1. α) Η παρ. 1 του άρθρου 4 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής: «Το συμβούλιο των πλημμελειοδικών και το τριμελές πλημμελειοδικείο συγκροτείται από τον πρόεδρο πρωτοδικών ή τον αναπληρωτή του και δύο πρωτοδίκες.».
β) Η παρ. 3 του άρθρου 4 ΚΠΔ καταργείται.
2. Η περ. στ΄ της παρ. 2 του άρθρου 14 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής: «στ) ο δικαστής και ο εισαγγελέας που έχουν συμπράξει στην έκδοση παραπεμπτικού βουλεύματος ή στην παραπομπή του κατηγορουμένου με απευθείας κλήση κατ’ άρθρο 309 ειδικά στη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκτός εάν δεν είναι εφικτή η συγκρότηση του δικαστηρίου από άλλα πρόσωπα.».
3. Το άρθρο 29 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 29. – Δικαίωμα του Υπουργού Δικαιοσύνης για την αναβολή ή αναστολή της ποινικής δίωξης.
Στα πολιτικά εγκλήματα, καθώς και στα εγκλήματα μεταξύ ευρύτερου Ελληνικού και αλλοδαπού Δημοσίου από τα οποία μπορούν να διαταραχθούν οι διεθνείς σχέσεις του κράτους, με την εξαίρεση της δωροδοκίας και της δωροληψίας κάθε είδους, ο Υπουργός Δικαιοσύνης έχει το δικαίωμα με προηγούμενη σύμφωνη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου να αναβάλει την έναρξη της ποινικής δίωξης ή να αναστείλει την ποινική δίωξη επ’ αόριστον.».
4. α) Στο τέλος του εδαφίου α΄ της παρ. 3 του άρθρου 33 ΚΠΔ μετά από τις λέξεις «βλάπτουν σοβαρά την εθνική οικονομία» προστίθενται οι λέξεις «εξαιρουμένων των περιπτώσεων του άρθρου 35 παρ. 3».
β) Στην παρ. 1 του άρθρου 35 ΚΠΔ μετά το β΄ εδάφιο προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής:
«Με τον ίδιο τρόπο σε καθεμιά από τις ανωτέρω εισαγγελίες ορίζεται και ένας νεότερος στην επετηρίδα αντεισαγγελέας εφετών, ως νόμιμος αναπληρωτής του.».
γ) Η παρ. 3 του άρθρου 35 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Στην αρμοδιότητα του εισαγγελέα εγκλημάτων διαφθοράς υπάγονται τα κακουργήματα που τελούν υπουργοί ή υφυπουργοί και δεν καταλαμβάνονται από τις ρυθμίσεις της παρ. 1 του άρθρου 86 του Συντάγματος, καθώς και τα κακουργήματα που διαπράττουν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή επωφελούμενοι από την ιδιότητα τους, βουλευτές, γενικοί και ειδικοί γραμματείς υπουργείων, διοικητές, υποδιοικητές ή πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων ή διευθύνοντες ή εντεταλμένοι σύμβουλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, ακόμη και αν οι υπαίτιοι έχουν παύσει να φέρουν την ιδιότητα αυτή, εφόσον αυτά σχετίζονται με επιδίωξη οικονομικού οφέλους των ιδίων ή τρίτων ή την πρόκληση βλάβης στο δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης.».
5. α) Στο εδάφιο β΄ της παρ. 2 του άρθρου 43 ΚΠΔ μετά τις λέξεις «σχετική πρόταση στο συμβούλιο εφετών» προστίθενται οι λέξεις «διατηρώντας το δικαίωμα να διατάξει προηγουμένως προανάκριση για τη συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού».
β) Στο τέλος εδαφίου β΄ της παρ. 3 του άρθρου 43 ΚΠΔ μετά τις λέξεις «είτε την άσκηση ποινικής δίωξης στις λοιπές περιπτώσεις» προστίθενται οι λέξεις «προσδιορίζοντας σαφώς τα νομικά χαρακτηριστικά της αξιόποινης πράξης».
γ) Το εδάφιο β΄ της παρ. 4 του άρθρου 43 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής: «Ο τελευταίος, αν δεν συμφωνεί, έχει δικαίωμα να παραγγείλει είτε τη συμπλήρωση προκαταρκτικής εξέτασης είτε την άσκηση ποινικής δίωξης, εκθέτοντας στην παραγγελία του συνοπτικά τους λόγους που την δικαιολογούν, προσδιορίζοντας σαφώς τα νομικά χαρακτηριστικά της αξιόποινης πράξης.».
δ) Στο β΄ εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 43 ΚΠΔ οι λέξεις «διατάσσει τη» αντικαθίστανται με τις λέξεις «διατάσσεται η».
6. α) Στην παρ. 2 του άρθρου 48 ΚΠΔ μετά τις λέξεις «375 παρ. 1» τίθεται κόμμα (,) και προστίθενται οι λέξεις «386 παρ. 1 εδάφιο α΄, 386Α παρ. 1, 386Β παρ. 1 περ. α΄».
β) Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 48 ΚΠΔ καταργείται.
γ) Στην παρ. 1 του άρθρου 49 ΚΠΔ μετά τις λέξεις «375 παρ. 2 και 3» τίθεται κόμμα (,) και προστίθενται οι λέξεις «386 παρ. 1 εδάφιο β΄ και παρ. 2, 386Α παρ. 1 εδάφιο β΄ και παρ. 3, 386Β παρ. 1 περ. β΄».
δ) Στην παρ. 1 του άρθρου 50 ΚΠΔ μετά τις λέξεις «405 παρ. 2 ΠΚ» και πριν το κόμμα προστίθενται οι λέξεις «καθώς και στα προβλεπόμενα στο ν. 2803/2000».
7. α) Η παρ. 1 του άρθρου 51 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Αν ο παθών θέλει να ζητήσει τη δίωξη της αξιόποινης πράξης, υποβάλλει την έγκληση σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 42 παρ. 2, 3 και 4.».
β) Η παρ. 3 του άρθρου 51 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Αν ενεργήθηκαν προκαταρκτική εξέταση ή αυτεπάγγελτη προανάκριση κατά το άρθρο 245 παρ. 2 ή ένορκη διοικητική εξέταση και ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση της ποινικής δίωξης, απορρίπτει την έγκληση με αιτιολογημένη διάταξή του που επιδίδεται στον εγκαλούντα.».
γ) Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 52 ΚΠΔ προστίθεται εδάφιο το οποίο έχει ως εξής:
«Εξαιρούνται από την υποχρέωση κατάθεσης παραβόλου οι δικαιούχοι νομικής βοήθειας, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο άρθρο 1 του ν. 3226/2004.».
8. Στο άρθρο 57 ΚΠΔ προστίθεται παρ. 4 που έχει ως εξής:
«4. Ο εισαγγελέας μπορεί επίσης να απόσχει από τη δίωξη συγκεκριμένου προσώπου, εάν ύστερα από τη διενέργεια ευρωπαϊκής δικαστικής συνδρομής προκύψει ότι έχει ήδη ασκηθεί δίωξη σε βάρος του για τα ίδια πραγματικά περιστατικά σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.».
9. α) Το άρθρο 64 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 64. – Νομιμοποίηση κληρονόμων.
Αν αποβιώσει ο κατά το προηγούμενο άρθρο δικαιούμενος, οι κληρονόμοι του συνεχίζουν τη δηλωθείσα πριν τον θάνατό του παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας. Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται αναλόγως και στην περίπτωση οιονεί καθολικής διαδοχής νομικού προσώπου.».
