1. Οι ανήλικοι που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι για την τέλεση αξιόποινης πράξης, έχουν το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠΔ και του ν. 4478/2017 (Α΄91). Καμία διάταξη του παρόντος μέρους και ειδικότερα του παρόντος άρθρου δεν θίγει το δικαίωμα αυτό.
2. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι ανήλικοι ασκούν αποτελεσματικά τα δικαιώματα υπεράσπισής τους, δικαιούνται να λαμβάνουν τη συνδρομή δικηγόρου, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, μόλις ενημερωθούν από τις αρμόδιες αρχές, με επίσημη κοινοποίηση ή με άλλον τρόπο, σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, ότι απέκτησαν την ιδιότητα του ύποπτου ή κατηγορουμένου για την τέλεση αξιόποινης πράξης. Σε κάθε περίπτωση, οι ανήλικοι δικαιούνται να λαμβάνουν τη συνδρομή δικηγόρου σε όποιο από τα ακόλουθα γεγονότα επισυμβεί νωρίτερα:
α) προτού εξεταστούν από τις διωκτικές, εισαγγελικές ή δικαστικές αρχές,
β) κατά τη διενέργεια ανακριτικής πράξης ή άλλης πράξης συλλογής αποδεικτικών στοιχείων από ανακριτική ή άλλη αρμόδια αρχή, σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο (γ) του παρόντος άρθρου,
γ) χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση αμέσως μετά τη σύλληψή τους,
δ) όταν έχουν κλητευθεί ενώπιον ποινικού δικαστηρίου, εγκαίρως πριν παραστούν ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου.
3. Η συνδρομή από δικηγόρο περιλαμβάνει τα εξής:
α) δικαίωμα κατ’ ιδίαν συνάντησης και εν γένει επικοινωνίας του ανηλίκου με τον δικηγόρο που τον εκπροσωπεί, πριν από την εξέτασή του από τις διωκτικές, εισαγγελικές ή δικαστικές αρχές,
β) την παράσταση του δικηγόρου κατά τη διάρκεια της εξέτασης του ανηλίκου από τις υπό στοιχείο (α) αρχές, η οποία πιστοποιείται με σχετική αναφορά της παράστασής του στην συνταχθείσα έκθεση εξέτασης και ουσιαστική συμμετοχή αυτού κατά τη διάρκεια της εξέτασης,
γ) την παράσταση του δικηγόρου, τουλάχιστον, κατά τις ακόλουθες ανακριτικές πράξεις ή πράξεις συλλογής αποδεικτικών στοιχείων, εφόσον ο ύποπτος ή κατηγορούμενος ανήλικος υποχρεούται ή δικαιούται να παραστεί στη συγκεκριμένη πράξη:
i) προσέλευση προσώπων για αναγνώριση,
ii) κατ’ αντιπαράσταση εξετάσεις,
iii) αναπαραστάσεις του εγκλήματος.
4. Η επικοινωνία του ανηλίκου και του δικηγόρου του είναι απόρρητη και πραγματοποιείται με συναντήσεις, αλληλογραφία, τηλεφωνικές συνομιλίες, μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οποιοδήποτε άλλο νόμιμο τρόπο.
5. Η συνδρομή δικηγόρου είναι υποχρεωτική στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) όταν ο ανήλικος προσάγεται ενώπιον εισαγγελικής ή δικαστικής αρχής, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με την στέρηση ή μη της ελευθερίας του, σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και εντός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος μέρους και
β) κατά τη διάρκεια της κράτησής του.
6. Ο ανακριτής έχει την υποχρέωση να διορίσει αυτεπαγγέλτως συνήγορο, στην περίπτωση που ο ανήλικος ή ο ασκών τη γονική μέριμνα αυτού δεν έχει διορίσει δικηγόρο επιλογής του.
7. Όταν ο ανήλικος δικαιούται τη συνδρομή δικηγόρου, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, αλλά δεν παρίσταται δικηγόρος, οι αρμόδιες διωκτικές, εισαγγελικές ή δικαστικές αρχές αναβάλλουν την εξέταση του ανηλίκου ή τη διενέργεια άλλης ανακριτικής πράξης ή πράξης συλλογής αποδεικτικών στοιχείων που προβλέπεται στην παράγραφο 3 στοιχείο (γ) του παρόντος άρθρου, για εύλογο χρονικό διάστημα, είτε προκειμένου να αναμείνουν το διορισμό δικηγόρου, είτε προκειμένου να εξασφαλίσουν δικηγόρο για τον ανήλικο, όταν αυτός δεν έχει διορίσει δικηγόρο επιλογής του.
8. Σε εξαιρετικές περιστάσεις και μόνο κατά την προδικασία, είναι δυνατή η παρέκκλιση προσωρινά από την εφαρμογή των προβλεπόμενων στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου δικαιωμάτων, στο βαθμό που ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης το δικαιολογούν, για έναν από τους ακόλουθους επιτακτικούς λόγους:
α) όταν υπάρχει επείγουσα ανάγκη να αποτραπούν σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα προσώπου,
β) όταν είναι επιτακτική η ανάληψη άμεσης δράσης από τις ανακριτικές αρχές προς αποτροπή σημαντικού κινδύνου για την ποινική διαδικασία σε σχέση με σοβαρό ποινικό αδίκημα, με πρωταρχικό κριτήριο πάντοτε το υπέρτατο συμφέρον του ανηλίκου.
Για την παρέκκλιση της παρούσας παραγράφου, όταν αυτή ενεργείται από προανακριτικό υπάλληλο, που δεν είναι δικαστικός λειτουργός, απαιτείται η προηγούμενη έγκριση του αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδικών.