1. H διάταξη του άρθρου 374 παράγραφος 1 αντικαθίσταται ως
εξής:
«1. Η κλοπή τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή αν: α) ο υπαίτιος αφαιρεί από τόπο προορισμένο για θρησκευτική λατρεία, πράγμα αφιερωμένο σε αυτή καλλιτεχνικής ή αρχαιολογικής ή ιστορικής σημασίας, β) ο υπαίτιος αφαιρεί πράγμα επιστημονικής ή καλλιτεχνικής ή αρχαιολογικής ή ιστορικής σημασίας που βρίσκεται σε συλλογή εκτεθειμένη σε κοινή θέα ή σε δημόσιο οίκημα ή σε άλλο δημόσιο τόπο, γ) η συνολική αξία των αφαιρεθέντων αντικειμένων υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, ή δ) τελέστηκε με διάρρηξη από δύο ή περισσότερους που είχαν οργανωθεί με σκοπό την τέλεση κλοπών με διάρρηξη».
2. H διάταξη του άρθρου 405 παράγραφος 1 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 386 παρ. 1, 386Α παρ. 1 και 2, 387, 389, 390 παρ. 1, 394, 397 και 404 απαιτείται έγκληση».
Άρθρο 338 – Κατάχρηση ανίκανου προς αντίσταση σε γενετήσια πράξη
Την αντικατάσταση του όρου «διανοητική» που περιλαμβάνεται στην πρώτη παράγραφο με τον όρο «νοητική» προκειμένου να συνάδει με τη δικαιωματική προσέγγιση της αναπηρίας.
Άρθρο 339 – Γενετήσιες πράξεις με ανήλικους ή ενώπιον τους
Λαμβάνοντας υπόψη την παράγραφο/ερώτημα 12α που έθεσε η Επιτροπή των ΗΕ για τα Δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες στο Κατάλογο Θεμάτων (List of Issues) της ενόψει του εποικοδομητικού διαλόγου της με την αντιπροσωπεία του Ελληνικού Κράτους για την εφαρμογή της Σύμβασης για τα Δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες, σχετικά με την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/93/EE, σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2004/68/ΔΕΥ του Συμβουλίου, διαπιστώσαμε ότι αυτή έχει ενσωματωθεί εν μέρει στον ν. 4267/2014, και όχι στο σύνολο της όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 της Οδηγίας. Μελετώντας το ν. 4267/2014 διαπιστώσαμε επίσης ότι τα σημεία της Οδηγίας 2011/93/ΕΕ που μιλούν για τα παιδιά με αναπηρία (άρθρο 3 -αδικήματα σεξουαλικής κακοποίησης και συγκεκριμένα η παράγραφος 5ii, και το άρθρο 9 – επιβαρυντικές περιστάσεις) δεν έχουν ενσωματωθεί στον προαναφερθέντα νόμο. Λόγω του ότι ο νόμος 4267/2014 σχετίζεται άμεσα με την ενσωμάτωση των άρθρων της Οδηγίας στον Ποινικό Κώδικα, μελετώντας τον Ποινικό Κώδικα παρατηρήσαμε ότι σε σημαντικό βαθμό το περιεχόμενο του ν. 4267/2014 έχει καταργηθεί από τον τρέχοντα Ποινικό Κώδικα. Το ερώτημα που προκύπτει σε αυτό το σημείο είναι για το εν τέλει η Οδηγία 2011/93/EE έχει ενσωματωθεί στο Ελληνικό θεσμικό πλαίσιο και πως προστατεύονται τα παιδιά γενικά και τα παιδιά με αναπηρία ειδικότερα από τη σεξουαλική κακοποίηση, τη σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και τη παιδική πορνογραφία. Με άλλα λόγια, υιοθετούμε και εμείς την ερώτηση της Επιτροπής για το ποια είναι η τρέχουσα κατάσταση εφαρμογής της Οδηγίας της ΕΕ όσον αφορά τα παιδιά με αναπηρίες.
Άρθρο 348Α – Πορνογραφία Ανηλίκων | Άρθρο 348Β – Προσέλκυση παιδιών για γενετήσιους λόγους | Άρθρο 348Γ – Πορνογραφικές παραστάσεις ανηλίκων
Το περιεχόμενο των εν λόγω άρθρων πρέπει να διερευνηθεί και να αξιολογηθεί αν είναι εναρμονισμένο με τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες, και συγκεκριμένα με το Άρθρο 16 «Απαλλαγή από την εκμετάλλευση, τη βία και την κακομεταχείριση».
Επίσης θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι στο Άρθρο 348Γ (Πορνογραφικές παραστάσεις ανηλίκων), στην παράγραφο 1, στο σημείο α) έχει παραλειφθεί η αναφορά στα έτη της κάθειρξης. Συγκεκριμένα αναφέρεται το εξής «α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη».
