1. Η διάταξη του άρθρου 142 αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν η πράξη του προηγούμενου άρθρου τελέστηκε από αμέλεια επιβάλλεται χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας και, αν εξαιτίας αυτής επήλθαν αντίποινα, φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή».
2. Στη διάταξη του άρθρου 142Α στον τίτλο η συντομογραφία «Ε.Ε.» και στο κείμενό της η συντομογραφία «ΕΕ» αντικαθίσταται από τις λέξεις «Ευρωπαϊκής Ένωσης».
3. Η διάταξη του άρθρου 159 παράγραφος 1 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Με κάθειρξη και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες τιμωρείται ο Πρωθυπουργός, τα μέλη της Κυβέρνησης, οι Υφυπουργοί, οι βουλευτές, οι περιφερειάρχες, οι δήμαρχοι ή τα μέλη των κατά το άρθρο 157 παρ. 2 συμβουλίων ή των επιτροπών τους, οι οποίοι ζητούν ή λαμβάνουν άμεσα ή μέσω τρίτου, για τους εαυτούς τους ή άλλους, οποιασδήποτε φύσης ωφελήματα που δεν δικαιούνται ή απαιτούν τέτοια ως αντάλλαγμα για ενέργεια ή παράλειψή τους, μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, που ανάγεται στα καθήκοντά τους ή αντίκειται σε αυτά.
4. Η διάταξη του άρθρου 159Α παράγραφος 1 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Όποιος υπόσχεται ή παρέχει στον Πρωθυπουργό ή μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργό, βουλευτή, τον περιφερειάρχη ή τον δήμαρχο, άμεσα ή μέσω άλλου, οποιαδήποτε ωφελήματα που δεν δικαιούται για τον εαυτό του ή για άλλον, για ενέργεια ή παράλειψή του μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες».
5. H διάταξη του άρθρου 159Α παράγραφος 3 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Διευθυντής επιχείρησης ή άλλο πρόσωπο που έχει την εξουσία λήψης αποφάσεων ή ελέγχου σε επιχείρηση τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη, αν με παραβίαση συγκεκριμένου καθήκοντος επιμέλειας, δεν απέτρεψε από αμέλεια πρόσωπο που τελεί υπό τις εντολές του ή υπόκειται στον έλεγχο του από την τέλεση προς όφελος της επιχείρησης της πράξης των προηγουμένων παραγράφων».
6. Στη διάταξη του άρθρου 169Α προστίθεται νέα παράγραφος 2 και η παράγραφος 2 αναριθμείται σε 3.
Η νέα παράγραφος 2 έχει ως εξής:
«2. Με φυλάκιση έως τρία έτη τιμωρείται ο κατηγορούμενος, ο οποίος παραβιάζει τους περιοριστικούς όρους σχετικά με την ελευθερία κίνησης και διαμονής που του έχουν επιβληθεί με δικαστική απόφαση ή με βούλευμα, μετά τη συμπλήρωση του εκάστοτε ανώτατου ορίου της διάρκειας της προσωρινής κράτησης».
7. Η διάταξη του άρθρου 173 παράγραφος 2 εδάφιο δεύτερο αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν ο δράστης είναι υπάλληλος επιφορτισμένος με τη φύλαξη του πιο πάνω προσώπου ή άλλο πρόσωπο επιφορτισμένο με την υποχρέωση αυτή επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών».
8. Στη διάταξη του άρθρου 187 προστίθεται νέα παράγραφος 4 και η επόμενη αναριθμείται από 4 σε 5. Η νέα παράγραφος 4 έχει ως εξής:
«4. Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος με οποιοδήποτε τρόπο παρέχει σε άλλον κάθε είδους περιουσιακά στοιχεία, υλικά ή άυλα, κινητά ή ακίνητα ή κάθε είδους χρηματοοικονομικά μέσα ή οδηγίες, πληροφορίες ή κατευθύνσεις, γνωρίζοντας ότι με τον τρόπο αυτό διευκολύνει ή υποβοηθά την τέλεση των εγκληματικών δραστηριοτήτων της οργάνωσης της παραγράφου 1».
