Άρθρο 165
Το ένδικο μέσο της αίτησης αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά των οριστικών αποφάσεων των Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Άρθρο 166
- Η αίτηση αναίρεσης ασκείται από οποιονδήποτε μετείχε στη δίκη ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας και ηττήθηκε. Δικαίωμα να ασκήσει αίτηση αναίρεσης έχει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον δικαιολογεί έννομο συμφέρον, καθώς και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας.
- Η αίτηση αναίρεσης απευθύνεται κατά του διαδίκου της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.
- Η αίτηση αναίρεσης ασκείται μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών, η οποία εκκινεί για το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, καθώς και για όσα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου χρηματοδοτούνται από εθνικούς ή ενωσιακούς πόρους από την περιέλευση της προσβαλλόμενης απόφασης σε αυτά. Το ίδιο ισχύει και για τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας. Για τον ιδιώτη διάδικο η προθεσμία αυτή εκκινεί από την επίδοση ή την με οποιονδήποτε τρόπο περιέλευση σε αυτόν ή την αποδεδειγμένα πλήρη γνώση από αυτόν της προσβαλλόμενης απόφασης. Εάν ο έχων έννομο συμφέρον για την άσκηση αίτησης αναίρεσης διαμένει στην αλλοδαπή, η προθεσμία ορίζεται σε ενενήντα (90) ημέρες.
- Εάν δεν επιδόθηκε η απόφαση, η προθεσμία της αίτησης αναίρεσης είναι τριών ετών, αρχόμενη από τη δημοσίευση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.
Δεύτερη αίτηση αναίρεσης από τον ίδιο διάδικο κατά της ίδιας απόφασης ως προς το αυτό ή άλλο κεφάλαιο της αναιρεσιβαλλόμενης δεν επιτρέπεται, εκτός αν η πρώτη απορρίφθηκε για τυπικό λόγο με εξαίρεση την εκπρόθεσμη άσκηση.
Άρθρο 169
- Το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου, και τα εξής:
(α) τον αριθμό και τη χρονολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης,
(β) τους λόγους αναίρεσης κατά τρόπο σαφή και ορισμένο,
(γ) διορισμό αντικλήτου όταν η αίτηση ασκείται από ιδιώτη διάδικο, και
(δ) σαφές και συγκεκριμένο αίτημα.
- Στο δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης πρέπει να προσαρτώνται και δύο (2) αντίγραφα της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης σε έγγραφη μορφή ή αντίγραφο αυτής σε ηλεκτρονική μορφή.
Άρθρο 170
Αναίρεση επιτρέπεται για:
(α) υπέρβαση δικαιοδοσίας του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση,
(β) μη νόμιμη συγκρότηση ή κακή σύνθεσή του,
(γ) παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας,
(δ) εσφαλμένη ερμηνεία ή πλημμελή εφαρμογή του νόμου,
(ε) παράβαση του δεδικασμένου,
(στ) έλλειψη νόμιμης βάσης ή αναιτιολόγητο, και
(ζ) παραμόρφωση του περιεχομένου αποδεικτικού εγγράφου.
- Οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης ως προς τα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης που έχουν προσβληθεί ήδη με την αίτηση αναίρεσης και τα κεφάλαια εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με αυτά, ασκούνται με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναίρεσης, για την κατάθεση του οποίου συντάσσεται έκθεση.
- Αντίγραφο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων επιδίδεται στον αναιρεσίβλητο δέκα (10) τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση με ποινή απαραδέκτου.
Άρθρο 172
- Είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας ή για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση ή αφορά σε ζήτημα που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας.
- Κανείς δεν μπορεί να δημιουργήσει λόγο αναίρεσης από τις δικές του πράξεις ή από πράξεις προσώπων που ενεργούν στο όνομά του.
- Είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης κατά απόφασης του δικαστηρίου της παραπομπής εφόσον με τον λόγο αυτό προσβάλλεται η απόφαση κατά το τμήμα της εκείνο κατά το οποίο συμμορφώθηκε προς την αναιρετική απόφαση.
Άρθρο 173
Λόγοι αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενοι
Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως λόγους αναίρεσης που αφορούν στη δημόσια τάξη. Τέτοιοι λόγοι είναι ιδίως αυτοί που αναφέρονται στη διάκριση των δικαιοδοσιών και το ανίσχυρο λόγω αντισυνταγματικότητας της εφαρμοσθείσας διάταξης νόμου.
