1. Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 16 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται, ακόμη και αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει τις εκατόν είκοσι χιλιάδες (120.000) ευρώ.»
2. Ο αριθμός 10 του άρθρου 16 καταργείται.
3. Μετά το άρθρο 17 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται το άρθρο 17 Α ως εξής:
«Άρθρο 17 Α
Στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται και οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων της περιφέρειάς τους.»
Λάθος η ανάθεση της Εφεσης σε ένα μόνο δικαστή. Είναι λάθος την απόφαση ενός Ειρηνοδίκη με λ.χ 10 έτη προυπηρεσία να κρίνει Πρωτοδίκης με 2 έτη εμπειρία (αυτο ισχύει κυρίως στα επαρχ. Πρωτοδ). Σε κάθε περίπτωση η διάσκεψη και η γνώμη τουλάχιστον του έμπειρου Προέδρου Πρωτοδικών στο Πολ.Πρωτ. συμβάλλει σημαντικά στην ορθοκρισία. Τέλος , πρέπει να καταργηθεί η έφεση στα ασφαλιστικά μέτρα νομής που αποτελεί πολυτέλεια (γιατί λ.χ με τη λογική αυτή, να μην υποκειται σε έφεση μια απόφαση συντηρητ. κατάσχεσης πολλών εκατομ. ευρώ;)
Μεταξύ θετικών ρυθμίσεων που αποσκοπούν στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης, θεσπίζεται για πρώτη φορά πλέγμα αρνητικών ρυθμίσεων που αφορούν την εκδίκαση πολιτικών υποθέσεων σε δεύτερο βαθμό από ένα μόνο δικαστή.
Το τελευταίο χρονικό διάστημα, γίνεται προσπάθεια για επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης σε όλους τους κλάδους του δικαίου. Παρατηρώ όμως πως στα πρόσφατα νομοσχέδια, περιλαμβάνονται συχνά ρυθμίσεις οι οποίες αντί να αποσκοπούν στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης, κατατείνουν αποκλειστικά και μόνο στην επιτάχυνση της διαδικασίας.
Στον πρώτο βαθμό λαμβάνει χώρα διά ζώσης εκδίκαση της υπόθεσης και ο δικαστής που διεξήχθη ενώπιον του η δίκη σε συνδυασμό με το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό που περιλαμβάνεται στις προτάσεις και τα έγγραφα των διαδίκων, με περισυλλογή και λαμβάνοντας υπόψη το νόμο ελέγχει το νομικά και ουσιαστικά βάσιμο της αγωγής, ανταγωγής, παρέμβασης κλπ και εκδίδει απόφαση.
Ο δεύτερος βαθμός κρίσης, υπάρχει για να κρίνει την πρωτοβάθμια απόφαση και αν θεωρεί ότι είναι εσφαλμένη είτε νομικά είτε ουσιαστικά να την κρίνει εξαρχής. Αφού κατά κανόνα δεν γίνεται προφορική συζήτηση και κρίνεται αποκλειστικά και μόνο το υλικό της πρωτοβάθμιας δίκης, καθίσταται ακόμα μεγαλύτερη ανάγκη, ο δεύτερος βαθμός να είναι ενισχυμένος, τόσο από άποψη νομικής κατάρτισης και εμπειρίας του δικάζοντος σε δεύτερου βαθμού δικαστή, όσο και άποψη αριθμού των δικαστών που μετέχουν στο δεύτερο βαθμό.
Το ζήτημα δεν εντοπίζεται στο αν ο νεοδιοριζόμενος Πρωτοδίκης ή πάρεδρος έχει νεαρότερη ηλικία και δικαστηριακή απειρία σε σχέση με τον Ειρηνοδίκη που έκρινε σε πρώτο βαθμό, διότι στο σώμα από τη μία υπηρετούν Ειρηνοδίκες με περιορισμένη νομική κατάρτιση και κακή κρίση, ενώ από την άλλη υπηρετούν νεοδιοριζόμενοι Πρωτοδίκες με άριστη νομική κατάρτιση και καθαρή και δίκαιη κρίση ως προς τα πραγματικά περιστατικά, γεγονός που το καταδεικνύουν πρόσφατες αιτιολογημένες δικαστικές αποφάσεις των Πρωτοδικείων. Επομένως δεν εντοπίζεται το πρόβλημα της μονομελούς συνθέσεως του κατ’ έφεση δικαστηρίου στο αν ο νέος Πρωτοδίκης θα κρίνει την απόφαση του παλαιού Ειρηνοδίκη.