9. H διάταξη του άρθρου 187 παράγραφος 4, η οποία αναριθμείται σε 5, αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 4 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και όταν οι προβλεπόμενες σε αυτό αξιόποινες πράξεις τελέσθηκαν στην αλλοδαπή από ημεδαπό ή στρέφονταν κατά Έλληνα πολίτη ή κατά νομικού προσώπου που εδρεύει στην ημεδαπή ή κατά του Ελληνικού κράτους, ακόμη και αν αυτές δεν είναι αξιόποινες κατά τους νόμους της χώρας στην οποία τελέσθηκαν».
10. H διάταξη του άρθρου 187Α παράγραφος 1 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Όποιος τελεί κακούργημα ή οποιοδήποτε έγκλημα γενικής διακινδύνευσης ή έγκλημα κατά της δημόσιας τάξης υπό συνθήκες ή με τέτοιο τρόπο ή σε τέτοια έκταση που να προκαλεί σοβαρό κίνδυνο για τη χώρα ή για διεθνή οργανισμό και με σκοπό να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό ή να εξαναγκάσει παρανόμως δημόσια αρχή ή διεθνή οργανισμό να εκτελέσει οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχει από αυτή ή να βλάψει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές ή οικονομικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού τιμωρείται με την ποινή που προβλέπεται για το τελούμενο έγκλημα αυξημένη ως εξής: α)Αν πρόκειται για ποινή ισόβιας κάθειρξης, προβλεπόμενης διαζευκτικά με ποινή κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών, επιβάλλεται κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δώδεκα ετών. β)Αν πρόκειται για ποινή κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δώδεκα ετών. γ)Αν πρόκειται για ποινή κάθειρξης, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον επτά ετών. δ)Αν πρόκειται για ποινή φυλάκισης, το κατώτατο όριο επαυξάνεται κατά ένα έτος».
11. H διάταξη του άρθρου 187Α παράγραφος 5 αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Με τις ποινές της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται και όποιος, με οποιονδήποτε τρόπο, εκπαιδεύει άλλον στην κατασκευή ή χρήση εκρηκτικών, πυροβόλων ή άλλων όπλων, επιβλαβών ή επικίνδυνων ουσιών ή άλλων ειδικών μεθόδων ή τεχνικών, με σκοπό την τέλεση ή τη συμβολή στην τέλεση ενός από τα εγκλήματα της παραγράφου 1 και με επίγνωση του γεγονότος ότι η παρασχεθείσα τεχνογνωσία πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για τον σκοπό αυτόν. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος με τον ίδιο σκοπό λαμβάνει την εκπαίδευση, αν δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη».
12. H διάταξη του άρθρου 187Α παράγραφος 6 αντικαθίσταται ως εξής:
«6. Όποιος δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου απειλεί με τέλεση τρομοκρατικής πράξης ή προκαλεί ή διεγείρει σε διάπραξή της και έτσι εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη τιμωρείται με φυλάκιση».
13. Στη διάταξη του άρθρου 187Α προστίθεται παράγραφος 7 ως εξής:
«7. Με την ποινή της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται και όποιος με σκοπό να τελέσει ή να συμβάλει στην τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος, να συμμετάσχει στις δραστηριότητες τρομοκρατικής ομάδας, με επίγνωση του γεγονότος ότι η εν λόγω συμμετοχή θα συμβάλει στις εγκληματικές δραστηριότητες αυτής της ομάδας ή με σκοπό να προσφέρει ή να παρακολουθήσει εκπαίδευση για τέλεση τρομοκρατικών πράξεων, πραγματοποιεί ταξίδι το οποίο διευκολύνει την πραγμάτωση του σκοπού του».
14. H διάταξη του άρθρου 187Β παράγραφος 1 εδάφιο τελευταίο αντικαθίσταται ως εξής:
«Το ίδιο ισχύει όταν ο μεμονωμένος τρομοκράτης τελεί ή σκοπεί να τελέσει μόνο πλημμελήματα».
15. Στη διάταξη του άρθρου 187Β προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4. Κατά την επιμέτρηση της ποινής των εγκλημάτων της παραγράφου 1 λαμβάνονται υπόψη ως επιβαρυντικές περιστάσεις οι αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις που εκδίδουν δικαστήρια άλλων κρατών μερών της Σύμβασης της Βαρσοβίας της 16ης Μαΐου 2005 του Συµβουλίου της Ευρώπης για τη νοµιµοποίηση, ανίχνευση, κατάσχεση και δήµευση εσόδων από εγκληµατικές δραστηριότητες και για τη χρηµατοδότηση της τροµοκρατίας».
