1. Τροποποίηση του άρθρου 214 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα.
Το κείμενο του ισχύοντος άρθρου 214 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, που κυρώθηκε με τον ν. 2287/1995, λαμβάνει αριθμό παραγράφου 1 και προστίθεται δεύτερη παράγραφος που έχει ως εξής:
«2. Στην περίπτωση του άρθρου 551 ΚΠΔ την αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου ασκεί το τριμελές αναθεωρητικό δικαστήριο. Στην περίπτωση του άρθρου 301 ΚΠΔ την αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου ασκεί το πενταμελές στρατοδικείο. Στην περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 303 ΚΠΔ τις αρμοδιότητες των εισαγγελέων πλημμελειοδικών και εφετών ασκεί ο εισαγγελέας του στρατιωτικού δικαστηρίου. Μετά την σύνταξη πρακτικού διαπραγμάτευσης κατ’ άρθρο 303 παρ. 6 ΚΠΔ η υπόθεση εισάγεται στο καθ’ ύλη αρμόδιο δικαστήριο.»
2. Τροποποίηση της παρ. 5 του άρθρου 42 του ν. 4557/2018.
Στο τέλος της παρ. 5 του άρθρου 42 του ν. 4557/2018 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Τα χρονικά όρια διάρκειας των μέτρων δέσμευσης που περιγράφονται στο εδάφιο α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 34 ΚΠΔ ισχύουν και για την περίπτωση που η απαγόρευση της κίνησης λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων, του ανοίγματος θυρίδων και της μεταβίβασης ή εκποίησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου, διατάσσεται από τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου.».
3. Τροποποίηση των άρθρων 97, 98 και 100 ν. 4622/2019.
α) Στην παρ. 1 του άρθρου 97 καθώς και στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του ν. 4622/2019 απαλείφονται οι λέξεις «ή προανάκριση», «ή προανακρίσεις», «ή προανάκρισης».
β) Το εδάφιο α΄ της παρ. 3 του άρθρου 97 ν. 4622/2019 αντικαθίσταται ως εξής: «Ο εποπτεύων Εισαγγελέας Εφετών, αν η υπόθεση δεν ανήκει στην αρμοδιότητα των ειδικών Εισαγγελέων των άρθρων 33 έως 36 ΚΠΔ, διαβιβάζει το φάκελο στον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών.».
γ) Η παρ. 4 του άρθρου 97 ν. 4622/2019 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. α) Υποθέσεις οι οποίες αφορούν αδικήματα που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 134, 159, 159Α, 216, 217, 220, 221, 222, 226, 235, 236, 237, 237Α, 252, 372, 386, 386Α, 386Β και 390 του Ποινικού Κώδικα, τα οποία αποδίδονται σε υπαλλήλους του άρθρου 13 του Π.Κ. εκδικάζονται κατά προτίμηση. β) Για την περάτωση της ανάκρισης και την παραπομπή ή μη του κατηγορουμένου στο ακροατήριο εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 308 έως 315 του ΚΠΔ. γ) Προκειμένου για υποθέσεις σε βαθμό πλημμελήματος είτε μετά την περάτωση της προανάκρισης είτε και χωρίς τη διενέργεια αυτής, ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών εισάγει την υπόθεση στο ακροατήριο, με απευθείας κλήση στη συντομότερη δυνατή δικάσιμο.».
δ) Η παρ. 7 του άρθρου 97 ν. 4622/2019 αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Ο Διοικητής της Αρχής έχει δικαίωμα να ζητήσει από το Δημόσιο, νόμιμα εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Οικονομικών ή από τους φορείς της παραγράφου 1 του άρθρου 83 με υποχρέωση συμμόρφωσης των τελευταίων: α) να παρίστανται κατά την προδικασία και την κύρια διαδικασία για υποστήριξη της κατηγορίας εναντίον του κατηγορουμένου, β) να ασκούν υπό την ιδιότητα του υποστηρίζοντος την κατηγορία όλα τα παρεχόμενα σε αυτούς ένδικα μέσα κατά αποφάσεων ή βουλευμάτων, γ) να ζητούν από τον αρμόδιο Εισαγγελέα υπό την ιδιότητα του υποστηρίζοντος την κατηγορία να ασκήσει τα παρεχόμενα σε αυτόν ένδικα μέσα κατά βουλευμάτων και αποφάσεων, καθώς και την επίσπευση της ποινικής διαδικασίας και την κατά προτίμηση εκδίκαση των υποθέσεων.».