Το ζήτημα είναι ότι στη δευτεροβάθμια δίκη, θα πρέπει να είναι απολύτως απαραίτητη η γνώμη περισσοτέρων σε αριθμό δικαστών. Είναι αληθές ότι και σήμερα ο εισηγητής κατά κανόνα επεξεργάζεται το ιστορικό της υπόθεσης και είναι λυπηρό το γεγονός ότι συμβαίνει συχνά να εκδίδονται αποφάσεις πολυμελών δικαστηρίων διά περιφοράς ή διά τηλεφωνικής επικοινωνίας. Όχι πάντα όμως, διότι εναπόκειται στην επαγγελματική ευσυνειδησία του Προέδρου Πρωτοδικών ή Εφετών να προεδρεύει σε ουσιαστική διάσκεψη. Η κατάσταση αυτή αποτελεί πρόβλημα στη απονομή της δικαιοσύνης και θα έπρεπε ήδη να έχει καταπολεμηθεί.
Αντί όμως να συμβεί αυτή, έρχεται η νέα διάταξη, όχι μόνο να «ομολογήσει» πως συμβαίνει ο «ένας» να δικάζει αντί «πολλών», αλλά επιπρόσθετα να νομιμοποιήσει το παράλογο, λέγοντας ότι δεν χρειάζεται η γνώμη των «πολλών» και ότι αρκεί του «ενός».
Έλλειψη σοβαρότητας και σωφροσύνης παρουσιάζεται στο σημείο της αιτιολογικής έκθεσης που αναφέρει ότι « αν προκύψουν κρίσιμα νομικά ζητήματα, ο δρόμος της αναίρεσης είναι πάντα ανοικτός».
Οι δικαστικές αποφάσεις δε σφάλλουν μόνο κατά το νομικό μέρος αλλά και κατά το ουσιαστικό. Σύμφωνα με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας και να δικαστεί δίκαια. Ο διάδικος προσφεύγει στη δικαιοσύνη για το ουσιαστικό «δίκιο» και όχι και μόνο για το νομικά ορθό της υπόθεσης.
Ο δεύτερος βαθμός κρίσης υπάρχει όχι απλά για να δώσει λύσεις στα ανακύπτοντα νομικά ζητήματα της αστικής υπόθεσης, αλλά να δικάσει δίκαια, εύλογα και αμερόληπτα επί των πραγματικών ζητημάτων που έχουν ανακύψει, να δικάσει ως δικαστήριο «ουσίας».
Στον δεύτερο βαθμό χρειάζεται η «γνώμη» πολλών, όταν δύναται να εκδικαστεί το πραγματικό μέρος της υπόθεσης. Εκεί απαιτείται η ουσιαστική διάσκεψη, η ανταλλαγή και ο πλουραλισμός των απόψεων, η πολλαπλότητα των θέσεων και των ιδεών, η κοινή κρίση στα πραγματικά ζητήματα και η έκδοση απόφασης μετά από γνήσιο διάλογο.
Φρονώ ότι θυσιάζεται η ορθή απονομή της δικαιοσύνης, διότι ένας μόνο δικαστικός λειτουργός δεν «αρκεί» να κρίνει τελεσίδικα τα πραγματικά περιστατικά και την απόφαση του πρώτου βαθμού, διότι η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας δεν είναι μονόδρομος και πρέπει να την προσεγγίζουμε από διαφορετικές αφετηρίες. Έχουμε χρέος να προστατεύσουμε τον Δικαστή από την αμφιβολία που θα δημιουργείται στον διάδικο για το αν δικάστηκε δίκαια και αμερόληπτα, διότι δύσκολα πείθεται κανείς ότι μια υπόθεση «κλείνει», τελεσικεί από ένα φυσικό πρόσωπο, έστω και αν είναι το πρόσωπο Δικαστού, εκτός αν πιστεύουμε πως υφίσταται στο πρόσωπο του «το αλάθητο του Πάπα».