16. Oι διατάξεις του άρθρου 213 παράγραφοι 2 και 3 αντικαθίστανται ως εξής:
«2. Αν όμως ο κύριος των νομισμάτων ή του υλικού από το οποίο κατασκευάστηκαν είναι αποδεδειγμένα αμέτοχος στην παραχάραξη, τα νομίσματα αχρηστεύονται ως νομίσματα και αποδίδονται ύστερα από αυτό στον κύριο».
«3. Τα νομίσματα που κατάσχονται ως ύποπτα προϊόντα παραχάραξης, αποστέλλονται στο αντίστοιχο Εθνικό Κέντρο Ανάλυσης ή Εθνικό Κέντρο Ανάλυσης Κερμάτων Ευρώ για ανάλυση, ανίχνευση και εντοπισμό περαιτέρω προϊόντων παραχάραξης, χωρίς καθυστέρηση και το αργότερο μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση κατά την ποινική διαδικασία».
17. H διάταξη του άρθρου 235 παράγραφος 4 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Προϊστάμενοι υπηρεσιών ή επιθεωρητές ή πρόσωπα που έχουν την εξουσία λήψης αποφάσεων ή ελέγχου σε υπηρεσίες του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου τιμωρούνται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη, αν με παράβαση συγκεκριμένου υπηρεσιακού καθήκοντος, δεν απέτρεψαν από αμέλεια πρόσωπο που τελεί υπό τις εντολές τους ή υπόκειται στον έλεγχο τους από την τέλεση πράξης των προηγούμενων παραγράφων».
18. Στην διάταξη του άρθρου 236 οι παράγραφοι 2, 3 αντικαθίστανται ως εξής:
«2. Αν η ως άνω ενέργεια ή παράλειψη αντίκειται στα καθήκοντα του υπαλλήλου, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη έως οκτώ έτη και χρηματική ποινή».
«3. Διευθυντής επιχείρησης ή άλλο πρόσωπο που έχει την εξουσία λήψης αποφάσεων ή ελέγχου σε επιχείρηση τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα, αν με παραβίαση συγκεκριμένου καθήκοντος επιμέλειας, δεν απέτρεψε από αμέλεια πρόσωπο που τελεί υπό τις εντολές του ή υπόκειται στον έλεγχο του από την τέλεση προς όφελος της επιχείρησης πράξης των προηγούμενων παραγράφων».
Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 αντικαθίσταται ως εξής:
«Στις περιπτώσεις αυτές οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και όταν η πράξη τελείται στην αλλοδαπή από ημεδαπό, ακόμα κι αν δεν είναι αξιόποινη κατά τους νόμους της χώρας όπου τελέστηκε και για τη δίωξη του πλημμελήματος της παραγράφου 1 δεν απαιτείται η κατά το άρθρο 6 παράγραφος 3 έγκληση ή αίτηση».
19. H διάταξη του άρθρου 237 παράγραφος 3 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Διευθυντής επιχείρησης ή άλλο πρόσωπο που έχει την εξουσία λήψης αποφάσεων ή ελέγχου σε επιχείρηση τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη, αν με παραβίαση συγκεκριμένου καθήκοντος επιμέλειας, δεν απέτρεψε από αμέλεια πρόσωπο που τελεί υπό τις εντολές του ή υπόκειται στον έλεγχο του από την τέλεση προς όφελος της επιχείρησης της πράξης της προηγούμενης παραγράφου».
Η παραβίαση δικαστικής απόφασης στην επικοινωνία παιδιών με τον πατέρα είναι καταστροφική για το παιδί. Ήδη η κατάσταση ήταν επικίνδυνη και τώρα θα σφραγιστεί. Η γονική αποξενωση είναι έγκλημα. Αρκετά έχετε ταλαιπωρήσει χιλιάδες οικογένειες. Έχετε κάνει την χώρα ξεφτίλα στην Ευρώπη.