Η ίδια παράλειψη υπάρχει και στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όπου στην περίπτωση β) δεν υπάρχει η χρονική διάρκεια της ποινής. Συγκεκριμένα αναφέρεται το εξής «β) στην περίπτωση β’ κάθειρξη».
Με αφορμή και τον τίτλο αλλά και το περιεχόμενο του Άρθρου 16 της Σύμβασης, επισημάνουμε την έλλειψη της έννοιας «εκμετάλλευση» ώστε να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο οδηγήθηκε ο ανήλικος να συμμετέχει στις συγκεκριμένες πράξεις. Οι έννοιες που χρησιμοποιούνται αυτή τη στιγμή είναι οι έννοιες της «βίας» και της «απειλής». Ωστόσο, άλλο νόημα έχει η έννοια της βίας, άλλο της απειλής, και άλλο της εκμετάλλευσης.
Η «Δρακόντεια» νομοθέτηση ποτέ δεν οδήγησε στην μείωση των κρουσμάτων διαφθοράς, αλλά τις περισσότερες φορές λειτούργησε ως όπλο στα χέρια των καταχραστών της εξουσίας.
Η έως τώρα αυτεπάγγελτη δίωξη της απιστίας και ο κακουργηματικός της χαρακτήρας οδήγησε- εκτός των άλλων- σε διώξεις απλών τραπεζικών υπαλλήλων, οι οποίοι υπόκεινται σε χρόνια ταλαιπωρία και οικονομική αφαίμαξη, δικαζόμενοι από ανθρώπους που δυστυχώς δεν γνωρίζουν τον τρόπο λειτουργίας και τους μηχανισμούς της οικονομίας και των τραπεζών.
Είναι αδύνατον να οριοθετηθεί η απιστία της «επιμελούς διαχείρισης» μιας επιχειρηματικής πράξης ή ενός δανείου, από ένα δικαστήριο σε πολύ μεταγενέστερο χρόνο.
Δουλειά των τραπεζών είναι να δίνουν δάνεια εντός του καθορισμένου πλαισίου λειτουργίας τους, γνωρίζοντας ότι κάποια εξ αυτών δεν θα αποπληρωθούν και όχι να πάψουν να δίνουν -όπως έγινε τα τελευταία χρόνια- στραγγαλίζοντας την οικονομία, τις επιχειρήσεις και στο τέλος την ίδια την κοινωνία.
Αν παρανομήσουν, υπάρχουν άρθρα στον ποινικό κώδικα (απάτη, δωροδοκία) που είναι και αυτεπάγγελτα και κακουργηματικού χαρακτήρα.
Η ενοχική αντίληψη ότι δεν πρέπει να εισάγουμε ηπιότερους νόμους αποτελεί μεγάλο βαρίδι για την ελληνική οικονομία και ένδειξη της αδυναμίας μας να δούμε μπροστά.
Πρέπει να επανέλθει η προηγούμενη διάταξη που δεν απαιτούσε έγκληση για τη δίωξη της απιστίας (ΠΚ 390 § 1). Ο διαχειριστής της περιουσίας ενός ν.π. ποτέ δεν θα υποβάλει έγκληση για έγκλημα που διέπραξε ο ίδιος. Ως χώρα κινδυνεύουμε να κακοχαρακτηριστούμε από τη GRECO (του Συμβουλίου της Ευρώπης), η οποία θα μας επιθεωρήσει σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Αφορά το α377 ΠΚ , όπως διαμορφώθηκε με τον ισχύοντα ΠΚ.
Πρέπει να οριστεί πιο ειδικά μέχρι ποιο ποσό είναι η κλοπή ή υπεξαίρεση μικρής αξίας. Προφανώς αξιολογικά είναι κάτι περισσότερο από την ευτελή αξία, αλλά αντί να επαφίεται στον δικαστή να αποφασίσει και να δημιουργείται ακόμα και λόγος αναίρεσης, θα πρέπει για την ασφάλεια δικαίου να ορισθεί το ανώτερο ύψος ποσού μέχρι του οποίου η κλοπή ή η υπεξαίρεση είναι μικρής αξίας και θα έχει την αντίστοιχη ποινική μεταχείριση.
Θα μπορούσε λ.χ. να προβλεφθεί ως ποσό μικρής αξίας ο ελάχιστος μηνιαίος μισθός ανειδίκευτου εργάτη βάσει νόμου ή σσε ή διαιτητικής απόφασης, οπότε θα υπάρχει κάτι συγκεκριμένο ως ποσό και δεν θα χρειάζεται και σχετικά αναμόρφωση κάθε φορά του ύψους του ποσού.