Καταλήγοντας, νομίζω ότι ο νομικός κόσμος κουράστηκε από τους συχνούς «εξορθολογισμούς», οι οποίοι ομοιάζουν περισσότερο με «ανορθολογισμούς» και οι ίδιοι οι λειτουργοί της δικαιοσύνης δυσκολευόμαστε να εμπιστευτούμε και να αναμένουμε δίκαιες και ορθές δικαστικές αποφάσεις. Ας αφήσουμε την πολυνομία και την αντιφατικότητα στις υπό ψήφιση διατάξεις, ας ενισχύσουμε την ουσιαστική διάσκεψη, ας δημιουργήσουμε ασφάλεια δικαίου. Κυρίως όμως, ας μη ψηφίζονται διατάξεις που οδηγούν στην απώλεια εμπιστοσύνης στο έργο και στο πρόσωπο του δικάζοντος δικαστή και στην υποβάθμιση της ποιότητας των δικαστικών αποφάσεων. Ως κοινωνοί του δικαίου αξιώνουμε και δικαιούμαστε να γνωρίζουμε ότι κάθε τελεσίδικη δικαστική απόφαση κρίθηκε και ως προς το πραγματικό και ως προς το νομικό μέρος από περισσότερους από έναν δικαστές και ας αξιώνουμε να θεωρείται απολύτως απαραίτητη η γνώμη περισσοτέρων δικαστών. Αποδώστε στους Δικαστές μας, τους απονεμητές της δικαιοσύνης, το εμπρέπον γόητρο και την αρμόζουσα κοινωνική και επιστημονική αξία.
Συμφωνώ με τους περισσότερους. Η τροποποίηση βρίσκεται μεν προς τη σωστή κατεύθυνση, ωστόσο θα πρέπει να προβλέπεται ένας ελάχιστος χρόνος εμπειρίας (6-7 χρόνια) του δικάζοντα την έφεση Πρωτοδίκη, σε διαφορετική περίπτωση θα υπάρξουν αντίθετα αποτελέσματα!
Δύο από τις αρχές της απονομής της δικαιοσύνης, για τις οποίες, συνήθως, γίνεται λόγος( οι άλλες θεωρούνται «‘αυτονόητες») είναι η ταχύτητα και η ορθότητα. Την τελευταία, κατά εντελώς παράδοξο τρόπο, πολλοί την ξεχνάνε. Η κυριότερη έκφανση της υστέρησης αυτής της αρχής είναι η «έλλειψη αίσθησης δικαίου», που καθίσταται εμφανής σε πολλούς δικαστές, ακόμη και Εφέτες, ιδίως στον χώρο του ποινικού δικαίου, όπου το άμεσο και το «ζωντανό» της διαδικασίας, απαιτούν( για τους δικαστές), πέραν της ευφυΐας, ευστροφίας και των ικανών νομικών γνώσεων, και επαρκείς εμπειρίες «περί την ζωή», τις οποίες, δυστυχώς, στερούνται σε μεγάλο βαθμό οι «αποκομμένοι» και «αποξενωμένοι» από την κοινωνική πραγματικότητα δικαστές μας, ακόμη και των Εφετείων, αλλά την διαθέτουν σε ικανοποιητικό βαθμό οι δικηγόροι που για 12 έτη τουλάχιστον ασκούν ενεργό δικηγορία, «εξ αιτίας» της οποίας γνωρίζουν την κοινωνία και από την «καλή» και από την «κακή» πλευρά της, όπως γνωρίζουν ανθρώπους και καταστάσεις, νόμιμες ή και παράνομες, χωρίς να έχουν ή να τρέφουν προκαταλήψεις, γιατί, εκ των πραγμάτων, άλλοτε θα τύχει να «υπερασπίζονται» «σύννομους» και άλλοτε «παράνομους», τούτη δε η αμφίδρομη σχέση του δικηγόρου με το δίκαιο και το άδικο, με τους «σύννομους» και τους «παράνομους» πελάτες- εντολείς» του, αποτελεί την βάση της ανάπτυξης μιας «υγιούς» σχέσης με την νομιμότητα και την παρανομία, στις πραγματικές και όχι στις τυπικές- «νομικίστικες» (κοινωνικές και νομικές) πλευρές της, αποτελεί μία μοναδική εμπειρία, αποτελεί την βάση της αναντικατάστατης, για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, ιδίως στο ποινικό δίκαιο, αρχής της «αίσθησης δικαίου», γι’ αυτό και θα έπρεπε η άσκηση ενεργούς δικηγορίας για 12, τουλάχιστον, έτη να αποτελεί την πρώτη και βασική προϋπόθεση συμμετοχής κάποιου στους διαγωνισμούς για Ειρηνοδίκες ή Πρωτοδίκες.