ε) Το στοιχείο «α» της παρ. 1 του άρθρου 98 ν. 4622/2019 αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών ασκεί την εποπτεία εφαρμογής του παρόντος νόμου για όσες ρυθμίσεις σχετίζονται με θέματα ποινικής ευθύνης υπαλλήλων, αν η υπόθεση δεν ανήκει στην αρμοδιότητα των ειδικών Εισαγγελέων των άρθρων 33 έως 36 ΚΠΔ.».
στ) Στο στοιχείο «α» της παρ. 4 του άρθρου 100 ν. 4622/2019 μετά τις λέξεις «έχουν την αρμοδιότητα» και πριν το σημείο στίξης άνω κάτω τελεία προστίθενται οι λέξεις «τηρώντας τις προϋποθέσεις των σχετικών διατάξεων του ΚΠΔ και των ειδικών νόμων».
ζ) Στην παρ. 11 του άρθρου 100 ν. 4622/2019 προστίθεται εδάφιο γ΄ ως εξής: «Οι διατάξεις του ΚΠΔ και συγκεκριμένα των άρθρων 48 και 49 για την αποχή από την ποινική δίωξη με όρους και των άρθρων 301 και 303 για ποινική συνδιαλλαγή και ποινική διαπραγμάτευση εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις αυτές, εφόσον πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις.».
η) Στο τέλος του εδαφίου α΄ της παρ. 18 του άρθρου 100 ν. 4622/2019 μετά τις λέξεις «του άρθρου 83 του παρόντος» και πριν την τελεία προστίθενται οι λέξεις «κατ’ ανάλογη εφαρμογή του εδάφιο β΄ της παρ. 2 του άρθρου 36 ΚΠΔ».
Συνεχίζει να μένει ατιμώρητη η παράβαση του άρ. 45, παρ. 1, Ν. 2696/1999 (Κ.Ο.Κ) η οποία αναφέρεται στη μη συμμόρφωση σε σήμα ενστόλου αστυνομικού οργάνου και η οποία διωκόταν πταισματικά. Πρέπει οπωσδήποτε να ληφθεί μέριμνα και η παράβαση αυτή να τιμωρείται είτε με πρόστιμο, είτε πλημμεληματικά.
Είμαι περίεργη να δω σε ποιο βαθμό η άποψη η γνώμη της Αρχής για το Ξέπλυμα Χρήματος θα υιοθετηθεί από την ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης.
Υπάρχει ο ορατός κίνδυνος προϊόντα εγκλήματος που έχει δεσμεύσει η Αρχή για το Ξέπλυμα Χρήματος για περισσότερους από 18 μήνες, να αποδοθούν στους κατόχους τους, παρά το ότι αυτοί οδεύουν σε σοβαρές δίκες και τους έχουν ασκηθεί ποινικές διώξεις για σοβαρά οικονομικά εγκλήματα.
Αξιότιμε κύριε Υπουργέ,
Σχετικά με το άρθρο 390 του Ποινικού Κώδικα, θα ήθελα να θέσω υπ’ όψιν υμών, αλλά και των συνεργατών σας, τις παρακάτω σκέψεις και προτάσεις μου:
1. Η απιστία αποτελεί αδίκημα κακουργηματικού χαρακτήρα από το 2004 και εντεύθεν. Πριν το 2004 αποτελούσε πλημμέλημα. Δηλαδή, στην ιεραρχία του οικονομικού αδικήματος ευρίσκετο χαμηλά και αυτό για δύο κυρίως λόγους: (α) H αντικειμενική υπόσταση είναι ιδιαιτέρως δυσαπόδεικτη και (β) απαιτεί ειδικό δόλο.
Στις περισσότερες έννομες κοινωνίες που λειτουργεί η ελεύθερη οικονομία, έχει την ίδια χαμηλή θέση, διότι πρωτεύον αδίκημα, και ορθώς, είναι η απάτη.
