδικασία διαμεσολάβησης. Οπότε το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου έχει αχθεί́ η διαφορά, αναβάλλει την εκδίκαση της υπόθεσης και την παραπέμπει σε Διαμεσολάβηση».
Άρθρο 2ο
α. Στο τέλος της παραγράφου 5 του άρθρου 179, η αναφορά στον «τρόπο με τον οποίο δύνανται να επιλύσουν την διαφορά τους μέσω της διαμεσολάβησης…» πιθανόν να δημιουργήσει την εσφαλμένη εντύπωση ότι ο διαμεσολαβητής μπορεί να προτείνει λύση της διαφοράς, πράγμα που κατά βέβαιο τρόπο δεν είναι στις προθέσεις του Νομοθέτη, αφού αυτό δεν επιτρέπεται στον Διαμεσολαβητή. Προτείνουμε την αναδιατύπωση ως εξής: «… ενημερώνει τα μέρη για την διαδικασία της διαμεσολάβησης, με την οποία δύνανται να επιλύσουν την διαφορά τους και τις βασικές αρχές που διέπουν την διαμεσολάβηση».
β. Στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 179, είμαστε της άποψης ότι θα πρέπει να τροποποιηθεί και να προβλεφθεί αντί «σε κράτος-μέλος άλλο από εκείνο της μόνιμης κατοικίας ή συνήθους διαμονής των μερών», «… εκείνο της μόνιμης κατοικίας ή συνήθους διαμονής έστω και ενός από τα μέρη».
Στην παράγραφο 4 του άρθρου 179 η φράση «ο πληρεξούσιος δικηγόρος των μερών» να αντικατασταθεί από τη φράση «ο πληρεξούσιος δικηγόρος κάθε μέρους» προς αποφυγή συγχύσεως.
Προκειμένου για την επίτευξη του σκοπού της Οδηγίας και του νόμου, ως επί της αρχής αναλύεται στην αιτιολογική έκθεση, η υποχρεωτική αρχική συνεδρία στοχεύει στην πλήρη ενημέρωση των μερών για τη διαμεσολάβηση ως εναλλακτική μέθοδο επίλυσης της διαφοράς τους, ως προς τη διαδικασία και τις βασικές αρχές της διαμεσολάβησης, ώστε τα μέρη να γνωρίζουν και να δύνανται, ελεύθερα, να αποφασίσουν την υπαγωγή της διαφοράς τους, εν όλω ή εν μέρει, στη διαδικασία της διαμεσολάβησης προς επίλυση. Ορθό θα ήταν τούτο να αποτυπώνεται και στο σχετικό ορισμό.
«5. Ως υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης νοείται η συνεδρία μεταξύ του διαμεσολαβητή και των μερών, …. «ώστε τα μέρη να δύνανται, ελεύθερα, να αποφασίσουν την υπαγωγή ή μη της διαφοράς τους, εν όλω ή εν μέρει, στη διαδικασία της διαμεσολάβησης.»
Οι προσθήκες, αλλαγές και σχόλιά μου στο άρθρο
Αρθρο 179
2. Η διαμεσολάβηση είναι μία διεπιστημονική διαρθρωμένη διαδικασία στην οποία δύο μέρη συμφωνούν να επιχειρήσουν να επιλύσουν τη διαφορά τους με τη βοήθεια ενός τρίτου ουδέτερου και ανεξάρτητου διαπιστευμένου διαμεσολαβητή . Ακρογωνιαίοι λίθοι της διαμεσολάβησης είναι η εμπιστευτικότητα σε όλη τη διαδικασία, η εκούσια προσέλευση των μερών σε διαπραγμάτευση «καλή τη πίστη», η αυτονομία των μερών, η εξουσία διάθεσης, ο μη δεσμευτικός χαρακτήρας της έως την υπογραφή συμφωνίας από τα μέρη, το απόρρητο των εγγράφων και πληροφοριών που προκύπτουν στη διαδικασία και η ισοτιμία των μερών καθόλη τη διάρκειά της.
3. Ο διαμεσολαβητής είναι ουδέτερος, αμερόληπτος τρίτος ως προς τα μέρη και την υπόθεσή τους, έμπειρος επιστήμονας που διευκολύνει την επικοινωνία των μερών, βοηθά τα μέρη να εστιάσουν στα συμφέροντά τους και τις πραγματικές ανάγκες τους καθώς και στο μέλλον της σχέσης τους.
5. …… Η αρχική συνεδρία διέπεται από τις Βασικές Αρχές της διαδικασίας και δεν καταστρατηγούνται τα θεμέλια της διαμεσολάβησης κατά την ενημέρωση στα μέρη από το διαμεσολαβητή σε αυτό το αρχικό στάδιο, με βασική προυπόθεση την αρχή της εμπιστευτικότητας καθόλη τη διάρκεια της αρχικής συνεδρίας από το διαμεσολαβητή και τα μέρη αλλά και παριστάντες δικηγόρους.