Με βάση την οπτική αυτή και με δεδομένο ότι μεγάλος αριθμός Ειρηνοδικών στερούνται επαρκών νομικών γνώσεων(η θεσμική παράβλεψη σχετικής «προπαιδείας», όπως η συμμετοχή των Ειρηνοδικών στην υφισταμένη σχολή δικαστών, αναμφίβολα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο), η εκδίκαση των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων σε δεύτερο βαθμό από Πρωτοδίκη( κατ’ αναλογία, προφανώς, με την πρόσφατη αντίστοιχη -Ν.3900/2010- ρύθμιση στον ΚΔΔ), μπορεί να συμβάλλει στην ταχεία και έστω, κατ’ ανοχή, «ορθή» απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης( μέσα στο υφιστάμενο, πάντως, νομικό πλαίσιο του τυπικισμού και των ελλείψεων που προαναφέρθηκαν), μόνον αν ο πρωτοδίκης που θα δικάσει σε δεύτερο βαθμό, θα έχει τουλάχιστον το τεκμήριο της «δικονομικής» εμπειρίας και τούτο θα πρέπει να θεωρείται ότι συντρέχει, αν έχει ευδόκιμη δικαστική προϋπηρεσία τουλάχιστον οκτώ ετών, ή αν είναι Πρόεδρος του οικείου Πρωτοδικείου. Αλλιώς, η ορθότητα απονομής της δικαιοσύνης θα «πάει περίπατο», μαζί με τους νέους πρωτοδίκες, ιδίως τις γυναίκες, που «μαλώνουν» για το ποια χρεώθηκε περισσότερες και δυσκολότερες υποθέσεις, ή ποιά και πότε θα λάβει άδεια «επαπειλούμενης» ή κανονικής κύησης, τοκετού, γονική κλπ, «ερημώνοντας» , ενίοτε, τα, ούτως ή άλλως, ελλιπή σε δικαστές (και γραμματείς) Πρωτοδικεία !
Δεν είναι δυνατόν ένας Πάρεδρος ή ένας νεοπροαχθείς Πρωτοδίκης (κυρίως στα περιφερειακά Πρωτοδικεία) να «κλείνει» κατ’ έφεση μία υπόθεση με υλικό αντικείμενο (μέχρι) 20.000 ευρώ (νέα καθ’ ύλην αρμοδιότητα Ειρηνοδικείου)!
Επί της ουσίας λοιπόν η απόφαση ενός Ειρηνοδίκου, με προϋπηρεσία πολλών ετών και ανάλογη εμπειρία θα κρίνεται από έναν νεοδιορισθέντα Πρωτοδίκη; Θεωρώ ότι, παρά την πεποίθηση ότι η απόφαση από το Πολυμελές Πρωτοδικείο εκδίδεται από τον Εισηγητή, εάν ο Πρόεδρος του Τμήματος εφαρμόζει το Νόμο, δηλ, κάνει διάσκεψη, τότε η τυχόν εσφαλμένη κρίση του Εισηγητή θα ελεγχθεί. Σε κάθε περίπτωση πάντως, εάν οι εφέσεις κατ’αποφάσεων του Ειρηνοδικείου, αποφασισθεί να εισάγονται στο Μονομελές, τότε θα πρέπει να γίνει ειδικί πινάκιο και να Προεδρεύει Πρόεδρος Πρωτοδικών.
Θεωρώ ότι είναι προς την σωστή κατεύθυνση, εάν συνδεθεί με προυπηρεσία τουλάχιστον πέντε (5) ετών.
Ουσιαστικά και σήμερα οι αποφάσεις εκδίδονται με επιμέλεια των εισηγητών.
Ο πρόεδρος έχει τον γενικότερο συντονισμό και επιθεώρηση. Αυτά μπορούν να αναπληρωθούν από τον εσωτερικό οργανισμό λειτουργίας των Δικαστηρίων.
