Η παράγραφος 2 του άρθρου 269 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Μέσα επίθεσης και άμυνας μπορεί να προβληθούν παραδεκτά έως και τη συζήτηση με προτάσεις ή και προφορικά: α) αν το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία· αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, β) αν προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και γ) αν αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου.»
O νομοθέτης επαναφέρει με το άρθρο 27 του προσχεδίου νόμου (εφεξής ΠρσχΝ) το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε πριν από την τροποποίηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (εφεξής ΚΠολΔ) με το ν. 2915/2001, υπάγει δηλ. στην εξαίρεση από το συγκεντρωτικό σύστημα προβολής των ισχυρισμών και τους εγγράφως αποδεικνυομένους. Ως δικαιολογία της νέας ρύθμισης, ή, καλύτερα, της επαναφοράς της παλαιάς προβάλλεται στην Αιτιολογική Έκθεση (εφεξής ΑιτΕ, Β΄, υπό άρθ. 19) ότι «αντιστρατεύεται ευθέως το βαθύτερο σκοπό, που επιδιώκεται με την αρχή της συγκεντρώσεως», ότι «κανείς δικαστής δεν μπορεί, υπό το πρόσχημα μιας παράτυπης διαδικαστικής διαγωγής, να κλείσει τα μάτια του μπροστά στην ουσιαστική αλήθεια και να απορρίψει τον εγγράφως αποδεικνυόμενο ισχυρισμό» και ότι συνιστά «τιμωρία του διάδικου … έξω από τη λογική των κυρώσεων από την παραβίαση του συγκεντρωτικού συστήματος». Ερωτάται, όμως, πώς αποτελεί τιμωρία, όταν ο διάδικος που επικαλείται το έγγραφο δεν τον προσκομίζει ενώ είχε τη σχετική δυνατότητα· η διάταξη ενεργοποιείται σ’ αυτήν ακριβώς την περίπτωση. Εξάλλου, πώς πλήττεται στο συγκεκριμένο ζήτημα η ουσιαστική αλήθεια, όταν αυτή έτσι κι αλλιώς υπόκειται στη διαθετική αρχή, που επιτρέπει τους διαδίκους να καθορίσουν οι ίδιοι πώς θα προστατεύσουν τα συμφέροντά τους με ισχυρισμούς που οι ίδιοι επιλέγουν να προβάλλουν και να αποδείξουν, ομολογώντας και αρνούμενοι κατά την κρίση τους. Αν ο νομοθέτης επιθυμούσε να κατοχυρώσει την ουσιαστική αλήθεια, ας καταργούσε τη δικαστική ομολογία.
Περαιτέρω, στο βαθμό που ισχύει σύστημα προαπόδειξης, με τα αποδεικτικά μέσα να προσκομίζονται πριν από την έναρξη της εξέτασης της διαφοράς στην ουσία της, όσον αφορά Ειρηνοδικείο και Μονομελές Πρωτοδικείο, και αρκετά πριν την ίδια τη συζήτηση, όσον αφορά το Πολυμελές Πρωτοδικείο, ανακύπτει το ζήτημα πώς αυτό μπορεί να συμβιβαστεί με την απαλλαγή του διαδίκου από την υποχρέωση να τα προσκομίσει. Αποδοχή της νέας ρύθμισης αμέσως υποσκάπτει τη διαδικασία τουλάχιστον ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου και σε κάθε περίπτωση επιβραδύνει τη διαδικασία, αφού εγγράφως αποδεικνυόμενοι ισχυρισμοί προτείνονται στην ουσία ελευθέρως, πλήττοντας ταυτόχρονα το δικαίωμα άμυνας του αντιδίκου. Τέλος, να επισημανθεί ότι η περίπτωση αυτή διαφέρει από εκείνη της δικαστικής ομολογίας, γιατί στην τελευταία προβάλλεται θέση καταλυτική της δίκης υπέρ των συμφερόντων του αντιδίκου, κάτι που δικαιολογεί την καθυστέρηση, και όχι εναντίον του, όπως εν προκειμένω.
ΣΙΜΟΣ Ι. ΣΑΜΑΡΑΣ – Δικηγόρος
Υπ. Διδάκτορας Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών
http://www.nomologio.wordpress.com