β) Στο τέλος του άρθρου 65 ΚΠΔ προστίθεται εδάφιο β΄ που έχει ως εξής:
«Η δήλωση παράστασης στο ακροατήριο θεωρείται ως συνέχεια της δήλωσης που έγινε στην προδικασία.».
γ) Η παρ. 2 του άρθρου 83 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Στο ακροατήριο η σχετική δήλωση που γίνεται από συνήγορο που έχει διοριστεί σύμφωνα με τον κώδικα από τον παριστάμενο για την υποστήριξη της κατηγορίας καταχωρίζεται στα πρακτικά.».
δ) Στην παρ. 2 του άρθρου 86 ΚΠΔ οι λέξεις «της ανάκρισης» αντικαθίστανται από τις λέξεις «της ανακριτικής διαδικασίας».
10. Στο τέλος του εδαφίου α΄ της παρ. 3 του άρθρου 99 ΚΠΔ μετά τις λέξεις «για κακούργημα» και πριν την τελεία προστίθεται η φράση «, εκτός αν ο τελευταίος δηλώσει ρητά και ανέκκλητα ότι παραιτείται από το δικαίωμά του αυτό».
11. Το άρθρο 110 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 110. – Μονομελές εφετείο.
Στη δικαιοδοσία του μονομελούς εφετείου ανήκουν:
α) Η εκδίκαση των κακουργημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 301 και 303, εφόσον για αυτά έχει συνταχθεί πρακτικό συνδιαλλαγής ή διαπραγμάτευσης.
β) Η εκδίκαση των περιοριστικά απαριθμούμενων κακουργημάτων της διακεκριμένης κλοπής (άρθρο 374 ΠΚ), της ληστείας (άρθρο 380 ΠΚ), της παράτυπης μετανάστευσης (ν. 4251/2014) και του κώδικα νόμων για τα ναρκωτικά (ν. 4139/2013), εκτός αν στο νόμο απειλείται κατά αυτών η ποινή της ισόβιας κάθειρξης.
γ) Η εκδίκαση των υποθέσεων συγχώνευσης των ποινών με τον καθορισμό συνολικής ποινής στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 551.».
12. α) Στην παρ. 2 του άρθρου 111 ΚΠΔ μετά τις λέξεις «άρθρα 159, 235» τίθεται κόμμα (,) και προστίθεται ο αριθμός «236».
β) Η παρ. 7 του άρθρου 111 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του μονομελούς εφετείου και του τριμελούς πλημμελειοδικείου.».
13. α) Το εδάφιο β΄ της παρ. 2 του άρθρου 120 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Σε αυτή την περίπτωση έχει δυνητικά τις εξουσίες του άρθρου 315.».
β) Το εδάφιο γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 120 ΚΠΔ καταργείται.
γ) Το εδάφιο γ΄ της παρ. 3 του άρθρου 120 ΚΠΔ καταργείται.
14. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 124 ΚΠΔ προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής:
«Για εγκλήματα που διαπράχθηκαν στον Νομό Αττικής και σχετίζονται με ναυτικές διαφορές αρμόδια είναι τα δικαστήρια του Πειραιά.».
15. Στο εδάφιο β΄ της παρ. 1 του άρθρου 126 ΚΠΔ μετά τις λέξεις «κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης» προστίθενται οι λέξεις «ή της προανάκρισης».
16. Το εδάφιο γ΄ του άρθρου 127 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση ή οι περιοριστικοί όροι που έχουν επιβληθεί διατηρούνται μέχρι να αποφανθεί το αρμόδιο δικαστικό όργανο.».
17. α) Στο εδάφιο α΄ της παρ. 1 του άρθρου 132 ΚΠΔ, αμέσως μετά τη λέξη «εισαγγελέα» απαλείφονται οι λέξεις «ή του επιτρόπου».
β) Η παρ. 2 του άρθρου 132 ΚΠΔ καταργείται.
γ) Η παρ. 3 του άρθρου 132 ΚΠΔ αναριθμείται σε παρ. 2.
18. α) Το εδάφιο γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 138 ΚΠΔ καταργείται.
β) Στο άρθρο 138 ΚΠΔ προστίθεται παρ. 3 ως εξής:
«3. Αντίγραφο της πρότασης επί παρεμπιπτόντων ζητημάτων μπορούν να λάβουν οι διάδικοι μετά από αίτησή τους, αφού ειδοποιηθούν έστω και τηλεφωνικά, μόνον όταν αυτή αφορά τα δικονομικά μέτρα του άρθρου 282 ή διαφωνία κατ’ άρθρο 307 ή αίτημα διαδίκου, οπότε η δικογραφία διαβιβάζεται στον ανακριτή ή στο συμβούλιο, μετά παρέλευση 24 ωρών.».
19. Η παρ. 4 του άρθρου 142 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Οι αποφάσεις που αναβάλλουν τη δίκη κατά τα άρθρα 59, 61, 349 ή 352, χωρίς να έχει προηγηθεί έρευνα αποδεικτικών μέσων, δεν είναι αναγκαίο να καθαρογράφονται κατά τις προηγούμενες παραγράφους. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη της Ολομέλειας του οικείου δικαστηρίου, μπορεί να καθορίζεται για ποιες επιπλέον αποφάσεις δεν είναι αναγκαία η καθαρογραφή. Σε κάθε περίπτωση καθαρογράφονται οι ερήμην καταδικαστικές αποφάσεις, οι προπαρασκευαστικές αποφάσεις με τις οποίες λύεται οριστικά ένα ζήτημα, καθώς και εκείνες στις οποίες έχει δηλωθεί παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας.».
20. α) Η παρ. 4 του άρθρου 143 ΚΠΔ καταργείται.
β) Το εδάφιο β΄ της παρ. 5 του άρθρου 143 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Η εφαρμογή της τήρησης των πρακτικών με φωνοληψία καθώς και η εφαρμογή της εικονοτηλεδιάσκεψης στην ποινική δίκη γίνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης που καθορίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής της.».
γ) Η παρ. 5 του άρθρου 143 ΚΠΔ αναριθμείται σε παρ. 4.
21. Το εδάφιο β΄ της παρ. 2 του άρθρου 175 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Μπορεί όμως το δικαστήριο να αναβάλει τη συζήτηση, αν κρίνει ότι από την ακυρότητα, μολονότι δεν προτάθηκε, είναι δυνατό να παραβιαστούν τα δικαιώματα υπεράσπισης του κατηγορουμένου ή του παριστάμενου προς υποστήριξη της κατηγορίας.».
22. Στο εδάφιο γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 178 ΚΠΔ μετά τις λέξεις «Οι δικαστές» προστίθενται οι λέξεις «και οι εισαγγελείς».
23. Στην παρ. 1 του άρθρου 188 ΚΠΔ το στοιχείο «γ» αντικαθίσταται ως εξής:
«γ) όσοι καταδικάστηκαν για κακούργημα ή πλημμέλημα που συνεπαγόταν υπό την ισχύ του προηγούμενου Ποινικού Κώδικα τη στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων ή συνεπάγεται την αποστέρηση θέσεων και αξιωμάτων (άρθρο 60 ΠΚ) ή παραπέμφθηκαν αμετάκλητα για εγκλήματα που συνεπάγονται τέτοιες στερήσεις, καθώς και εκείνοι από τους οποίους έχει αφαιρεθεί η άδεια να ασκούν το επάγγελμά τους, όσο χρόνο διαρκούν οι στερήσεις αυτές·».
