Άρθρο 43 Αντικατάσταση του άρθρου 3 του ν. 3226/2004 (άρθρο 7 παρ. 1-3 της Οδηγίας)

 

Το άρθρο 3 του ν. 3226/2004, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 3
Διορισμός δικηγόρου ή συνηγόρου νομικής βοήθειας

1. Σε περίπτωση διορισμού δικηγόρου ή συνηγόρου νομικής βοήθειας, η επιλογή γίνεται βάσει αντίστοιχης καταστάσεως που καταρτίζει ο οικείος Δικηγορικός Σύλλογος, κατ’ αλφαβητική σειρά. Το ποσό της αμοιβής προκύπτει από ειδικό γραμμάτιο, το οποίο εκδίδεται κάθε φορά από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, η ετήσια αμοιβή δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ. Σε περίπτωση υπερβάσεως του ανωτάτου ποσού αμοιβής, το επιπλέον ποσό δεν καταβάλλεται στον δικηγόρο, εκτός εάν πρόκειται για υπόλοιπο προηγούμενης παράστασής του ή για πολυήμερη δικαστική διαδικασία. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης το ποσό αυτό μπορεί να αναπροσαρμόζεται. Ο υπολογισμός της συνολικής ετήσιας αμοιβής γίνεται για το διάστημα από 16 Σεπτεμβρίου έως και τις 15 Σεπτεμβρίου του επομένου έτους.

2. Για υποθέσεις αστικού και εμπορικού χαρακτήρα, κάθε Δικηγορικός Σύλλογος συντάσσει μηνιαία κατάσταση των δικηγόρων νομικής βοήθειας του επόμενου μήνα και την αποστέλλει στο οικείο Δικαστήριο. Κάθε δικηγόρος μπορεί να οριστεί για μία μόνον υπόθεση. Ως μία υπόθεση θεωρείται και η συνεκδίκαση περισσότερων υποθέσεων του ίδιου προσώπου ή περισσότερων προσώπων λόγω ομοδικίας, συναιτιότητας ή συνάφειας. Σε περίπτωση παράλειψης αποστολής της μηνιαίας κατάστασης, η επιλογή γίνεται από τους δικηγόρους του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου. Κατ’ εξαίρεση, εάν ζητηθεί, μπορεί να οριστεί ως δικηγόρος νομικής βοήθειας ο δικηγόρος που χειρίστηκε την ίδια υπόθεση, στο πλαίσιο του συστήματος νομικής βοήθειας, σε προηγούμενο στάδιο.