Σε ό,τι αφορά την τροποποίηση της πρώτης παραγράφου του άρ. 405 ΠΚ, διά της οποίας σχεδιάζεται η μετατροπή σε κατ’ έγκλησιν διωκόμενο έγκλημα –εκτός της πλημμεληματικής απιστίας, η οποία διώκεται ήδη κατ’ έγκλησιν, και– της απιστίας που τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος (άρθρο 390 παρ. 1 εδ. β΄), αναφέρεται στην Αιτιολογική Έκθεση ότι: «H ρύθμιση αυτή εναρμονίζεται με την κατ’ έγκληση δίωξη του πυρήνα των περιουσιακών εγκλημάτων (απάτη, υπεξαίρεση, καταδολίευση κ.λπ.) στον ιδιωτικό τομέα και έχει την αυτή δικαιολογία [ορθώς: αιτιολογία], δηλαδή τον ατομικό χαρακτήρα των προσβαλλόμενων εννόμων αγαθών». Δυστυχώς, ο ατομικός χαρακτήρας των προσβαλλόμενων εννόμων αγαθών δεν αποτελεί αναγνωρισμένο καθοριστικό κριτήριο για την μετατροπή ενός μέχρι πρότινος αυτεπαγγέλτως διωκομένου εγκλήματος σε κατ’ έγκλησιν διωκόμενο. Αν αυτό ήταν το καθοριστικό κριτήριο, τότε θα έπρεπε όλα ανεξαιρέτως τα εγκλήματα των οποίων το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό είναι ατομικό να διώκονται κατ’ έγκλησιν. Ούτε η εκβίαση ούτε ο βιασμός, όμως, μετατράπηκαν σε κατ’ έγκλησιν διωκόμενα εγκλήματα, παρότι το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό τους έχει αναμφισβήτητα ατομικό χαρακτήρα. Ή μήπως θα φθάσουμε μέχρι το σημείο να ισχυριστούμε ότι ακόμη και η ανθρωποκτονία εκ προθέσεως θα πρέπει να διώκεται κατ’ έγκλησιν, αφού και η ζωή είναι ατομικό έννομο αγαθό; Μάλιστα, η παράλογη επιλογή να μετατραπεί, σύμφωνα με τον νέο Ποινικό Κώδικα, σε κατ’ έγκλησιν διωκόμενο έγκλημα ακόμη και η κακουργηματική απάτη, βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση προς τις εξελιγμένες μορφές τέλεσης του εν λόγω εγκλήματος με την χρήση προηγμένης τεχνολογίας. Επί παραδείγματι, η δίωξη της ηλεκτρονικής μαζικής απάτης προϋποθέτει πλέον έγκληση από εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες ξεχωριστά, γεγονός που καθιστά σχεδόν αδύνατη την εξιχνίαση και την τιμώρησή της. Σε κανέναν άλλον ευρωπαϊκό Ποινικό Κώδικα από εκείνους που αποτελούν και για την Ελλάδα πρότυπο καλής νομοθέτησης (βλ. ιδίως τον γερμανικό, πρβλ. και τον ελβετικό και τον αυστριακό Ποινικό Κώδικα) δεν προβλέπεται η απάτη ή η απιστία ως κατ’ έγκλησιν διωκόμενο έγκλημα παρά μόνο κατ’ εξαίρεσιν, δηλ. είτε όταν η βλάβη είναι μικρής αξίας είτε όταν βλαπτόμενος είναι πρόσωπο συγκεκριμένης κατηγορίας, π.χ. οικείος, επίτροπος (για την απάτη βλ. άρ. 263 παρ. 4 σε συνδυασμό με άρ. 247 και 248a γερμανικού ΠΚ και για την απιστία βλ. άρ. 266 παρ. 2 γερμανικού ΠΚ – μάλιστα, και επ’ αυτού ο Έλληνας νομοθέτης κινήθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση διά της καταργήσεως του άρθρου 378 για την υφαίρεση!). Διότι, πράγματι, αυτά είναι τα καθοριστικά κριτήρια τυποποιήσεως ενός εγκλήματος ως κατ’ έγκλησιν διωκομένου (η προστασία του θύματος από ενδεχόμενη διαπόμπευσή του είναι ένα ακόμη κριτήριο για την θέσπιση της έγκλησης ως προϋποθέσεως δίωξης) και όχι ο ατομικός χαρακτήρας του προσβαλλόμενου εννόμου αγαθού: τούτος αποτελεί αναγκαία, αλλά όχι και επαρκή προϋπόθεση για την τυποποίηση ενός εγκλήματος ως κατ’ έγκλησιν διωκομένου. Συνακόλουθα, το υιοθετηθέν μοντέλο της κατ’ έγκλησιν δίωξης ενός κακουργήματος που προσβάλλει ατομικό έννομο αγαθό είναι κατ’ αρχήν άτοπo και άστοχo (εξαίρεση: η προειρημένη ανάγκη προστασίας του θύματος από τον κίνδυνο διαπόμπευσής του). Σημειωτέον ότι στην περί κλοπής και υπεξαιρέσεως μικρής αξίας πραγμάτων διάταξη του άρ. 248a γερμανικού ΠΚ, η οποία ισχύει αναλόγως για την απάτη και την απιστία, προβλέπεται ότι δεν απαιτείται έγκληση για την δίωξη των εν λόγω πράξεων, «όταν η διωκτική αρχή κρίνει επιβεβλημένη την αυτεπάγγελτη επέμβαση ενόψει του ιδιαίτερου δημοσίου συμφέροντος προς δίωξη» των τελεσθέντων εγκλημάτων. Συνεπώς, επί τη βάσει των προαναφερθέντων κριτηρίων, τα οποία εφαρμόζονται και στους λοιπούς ευρωπαϊκούς Κώδικες, θα πρέπει να γίνουν οι αντίστοιχες τροποποιήσεις στον νέο ΠΚ και να επανέλθουν οι ορθές ρυθμίσεις του προηγούμενου. Άλλως, ο νέος ελληνικός Ποινικός Κώδικας θα αποτελεί μια παράδοξη παραφωνία μέσα στην οικογένεια του ηπειρωτικού Δικαίου.