24. α) Στο εδάφιο α΄ της παρ. 1 του άρθρου 243 ΚΠΔ οι λέξεις «με τα άρθρα 240 και 241» αντικαθίστανται με τις λέξεις «με τα άρθρα 240, 241 και 245 παρ. 1 εδάφιο δ΄ έως ζ΄».
β) Στην παρ. 1 του άρθρου 243 ΚΠΔ προστίθεται εδάφιο γ΄ ως εξής:
«Κατ’ εξαίρεση, αν ενεργείται προκαταρκτική εξέταση για τις πράξεις των άρθρων 187 και 187Α του ΠΚ, είναι δυνατόν να διαταχθούν με την αιτιολογία του εδάφιο β΄ της παρ. 3 του άρθρου 254 και οι αναφερόμενες στην παρ. 1 του άρθρου αυτού ειδικές ανακριτικές πράξεις, μετά από έγγραφη παραγγελία του εισαγγελέα που ενεργεί κατά τα οριζόμενα στην παρ. 3 εδάφιο γ΄ έως στ΄ του άρθρου 254.».
25. α) Στο εδάφιο γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 245 ΚΠΔ, όπως η ανωτέρω παράγραφος τροποποιήθηκε με το άρθρο 96 περ. ια΄ του ν. 4623/2019, οι λέξεις «των άρθρων 322 παρ.3 εδάφιο α΄ περίπτ. γ΄ και 323 εδάφιο γ΄ περίπτ. γ΄ » αντικαθίστανται με τις λέξεις «των άρθρων 43 παρ.2 εδάφιο β ΄, 322 παρ.3 εδάφιο α΄ περίπτ. γ΄ και 323 εδάφιο γ΄ περίπτ. γ΄».
β) Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 245 ΚΠΔ, όπως η ανωτέρω παράγραφος τροποποιήθηκε με το άρθρο 96 περ. ια΄ του ν. 4623/2019, προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Ο ανακριτικός υπάλληλος που ορίζεται σύμφωνα με τo εδάφιο α΄ είναι υποχρεωμένος να διενεργήσει όλες τις προανακριτικές πράξεις που αφορούν την υπόθεση για την οποία η παραγγελία και καλεί ενώπιον του τους μάρτυρες για εξέταση και τους κατηγορούμενους για να απολογηθούν εφόσον αυτοί κατοικούν στην περιφέρεια του εφετείου της έδρας του. Αν οι μάρτυρες και οι κατηγορούμενοι είναι κάτοικοι άλλων εφετειακών περιφερειών, ο ανωτέρω ανακριτικός υπάλληλος ζητεί την εξέταση των μαρτύρων και τη λήψη των απολογιών των κατηγορουμένων από τον αρμόδιο ανακριτικό υπάλληλο, ο οποίος πρέπει να εκτελέσει αυτήν μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών. Ο αρχικά ορισθείς ανακριτικός υπάλληλος μετά το πέρας των άνω ενεργειών επιστρέφει τη δικογραφία με εκτελεσμένη πλήρως την παραγγελία στον παραγγείλαντα εισαγγελέα. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής τα Εφετεία Αθηνών και Πειραιώς θεωρούνται ως ανήκοντα σε μία εφετειακή περιφέρεια.
Η προανάκριση περατώνεται: α) με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή β) με πρόταση του εισαγγελέα στο δικαστικό συμβούλιο ή γ) με παραγγελία του εισαγγελέα στον ανακριτή, εφόσον προκύπτει τέλεση κακουργήματος. Στην τελευταία περίπτωση, η προανάκριση μπορεί και να διακοπεί κατά τον ίδιο τρόπο. Πρόταση στο συμβούλιο γίνεται, εφόσον ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Αν υπάρχουν περισσότεροι κατηγορούμενοι και δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις σε βάρος μερικών από αυτούς ή πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη ή να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη, ο εισαγγελέας μπορεί να χωρίσει την υπόθεση και να την εισαγάγει μόνο ως προς αυτούς στο δικαστικό συμβούλιο.».
γ) Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 245 ΚΠΔ απαλείφεται η λέξη «αυτεπάγγελτη».
26. Το άρθρο 253 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 253. – Προϋποθέσεις για τη διενέργεια έρευνας.
Αν διεξάγεται ανακριτική διαδικασία για κακούργημα ή πλημμέλημα, έρευνα διενεργείται, κι αν αυτή αφορά κατοικία με την παρουσία πάντοτε εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας, όταν μπορεί βάσιμα να υποτεθεί ότι η βεβαίωση του εγκλήματος, η αποκάλυψη ή η σύλληψη των δραστών ή τέλος η βεβαίωση ή η αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε, είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί ή να διευκολυνθεί μόνο με αυτήν.».
27. Το εδάφιο γ΄ του άρθρου 274 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο ανακρίνων, αφού προηγουμένως διατυπώσει τη γνώμη του ο εισαγγελέας, έχει την υποχρέωση με διάταξή του να αιτιολογεί την απόρριψη των αποδεικτικών αιτημάτων του άρθρου 102.».
28. α) Στην παρ. 2 του άρθρου 288 ΚΠΔ η φράση «Το ένταλμα για την προσωρινή κράτηση ή η διάταξη που ορίζει τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 282 περιέχει» αντικαθίσταται με τη φράση «Το ένταλμα για την προσωρινή κράτηση ή η διάταξη επιβολής κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση ή περιοριστικών όρων περιέχει».
β) Ο τίτλος του άρθρου 291 ΚΠΔ «Άρση ή αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης και των περιοριστικών όρων.» αντικαθίσταται με τον τίτλο «Άρση ή αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης, του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση και των περιοριστικών όρων.».
γ) Στο εδάφιο α΄ της παρ. 1 του άρθρου 291 ΚΠΔ οι λέξεις «ή επιβλήθηκαν οι περιοριστικοί όροι» αντικαθίσταται από τις λέξεις «ή επιβλήθηκαν οι περιοριστικοί όροι ή ο κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση».
δ) Το εδάφιο α΄ της παρ. 2 του άρθρου 291 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής: «Εκείνος που προσωρινά κρατείται ή εκείνος στον οποίο έχουν επιβληθεί περιοριστικοί όροι ή κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση, μπορεί να υποβάλει αίτηση στον ανακριτή για την άρση των μέτρων αυτών ή για την αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους ή με κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση ή για την αντικατάσταση του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση με περιοριστικούς όρους ή των περιοριστικών όρων με άλλους.».
ε) Το εδάφιο α΄ της παρ. 3 του άρθρου 291 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής: «Ο ανακριτής, με γραπτή γνώμη του εισαγγελέα, μπορεί με αιτιολογημένη διάταξή του να αντικαταστήσει την προσωρινή κράτηση ή τον κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση με περιοριστικούς όρους ή αυτούς ή τον κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση με προσωρινή κράτηση (άρθρο 296).».
στ) Στο εδάφιο α΄ της παρ. 1 του άρθρου 294 ΚΠΔ οι λέξεις «να άρει την προσωρινή κράτηση ή να την αντικαταστήσει με περιοριστικούς όρους ή να άρει ή να αντικαταστήσει τους περιοριστικούς όρους που έχουν τεθεί με άλλους» αντικαθίστανται με τις λέξεις «να άρει την προσωρινή κράτηση ή τον κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση ή να αντικαταστήσει την προσωρινή κράτηση με κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση ή να αντικαταστήσει τα προηγούμενα μέτρα με περιοριστικούς όρους ή να άρει ή να αντικαταστήσει τους περιοριστικούς όρους που έχουν τεθεί με άλλους».