Πέραν της γενικής σημασίας αποκατάστασης των πρεπουσών συνεπειών στην περίπτωση μη συμμόρφωσης προς Δικαστικές Αποφάσεις, η διατήρηση του άρθρου 169Α ΠΚ στη μορφή που πήρε τον Ιούλιο του 2019, δημιουργεί συνθήκες διαιώνισης της συμπεριφοράς μη συμμόρφωσης προς αποφάσεις επικοινωνίας γονέα-τέκνου και σύστοιχης διαιώνισης του φαινομένου της Γονεϊκής Αποξένωσης, καθώς η αποτρεπτική ισχύς του Νόμου ουσιαστικά έχει εκλείψει. Είναι συνεπώς αναγκαίο να υπάρξει αναμόρφωση του ΠΚ με επαναδιατύπωση του άρθρου 169Α προς την κατεύθυνση της θέσπισης επιβαρυντικής περίστασης σε περιπτώσεις παραβίασης Δικαστικών Αποφάσεων, Εισαγγελικών Διατάξεων και εκτέλεσης Εισαγγελικών Παραγγελιών σε περιπτώσεις που αφορούν σχέσεις γονέα τέκνου και ιδιαιτέρως επιβαρυντικής περίστασης εφόσον το αδίκημα έχει τελεστεί κατ’ εξακολούθηση ή/και έχει επέλθει αποκοπή επικοινωνίας μεγαλύτερη των έξι μηνών
Ως προς τη Γονεϊκή Αποξένωση αυτή αποτελεί ένα νοσηρό αντικοινωνικό φαινόμενο το οποίο καταστρέφει το βίο εκατοντάδων χιλιάδων γονέων, αλλά και υποθηκεύει το μέλλον εκατοντάδων χιλιάδων παιδιών – των νεαρών Ελλήνων πολιτών. Η Γονεϊκή Αποξένωση δεν συνιστά «ιδιωτικής φύσεως» διαφορά. Αποτελεί διαφορά η οποία καταφανώς αφορά τη δημόσια τάξη, το δημόσιο συμφέρον, την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, αλλά και την εκπλήρωση των διεθνών υποχρεώσεων της Χώρας. Ήδη το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Φουρκιώτης κατά Ελλάδος, έχει καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία για αναποτελεσματικότητα στο πεδίο εφαρμογής των αποφάσεων επικοινωνίας γονέα-τέκνου, κρίνοντας ότι η Ελλάδα έχει παραβιάσει το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, ενώ σύστοιχες υποχρεώσεις ανακύπτουν εκ της Διεθνούς Σύμβασης Δικαιωμάτων του Παιδιού, των Ηνωμένων Εθνών. Ο δε Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO) το Μάιο του 2019, αποδέχθηκε την ένταξη της Γονεϊκής Αποξένωσης στην τρέχουσα έκδοση ICD-11 στον Κωδικό QE.52 Problem Caregiver-Child Relationship
Η Γονεϊκή Αποξένωση μπορεί να οριστεί ως μία παρατεταμένη κατάσταση στην οποία ο αποξενωτής γονέας –δίχως υπαιτιότητα από μέρους του στοχοποιημένου (διεθνώς: “targeted parent”) και μετέπειτα αποξενωμένου γονέα (διεθνώς “alienated parent”) – διαβάλλει, δημιουργεί ψευδείς αναμνήσεις, υποσκάπτει, συκοφαντεί τον αποξενωμένο γονέα, με στόχο την αποξένωση του στοχοποιημένου γονέα. Η κατάσταση αυτή οδηγεί έως την πλήρη αποκοπή του στοχοποιημένου γονέα από το παιδί του – άνευ αιτίας και κατά κανόνα κατά παραβίαση του πλαισίου επικοινωνίας το οποίο έχει τεθεί δια της νομικής οδού.
Με δεδομένο ότι ως προελέχθη η Ελληνική Δημοκρατία έχει ήδη καταδικαστεί από το ΕΔΑΔ για αναποτελεσματικότητα στην εφαρμογή των αποφάσεων επικοινωνίας γονέα-τέκνου, όπου ακόμα και το παλιό 232Α, αλλά και η Αγωγή του άρθρου 947 ΚΠολΔ είχαν κριθεί ως μέτρα ανεπαρκή, είναι προφανές ότι ιδίως ενόψει το νέου 169Α ΠΚ ελλοχεύει ο κίνδυνος να υπάρξουν σειρά από καταδίκες της Ελλάδας από το ΕΔΑΔ, αλλά και σε κάθε περίπτωση τόσο έναντι της ΕΣΔΑ, αλλά και της Διεθνούς Σύμβασης Δικαιωμάτων του Παιδιού των Ηνωμένων Εθνών, αλλά και των ατομικών δικαιωμάτων τα οποία προστατεύονται εκ του Συντάγματος, παρίσταται ανάγκη άμεσης αναμόρφωσης των μέσων εφαρμογής των Δικαστικών Αποφάσεων οι οποίες άπτονται των σχέσεων γονέα-τέκνου.