Κωνσταντίνος Ι. Βαθιώτης
Αναπλ. Καθηγητής Ποινικού Δικαίου
Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.
Πρέπει το συγκεκριμένο άρθρο να επανέλθει στην προηγούμενη μορφή του. Ήταν ένα εργαλείο και δεν χρειάζεται να αλλάξετε ούτε λέξη.
Στη παρούσα μορφή κ σ αυτή που προτείνετε είναι ένα έκτρωμα.
Η αποκλειστικά κατ’ έγκληση δίωξη της απιστίας δεν είναι συμβατή με την αρχή της απαγόρευσης αυτοενοχοποίησης του κατηγορουμένου, τουλάχιστον στις περιπτώσεις που ο διαχειριστής περιουσίας δεν αντικαθίσταται. Ο δράστης απιστίας (που είναι γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα) γνωρίζει προφανώς ότι τελεί την πράξη, και με τις προτεινόμενες διατάξεις θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να ασκήσει εντός τριμήνου εις βάρος του έγκληση. Έτσι ή θα πρέπει να κάνει ακριβώς αυτό (αδύνατο κατά κανόνα, αλλά και αυτοενοχοποιητικό εφόσον συμβεί), ή θα πρέπει να εφαρμοστούν άλλες λύσεις, όπως για παράδειγμα ο διορισμός προσωρινής διοίκησης, που είναι δαπανηρές, κοστοβόρες και αμφίβολης (ου μην ανύπαρκτης) αποτελεσματικότητας.
Υπάρχουν και κάποια επιμέρους ζητήματα αντίθεσης της ρύθμισης με το άρ. 17 της Σύμβασης Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς ύστερα από την κατάργηση του άρ. 263α του παλαιού ΠΚ, αλλά αυτά είναι πιο εξειδικευμένα.
Θα πρέπει, συνεπώς, κατά την γνώμη μου, να εξεταστεί η υιοθέτηση της άποψης της μειοψηφούσας γνώμης της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής (όπως αυτή προκύπτει στην αιτιολογική έκθεση).
Κατά τα λοιπά συμφωνώ με τα σχόλια έτερων σχολιαστών αναφορικά με την κατ’ έγκληση δίωξη της απάτης.
Σε δημόσια διαβούλευση τέθηκε από την 14/10/19 η νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Δικαιοσύνης υπό τον τίτλο «Τροποποιήσεις Ποινικού Κώδικα, Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και συναφείς διατάξεις» και χρονικό ορίζοντα της διαβούλευσης, την Παρασκευή, 18/10/19.
Με έκπληξη διαπιστώσαμε ότι στις προτεινόμενες για τροποποίηση διατάξεις δεν περιλαμβάνεται η αντιμετώπιση των στρεβλώσεων που δημιουργήθηκαν κατά την προηγούμενη τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα και είχαν προκαλέσει τόσο το δημόσιο αίσθημα όσο και πρακτικά αρνητικά αποτελέσματα αναφορικά με τη ποινική αντιμετώπιση εγκλημάτων που έχουν άμεσο αντίκτυπο στην εγκληματικότητα και στο αστυνομικό έργο.