Εξαιτίας του σφάλματος της αποδόσεως κακουργηματικού χαρακτήρα στην απιστία, σήμερα εκατοντάδες αθώοι άνθρωποι, που εργάζονται στον τραπεζικό και ευρύτερα οικονομικό τομέα και ουδέν μεμπτό έχουν πράξει, απειλούνται με πολυετείς καθείρξεις και φυλακίσεις, από δικαστές που δυστυχώς δεν γνωρίζουν τον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας και των τραπεζών. Δουλειά των τραπεζών είναι να δίνουν δάνεια και εκ των πραγμάτων κάποια από αυτά δεν θα αποπληρωθούν. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι τράπεζες θα πρέπει να σταματήσουν να δίνουν δάνεια, στραγγαλίζοντας την οικονομία. Απλά θα πρέπει να τηρούνται αυστηρά κριτήρια που θα πρέπει να ισχύουν κατά το χρόνο χορήγησης του δανείου. Η επιδείνωση της πορείας μίας εταιρείας μετά τη χορήγηση του δανείου ή η οικονομική κρίση ή η μείωση της αξίας των εξασφαλίσεων (ακινήτων) μετά τη χορήγηση του δανείου, δεν καθιστά «εγκληματία» τον τραπεζίτη ο οποίος κατά τη χορήγηση του δανείου τήρησε τα αυστηρά κριτήρια που θέτει η ΤτΕ και η ίδια η τράπεζα στην οποία εργάζεται. Αυτός ο τραπεζίτης, πρέπει να προφυλαχθεί και για το παρόν, αλλά και για το μέλλον, από ποινικές διώξεις που θα ασκηθούν ελαφρά τη καρδία, ενίοτε και με πολιτική χροιά ή επιρροή, χωρίς κανείς να νοιάζεται για τις αθωώσεις που ακολουθούν, όπως συνέβη πρόσφατα με τα στελέχη της ALPHA Bank για τα δάνεια Ψυχάρη. Ρώτησε κανείς τα στελέχη αυτά, για την ταλαιπωρία που υπέστησαν και για τις αμοιβές των δικηγόρων που αναγκάστηκαν να καταβάλλουν για να αποδείξουν το εξ αρχής αυτονόητο, ότι δηλαδή έκαναν σωστά τη δουλειά τους; Δεν πρέπει να ξεχάσουμε ότι το τελευταίο διάστημα το σύνολο των τραπεζικών στελεχών βρισκόταν σε δικαστική ομηρία, πολλοί εκ των οποίων συνεχίζουν να βρίσκονται. Αυτό δεν θα πρέπει να επιτραπεί να επαναληφθεί.
Αν πάλι το τραπεζικό στέλεχος έχει παρανομήσει, υπάρχουν άλλα άρθρα (απάτη, δωροδοκία) που τιμωρούν αυστηρά την παράνομη συμπεριφορά.
2. Ταυτοχρόνως, η κρίση απαιτεί καθαρή πολιτική γραμμή και καθαρά μηνύματα, τόσο για την διαχείρισή της, όσο και για την έξοδο από αυτήν. Χωρίς την αποκατάσταση της ιεραρχίας των αδικημάτων και την απονομή του πλημμεληματικού χαρακτήρα στην απιστία, υπάρχει ο κίνδυνος να υπονομευτεί η αναπτυξιακή τροχιά της χώρας, διότι ο τραπεζικός τομέας είναι συλλήβδην όμηρος του φόβου ποινικών διώξεων για οποιαδήποτε πράξη αναδιάρθρωσης, αλλαγής πλαισίου ρύθμισης ή μειώσεως (κούρεμα) δανειακής υποχρεώσεως, πράξεις που συχνά είναι επιβεβλημένες για τη διάσωση εταιρειών και χιλιάδων θέσεων εργασίας (βλ. Μαρινόπουλος / Σκλαβενίτης). Ποιο τραπεζικό στέλεχος θέλει να υποστεί στο μέλλον την ταλαιπωρία και τα νομικά έξοδα που υφίστανται τώρα τα τραπεζικά στελέχη. Μία ρεβανσιστική ρητορική, θα μπορούσε να οδηγήσει να ασκηθούν διώξεις στα τραπεζικά στελέχη που ασχολήθηκαν με την αναδιάρθρωση των δανείων του Μαρινόπουλου και την πρόσθετη χρηματοδότηση του Σκλαβενίτη. Τέτοια οικονομία θέλουμε και τέτοια μηνύματα να περάσουν;
Αυτός είναι ο βασικός λόγος που η εργαλειοθήκη του Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδας, δεν μπορεί να αποδώσει στα NPL’s και οι τράπεζες απομυζούν τα κεφάλαια των ανακεφαλαιοποιήσεων για την απλή αναχρηματοδότηση θνησιγενών δανείων. Γίνεται μνεία, ότι 48 δις δόθηκαν για τις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών και η κεφαλαιοποίησή τους λιμνάζει κάτω από το 10% αυτών.
4. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να παραγνωριστεί το γεγονός ότι ο καταδικασθείς «άπιστος», έστω και πλημμεληματικού χαρακτήρα, συνεχίζει να έχει τις ίδιες αστικές ευθύνες, με αυτές που θα είχε εάν είχε κακουργηματικό χαρακτήρα η πράξη του.
5. Χωρίς ενεργό και ζωντανό τραπεζικό τομέα, δεν μπορεί να ξεπεραστεί οριστικά η κρίση και να επιστρέψουμε σε υψηλούς και σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης.