Η ύπαρξη Πολυμελών συνθέσεων και η μη χρέωση των δικαστών με συγκεκριμένες υποθέσεις τις οποίες πρέπει να περατώσουν με οριστική απόφαση, ευνοεί τις αναβολές , την ανευθυνότητα και την αδυναμία μέτρησης του έργου και της αποδοτικότητας.
Θα πρέπει το Μονομελές Πρωτοδικείο ως δευτεροβάθμιο να συγκροτείται από Πρόεδρο Πρωτοδικών, ή έστω από Πρωτοδίκη με υπερδεκαετή θητεία.
Κάτι τέτοιο είναι προτιμότερο από τη σημερινή κατάσταση, που συχνά ορίζεται ως Εισηγητής στο Πολυμελές Πρωτοδικείο (ως δευτεροβάθμιο) ο Πάρεδρος, για να κρίνει την απόφαση ενός Ειρηνοδίκη με πολλή μεγαλύτερη εμπειρία.
Η σοβαρότητα της κατ΄έφεση δίκης επιβάλει τη συγκρότηση του Μονομελούς Πρωτοδικείου που δικάζει σε δεύτερο βαθμό τη συγκρότησή του από Πρόεδρο Πρωτοδικών.Μόνον έτσι θα διασκεδαστούν οι βάσιμοι προβληματισμοί όλων όσων δεν εμπιστεύονται την προτεινόμενη τροποποίηση
Στα 33 χρόνια της δικηγορίας μου δεν είναι η πρώτη φορά που συναντώ παράννοια. Τέτοιου βαθμού όμως νομική ασχετοσύνη και αβασάνιστη θέση, ώστε η κρίση ενός ανθρώπου (Ειρηνοδίκη) που μπορεί να έχει εμπειρία ετών και νομική κατάρτιση εξαίρετη, να τίθεται στην κρίση ενός και μόνον ανθρώπου (πρωτοδίκη μόλις προσληφθέντος)ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΔΙΑΝΟΗΘΩ. Παρακαλώ λίγη περισσότερη σοβαρότητα.
Τερατούργημα το οποίο έρχεται σε αντίθεση με τον σκοπό του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας και ενδεχομένως του ίδιου του Συντάγματος. Ο ένας Πρωτοδίκης δεν μπορεί να κρίνει τελεσίδικα μία υπόθεση στον δεύτερο βαθμό. Είναι πολύ λογικό σε μία τέτοια περίπτωση να δούμε δικαστές να χρηματίζονται για να εκδώσουν ευνοικές αποφάσεις.
Συμφωνώ απόλυτα με τον προλαλήσαντα (Ιωάννη).
Ήδη πλείστες των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων εξαφανίζονται στο δεύτερο βαθμό εξαιτίας της ανεπάρκειας αρκετών Ειρηνοδικών. Τρέμω στην ιδέα και μόνο ότι η τύχη των εφέσεων θα αφεθεί στα χέρια απείρων νέων Πρωτοδικών.
Η εκδικαση των εφεσεων κατ αποφασεων του Ειρηνοδικειου απο τα Μονομελή,δεν ειναι προς τη σωστη κατευθυνση.ΚΑΙ μην ξεχναμε οτι ουδεμια διαφορα υπαρχει ως προς την νομικη καταρτιση ενός Ειρηνοδίκη και ενος Πρωτοδίκη……
Βεβαια απο την αλλη ειναι γνωστο οτι και η εκδικαση τους απο Τριμελή Συνθεση (Πολυμελες)δεν διαφαφερει αφου,ακολουθείται η πρόταση του χειριστη -εισηγητη Πρωτοδίκη…
Τουλαχιστον ομως υπάρχει η αισθηση οτι κριθηκε απο τρείς δικαστες και οχι απο ενα (ο οποίος μπορεί να ειναι και παρεδρος)..
Η τροποποίηση βρισκεται προς την ορθή κατεύθυνση της απομείωσης των πολυτελών πολυμελών δικαστηρίων και την ενισχυση των μονομελών συνθέσεων. Οι πρωτοδίκες που δικάζουν εφέσεις, όμως, δεν θα πρέπει να είναι οι νεαροί που δεν έχουν δικασει ακόμη ούτε αγωγή, αλλά οι εμπειρότεροι-αρχαιότεροι εξ αυτών.