ζ) Στο στοιχ. γ΄ του άρθρου 382 ΚΠΔ αμέσως μετά τις λέξεις «προσωρινής κράτησης» προστίθενται οι λέξεις «ή διατάχτηκε κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση».
29. α) Η παρ. 3 του άρθρου 301 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Ο εισαγγελέας τάσσει προθεσμία δεκαπέντε ημερών στους διαδίκους για τη σύνταξη του πρακτικού συνδιαλλαγής, στο οποίο περιέχεται η ομολογία του κατηγορουμένου για την πράξη για την οποία κατηγορείται και βεβαιώνεται η απόδοση του πράγματος ή η εντελής ικανοποίηση της ζημίας που αναφέρεται στην κατηγορία. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί ύστερα από αίτηση ενός εκ των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως για δεκαπέντε ημέρες.».
β) Στον τίτλο του άρθρου 302 ΚΠΔ οι λέξεις «μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας» αντικαθίστανται από τις λέξεις «μέχρι το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας».
γ) Το εδάφιο α΄ της παρ. 3 του άρθρου 302 αντικαθίσταται ως εξής: «Στην περίπτωση των κακουργημάτων του προηγούμενου άρθρου το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που είναι αρμόδιο να κρίνει την ουσία της υπόθεσης, αν έχει υποβληθεί αίτημα σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο ή υποβληθεί μέχρι το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, μπορεί να διακόψει τη συζήτηση της υπόθεσης και να τάξει προθεσμία έως δεκαπέντε ημερών στους συνηγόρους των διαδίκων για τη σύνταξη πρακτικού συνδιαλλαγής, στο οποίο περιέχεται ομολογία του κατηγορουμένου για την πράξη για την οποία κατηγορείται και βεβαιώνεται η πλήρης ικανοποίηση του ζημιωθέντος, όπως ορίζεται στις παρ. 2 και 3 του προηγούμενου άρθρου.».
δ) Στο άρθρο 302 ΚΠΔ μετά την παρ. 3 προστίθεται νέα παράγραφος που αριθμείται ως παρ. 4 και έχει ως εξής:
«4. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ενεργεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 3 του άρθρου αυτού στην περίπτωση των πλημμελημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 216 παρ. 1 και 2, 242 παρ. 1 και στους νόμους 1599/1986, 2803/2000, 2960/2001, 4557/2018 και 4174/2013 καθώς και των πλημμελημάτων που χωρίς βία ή απειλή στρέφονται κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας.».
ε) Στο άρθρο 302 ΚΠΔ οι υφιστάμενες παρ. 4, 5, 6 και 7 αναριθμούνται σε παρ. 5, 6, 7 και 8.
στ) Το εδάφιο α΄ της παρ. 7 (παρ. 6 πριν την αναρίθμηση) του άρθρου 302 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το πρακτικό συνδιαλλαγής και τα στοιχεία της λοιπής δικογραφίας, κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο και επιβάλλει σε αυτόν, κατά το άρθρο 79 ΠΚ, ποινή που δεν υπερβαίνει επί κακουργημάτων τα δύο έτη, ή επί επιβαρυντικών περιστάσεων τα τρία έτη, και επί πλημμελημάτων τους έξι και δώδεκα μήνες αντίστοιχα.».
30. α)Στο τέλος της παρ. 5 του άρθρου 303 ΚΠΔ προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 302 ισχύουν αναλόγως.».
β) Το εδάφιο δ΄ της παρ. 7 του άρθρου 303 αντικαθίσταται ως εξής: «Η υποβολή του αιτήματος διαπραγμάτευσης δεν αποτελεί υποχρεωτικό λόγο αναβολής της δίκης, μπορεί όμως το δικαστήριο να διακόψει τη συζήτηση και να τάξει προθεσμία έως δεκαπέντε ημερών για τη σύνταξη του πρακτικού διαπραγμάτευσης σύμφωνα με την παρ. 4.».
31. α) Το εδάφιο β΄ της παρ. 2 του άρθρου 308 ΚΠΔ καταργείται.
β) Στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 308 ΚΠΔ οι λέξεις «του εδάφιο α΄» αντικαθίστανται με τη λέξη «αυτή».
32. Η παρ. 4 του άρθρου 321 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής: «4. Η τήρηση των διατάξεων των παρ. 1 και 2 εδάφιο α΄ και β΄ επιβάλλεται με ποινή ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος και της κλήσης. Η μη τήρηση του εδάφιο γ΄ της παρ. 2 του άρθρου αυτού έχει ως συνέπεια το απαράδεκτο της συζήτησης.».
33. α) Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 322 ΚΠΔ προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής:
«Εξαιρούνται από την υποχρέωση κατάθεσης παραβόλου οι δικαιούχοι νομικής βοήθειας, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο άρθρο 1 του ν. 3226/2004.».
β) Το εδάφιο β΄ του άρθρου 323 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Η προσφυγή υποβάλλεται στο γραμματέα της εισαγγελίας εφετών ή στα όργανα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του προηγούμενου άρθρου και ως προς τις διατυπώσεις άσκησής της εφαρμόζονται οι παρ. 1 και 2 του προηγούμενου άρθρου.».
34. Στο τέλος της παρ. 4 του άρθρου 340 ΚΠΔ προστίθεται εδάφιο το οποίο έχει ως εξής:
«Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής η ενημέρωση του κατηγορουμένου πριν την έναρξη της διαδικασίας στο ακροατήριο καλύπτει και κάθε επόμενη διαδικαστική φάση μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης σε πρώτο βαθμό.».
35. α) Στο τέλος του άρθρου 410 ΚΠΔ μετά τις λέξεις «με υφ’ όρο αναστολή αυτής» και πριν την τελεία προστίθενται οι λέξεις «καθώς και τις τυχόν παρεπόμενες ποινές και μέτρα ασφαλείας, καθορίζοντας ταυτόχρονα την τύχη των κατασχεθέντων».
β) Το άρθρο 414 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 414. – Ένδικα μέσα.
Κατά της απόφασης που εκδίδεται, ύστερα από την αποδοχή των αντιρρήσεων, με την κοινή διαδικασία επιτρέπεται η άσκηση των ενδίκων μέσων που προβλέπονται από τον κώδικα.».
γ) Το άρθρο 415 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 415. – Μη δέσμευση από την απαγόρευση χειροτέρευσης.
Το δικαστήριο που δικάζει ύστερα από την αποδοχή των αντιρρήσεων σε πρώτο βαθμό, δεν δεσμεύεται από τη διάταξη του άρθρου 470 του κώδικα.».
δ) Στο εδάφιο α΄ του άρθρου 416 ΚΠΔ μετά τη λέξη «εκτελείται» προστίθενται οι λέξεις «σύμφωνα με τα άρθρα 545 επ.».
36. Στην παρ. 2 του άρθρου 432 ΚΠΔ μετά το εδάφιο α΄ προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής η ενημέρωση του κατηγορουμένου πριν την έναρξη της διαδικασίας στο ακροατήριο καλύπτει και κάθε επόμενη διαδικαστική φάση μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης σε πρώτο βαθμό.».
37. Το εδάφιο γ΄ του άρθρου 465 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Η κρίση εκφέρεται μία μόνο φορά από τον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή εφετών.».
38. Το εδάφιο γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 471 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής: «Αν το βούλευμα αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον του κατηγορουμένου ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη ή την κηρύσσει απαράδεκτη, ποτέ δεν αναστέλλεται η απόλυσή του από τις φυλακές.».