6. Πρέπει να δούμε τη νέα ημέρα της Ελλάδας. Ο πλημμεληματικός χαρακτήρας θα απαλλάξει χιλιάδες αθώους, από πολυετείς δίκες και τις συνέπειές τους. Θα δώσει ώθηση στον τραπεζικό τομέα να εκκαθαρίσει τα ληξιπρόθεσμα δάνεια δεκάδων χιλιάδων συμπολιτών μας, να προσφέρει φρέσκο χρήμα για την ανάπτυξη της χώρας, ενώ ταυτοχρόνως η ψυχολογία της νέας ημέρας θα δώσει κρίσιμο χρόνο στην οικονομία να απορροφήσει τους κραδασμούς από επίκαιρες ανασχέσεις που οφείλονται στην κρίση.
Η ενοχική αντίληψη, ότι δεν μπορεί να εισαχθεί ηπιότερος ποινικός νόμος για την απιστία, αποτελεί βαρίδι για την Ελληνική οικονομία και απόδειξη της αδυναμίας μας να δούμε μπροστά.
Σε κάθε περίπτωση, αν ήθελε διατηρηθεί ο κακουργηματικός χαρακτήρας της απιστίας, θα πρέπει ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ στο άρθρο 390 του νέου Ποινικού Κώδικα να προστεθεί σαφής ορισμός του τι συνιστά «επιμελή διαχείριση», ώστε τα τραπεζικά στελέχη να μην είναι όμηροι δικαστών και πολιτικών.
Άρθρο 390 του Ποινικού Κώδικα
1. Όποιος κατά παράβαση των κανόνων επιμελούς διαχείρισης προκαλεί εν γνώση βέβαιη ζημία στην περιουσία άλλου, της οποίας βάση του νόμου ή δικαιοπραξίας, έχει την επιμέλεια ή διαχείριση (ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη), τιμωρείται με φυλάκιση ή χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ, επιβάλλεται η κάθειρξη ως δέκα έτη και χρηματική ποινή.
Προτεινόμενη προσθήκη
Στην περίπτωση των πιστωτικών ιδρυμάτων που τελούν υπό τον εποπτικό έλεγχο της Τράπεζας της Ελλάδας, θεωρείται ότι επιμελή διαχείριση συνιστά η πιστή τήρηση των κανόνων πιστοδοτήσεων που επιβάλλονται από τις αποφάσεις της ΤτΕ, καθώς και των οδηγιών και κανόνων που περιέχονται στο καταστατικό τους, στις αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων, των Διοικητικών Συμβουλίων ή του κατά περίπτωση αρμοδίου διοικητικού οργάνου.
Αξιότιμε κύριε Υπουργέ,
Ενόψει της παραπάνω προτεινόμενης διατύπωσης, θεωρείτε εσείς ή ο Πρωθυπουργός, ότι ένα τραπεζικό στέλεχος που έχει συμμορφωθεί και έχει τηρήσει πιστά τους κανόνες πιστοδοτήσεων που επιβάλλονται από τις αποφάσεις της ΤτΕ, που έχει συμμορφωθεί και έχει τηρήσει πιστά τις οδηγίες και τους κανόνες που περιέχονται στο καταστατικό της τράπεζας στην οποία εργάζεται τους, που έχει συμμορφωθεί και έχει τηρήσει πιστά τις αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων, των Διοικητικών Συμβουλίων ή του κατά περίπτωση αρμοδίου διοικητικού οργάνου της τράπεζας στην οποία εργάζεται τους, θα πρέπει να σέρνεται στα Δικαστήρια;
Με εκτίμηση,
Η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες (εφεξής: «Αρχή»), εν όψει της προτεινομένης με το νέο σχέδιο νόμου διάρκειας ισχύος των από αυτήν εκδιδομένων διατάξεων δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων, τονίζει τον κίνδυνο συνολικής ματαίωσης της ανάκτησης των προϊόντων εγκλήματος από το Δημόσιο.
Εάν εφαρμοστεί ο προτεινόμενος χρόνος ισχύος των διατάξεων της Αρχής, θα αποδοθούν τα προ ετών δεσμευμένα περιουσιακά στοιχεία των υπόπτων για βαρύτατα εγκλήματα, που εκκρεμούν ενώπιον της Δικαιοσύνης και έτσι θα ευνοηθούν οι δράστες με την μεγαλύτερη παραβατικότητα. Εάν συμβεί αυτό, θα ματαιωθεί στο σύνολό του ο βασικός σκοπός του ποινικού δικαίου, που στην περίπτωση του «μαύρου χρήματος» είναι η γενική πρόληψη του βαρέως οικονομικού εγκλήματος.
Πέραν όμως των συνεπειών που θα έχει στο εσωτερικό η τόσο μικρή διάρκεια ισχύος των διατάξεων δέσμευσης της Αρχής, κίνδυνοι γεννώνται και για την διεθνή αξιοπιστία της Χώρας.