3. Για τις ποινικές υποθέσεις, δικαιούνται εγγραφής στην κατάσταση συνηγόρων νομικής βοήθειας οι δικηγόροι που έχουν τουλάχιστον δέκα (10) παραστάσεις ως συνήγοροι υπεράσπισης ή παράστασης για την υποστήριξη της κατηγορίας. Προκειμένου για άσκηση αίτησης αναίρεσης ή για παράσταση κατά τη συζήτηση αυτής απαιτείται να συντρέχει στο πρόσωπο του συνηγόρου και η προϋπόθεση του δικαιώματος παράστασης ενώπιον του Αρείου Πάγου. Ο δικαιούμενος εγγραφής δηλώνει με την αίτηση συμμετοχής του αν επιθυμεί να οριστεί ως συνήγορος νομικής βοήθειας στην προανάκριση του άρθρου 245 παράγραφος 2 Κ.Π.Δ. και σε επείγουσες ανακριτικές πράξεις. Κάθε Δικηγορικός Σύλλογος, του οποίου τα μέλη υπερβαίνουν τους πενήντα (50), συντάσσει μηνιαία κατάσταση των συνηγόρων νομικής βοήθειας του επόμενου μήνα ξεχωριστά για υποθέσεις στις παραπάνω διαδικασίες και για υποθέσεις στο Πρωτοδικείο, στο Εφετείο και στον Άρειο Πάγο, με επισημείωση των συνηγόρων που δικαιούνται παράστασης στον Άρειο Πάγο. Οι δύο ανωτέρω καταστάσεις αναρτώνται ανά μήνα στην ιστοσελίδα της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας και στην ιστοσελίδα του κάθε Δικηγορικού Συλλόγου. Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι, τα μέλη των οποίων είναι λιγότερα των πενήντα (50), συντάσσουν μία μηνιαία κατάσταση των συνηγόρων νομικής βοήθειας του επόμενου μήνα, χωρίς τις ανωτέρω κατηγοριοποιήσεις, την οποία αναρτούν κατά τα ως άνω. Για τους παραπάνω Δικηγορικούς Συλλόγους, εφόσον δεν υφίσταται επαρκής αριθμός συνηγόρων, δικαιούνται εγγραφής στην κατάσταση και δικηγόροι που δεν πληρούν την προϋπόθεση του εδαφίου α΄ της παρούσας παραγράφου. Κάθε δικηγόρος μπορεί να οριστεί ως συνήγορος για μία μόνον υπόθεση του δικαιούμενου νομικής βοήθειας σε ποινικές υποθέσεις. Σε περίπτωση παράλειψης ανάρτησης των ανωτέρω καταστάσεων, η επιλογή γίνεται από τις αντίστοιχες καταστάσεις των Δικηγορικών Συλλόγων της Περιφέρειας του οικείου Εφετείου. Η ετήσια αμοιβή του συνηγόρου δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ. Το ποσό της αμοιβής του συνηγόρου προκύπτει από το ειδικό γραμμάτιο που αναφέρεται στο εδάφιο β΄ της παραγράφου 1. Το ποσό αυτό μπορεί να αναπροσαρμόζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Επιπλέον της αμοιβής καταβάλλονται οι δαπάνες λήψης αντιγράφων της δικογραφίας και μετακίνησης για τους σκοπούς της εντολής, με την προσκόμιση σχετικής απόδειξης. Σε περιπτώσεις δικών μακράς διάρκειας (πολυήμερης δικαστικής διαδικασίας), ο συνήγορος δικαιούται πρόσθετης αποζημίωσης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 14 παράγραφος 1 περίπτωση β΄.

4. Το εκάστοτε αρμόδιο όργανο για το διορισμό δικηγόρου ή συνηγόρου νομικής βοήθειας συντάσσει μηνιαία έκθεση για τους δικηγόρους ή συνηγόρους νομικής βοήθειας που διορίσθηκαν καθώς και για εκείνους που αρνήθηκαν να αναλάβουν την υπόθεση ή παραιτήθηκαν του έργου τους. Η έκθεση αυτή αποστέλλεται στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο. Οι δικηγόροι που αρνήθηκαν το διορισμό ή παραιτήθηκαν διαγράφονται από την κατάσταση οριστικά ή προσωρινά για δύο έτη, κατά την κρίση του αρμοδίου οργάνου του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, εφόσον δεν πληρούνται οι όροι της παραγράφου 1 του άρθρου 37 του Κώδικα Δικηγόρων ή δεν υπήρξε λόγος ανώτερης βίας. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του κάθε Δικηγορικού Συλλόγου ορίζεται τριμελής Επιτροπή από μη μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, με τους αναπληρωτές τους, ως αρμόδιο όργανο για την οριστική ή προσωρινή διαγραφή, με διετή θητεία που μπορεί να ανανεώνεται για μία φορά.

5. Ο διοριζόμενος δικηγόρος ή συνήγορος νομικής βοήθειας, ο συμβολαιογράφος ή ο δικαστικός επιμελητής υποχρεούται να δεχθεί και να εκτελέσει την εντολή δίχως αξίωση προκαταβολής αμοιβής ή δικαιωμάτων.

6. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του παρόντος άρθρου σχετικά με το όριο της ετήσιας αμοιβής, εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση των άρθρων 200 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 99, 200, 340 και 376 και 423 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και 276Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.

7. Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι διοργανώνουν ετήσια εκπαιδευτικά σεμινάρια για τους συνηγόρους νομικής βοήθειας σε ποινικές υποθέσεις, με απόφαση του Διοικητικού τους Συμβουλίου.

8. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μπορούν να οριστούν λεπτομέρειες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.».