39. Η παρ. 1 του άρθρου 476 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
« 1. Όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από τον νόμο για την άσκησή του, καθώς και όταν έγινε νόμιμα παραίτηση από το ένδικο μέσο ή όταν τούτο ασκείται για δεύτερη φορά ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει αυτόν που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον συνήγορο αντίκλητό του, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Ο εισαγγελέας οφείλει να ειδοποιήσει αυτόν που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον αντίκλητό του για να προσέλθει στο συμβούλιο και να εκθέσει τις απόψεις του σαράντα οκτώ τουλάχιστον ώρες πριν από την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο (συμβούλιο). Την ειδοποίηση ενεργεί ο γραμματέας της εισαγγελίας ή του συμβουλίου με οποιοδήποτε μέσο (εγγράφως ή με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονική αλληλογραφία ή προφορικά ή τηλεφωνικά), η οποία αποδεικνύεται με σχετική βεβαίωσή του που επισυνάπτεται στη δικογραφία.».
40. Στην παρ. 3 του άρθρου 483 ΚΠΔ μετά το εδάφιο α΄ προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής: «Η προθεσμία για την αίτηση αναίρεσης κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών αρχίζει από τη λήξη της προθεσμίας έφεσης του εισαγγελέα εφετών.».
41. α) Στο άρθρο 486 ΚΠΔ προστίθεται παρ. 3 ως εξής:
«3. Ο κατηγορούμενος μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης η οποία τον κηρύσσει αθώο λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής κατά το άρθρο 34 του ΠΚ και επιβάλλει σε αυτόν μέτρο θεραπείας, σύμφωνα με το άρθρο 69A του ΠΚ. Εκείνος στον οποίο έχει επιβληθεί το μέτρο θεραπείας μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου που διατάσσει την παράταση του μέτρου, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 70 του ΠΚ.».
β) Στο τέλος του άρθρου 500 ΚΠΔ προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Στην περίπτωση άσκησης έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης που επιβάλλει μέτρο θεραπείας, σύμφωνα με το άρθρο 69 του ΠΚ, καθώς και κατά απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου που διατάσσει την παράταση του μέτρου σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 70 του ΠΚ, ο ορισμός δικασίμου από τον αρμόδιο εισαγγελέα γίνεται υποχρεωτικά σε ημέρα που δεν απέχει περισσότερο από τρεις (3) μήνες από τη διαβίβαση των εγγράφων σε αυτόν.».
42. α) Στο στοιχείο «α» του άρθρου 489 ΚΠΔ οι λέξεις «πάνω από εξήντα ημερήσιες μονάδες» αντικαθίστανται με τις λέξεις «πάνω από δύο χιλιάδες ευρώ».
β) Στο στοιχείο «β» του άρθρου 489 ΚΠΔ οι λέξεις «πάνω από εκατόν είκοσι ημερήσιες μονάδες» αντικαθίστανται με τις λέξεις «πάνω από τρεις χιλιάδες ευρώ».
γ) Στο στοιχείο «ε» του άρθρου 489 ΚΠΔ οι λέξεις «κατά της απόφασης του μικτού ορκωτού δικαστηρίου και τριμελούς εφετείου» αντικαθίστανται με τις λέξεις «κατά της απόφασης του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, του μονομελούς εφετείου και του τριμελούς εφετείου».
43. α) Η παρ. 2 του άρθρου 490 ΚΠΔ καταργείται. Ο αριθμός «1» στην αρχή της πρώτης παραγράφου απαλείφεται.
β) Στο άρθρο 491 ΚΠΔ :
βα) Το υφιστάμενο εδάφιο του άρθρου 491 ΚΠΔ αριθμείται ως παρ. 1.
ββ) Προστίθεται παρ. 2 στο άρθρο 491 ΚΠΔ που έχει ως εξής: «2. Για όλες τις περιπτώσεις έφεσης του παρόντος άρθρου, αλλά και για τις ασκούμενες από τον εισαγγελέα εφέσεις κατά τα άρθρα 489 και 490, απαιτείται η από το άρθρο 487 ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εφόσον αυτές ασκούνται κατά του κατηγορουμένου προς χειροτέρευση της θέσης του.».
44. Το άρθρο 495 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 495. – Έφεση κατά του μέρους της απόφασης που προβλέπει την απόδοση ή τη δήμευση.
Κατά του μέρους της απόφασης που διατάσσει απόδοση των πραγμάτων που αφαιρέθηκαν ή των περιουσιακών στοιχείων που δεσμεύθηκαν και των πειστηρίων ή δήμευση επιτρέπεται έφεση στον κατηγορούμενο, στον παρασταθέντα για την υποστήριξη της κατηγορίας και στον τρίτο, του οποίου τις αξιώσεις έκρινε η απόφαση (άρθρα 311 παρ. 2, 372 και 373), ανεξάρτητα από το αν αυτός παρέστη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο.».
45. α) Στην παρ. 4 του άρθρου 497 ΚΠΔ οι λέξεις «περιορισμός σε σωφρονιστικό κατάστημα» αντικαθίστανται με τις λέξεις «περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων».
β) Στο εδάφιο β΄ της παρ. 7 του άρθρου 497 ΚΠΔ μετά τις λέξεις «Η αίτηση» προστίθενται οι λέξεις «, υποβαλλόμενη με συνημμένο αντίγραφο της πρωτοβάθμιας απόφασης ή απόσπασμά της συνοδευόμενο από το εισαγωγικό της κατηγορίας έγγραφο».
γ) Στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 497 ΚΠΔ οι λέξεις «τα οριζόμενα στο άρθρο 284, με την εξαίρεση της παρ. 2 του άρθρου 285» αντικαθίστανται με τις λέξεις «τα οριζόμενα στα άρθρα 284 και 285, με εξαίρεση την παρ. 1 του τελευταίου άρθρου».
46. Το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 498 ΚΠΔ που ορίζει ότι «Αν δεν διοριστεί αντίκλητος ή αν δεν δηλωθεί με ακρίβεια η κατοικία ή κάθε μεταβολή της, η απόφαση εκτελείται αμέσως με την φροντίδα του αρμόδιου εισαγγελέα.» καταργείται.
47. Στο άρθρο 500 ΚΠΔ μετά το εδάφιο στ΄ προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Στην κλήση αναφέρεται ρητά ότι, αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί ή δεν εκπροσωπηθεί νομίμως από συνήγορο στη δικάσιμο ή στη μετ’ αναβολή αυτής συζήτηση, η έφεσή του θα απορριφθεί ως ανυποστήρικτη. Σε περίπτωση έφεσης του εισαγγελέα εφαρμόζεται αναλόγως η παρ. 4 του άρθρου 340.».
48. Το εδάφιο α΄ της παρ. 3 του άρθρου 502 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Αν η έφεση ασκήθηκε για αναρμοδιότητα και κριθεί από το δικαστήριο βάσιμη, το εφετείο ενεργεί κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 121 και 126 παρ. 2.».
49. Στην παρ. 1 του άρθρου 512 ΚΠΔ μετά το εδάφιο γ΄ προστίθενται εδάφια με το εξής περιεχόμενο: «Στην κλήση αναφέρεται ρητά ότι, αν ο αναιρεσείων δεν παραστεί στη συζήτηση ή στη μετ’ αναβολή αυτής με συνήγορο, η αναίρεσή του απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη. Σε περίπτωση αναίρεσης του εισαγγελέα εφαρμόζεται αναλόγως η παρ. 4 του άρθρου 340.».