Η Ελλάδα πρόσφατα αξιολογήθηκε από τον διεθνή ειδικό για τον έλεγχο του «μαύρου χρήματος» διακυβερνητικό φορέα (FATF) για την αποτελεσματικότητα της στην καταπολέμηση του φαινομένου αυτού και βαθμολογήθηκε με την μέγιστη δυνατή διάκριση «regular follow-up», την οποία κατέχουν μόλις οκτώ χώρες στον κόσμο.
Βάση για την επιτυχία αυτή απετέλεσε η εξαίρετη λειτουργία της Αρχής, της οποίας η ανεξαρτησία και αποτελεσματικότητα, κρίθηκε διεθνώς πρότυπη.
Η εν λόγω αξιολόγηση επιδρά σημαντικά στην πιστοληπτική ικανότητα των δημοσίων και ιδιωτικών χρηματοπιστωτικών οργανισμών της Χώρας και συντελεί στην προσέλκυση υγιών επενδύσεων.
Επομένως η μαζική κατάργηση των διατάξεων δέσμευσης της Αρχής θα κλονίσει την άριστη διεθνή εικόνα της Χώρας στον τομέα αυτό, με απρόβλεπτες συνέπειες στον τομέα των επενδύσεων.
Εάν το ζητούμενο είναι ο, σε κάθε περίπτωση, (αυτόματος) περιορισμός της διάρκειας των διατάξεων της Αρχής, αυτό θα πρέπει να ρυθμιστεί στο πλαίσιο της γενικότερης νομικής αξιολόγησης του εννόμου αγαθού που πρόκειται να προστατευθεί, εν προκειμένω της περιουσίας.
Ο προτεινόμενος χρονικός περιορισμός της ισχύος των διατάξεων της Αρχής, εκτός από ανέφικτος, είναι και νομικά ανακόλουθος προς τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας.
Συγκεκριμένα δεν μπορεί να αξιολογείται το αγαθό της προσωπικής ελευθερίας ως ίσης αξίας με εκείνο της περιουσίας και να υιοθετείται ο ίδιος χρόνος διάρκειας τόσο για την προσωρινή κράτηση όσο και για το μέτρο περιουσιακής δέσμευσης (18 μήνες).
Εξ άλλου τόσο στην περίπτωση των δεσμεύσεων όσο και στην περίπτωση των κατασχέσεων περιουσίας, η στέρηση του δικαιώματος επί της περιουσίας δεν είναι οριστική ούτε καθολική (όπως συμβαίνει στην δέσμευση της προσωπικής ελευθερίας στην προσωρινή κράτηση) , αφού ο δικαιούχος μπορεί να διαθέσει το δικαίωμά του με άλλους νομικά παραδεκτούς τρόπους πλην της φυσικής παραδόσεως του πράγματος.
Προτείνουμε, στην περίπτωση των διατάξεων της Αρχής αλλά και σε όλες τις περιπτώσεις κατασχέσεων περιουσιακών στοιχείων, η διάρκεια των δεσμεύσεων περιουσίας να μην είναι μικρότερη των τριών ετών και μεγαλύτερη των πέντε.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των καταργηθέντων δασικών, θηραματικών και αγροτικών πταισμάτων αφορά παράβαση διοικητικών και ρυθμιστικών διατάξεων χωρίς απαραίτητα να υπάρχει φθορά-ζημία. Τέτοιες περιπτώσεις μπορούν να αντιμετωπιστούν με τη θέσπιση επιβολής διοικητικών προστίμων δια συμπληρώσεως βεβαιωτικού δελτίου παράβασης από το όργανο, (μπλοκάκι). Έτσι, με άλλο νόμο ή με εξουσιοδότηση του/ων αρμόδιου/ων Υπουργού/ών για έκδοση Απόφασης μπορούν να καθορίζονται το ύψος των προστίμων αυτών (υπέρ α) Πράσινου Ταμείου για τα δασικά, θηραματικά και β) Γενικών Κρατικών Εσόδων για τα αγροτικά), η αφαίρεση της άδειας θήρας, η κατάσχεση των πειστηρίων και η όλη διαδικασία εν γένει.