Ειδικότερα διαπιστώσαμε ότι:
α) Παραμένει το όριο του ποσού των 120.000 ευρώ της συνολικής αξίας των αφαιρεθέντων αντικειμένων της περ.(γ) , παρ. 1 του άρ. 374, κάτι το οποίο είχε επισημανθεί από όλους ότι δημιουργεί εξαιρετικά μεγάλα προβλήματα και ουσιαστικά οδήγησε σε ατιμωρησία και αύξηση της εγκληματικότητας λόγω της μεγάλης δυσχέρειας του προσδιορισμού του ποσού αυτού. Αποτέλεσε δε η συγκεκριμένη διάταξη, την προμετωπίδα των αντιδράσεων των βουλευτών της τότε Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και νυν κυβερνητικής πλειοψηφίας, που ζητούσαν την απόσυρση συνολικά του νομοσχεδίου ως απαράδεκτου για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.
β) Δεν επανήλθε η πρόβλεψη της περίπτωσης του καθ’ έξιν και κατ’ επάγγελμα δράστη που υφίστατο στο άρθρο 374 του προηγουμένου Ποινικού Κώδικα. Η κατάργηση της σχετικής πρόβλεψης οδήγησε στην κατακόρυφη αύξηση της εγκληματικότητας στο πεδίο των κλοπών/διαρρήξεων, αφού πλέον οι δράστες τιμωρούνται με την απλή διάταξη του άρθρου 372 και όχι μόνο δεν προφυλακίζονται, αλλά υπήρξε και υπάρχει ήδη σωρεία αποφυλακίσεων καταδικασθέντων με το προηγούμενο καθεστώς.
γ) Δεν επανήλθε η περίπτωση του 374 παρ. 1 γ’ του παλαιού ΠΚ, (» αν αφαιρέθηκε πράγμα που μεταφερόταν με οποιοδήποτε δημόσιο συγκοινωνιακό μέσο ή ήταν τοποθετημένο σε χώρο προορισμένο για εναπόθεση πραγμάτων προς μεταφορά ή παραλαβή ή μεταφερόταν από ταξιδιώτη»). Αποτέλεσμα της εν λόγο προηγούμενης τροποποίησης ήταν η κατακόρυφη αύξηση των κρουσμάτων κλοπών στα μέσα μαζικής μεταφοράς και ότι αυτό συνεπάγεται στη επιδείνωση του αισθήματος ανασφάλειας το οποίο βιώνουν καθημερινά οι πολίτες.
δ) Δεν περιλαμβάνεται στις υπό τροποποίηση διατάξεις η παρ. 1 του αρ. 381 και άρα συνεχίζει να υφίσταται η δυνατότητα αποχής από την ποινική δίωξης αν υπάρξει σχετική υποβολή δήλωσης ή υπαναχώρησης εκ μέρους του παθόντος στην περίπτωση του άρθρου 372 για το αδίκημα της κλοπής,. Φρονούμε ότι επιβάλλεται η επαναφορά της παλιάς διάταξης ώστε το αδίκημα αυτό να τιμωρείται αυτεπάγγελτα χωρίς το δυνητικό χαρακτήρα της διάταξης προκειμένου να αποφευχθούν φαινόμενα εκβιασμού των παθόντων.
ε) Στην περίπτωση του άρθρου 386, για τη δίωξη του αδικήματος της απάτης, προβλέπεται έγκληση του παθόντος. Θεωρούμε ότι η δίωξη πρέπει να είναι αυτεπάγγελτη, ιδιαίτερα δε στην κακουργηματική της μορφή.
στ) Για το πολυσυζητημένο θέμα των επιθέσεων εναντίον των αστυνομικών με βόμβες μολότοφ, διαπιστώσαμε ότι η κατοχή τέτοιων φονικών όπλων, τιμωρείται ως πλημμέλημα ενώ θα έπρεπε να ενταχθεί στην κακουργηματική μορφή του αδικήματος.
ζ) Τέλος, για μια ακόμα φορά διαπιστώνουμε ότι η Ελληνική Αστυνομία παραμένει δέσμια της γραφειοκρατίας και των δυσλειτουργιών της δημόσιας διοίκησης όσον αφορά την επίδοση των δικογράφων και ό,τι συνεπάγεται αυτό στην επιβάρυνση του λειτουργικού της έργου.
Κατόπιν των ανωτέρω, θεωρούμε ότι πρέπει να επανέλθει αυτούσια η προηγούμενη μορφή των άρθρων 374 και 386 και η κατάργηση της παρ. 1 του αρ. 381 ΠΚ, καθώς ακόμα και η νεώτερη εκδοχή τους όπως προβλέπεται στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου, κάθε άλλο παρά επιλύει τα τεράστια προβλήματα τα οποία δημιούργησε η εμμονική επιμονή της προηγούμενης κυβέρνησης. Κάνουμε έκκληση στους βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας να θυμηθούν τα διαπρύσια κηρύγματά τους προεκλογικά και να ευθυγραμμίσουν τη στάση τους με το δημόσιο συμφέρον.