50. α) Στον τίτλο του άρθρου 513 ΚΠΔ η λέξη «πρότασης» αντικαθίσταται από τη λέξη «σημειώματος».
β) Στο εδάφιο α΄ του άρθρου 513 ΚΠΔ οι λέξεις «γραπτή πρόταση» αντικαθίστανται από τη λέξη «σημείωμα».
γ) Στο εδάφιο β΄ του άρθρου 513 ΚΠΔ οι λέξεις «της πρότασης» αντικαθίστανται από τις λέξεις «του σημειώματος».
51. Στο άρθρο 553 ΚΠΔ προστίθεται παρ. 3 που έχει ως εξής:
« 3. Οι παραπάνω παράγραφοι δεν εφαρμόζονται για χρηματικές ποινές που υπολογίζονται σε ημερήσιες μονάδες.».
52. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 590 προστίθεται εδάφιο γ΄ ως εξής:
«Εγκλήσεις που υποβλήθηκαν πριν την 1.7.2019 για κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, χωρίς την προσκόμιση παραβόλου, δεν θεωρούνται απαράδεκτες για τον λόγο αυτό μετά την 1.7.2019.».
52. Μεταβατικές διατάξεις:
α) Με εξαίρεση τις έρευνες σε κατοικία, οι λοιπές έρευνες που έχουν διενεργηθεί από την 1.7.2019 έως την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, είναι ισχυρές, ακόμα και αν δεν έγιναν με την παρουσία εκπροσώπου της δικαστικής αρχής.
β) Διατηρείται η αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων σε υποθέσεις για τις οποίες μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου έχει επιδοθεί πράξη του αρμόδιου Εισαγγελέα Εφετών σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 590 παρ. 3 εδάφιο β΄ του ΚΠΔ ή κλήση ή κλητήριο θέσπισμα.
Στις περιπτώσεις της κατ’ εξαίρεση περάτωσης της κυρίας ανάκρισης, για τις οποίες μετά την 1-7-2019 έχει διατυπωθεί σύμφωνη γνώμη του Προέδρου Εφετών για την παραπομπή στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων χωρίς να έχει γίνει επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, η κλήτευση στο αρμόδιο κατά περίπτωση δικαστήριο γίνεται με πράξη του αρμόδιου Εισαγγελέα Εφετών.
γ) Υποθέσεις που σχετίζονται με ναυτικές διαφορές, εάν μέχρι την δημοσίευση του παρόντος νόμου έχει γίνει επίδοση κλητηρίου θεσπίσματος ή κλήσης στον κατηγορούμενο, εκδικάζονται έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης από το αρμόδιο δικαστήριο στο οποίο έχουν εισαχθεί. Εκκρεμείς υποθέσεις που σχετίζονται με ναυτικές διαφορές σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής προδικασίας κι αν βρίσκονται σε άλλες δικαστικές, ανακριτικές και εισαγγελικές αρχές του Νομού Αττικής διαβάζονται με πράξη του αρμοδίου εισαγγελέα στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά ή στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά.
Άρθρο 95 – Δικαίωμα στην Ενημέρωση
Σε συνέχεια της παραγράφου 2, όπου περιγράφει το πως θα γίνεται η «επικοινωνία» με έναν ύποπτο ή κατηγορούμενο, πρέπει να προστεθεί παράγραφος που θα αφορά στην παροχή εναλλακτικών μορφών επικοινωνίας, όπως παρουσιάζονται αναλυτικά στο Άρθρο 2 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες ώστε και τα άτομα με αναπηρία να έχουν ίση πρόσβαση στη Δικαιοσύνη.
Άρθρο 96 – Χορήγηση του εγγράφου περί των δικαιωμάτων
Σε συνέχεια του περιεχόμενου του εν λόγω εγγράφου θα πρέπει το κείμενο αυτό να είναι διαθέσιμο τόσο σε Braille όσο και στη νοηματική γλώσσα ώστε και τα άτομα με αναπηρία να έχουν ίση πρόσβαση στη Δικαιοσύνη.
Άρθρο 101 – Δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης
Σε ότι αφορά εδώ στο δικαίωμα στη διερμηνεία, οι παροχές που θα διατίθενται θα πρέπει να περιλαμβάνουν και τους κωφούς ή βαρήκοους και το δικαίωμα τους στην παροχή διερμηνέα νοηματικής γλώσσας, ώστε να διασφαλιστεί η ισότιμη πρόσβασή τους στη Δικαιοσύνη.
Άρθρο 200 – Ψυχιατρική Πραγματογνωμοσύνη
Πρέπει να διερευνηθεί και αξιολογηθεί κατά πόσο η διαδικασία που περιγράφεται στο Άρθρο 200 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και αφορά στη διαδικασία της ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης είναι σε αρμονία με τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες, και συγκεκριμένα με τα Άρθρα 13 «Πρόσβαση στη Δικαιοσύνη» και 14 «Ελευθερία και Ασφάλεια του Ατόμου».
Άρθρο 229 – Μάρτυρες κουφοί και άλαλοι
α) Λαμβάνοντας υπόψη το σχόλιο του μέλους της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες, Mr. Dmitri Rebrov, κατά τη διάρκεια του εποικοδομητικού διαλόγου μεταξύ της αντιπροσωπείας του Ελληνικού Κράτους και της Επιτροπής στις 5 Σεπτεμβρίου 2019 στην Γενεύη ότι «the use of the word deaf and dumb is offensive to the dignity of deaf persons and persons with hearing impairments» [η λέξη κωφάλαλος προσβάλει την αξιοπρέπεια των κωφών και βαρήκοων ατόμων], είναι απόλυτης προτεραιότητας η κατάργηση του αναχρονιστικού όρου «κωφάλαλος», καθώς επίσης και η αντικατάσταση του όρου «κουφός» σε «κωφός» όπως αναφέρεται και στη Σύμβαση. Άλλωστε, η εξάλειψη της υποτιμητικής γλώσσας προς στα άτομα με αναπηρία όπως αυτή εμπεριέχεται στην υπάρχουσα νομοθεσία αποτελεί και μια από τις Συστάσεις της Επιτροπής.
β) Επίσης, το περιεχόμενο του άρθρου 229 πρέπει να διερευνηθεί και αξιολογηθεί για το κατά πόσο είναι εναρμονισμένο με τη Σύμβαση, και συγκεκριμένα με το Άρθρο 13, αλλά και με τη Σύσταση της Επιτροπής όπως αυτή διατυπώνεται στην παράγραφο 20 των Τελικών Παρατηρήσεων και Συστάσεών της.
γ) Με αφορμή το άρθρο για τους μάρτυρες κωφούς, και τις διαδικασίες που περιγράφονται ώστε να έχουν δικαίωμα να συμμετέχουν στην εν λόγω διαδικασία, πρέπει να διερευνηθεί και προστεθεί άρθρο που θα περιλαμβάνει «εναλλακτική ζωντανή βοήθεια» και σε άλλες κατηγορίες αναπηρίας, όπως τα άτομα με ψυχοκοινωνικές αναπηρίες ή τα άτομα με νοητικές αναπηρίες, ώστε, σύμφωνα με το Άρθρο 13 της Σύμβασης, να διασφαλίζεται «στα άτομα με αναπηρίες [η] αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη, σε ίση βάση με τους άλλους».