- Η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των αποδεικτικών στοιχείων και των πραγματικών γεγονότων δεν υπόκειται στον έλεγχο του αναιρετικού δικαστηρίου. Επί προδικαστικού ερωτήματος προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το αναιρετικό δικαστήριο δύναται, για την πληρότητα του ερωτήματος αυτού, να λάβει υπόψη του και στοιχεία του πραγματικού της υπόθεσης που δεν αναφέρονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αλλά που περιλαμβάνονται στον φάκελο της υπόθεσης όπως αυτός είχε συγκροτηθεί κατά την έκδοση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.
- Στην αναιρετική δίκη δεν επιτρέπεται η προσκόμιση νέων αποδεικτικών στοιχείων.
- Η εκτίμηση του περιεχομένου διαδικαστικών εγγράφων της ίδιας ή άλλης δίκης, ιδίως αγωγών, παρεμβάσεων, ένδικων μέσων, προτάσεων ή δικαστικών αποφάσεων, ελέγχεται από το δικαστήριο.
Αν το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, το δικαστήριο απορρίπτει την αναίρεση, εκτός αν υπάρχει έννομο συμφέρον να αποτραπεί δεδικασμένο, οπότε αναιρείται η απόφαση μόνον ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της.
- Αν γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης για υπέρβαση δικαιοδοσίας, το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν επιλαμβάνεται πλέον της υπόθεσης.
- Αν γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης για εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή του νόμου, η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποφασίζει περαιτέρω για την υπόθεση, εκτός αν αυτή χρήζει διερεύνησης κατά το πραγματικό της μέρος, οπότε την αναπέμπει στο αρμόδιο Τμήμα.
- Αν η απόφαση αναιρεθεί για οποιονδήποτε άλλο λόγο, η Ολομέλεια αναπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο Τμήμα για την εκ νέου εξέτασή της με διαφορετική σύνθεση κατά το μέρος η απόφαση που αναιρέθηκε.
- Εφόσον αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από αυτή.
- Το Τμήμα το οποίο δικάζει την υπόθεση κατά παραπομπή από την Ολομέλεια δεν μπορεί να αποστεί από την απόφαση της Ολομέλειας, ως προς τα ζητήματα που κρίθηκαν με αυτή.
Άρθρο 177
- Ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο δύναται κατ’ εξαίρεση και μετά την παρέλευση της οικείας προθεσμίας να ασκεί αίτηση αναίρεσης υπέρ του νόμου.
- Στην περίπτωση αυτή, αν γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, η απόφαση που αναιρεσιβάλλεται παραμένει αμετάβλητη.
Άρθρο 178
- Σε αναιρετική δίκη στην οποία, εν όψει των ισχυρισμών των διαδίκων, τίθεται ζήτημα αν διάταξη τυπικού νόμου είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα, έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν παρέμβαση φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, τα οποία δικαιολογούν έννομο συμφέρον σε σχέση με την κρίση του ζητήματος αυτού, εφόσον το αυτό ζήτημα εκκρεμεί σε δίκη ενώπιον άλλου δικαστικού σχηματισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην οποία είναι διάδικοι. Δικαίωμα άσκησης παρέμβασης έχει σε κάθε περίπτωση ο Υπουργός Δικαιοσύνης.
- Ο παρεμβαίνων με βάση την παρ. 1 νομιμοποιείται να προβάλλει απόψεις και επιχειρήματα που αναφέρονται αποκλειστικά σε ζητήματα συνταγματικότητας που έχουν τεθεί. Η εκδιδόμενη απόφαση δεν παράγει έννομα αποτελέσματα για τον παρεμβαίνοντα αυτόν.
- Η παρέμβαση αυτή ενώπιον της Ολομέλειας ασκείται σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 42.
- Για την παράσταση όσων παρεμβαίνουν με βάση το παρόν άρθρο, τη νομιμοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, τα απαιτούμενα τέλη και παράβολα και τη δικαστική δαπάνη εφαρμόζονται αναλόγως οι σχετικές διατάξεις του παρόντος.
- Η μη άσκηση παρέμβασης κατά την παρ. 1, σε οποιονδήποτε λόγο και να οφείλεται, δεν δημιουργεί δικαίωμα ανακοπής ερημοδικίας ή τριτανακοπής.