Καλούμε το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη να εκφράσει τις αντιρρήσεις του έγκαιρα είτε στο στάδιο της διαβούλευσης αυτής, είτε στην κοινοβουλευτική διαδικασία ώστε να αποτραπεί η ψήφιση του τερατουργήματος που είχε εκκολαφθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση και είχε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις και τελικά οδήγησε στην αύξηση της εγκληματικότητας, η πάταξη της οποίας έχει τεθεί μετ’ επιτάσεις και από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό της Χώρας.
ΕΦΌΣΟΝ ΑΝΑΘΕΩΡΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΠΟΙΝΙΚΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΘΟΎΝ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΑΝΩ ΤΑ ΠΟΣΑ ΓΙΑ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΥΠΕΞΑΙΡΕΣΗΣ,ΑΠΑΤΗΣ,ΑΠΙΣΤΙΑΣ ΚΛΠ, ΠΕΡΑΝ ΤΩΝ 150,000 ΕΥΡΩ .ΤΟ ΠΟΣΟ ΤΩΝ 120,000 ΥΦΊΣΤΑΤΑΙ ΠΕΡΑΝ ΤΗΣ 20ΕΤΙΑΣ.
Η δίωξη σοβαρών οικονομικών αδικημάτων όπως της απάτης ή της υπεξαίρεσης δεν πρέπει να καταλείπεται μόνον στους αμέσως παθόντες, καθώς κατ’ουσίαν τα εγκλήματα αυτά στρέφονται δυνητικώς κατά του κοινωνικού συνόλου, στο οποίο αναμφιβόλως καταλέγονται και άτομα ευαίσθητων κατηγοριών (λ.χ. υπέργηροι, άτομα μειωμένης οικονομικής δυνατότητος, μη δυνάμενοι να υποστηρίξουν οικονομικά οι ίδιοι την δικαστική διαδικασία κ.α.) τα οποία χρήζουν της προστασίας της Πολιτείας από τέτοιες εγκληματικές συμπεριφορές.
Πως λοιπόν θα ανασχεθεί η δράση κακοποιών, που δυνητικά δύνανται να στραφούν κατά τέτοιων ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων, όταν η δίωξη των εγκλημάτων τους «επαφίεται» στην θέληση (ή στην απροθυμία), στο σθένος (ή στην αναστολή) και στην οικονομική δυνατότητα (ή στα περιορισμένα οικονομικά) προς υποστήριξη της δικαστικής προσφυγής μεμονωμένων ατόμων;;
Συνεπώς, πρέπει οπωσδήποτε να επαναφερθεί το αυτεπάγγελτο της διώξεως των ανωτέρω σοβαρών εγκλημάτων.
Παρότι στο γενικότερο πλέγμα ποινών του νέου ΠΚ η «κακουργηματοποίηση» των διακεκριμένων μορφών κλοπής είναι μάλλον υπερβολική, θεωρώ ότι μεταξύ των διακεκριμένων μορφών (ανεξάρτητα από το ύψος της ποινής) πρέπει να επαναφερθεί και η περίπτωση του 374 παρ. 1 γ’ του παλαιού ΠΚ, (» αν αφαιρέθηκε πράγμα που μεταφερόταν με οποιοδήποτε δημόσιο συγκοινωνιακό μέσο ή ήταν τοποθετημένο σε χώρο προορισμένο για εναπόθεση πραγμάτων προς μεταφορά ή παραλαβή ή μεταφερόταν από ταξιδιώτη»), καθώς η συγκεκριμένη διάταξη προστάτευε ένα υπαρκτό κοινωνικό μέγεθος, μια εκ φύσεως ευάλωτη σχέση κατοχής, η επιβίωση της οποίας βασίζεται στην αυξημένη εμπιστοσύνη που όλοι (πρέπει να) δείχνουμε στο σύστημα δημοσίων μεταφορών και στους συνταξιδιώτες μας.
Η δίωξη οποιασδήποτε μορφής απάτης κατ’ έγκληση αφήνει ελεύθερο το πεδίο σε κάθε λογής απατεώνες να προβαίνουν σε απειλές, εκβιασμούς και γενικά να ασκούν αθέμιτες πιέσεις προς τους παθόντες ώστε να μην υποβάλουν ή και να αποσύρουν τις υποβληθείσες εγκλήσεις τους. Η διάταξη δεν λειτουργεί αποτρεπτικά προς τους εν δυνάμει εγκληματίες και δε συμβάλει στην ασφάλεια των συναλλαγών και τη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης. Αποτελεί οπισθοδρόμηση προς ένα κράτος ανομίας, με πρώτα θύματα τους καλόπιστους και τους ασθενέστερους.
Αλήθεια, σε ποιά επιστημονικά δεδομένα βασίστηκε και ποιές κοινωνικές ανάγκες καλύπτει η μετατροπή αυτή;
Ορθές και οι ανωτέρω παρατηρήσεις του χρήστη «Ισοκράτης».