Άρθρο 233 – Διορισμός διερμηνέα | Άρθρο 234 – Ποιοι δεν μπορούν να διοριστούν διερμηνείς | Άρθρο 235 – Υποχρέωση αποδοχής καθηκόντων, έξοδα διερμηνείας | Άρθρο 237 – Υποχρέωση μετάφρασης ουσιωδών εγγράφων | Άρθρο 238 – Μετάφραση εγγράφου και γραπτές καταθέσεις σε ξένη γλώσσα
Το περιεχόμενο αυτών των άρθρων πρέπει να διερευνηθεί και αξιολογηθεί αν είναι εναρμονισμένο με τη Σύμβαση, και συγκεκριμένα με το Άρθρο 13. Επίσης και με τη Σύσταση της Επιτροπής, όπως αυτή αναφέρεται στην παράγραφο 20 των Τελικών Παρατηρήσεων και Συστάσεων της.
Άρθρο 382 – Προσωρινή Ανικανότητα
Τα σημεία δ) και ε) του εν λόγω άρθρου αποτελούν διάκριση για τα άτομα με αναπηρία και δεν είναι εναρμονισμένα με τη Σύμβαση, όπως αυτό διατυπώνεται στο Άρθρο 5 (Ισότητα και μη-Διάκριση) και στο Άρθρο 13 (Πρόσβαση στη Δικαιοσύνη). Επίσης η έννοια «κουφός» είναι λανθασμένη και θα πρέπει να αντικατασταθεί από την λέξη κωφός, όπως άλλωστε αναφέρεται στη Σύμβαση.
Τέλος, στη βάση των απαιτήσεων της Σύμβασης για παροχή εύλογων προσαρμογών στους εργαζόμενους και επαγγελματίες με αναπηρία στον ευρύτερο χώρο της Δικαιοσύνης και στους εξυπηρετούμενους από τις δικαστικές αρχές και υπηρεσίες, πρέπει να προστεθούν σχετικές διατάξεις στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Στο άρθρο 25 αναφέρεται ότι «αν οι μάρτυρες και οι κατηγορούμενοι είναι κάτοικοι άλλων εφετειακών περιφερειών, ο ανωτέρω ανακριτικός υπάλληλος ζητεί την εξέταση των μαρτύρων και τη λήψη των απολογιών των κατηγορουμένων από τον αρμόδιο ανακριτικό υπάλληλο, ο οποίος πρέπει να εκτελέσει αυτήν μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών». Στην πράξη αυτό που γίνεται σήμερα είναι να καλούν τον κατηγορούμενο κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή (για οποιοδήποτε λόγο ήτοι ή λόγω φόρτου εργασίας ή διότι καθυστέρησε η αποστολή των εγγράφων ή ακόμα και επίτηδες! κλπ) και δεν δίνουν παρά μόνο 48 ώρες (και συνήθως σαββατοκύριακο!) χωρίς καμία απολύτως παράταση διότι ως λένε «έτσι μας λέει ο εισαγγελέας». Συνεπώς εν τοις πράγμασι υπάρχει διαφορετική αντιμετώπιση του κατηγορουμένου που εξετάζεται στην εφετειακή περιφέρεια του όπου γίνεται η προανάκριση από τον κατηγορούμενο που εξετάζεται σε άλλη περιφέρεια. Αφού αυτά τα γνωρίζετε καλύτερα από όλους μας γιατί βάζετε μόνο 10 μέρες? Εντός μηνός!
Αυτή η διάταξη «γ) Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 52 ΚΠΔ προστίθεται εδάφιο το οποίο έχει ως εξής: «Εξαιρούνται από την υποχρέωση κατάθεσης παραβόλου οι δικαιούχοι νομικής βοήθειας, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο άρθρο 1 του ν. 3226/2004.»» πρέπει να τροποποιηθεί ως εξής ώστε να ευθυγραμμιστεί με τις εξαιρέσεις του παλαιού άρθρου 46 ΚΠΔ και του Ν. 927/1979:
«γ) Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 52 ΚΠΔ προστίθεται εδάφιο το οποίο έχει ως εξής: «Εξαιρούνται από την κατάθεση παραβόλου οι δικαιούχοι νομικής βοήθειας, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο άρθρο 1 του ν. 3226/2004. Δεν απαιτείται κατάθεση παραβόλου για τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής και τα εγκλήματα κατά της ενδοοικογενειακής βίας και τα εγκλήματα ρατσιστικών διακρίσεων (άρθρα 81Α και 361Β του Ποινικού Κώδικα και Ν. 927/1979) και τα εγκλήματα παραβιάσεων της ίσης μεταχείρισης.»»
Συμφωνα με την αρχικη αιτιολογικη εκθεση του ΣχΚΠΔ που έγινε από τον Πρόεδρο της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής Καθηγητή Θεοχάρη Ι. Δαλακούρα “η αρμοδιοτητα του εισαγγελεα διαφθορας καθοριστηκε με βαση αφ ενος το κριτηριο της τελεσης κακουργηματος εκ μερους ανωτατων και ανωτερων κρατικων αξιωματουχων και μελων των Δ.Σ. νομικων προσωπων δημοσιου η ιδιωτικου δικαιου η δημοσιων επιχειρησεων, που οριζονται αμεσα απο το κρατος ….”, πλην ομως στην προτεινομενη διαταξη του αρθρου 35, στο οποιο οριζεται η η αρμοδιοτητα του εισαγγελεα διαφθορας, εξαιρεθηκαν τα μελη των Δ.Σ. νομικων προσωπων δημοσιου η ιδιωτικου δικαιου η δημοσιων επιχειρησεων, που οριζονται αμεσα απο το κρατος, με αποτελεσμα σημαντικες υποθεσεις με ιδιαιτερη αποδεικτικη δυσχερεια να αφαιρουνται απο την αρμοδιοτητα του εισαγγελεα διαφθορας.
Ως εκ τουτου ειναι αναγκαιο να συμπληρωθει η παραλειψη και να διατυπωθει η διαταξη του αρθρου 35 ως ακολουθως “ γ) Η παρ. 3 του άρθρου 35 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Στην αρμοδιότητα του εισαγγελέα εγκλημάτων διαφθοράς υπάγονται τα κακουργήματα που τελούν υπουργοί ή υφυπουργοί και δεν καταλαμβάνονται από τις ρυθμίσεις της παρ. 1 του άρθρου 86 του Συντάγματος, καθώς και τα κακουργήματα που διαπράττουν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή επωφελούμενοι από την ιδιότητα τους, βουλευτές, γενικοί και ειδικοί γραμματείς υπουργείων, διοικητές, υποδιοικητές ή πρόεδροι ή μελη των διοικητικών συμβουλίων ή διευθύνοντες ή εντεταλμένοι σύμβουλοι νομικων προσωπων δημοσιου ή ιδιωτικου δικαιου η δημοσιων επιχειρησεων, που οι διοικησεις τους οριζονται αμεσα απο το κρατος και αιρετά μονοπρόσωπα όργανα και μελη συλλογικων οργανων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και επιχειρησεων που ιδρυονται απο οργανισμους τοπικης αυτοδιοικησης , ακόμη και αν οι υπαίτιοι έχουν παύσει να φέρουν την ιδιότητα αυτή, εφόσον αυτά σχετίζονται με επιδίωξη οικονομικού οφέλους των ιδίων ή τρίτων ή την πρόκληση βλάβης στο δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικου δικαιου η δημοσιων επιχειρησεων, που οι διοικησεις τους οριζονται αμεσα απο το κρατος, σε οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και σε επιχειρησεις που ιδρυονται απο οργανισμους τοπικης αυτοδιοικησης.».