Μετά τιμής,
Ευχαριστώ,
Χρήστος Σιμούλης,
Δημόσιος Κατήγορος Δασαρχείου – Αγροφυλακής Θεσσαλονίκης,
email: chsim@damt.gov.gr
τηλ. 2313309052
Τροποποίηση του 370Α ΠΚ :
Η μαγνητοφώνηση και η μαγνητοσκόπηση απειλητικών, εξυβριστικών εκφράσεων και επιθετικών συμπεριφορών σε δημόσιους χώρους εκφεύγει του προστατευτικού πεδίου του Συντάγματος και των νόμων για το απόρρητο των επικοινωνιών ή της προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Βλέπε ενδεικτικά πρόταση του εισαγγελέα εφετών (ΣυμβΕφΘεσ 250/2018)
Τροποποίηση του άρθρου 177ΚΠΔ παρ.2 :
Όταν αποδεικτικό στοιχείο αποτελεί το μοναδικό μέσο που αποδεικνύει την αθωότητα ενός προσώπου που κατηγορείται αδίκως, κάμπτεται κάθε είδους απαγόρευσης χρησιμοποίησής του στο Δικαστήριο. Διότι η ενδεχόμενη καταδίκη ενός αθώου κατηγορουμένου προσβάλει βαρύτερα την έννομη τάξη από την παραβίαση κάθε σχετικής διάταξης του ΚΠΔ του ΠΚ και του νόμου περί προστασίας προσωπικών δεδομένων, ενώ η συνταγματικότητα της εξαίρεσης και επομένως, της κάμψης κάθε είδους απαγόρευσης δικαιολογείται απόλυτα με βάση την διάταξη του άρθρου 2 § 1 του Συντ., ενόψει του ότι η μη απόδειξη της αθωότητας και κατ’ επέκταση η καταδίκη του κατηγορουμένου, συνιστά και προσβολή της αξίας και της τιμής του ανθρώπου. (το δικαίωμα αποδείξεως και ακροάσεως πρέπει να τυγχάνει απόλυτου σεβασμού) Βλέπε ενδεικτικά ΑΠ 42/2004, ΕλλΔνη 2004, σελ. 1557, ΑΠ 453/2016, ΟλΑΠ 1/2017
Συμπλήρωση του ΚΠΔ:
Εκκρεμείς υποθέσεις που έχουν παραπεμφθεί στο ακροατήριο προς συζήτηση, οι οποίες δεν έχουν εκδικαστεί και για τις οποίες το αξιόποινο με τον Νέο Ποινικό Κώδικα έχει εξαλειφθεί, τίθενται στο αρχείο και παύει οριστικά η ποινική δίωξη με διάταξη του αρμόδιου Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, κατόπιν αιτήσεως οποιουδήποτε διαδίκου.
Παρακαλώ να μου επιτραπεί μια αποκατάσταση στο κείμενο του σχολίου μου για το άρθρο 214 ΣΠΚ, με τις παρακάτω διορθώσεις-συμπληρώσεις- που εκ παραδρομής δεν καταχωρήθηκαν στο προηγούμενο σχετικό σχόλιο:
Μια απλή τροποποίηση και του άρθρου 187 ως εξής: [1. Το Αναθεωρητικό Δικαστήριο δικάζει με μονομελή, τριμελή, πενταμελή σύνθεση ως Εφετείο και με πενταμελή σύνθεση ως Αναθεωρητικό. 2. Ως μονομελές εφετείο δικάζει τα υπό του άρθρου 110 του ΚΠΔ προβλεπόμενα αδικήματα, ως τριμελές εφετείο δικάζει τα υπό του άρθρου 111 ΚΠΔ προβλεπόμενα αδικήματα εκτός αυτών της παρ. 6, και τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των τριμελών στρατοδικείων, ως πενταμελές δε εφετείο δικάζει σε πρώτο βαθμό τα κακουργήματα εκτός από εκείνα που ανήκουν στην αρμοδιότητα του μονομελούς και τριμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου καθώς και τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των τριμελούς Αναθεωρητικού. 3. Ως πενταμελές δικάζει το ένδικο μέσον της αναθεώρησης. 4. Με πενταμελή σύνθεση στην οποία προεδρεύει ο Πρόεδρος του ΑΠ, ή ο νόμιμος αναπληρωτής του δικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του πενταμελούς Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. 5. Για την εκδίκαση των ενδίκων μέσων της αναθεώρησης και έφεσης κατά αποφάσεως στρατοδικείου, στη σύνθεση του οποίου είχε προεδρεύσει ο Πρόεδρος του Αναθεωρητικού ή Αναθεωρητής, το Αναθεωρητικό Δικαστήριο προεδρεύεται από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου ή το νόμιμο αναπληρωτή του, η Αρεοπαγίτη,αντίστοιχα. 6. Το δικαστικό συμβούλιο του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου συντίθεται από τον Πρόεδρο και δύο Αναθεωρητές.