Στο εδάφιο (δ) του άρθρου 374 θα πρέπει να αποσαφηνιστεί ο όρος «διάρρηξη». Καθότι η λέξη διάρρηξη σύμφωνα με την κυριολεκτική σημασία ενός λεξικού μεταφράζεται ως η θραύση, το σπάσιμο. Τι θα γίνει στις περιπτώσεις που υπάρχει εισβολή σε ένα χώρο δίχως να υπάρχουν ίχνη παραβίασης; Σε περιπτώσεις που η είσοδος στην οικία γίνεται με βοήθεια εκ των έσω (π.χ. οικιακή βοηθό) ή στις περιπτώσεις που δύο ή περισσότερα άτομα εισβάλουν σε οικίες ηλικιωμένων με διάφορα προσχήματα με κύριο σκοπό την κλοπή;
Κατά τον παλιό Π.Κ. το κομμάτι αυτό είχε την μορφή: «αν η πράξη τελέστηκε από δύο ή περισσότερους που είχαν ενωθεί για να διαπράξουν κλοπές ή ληστείες». Πιστεύω η μορφή αυτή δίνει την βοήθεια στις Αρχές να καταπολεμήσουν αποτελεσματικά και να τερματίσουν την δράση τέτοιου είδους ενώσεων.
Κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να επανέλθει αυτούσια η παλαιότερη εκδοχή του Π.Κ. για το εδάφιο του άρθρου αυτού ως ανάφερα πιο πάνω.
Στο υπό διαβούλευση άρθρο 5 και συγκεκριμένα απο την παράγραφο 2 αυτού η οποια αφορα τροποποιηση των διατάξεων της παρ.1 του άρθρου 405 του Π.Κ. θα πρέπει να αφαιρεθεί το άρθρο 386 παρ.1 (Απάτη).
Η δίωξη του αδικηματος της απάτης αρ. 386 Π.Κ πρέπει να είναι αυτεπάγγελτη και όχι κατ’έγκληση ιδιαίτερα δε στην κακουργηματική της μορφη.
Δεν μπορει για κακούργημα να απαιτείται υποβολή εγκλήσεως.
Δεν μπορεί οι παθόντες (οι οποίοι σε καθημερινή βαση αυξάνονται) να γνώριζουν τα στοιχεία των ατόμων τα οποία τους εξαπάτησαν ώστε στην συνέχεια να υποβάλλουν έγκληση.
Επίσης, οι προανακριτικές αρχές δεν θα μπορουν να προβούν σε αυτεπάγγελτη προανάκριση για παραβάσεις του αρθρου 386 παρ. 1 οι οποίες διαπράτονται τόσο απο έναν όσο και απο δύο ή περισσοτέρους δράστες (συμμορίες ή εγκληματικές οργανώσεις) αλλά ακόμη και αν γνώριζουν δράστες τέλεσης απατών δικονομικά δεν θα μπορούν να ενημερώνουν τους παθόντες ώστε αυτοί να μπορούν να υποβάλουν έγκληση.
Ευχαριστώ!
Ορθώς συμπληρώθηκε το άρθρο 374 ΠΚ με την περίπτωση (δ). Επιπροσθέτως απαιτείται και η επαναφορά της περιπτώσεως του καθ’ εξιν και κατ’ επάγγελμα δράστη που υφίστατο στον προηγούμενο Ποινικό Κώδικα, καθώς η κατάργηση του οδήγησε στην αύξηση της μικροεγκληματικότητας. Ο δράστης που διαπράττει συνεχείς κλοπές πλέον τιμωρείται με το άρθρο 372 ΠΚ, και δεν προφυλακίζεται. Ως εκ τούτου καθίσταται επιτακτική η ανάγκη για επαναφορά της περιπτώσεως του εγκληματία που διαπράττει κλοπές κατά συρροή, ήτοι κατά συνήθεια ή κατ’ επαγγελμα. Προς επίρρωσηδε των αναφερομένων μπορείτε να ελέγξετε τα στατιστικά των κλοπών/διαρρήξεων.
Μετά τιμής
Στο υπό διαβούλευση άρθρο 5 και συγκεκριμένα απο την παράγραφο 2 αυτού η οποια αφορα τροποποιηση των διατάξεων της παρ.1 του άρθρου 405 του Π.Κ. θα πρέπει να αφαιρεθεί το άρθρο 386 παρ.1 (Απάτη).
Η δίωξη του αδικηματος της απάτης αρ. 386 Π.Κ πρέπει να είναι αυτεπάγγελτη και όχι κατ’έγκληση ιδιαίτερα δε στην κακουργηματική της μορφη.
Δεν μπορει για κακούργημα να απαιτείται υποβολή εγκλήσεως.