Άρθρο 7 παρ.5 . Κατά την ταπεινή μου γνώμη η νέα τροποποίηση που υποχρεώνει τον Εισαγγελέα Εφετών επί μη έγκρισης της αναφοράς αρχειοθέτησης του Εισαγγελέα Πρωτοδικών, όταν τον παραγγέλλει να ασκήσει ποινική δίωξη, παράλληλα να προσδιορίζει τα νομικά χαρακτηριστικά της πράξης, έρχεται σε αντίθεση με υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις που καθιερώνουν την προσωπική ανεξαρτησία και του Εισαγγελέα Πρωτοδικών ως δικαστικού λειτουργού.
Αρθρο 52 παρ.2 : για να εξαιρεθει καποιος απο την υποχρεωση καταθεσης παραβολου πρεπει πρωτα να προβλεθει οτι απαιτειται η καταθεση παραβολου καιμε το υψος αυτου με ποινη το απαραδεκτο της εγκλησης, πραγμα το οποιο δεν αναγραφεται στο ισχυον αρθρο 52.
Η παράγραφος 3 του άρθρου 510 ΚΠΔ , μετά τις λέξεις «το μέρος της απόφασης το σχετικό…» πρέπει να συμπληρωθεί με τη φράση (ή παρόμοια φράση) « με ζητήματα αστικής φύσης που κρίθηκαν κατά το άρθρο 60 ΚΠΔ »
Έτσι η παράγραφος 3 του άρθρου 510 ΚΠΔ μετά τη συμπλήρωση θα είναι:
3. Εκτός από τους πιο πάνω λόγους μπορούν να προταθούν, σε ό, τι αφορά το μέρος της απόφασης το σχετικό με ζητήματα αστικής φύσης που κρίθηκαν κατά το άρθρο 60 ΚΠΔ, με την απόδοση όσων αφαιρέθηκαν και των πειστηρίων, και οι λόγοι αναίρεσης οι οποίοι προβλέπονται από την πολιτική δικονομία.
Αυτό πρέπει να γίνει, διότι κατά το άρθρο 60 ΚΠΔ το ποινικό δικαστήριο κρίνει και για τα ζητήματα αστικής φύσης που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της δίκης.
Σημειωτέον ότι το ποινικό δικαστήριο μπορεί να ερευνήσει και αυτεπαγγέλτως ζητήματα αστικής φύσης που ανακύπτουν στην ποινική δίκη, σε αντίθεση με το αστικό δικαστήριο που περιορίζεται στα στοιχεία που έχουν προσκομίσει οι διάδικοι !
Μάλιστα, σύμφωνα με το άρθρο 62 ΚΠΔ, απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου για ζήτημα που έχει σχέση με την ποινική δίκη δεν δεσμεύει τον ποινικό δικαστή !
Συνεπώς, αν τα ζητήματα αστικής φύσης που κρίθηκαν από το ποινικό δικαστήριο κατά το άρθρο 60 ΚΠΔ , κρίθηκαν πλημμελώς, θα πρέπει να αναιρεθεί η απόφαση για τους λόγους αναίρεσης που προβλέπονται από την πολιτική δικονομία.
Κατά τη γνώμη και δικαστικών λειτουργών, είναι απαραίτητη μια τέτοια συμπλήρωση.
Η παράγραφος 3 του άρθρου 510 ΚΠΔ , μετά τις λέξεις «το μέρος της απόφασης το σχετικό…» πρέπει να συμπληρωθεί με τη φράση (ή παρόμοια φράση) « με ζητήματα αστικής φύσης που κρίθηκαν κατά το άρθρο 60 ΚΠΔ »
Έτσι η παράγραφος 3 του άρθρου 510 ΚΠΔ μετά τη συμπλήρωση θα είναι:
3. Εκτός από τους πιο πάνω λόγους μπορούν να προταθούν,
σε ό,τι αφορά το μέρος της απόφασης το σχετικό με ζητήματα αστικής φύσης που κρίθηκαν κατά το άρθρο 60 ΚΠΔ,
με την απόδοση όσων αφαιρέθηκαν και των πειστηρίων,
και οι λόγοι αναίρεσης οι οποίοι προβλέπονται από την
πολιτική δικονομία.
Αυτό πρέπει να γίνει, διότι κατά το άρθρο 60 ΚΠΔ το ποινικό δικαστήριο κρίνει και για τα ζητήματα αστικής φύσης που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της δίκης.
Μάλιστα, σύμφωνα με το άρθρο 62 ΚΠΔ, απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου για ζήτημα που έχει σχέση με την ποινική δίκη δεν δεσμεύει τον ποινικό δικαστή !
Τούτο, διότι το ποινικό δικαστήριο μπορεί να ερευνήσει και αυτεπαγγέλτως τα ζητήματα αστικής φύσης, σε αντίθεση με το αστικό δικαστήριο που περιορίζεται να κρίνει με βάση τα στοιχεία που έχουν προσκομίσει οι διάδικοι.
Συνεπώς, αν τα ζητήματα αστικής φύσης που κρίθηκαν από το ποινικό δικαστήριο , κρίθηκαν πλημμελώς, θα πρέπει να αναιρεθεί η απόφαση για τους λόγους αναίρεσης που προβλέπονται από την
πολιτική δικονομία.
Όσον αφορά στη ρύθμιση του άρθρου 111 ΚΠΔ: Είναι μοναδική ευκαιρία να απαλειφθεί η ουδόλως κολακευτική για την αξία της στρατιωτικής δικαιοσύνης και των λειτουργών αυτής, πρόβλεψη για υπαγωγή των στρατιωτικών στα τριμελή εφετεία, στις περιπτώσεις που οι απαριθμούμενες στο εν λόγω άρθρο πράξεις στρέφονται κατά του δημοσίου και η ζημία υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ. Ας μας εξηγήσει ο νομοθέτης πόθεν προκύπτει η αδυναμία (νομική ή λειτουργική;) των στρατιωτικών δικαστηρίων να απεκδύονται της δικαιοδοσίας των όταν η «ταρίφα» πάει στα 120.000 ευρώ και ένα λεπτό. Ποιος ευθύνεται επομένως για το αν τα εν λόγω δικαστήρια έχουν «λιγότερη δουλειά»; Σαφώς και έχουμε να κάνουμε με μια στρεβλή εν προκειμένω κατάσταση που, κατά τη γνώμη μου, ουδεμία δικονομική ή άλλη σκοπιμότητα εξυπηρετεί.
Άρθρο 7 παρ.52: είναι αδιανόητο το απαράδεκτο διαδικαστικής πράξης, να νομιμοποιείται εκ των υστέρων και μάλιστα με αποτέλεσμα να επέρχεται ανισότητα έναντι των συνεπών πολιτών, οι οποίοι κατέβαλαν το παράβολο για το παραδεκτό της εγκλήσεως που κατέθεταν, αλλά και κατηγορουμένων των οποίων οι υποθέσεις συζητήθηκαν μέχρι τις 1-7-19 και οι εκκλήσεις κρίθηκαν απαράδεκτες λόγω της μη κατάθεσης του οικείου παραβόλου.
Άρθρο 7 παρ.52: είναι αδιανόητο το απαράδεκτο διαδικαστικής πράξης, να νομιμοποιείται εκ των υστέρων και μάλιστα με αποτέλεσμα να επέρχεται ανισότητα έναντι των συνεπών πολιτών, οι οποίοι κατέβαλαν το παράβολο για το παραδεκτό της εγκλήσεως που κατέθεταν, αλλά και κατηγορουμένων των οποίων οι υποθέσεις συζητήθηκαν μέχρι τις 1-7-19 και οι εκκλήσεις κρίθηκαν απαράδεκτες λόγω της μη κατάθεσης του οικείου παραβόλου.