«2. Στην περίπτωση του άρθρου 551 ΚΠΔ την αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου ασκεί το μονομελές αναθεωρητικό δικαστήριο. Στην περίπτωση της παρ. 7 του άρθρου 301 ΚΠΔ την αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου ασκεί επίσης το μονομελές αναθεωρητικό δικαστήριο. Στην περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 303 ΚΠΔ τις αρμοδιότητες των εισαγγελέων πλημμελειοδικών και εφετών ασκούν, αντίστοιχα, ο εισαγγελέας του στρατιωτικού δικαστηρίου και ο εισαγγελέας του αναθεωρητικού δικαστηρίου. Μετά την σύνταξη πρακτικού διαπραγμάτευσης κατ’ άρθρο 303 παρ. 6 ΚΠΔ η υπόθεση εισάγεται με απευθείας κλήση στο Μονομελές Αναθεωρητικό επί κακουργημάτων και στο Μονομελές Στρατοδικείο επί πλημμελημάτων.»
Τέλος, μα βάση τα παραπάνω, είναι αναγκαία μια ακόμα τροποποίηση στο δικονομικό μέρος του ΣΠΚ, ως εξής:
«Το άρθρο 193 του ΣΠΚ καταργείται»
Περί της τροποποίησης του άρθρου 214 ΣΠΚ: Αναρωτιέται κανείς αν αυτό είναι δικονομία ή κάτι άλλο. Αντιστοίχιση στρατιωτικών δικαστηρίων προς πολιτικά αλά καρτ και ρύθμιση που δείχνει ανεξήγητη σπουδή να κλείσει το πράγματι πολύ σοβαρό αυτό θέμα των ποινικών συνδιαλλαγών και διαπραγματεύσεων στο χώρο του ΣΠΚ. Και τούτο διότι ενώ, έως σήμερα, η αντιστοίχιση ακολουθεί πιστά το διαχωρισμό πρώτου και δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας (παρά την αναχρονιστική πλέον σημασία της) βλέπουμε στην παρούσα διάταξη μια αναμόχλευση αυτής της ακολουθίας κατά τρόπο που θίγει τη δικονομική τάξη και απομακρύνει την προοπτική μιας υγιούς σύμπλευσης του ΣΠΚ με τον ΚΠΔ, όπως επιβάλλεται για το συμφέρον όλων. Προς το σκοπό αυτό και αποφεύγοντας να εμπλακώ σε νομικές αναλύσεις για την αξία της προτεινόμενης ρύθμισης που μάλλον θα επέτειναν τις όποιες απορίες στον τρόπο που το μονομελές εφετείο μπαίνει και στο χώρο του ΣΠΚ, αντιπροτείνω: α) Μια απλή τροποποίηση αρχικά του άρθρου 178 ΣΠΚ, ως εξής: [ 1. Το στρατοδικείο δικάζει ως μονομελές ή τριμελές. Το μονομελές συγκροτείται από τον πρόεδρο του στρατοδικείου ή ένα στρατιωτικό δικαστή. Το τριμελές συγκροτείται από τον πρόεδρο του στρατοδικείου και δύο στρατιωτικούς δικαστές. Στις περιπτώσεις που οι κατηγορούμενοι είναι ανώτατοι από βαθμό Ταξιάρχου μέχρι Στρατηγό και αντιστοίχων, προεδρεύει του στρατοδικείου ο Πρόεδρος του Αναθεωρητικού ή Αναθεωρητής. Σε όλες τις περιπτώσεις οι στρατιωτικοί δικαστές που μετέχουν στη σύνθεση του στρατοδικείου έχουν βαθμό Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄και μόνο σε περίπτωση έλλειψης ή κωλύματος ο ένας μόνον απ’ αυτούς μπορεί να αναπληρωθεί από πάρεδρο. 2. Ως μονομελές στρατοδικείο δικάζει τα προβλεπόμενα υπό του άρθρου 115 του ΚΠΔ προβλεπόμενα αδικήματα, εκτός από εκείνα που υπάγονται στην αρμοδιότητα των μικτών ορκωτών δικαστηρίων και εφετείων καθώς και τα συναφή με αυτά και εκείνα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου ανηλίκων. 3. Ως τριμελές στρατοδικείο δικάζει τα πλημμελήματα εκτός αυτών που ανήκουν στην αρμοδιότητα των μικτών ορκωτών δικαστηρίων και εφετείων, του δικαστηρίου ανηλίκων και του μονομελούς στρατοδικείου καθώς και τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του μονομελούς στρατοδικείου.4.