Δεν μπορεί οι παθόντες (οι οποίοι σε καθημερινή βαση αυξάνοντα) να γνώριζουν και είναι πιθανό να μην τα γνωρίσουν ποτε,τα στοιχεία των ατόμων τα οποία τους εξαπάτησαν ώστε στην συνέχεια να υποβάλλουν έγκληση.
Επίσης, οι προανακριτικές αρχές δεν θα μπόρουν να προβούν σε αυτεπάγγελτη προανάκριση για παραβάσεις του αρθρου 386 παρ. 1 οι οποίες διαπράτονται τόσο απο έναν όσο και απο δύο ή περισσοτέρους δράστες (συμμορίες ή εγκληματικές οργανώσεις) αλλά ακόμη και αν γνώριζουν δράστες τέλεσης απατών δικονομικά δεν θα μπορούν να ενημερώνουν τους παθόντες ώστε αυτοί να μπορούν να υποβάλουν έγκληση.
Ευχαριστώ!
Στο υπό διαβούλευση άρθρο 5 και συγκεκριμένα απο την παράγραφο 2 αυτού η οποια αφορα τροποποιηση των διατάξεων της παρ.1 του άρθρου 405 του Π.Κ. θα πρέπει να αφαιρεθεί το άρθρο 386 παρ.1 (Απάτη).
Η δίωξη του αδικηματος της απάτης αρ. 386 Π.Κ πρέπει να είναι αυτεπάγγελτη και όχι κατ’έγκληση ιδιαίτερα δε στην κακουργηματική της μορφη.
Δεν μπορει για κακούργημα να απαιτείται υποβολή εγκλήσεως.
Δεν μπορεί οι παθόντες (οι οποίοι σε καθημερινή βαση αυξάνοντα) να γνώριζουν τα στοιχεία των ατόμων τα οποία τους εξαπάτησαν ώστε στην συνέχεια να υποβάλλουν έγκληση.
Επίσης, οι προανακριτικές αρχές δεν θα μπόρουν να προβούν σε αυτεπάγγελτη προανάκριση για παραβάσεις του αρθρου 386 παρ. 1 οι οποίες διαπράτονται τόσο απο έναν όσο και απο δύο ή περισσοτέρους δράστες (συμμορίες ή εγκληματικές οργανώσεις) αλλά ακόμη και αν γνώριζουν δράστες τέλεσης απατών δικονομικά δεν θα μπορούν να ενημερώνουν τους παθόντες ώστε αυτοί να μπορούν να υποβάλουν έγκληση.
Ευχαριστώ!
Η αλλαγή του 374 Π.Κ. προς την σωστή κατεύθυνση σε ό,τι αφορά τους διαρρήκτες ΟΜΩΣ δεν λάβατε υπ’όψιν καθόλου τις ομάδες πορτοφολάδων που δρουν ανεξέλεγκτα. Ακόμα λοιπόν και με αυτή την διορθωμένη διάταξη, για να διωχθούν πορτοφολάδες για κακούργημα, τα αφαιρεθέντα θα πρέπει να ανέρχονται στο ποσό των 120.000 ευρώ. Προβλέπεται αύξηση κλοπών στα Μ.Μ.Μ. λοιπόν.
Κύριε υπουργέ σύμφωνα με τον παλιό ποινικό Κώδικα είχαμε τις εξής μεταβολές
Το άρθρο 358 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«Παραβίαση της υποχρέωσης για διατροφή και της συμφωνίας για επικοινωνία
1. Όποιος κακόβουλα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής που του την έχει επιβάλει ο νόμος και έχει αναγνωρίσει, έστω και προσωρινά, το δικαστήριο ή προκύπτει από συμφωνία που έχει επικυρώσει ο συμβολαιογράφος κατά το άρθρο 1441 του Αστικού Κώδικα, με τρόπο τέτοιο ώστε ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις ή να αναγκαστεί να δεχτεί βοήθεια άλλων, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους.
«2. Όποιος με πρόθεση δεν συμμορφώνεται σε συμφωνία που επικυρώθηκε από συμβολαιογράφο κατά το άρθρο 1441 του Αστικού Κώδικα και αφορά την επικοινωνία των ανήλικων τέκνων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.»». …..
Η τιμωρία της παρακώλυσης επικοινωνίας δεν σας ενδιαφέρει?
Ακόμα και η προηγούμενη κυβέρνηση είχε ως πρόθεση να τιμωρεί την παρεμπόδιση , εσείς το θεωρείτε σώφρον αυτόν τον κώδικα και χρησιμοποιείτε τα ίδια μέλη της νομοπαρασκευαστικής? Μέλη τα οποία έχουν αποδείξει ότι δεν συμβαδίζουν με το περι δικαίου αίσθημα.
Μέλη που κλεινουν τα αυτιά τους στο ΔΙΘΝΒΕΣ και ΕΝΩΣΙΑΚΟ δίκαιο?
Αυτήν την ΝΔ φέραμε στην εξουσία?