Η εκδίκαση των εφέσεων κατά αποφάσεων των Ειρηνοδικείων από τα Μονομελή Πρωτοδικεία μπορεί να φαίνεται καινοτομία, αλλά ενέχει κινδύνους:
1) Κατά τεκμήριο η σε δεύτερο βαθμό εκδίκαση πρέπει να γίνεται και από εμπειροτερο δικαστή. Ο προβληματισμός όμως είναι αν είναι συμβατό να εκδικάζεται από νεώτερο (ακόμα και από νεοδιόρισθο πάρεδρο) η έφεση κατά απόφασης του Ειρηνοδικείου.
2) Δεν θα επιταχύνει την απόδοση δικαιοσύνης με έκδοση πιο γρήγορα δικαστικών αποφάσεων, αφού και στους πολυμελείς σχηματισμούς είναι παγκοίνως γνωστό ότι το έργο είναι στις πλάτες του εισηγητή δικαστή.
3) Δεν παρέχει εχέγγυα για πλήρη και αποτελεσματική απόδοση δικαιοσύνης και είναι ίσως αμφίβολης συνταγματικότητας, ιδίως αν σκεφθεί κανείς ότι σε δευτεροβάθμιο δικαστήριο (Πολυμελές Πρωτοδικείο) είναι δυνατό να μετέχει Ειρηνοδίκης. Υπάρχει κίνδυνος σύγχισης δικαιοδοσίας και πλήττεται ευθέως το κύρος της ίδιας της λειτουργίας της δικαιοσύνης.
Θεωρώ ότι είναι κεφαλαιώδες λάθος να δικάζονται οι εφέσεις των ειρηνοδικείων από τα μονομελή.
Κατ’ αρχήν η βραδύτητα έκδοσης των αποφάσεων δεν οφείλεται στις πολυμελείς συνθέσεις ή στην ανάγκη διάσκεψής τους.
Η συζήτηση της έφεσης δε διαρκεί περισσότερο από ένα «Συζητείται».
Ο χρόνος δε της διάσκεψης εξαρτάται από το φόρτο του εισηγητή. Το ίδιο είναι αν ο δικαστής έχει 5 εφέσεις ως εισηγητής και το ίδιο αν έχει 5 εφέσεις ως προεδρεύων μονομελούς δικαστηρίου.
Επομένως, η ταχύτητα στην έκδοση αποφάσεων εξαρτάται από την αναλογία δικαστών και υποθέσεων.
Όμως, η εκδίκαση της έφεσης δεν μοιάζει με την απλή αγωγή και τούτο διότι τα προβλήματα που θα παρουσιασθούν είναι πολυποίκιλα.
Τι γίνεται όταν έχουμε έφεση και αντέφεση; όταν έχουμε αντίθετες εφέσεις; όταν έχουμε αντίθετες αγωγές και αντίθετες εφέσεις; όταν προσβάλλονται ορισμένα κεφάλαια της μίας αγωγής; πως επαναφέρονται οι ισχυρισμοί όταν είσαι εκκαλών και πως όταν είσαι εφεσίβλητος; κτλ κτλ κτλ
Και μπορεί όλα τα ανωτέρω να φαντάζουν απλά για έμπειρους δικαστές, σκεφθείτε όμως το νεαρό πρωτοδίκη που δεν έχει ακόμα δικάσει ούτε αγωγή, να κληθεί να αντιμετωπίσει όλα όσα σας προανέφερα, χωρίς τη βοήθεια που θα του προσφέρει η διάσκεψη. Ίσως όσοι δεν είναι δικαστές να μην το καταλαβαίνουν, όμως οι διασκέψεις είναι μεγάλα σχολεία.
Προσωπικά χρωστώ πάρα πολλά στον πρόεδρό μου Δ.Κ. (δεν αναφέρω το όνομά του για λόγους δεοντολογίας και προσωπικών δεδομένων) ο οποίος με έμαθε να γράφω εφέσεις.
ΦΟβάμαι πως η αλλαγή αυτή θα έχει ως συνέπεια οι αποφάσεις που θα εκδίδονται από νέους πρωτοδίκες (που δεν θα δικάζουν πλέον τις εφέσεις υπό πολυμελείς συνθέσεις και δεν έχουν αντιμετωπίσει τα ανωτέρω προβλήματα) να εκδίδονται βραδύτερα και να αναιρούνται ευκολότερα. Οπότε για ποια επιτάχυνση μιλάμε;