Σας καλώ να επαναφέρετε τα άρθρα 198-199 και 201 περί βλασφημίας και καθύβρισης θρησκεύματος του Ποινικού Κώδικα που καταργήθηκαν με τον επαίσχυντο νόμο 4619/2019. Δυστυχώς το ανοσιούργημα που συντελέστηκε με τον παραπάνω νόμο δεν αναιρείται στο παρόν σχέδιο νόμου σε κανένα άρθρο του. Αν είναι έτσι λυπάμαι πολύ για την κατάντια μας.
Ξανά για άλλη μια φορά διατυπώνονται απόψεις και ασκούνται πιέσεις για την διόγκωση του άρθρου 169Α. Και ρωτώ : Εάν ένα Πολιτικό δικαστήριο εκδώσει απόφαση με διαταγή για την επιβολή προσωποκράτησης και χρηματικής ποινής για κάθε παραβίαση, τότε ποιο θα πρέπει να είναι αρμόδιο για την επιβολή κυρώσεων ? Μα φυσικά το Πολιτικό Δικαστήριο και όχι το Ποινικό. ΚΑΙ ΘΑ ΜΟΥ ΠΕΙΤΕ (καλοπροαίρετα) ΓΙΑΤΙ ΟΧΙ ΤΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ? Ξέρετε τι θα γίνει εάν απόφαση ποινικού (και όχι πολιτικού) Δικαστηρίου απαλλάξει τον κατηγορούμενο από το αδίκημα της παραβίασης δικαστικής απόφασης ή προσωρινής διαταγής ? Το πολιτικό δικαστήριο ΔΕΝ θα μπορεί να επιβάλει κυρώσεις . Βλέπε : Δέσμευση αστικών δικαστηρίων από αμετάκλητες αθωωτικές ποινικές αποφάσεις, στα πλαίσια του τεκμηρίου αθωότητας (ΟλΑΠ 8/2019 και Πάγια η νομολογία του ΕΔΔΑ). Τα πολιτικά δικαστήρια θα πρέπει να κρίνουν κάθε παραβίαση αποφάσεων των πολιτικών Δικαστηρίων. Το άρθρο 169Α σε συνδυασμό MONO με τις τροποποιήσεις που προτείνονται από το Υπουργείο κινείται σε σωστή κατεύθυνση. Κατά την άποψή μου θα πρέπει να επιδιωχθεί να συρρικνωθεί αφαιρώντας την περίπτωση της κατανομής των κινητών μεταξύ συζύγων.
Το άρθρο 169A, το οποίο δυστυχώς διατηρείται προς το παρόν στη μορφή με την οποία τροποποιήθηκε από 01/07 -έστω υπό τη λογική του νέου ΠΚ, η οποία είναι διαφορετική ως προς την έκτιση των ποινών- υποβαθμίζει σφοδρά τον κολασμό της πράξης της παραβίασης Δικαστικής Απόφασης και από εκεί που προβλέπετο φυλάκιση έως 5 χρόνια, με τον νέο ΠΚ προβλέπεται φυλάκιση κατ’ ανώτατο όριο 1 έτους Ή χρηματική ποινή.
Η διάταξη υπήρξε εξαρχής προβληματική καθώς καταφανώς πλήττει την έννοια του σεβασμού στις αποφάσεις της Δικαιοσύνης, στοιχείο το οποίο είναι θεμέλιος λίθος μιας σύγχρονης δημοκρατικής κοινωνίας, περιορίζοντας τόσο τις ποινές όσο και το αντικείμενο. Αδίκημα που σε άλλες έννομες τάξεις θεωρείται βαρύτατο, στη δική μας κατέστη, παρά πάσα λογική, πλημμέλημα μειωμένης σημασίας.