Το δικαστικό συμβούλιο του στρατοδικείου συντίθεται από τον Πρόεδρο και δύο στρατιωτικούς δικαστές από τους οποίους ο ένας μπορεί να είναι πάρεδρος. ] Και τελειώσαμε με στρατοδίκες, πίνακες αντιστοιχίας βαθμού κατηγορουμένου προς πρόεδρο δικαστηρίου και μέλη αυτού, κληρώσεις και με όλα τα «συμπράγκαλα». Και μη μου πει κάποιος ή κάποια ότι παραβιάζεται έτσι το Σύνταγμα γιατί «μιλάει» για κατά πλειοψηφία σύνθεση έδρας στρατιωτικού δικαστηρίου (στρατιωτικοί δικαστές και στρατοδίκες)δεδομένου ότι και το Αναθεωρητικό δικαστήριο (που επίσης είναι στρατιωτικό δικαστήριο) εδώ και δεκαετίες συντίθεται αμιγώς από δικαστές των ενόπλων δυνάμεων και ουδείς σκέφθηκε ή τόλμησε ποτέ να ζητήσει αναίρεση οποιασδήποτε απόφασής του για κακή σύνθεση. Αφήστε που ούτε καν ονοματίζεται στο Σύνταγμα ή αναγνωρίζεται από αυτό ως στρατιωτικό δικαστήριο. Τι σημαίνει; Ότι δεν έχει δικαιοδοσία; Κάθε άλλο, όπως αποδεικνύει η διαχρονική του αξία και προσφορά στην απονομή δικαίου στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας μας. β) Μια απλή τροποποίηση και του άρθρου 187 ως εξής: [1. Το Αναθεωρητικό Δικαστήριο δικάζει με μονομελή, τριμελή και πενταμελή σύνθεση ως Εφετείο και με πενταμελή σύνθεση ως Αναθεωρητικό. 2. Ως μονομελές εφετείο δικάζει τα υπό του άρθρου 110 του ΚΠΔ προβλεπόμενα αδικήματα, ως τριμελές εφετείο δικάζει τα υπό του άρθρου 111 ΚΠΔ προβλεπόμενα αδικήματα εκτός αυτών της παρ. 6, και τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των τριμελών στρατοδικείων, ως πενταμελές δε εφετείο δικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των τριμελούς Αναθεωρητικού. 3. Ως πενταμελές δικάζει το ένδικο μέσον της αναθεώρησης. 4. Για την εκδίκαση των ενδίκων μέσων της αναθεώρησης και έφεσης κατά αποφάσεως στρατοδικείου, στη σύνθεση του οποίου είχε προεδρεύσει ο Πρόεδρος του Αναθεωρητικού ή Αναθεωρητής, το Αναθεωρητικό Δικαστήριο προεδρεύεται από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου ή το νόμιμο αναπληρωτή του ή από Αρεοπαγίτη, αντίστοιχα. 5. Το δικαστικό συμβούλιο του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου συντίθεται από τον Πρόεδρο και δύο Αναθεωρητές.
Και έτσι φτάνουμε ομαλά πλέον στην ορθή τροποποίηση του άρθρου 214 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα και λέμε ότι:
Το κείμενο του ισχύοντος άρθρου 214 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, που κυρώθηκε με τον ν. 2287/1995, λαμβάνει αριθμό παραγράφου 1 και προστίθεται δεύτερη παράγραφος που έχει ως εξής:
«2. Στην περίπτωση του άρθρου 551 ΚΠΔ την αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου ασκεί το μονομελές αναθεωρητικό δικαστήριο. Στην περίπτωση της παρ. 7 του άρθρου 301 ΚΠΔ την αρμοδιότητα του μονομελούς εφετείου ασκεί επίσης το μονομελές αναθεωρητικό δικαστήριο. Στην περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 303 ΚΠΔ τις αρμοδιότητες των εισαγγελέων πλημμελειοδικών και εφετών ασκούν, αντίστοιχα, ο εισαγγελέας του στρατιωτικού δικαστηρίου και ο εισαγγελέας του αναθεωρητικού δικαστηρίου. Μετά την σύνταξη πρακτικού διαπραγμάτευσης κατ’ άρθρο 303 παρ. 6 ΚΠΔ η υπόθεση εισάγεται με απευθείας κλήση στο Μονομελές Αναθεωρητικό επί κακουργημάτων και στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο επί πλημμελημάτων.»
Εάν υπάρχει δυσκολία από την πολιτεία να δεχθεί τα παραπάνω (με τις όποιες διορθώσεις απαιτηθούν) που στρέφονται προς την κατεύθυνση της πλήρους αναγνώρισης του έργου των στρατιωτικών δικαστών και της ισοτιμίας αυτών προς τους πολιτικούς συναδέλφους τους, τότε υφίσταται πλέον ξεκάθαρα ζήτημα ύπαρξης των πρώτων. Οπότε περιττή φαντάζει η πρόσφατη προσπάθεια αναβάθμισής των στο πλαίσιο της συνταγματικής αναθεώρησης. Αποδείξτε παρακαλώ ότι δεν παίζετε με τη στρατιωτική δικαιοσύνη.