Αναφορικά δε με το μείζον θέμα της αντιμετώπισης των παραβιάσεων Αποφάσεων επικοινωνίας γονέα-τέκνου, παρά το θετικό μέτρο για πρώτη φορά να βρει στον ΠΚ τη θέση της ρητώς η εν λόγω περίπτωση, η δραματική υποβάθμιση της σημασίας του πλημμελήματος ακύρωσε κάθε θετική επίδραση.
Υπό το πρίσμα της διατηρημένης διάταξης υποβαθμίζεται η παραβίαση Απόφασης επικοινωνίας σε μειωμένης σημασίας αδίκημα με ποινή ήσσονος σημασίας και με τον τρόπο αυτό παρέχεται ακατανόητη ανοχή και προβλέπεται απολύτως μη αποτρεπτική τιμωρία σε πρακτικές παρεμπόδισης επικοινωνίας και ιδίως γονεϊκής αποξένωσης – οι οποίες είναι δυστυχώς συχνότατες.
Πέρα από την απαραίτητη γενική αποκατάσταση της βαρύτητας του κολασμού του αδικήματος της παραβίασης Δικαστικής Απόφασης – ως προς την προστασία των αποφάσεων που αφορούν σχέσεις γονέα-τέκνου σε πνεύμα συμμόρφωσης με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) «Φουρκιώτης κατά Ελλάδας», όπου ακόμα και το παλαιό 232Α είχε κριθεί ανεπαρκές, καινοτόμος αλλά και απαραίτητη πρωτοβουλία θα ήταν η θέσπιση επιβαρυντικής περίστασης εφόσον η παραβίαση Δικαστικής Απόφασης αφορά σχέσεις γονέα-τέκνου και ιδιαιτέρως επιβαρυντικής περίστασης στην περίπτωση κατά την οποία η τέλεση του αδικήματος έχει λάβει χώρα κατ’εξακολούθηση ή έχει προκαλέσει αποξένωση γονέα τέκνου επί μεγάλο διάστημα (ενδεικτικά άνω των έξι μηνών). Είναι προφανές ότι εάν από το ΕΔΑΔ η διάταξη του 232Α είχε κριθεί ανεπαρκής, η νέα του 169Α πιθανότατα να κινδυνεύει να κριθεί ανεπαρκέστατη.
Είναι σημαντικό ο νομοθέτης να δώσει ένα σαφές μήνυμα ως προς την ανάγκη προστασίας του κύρους της Δικαιοσύνης, διασφαλίζοντας την εφαρμογή των Αποφάσεων της.
Ταυτόχρονα στο μείζον και όλως ευαίσθητο θέμα της διασφάλισης του γονεϊκού ρόλου, της προστασίας της παιδικότητας αλλά και της καταστολής της γονεϊκής αποξένωσης ομοίως πρέπει να ληφθούν ξεκάθαρα και αποφασιστικά μέτρα.
Συμπληρωματικά, είναι λογικό δικαιοπολιτικά να ποινικοποιείται η παραβίαση δικαστικής απόφασης σχετικά με τη νομή ή τα κινητά μεταξύ συζύγων και όχι η παραβίαση αποφάσεων Πολυμελών Δικαστηρίων, που επιλύουν σοβαρές εμπορικές διαφορές με αντίκτυπο στην οικονομία και κοινωνία;
Αν θέλετε «αποσυμφόρηση» των δικαστηρίων και «συμφόρηση» της κοινωνίας, οκ…, αλλά δεν προκύπτει με το ισχύον 169Α.
Σημειωτέον «λεφτά υπάρχουν» για τις πολυεθνικές ώστε να γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια τις αποφάσεις, το ποινικό τους καίει…
Στο δια ταύτα, είναι αναγκαία η προτεινόμενη ποινικοποίηση, με νέα παράγραφο και μάλιστα με αυστηρότερο πλαίσιο ποινής.
Το άρθρο 169Α σε συνδυασμό MONO με τις τροποποιήσεις που προτείνονται από το Υπουργείο είναι απόλυτα σωστό. Διαβάζω τα σχόλια και καταλαβαίνω ότι ασκούνται πιέσεις προκυμμένου να διογκωθεί το άρθρο 169Α και κατ’ επέκταση να ανθίσουν οι δουλειές κάποιων καλοπροαίρετων. Η διόγκωση του εν λόγω άρθρου ποινικοποιώντας αλόγιστα την παράβαση προσωρινών διαταγών που εκδίδονται π.χ. κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (όπως πράξη , παράληψη , ανοχή που ορθά καταργήθηκαν στον νέο ποινικό κώδικα) ΔΕΝ θα πρέπει να γίνει σε καμία περίπτωση. Όταν παραβιάζεται προσωρινή διαταγή (π.χ. Μονομελούς Πρωτοδικείου διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων που εκδόθηκε άκουσον άκουσον με πιθανολόγηση) τότε μπορεί να κατατεθεί αγωγή για την αναγνώριση της παραβίασης της δικαστικής απόφασης ή της προσωρινής διαταγής ώστε να επιβληθούν οι προβλεπόμενες κυρώσεις. Αυτό δεν αρκεί ? Τι άλλο δηλαδή θα πρέπει να επακολουθήσει ? Ποινικό δικαστήριο? Η αλόγιστη-άσκοπη ποινικοποίηση θα οδηγήσει σε συνδυασμό με τις πολυάριθμες αναβολές και την υποστελέχωση των δικαστηρίων σε τεράστια προσκόμματα σε άλλες αξιόποινες ποινικές υποθέσεις.
Θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη ότι στο ισχύον άρθρο 169Α, στο οποίο μεταφέρθηκε εν μέρει η διάταξη του άρθρου 231 ΠΚ και εν μέρει η διάταξη του άρθρου 232Α ΠΚ, δεν τυποποιείται ως έγκλημα η μη συμμόρφωση σε προσωρινή διαταγή / δικαστική απόφαση, με την οποία ο εναγόμενος υποχρεώνεται σε πράξη κατά τον ΚΠολΔ.
Τέτοιες περιπτώσεις – υποχρεώσεις ανακύπτουν κατά κόρον στο δίκαιο του ελεύθερου και αθέμιτου ανταγωνισμού (λχ άρνηση πώλησης).
Δεν μπορεί η Πολιτεία να αγνοεί τα θύματα των αντιανταγωνιστικών πρακτικών, παρέχοντας ασυλία σε όσους δεν συμμορφώνονται με τις εν λόγω δικαστικές αποφάσεις (βλ. λχ Μονοπώλια).
Καλείστε λοιπόν να νομοθετήσετε προς την κατεύθυνση της μέγιστης δυνατής αποτροπής παραβίασης των δικαστικών αποφάσεων, ποινικοποιώντας και τις ως άνω συμπεριφορές, όπως ίσχυε υπό το προγενέστερο 232Α ΠΚ, που όριζε τα εξής:
«Όποιος με πρόθεση δεν συμμορφώθηκε σε προσωρινή διαταγή δικαστή ή δικαστηρίου ή σε διάταξη δικαστικής αποφάσεως, με την οποία υποχρεώθηκε σε παράλειψη ή σε ανοχή ή σε πράξη που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρησή της εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούλησή του… τιμωρείται με Φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη».
Δεν μπορώ να αντιληφθώ τη σκοπιμότητα της ατιμωρησίας της παραβίασης διατακτικού αποφάσεων που κάλυπτε το άρθρο 232Α του προηγούμενου Π.Κ. Με το νυν άρθρο 169Α, περιπτώσεις που κάποιος παραβιάζει αποφάσεις π.χ. αναγνωριστικές δικαιώματος του ενάγοντος ως προς την άσκηση του έργου του κατ’ αποκλειστικότητα βάσει νόμου ή σύμβασης ή περιπτώσεις χρήσης επωνυμίας κλπ, με διατακτικό ανάλογης συμμόρφωσης του εναγομένου, μένουν ατιμώρητες. Η δυνατότητα όμως υποβολής μηνύσεως και ασκήσεως ποινικής δίωξης ήταν και είναι ο πιο άμεσος τρόπος διαφύλαξης της νομιμότητας, γι αυτό πιστεύω πως πρέπει να διατηρηθεί η γενική απαγόρευση του καταργηθέντος 232Α ή έστω να προβλεφθεί η ποινικοποίηση της παραβίασης του διατακτικού κάθε άλλης αποφάσεως, έστω και με μικρότερη προβλεπόμενη ποινή απ’τις λοιπές αναφερόμενες περιπτώσεις.