ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ ΟΙ ΔΙΚΕΣ   Κεφάλαιο 20 ΤΟ ΕΝΔΙΚΟ ΒΟΗΘΗΜΑ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Άρθρο 111

Προσβαλλόμενες πράξεις

  1. Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται σε ειδικές διατάξεις του παρόντος, στο ένδικο βοήθημα της έφεσης σε Τμήμα υπόκεινται:

(α) οι πράξεις που εκδίδονται από το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά την άσκηση της ελεγκτικής αρμοδιότητας των οργάνων του,

(β) οι εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες εκδίδονται ή συντελούνται στο πλαίσιο (i) του ελέγχου των λογαριασμών των δημόσιων υπολόγων και των υπόχρεων σε δημόσια λογοδοσία, (ii) της απονομής των συντάξεων κατά την έννοια της περ. στ΄ της παρ. 1 του άρθρου 98 του Συντάγματος και της εκτέλεσης των σχετικών συνταξιοδοτικών πράξεων ή αποφάσεων ή της πληρωμής των συντάξεων γενικά, περιλαμβανομένων και εκείνων που αφορούν σε καταλογισμό σύνταξης που εισπράχθηκε αχρεωστήτως και (iii) της αστικής ευθύνης των πολιτικών ή στρατιωτικών υπαλλήλων, καθώς και των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.

  1. Παράλειψη συντρέχει όταν η διοικητική αρχή, ενώ υποχρεούται κατά τον νόμο, δεν εκδίδει εκτελεστή ατομική διοικητική πράξη για να ρυθμίσει ορισμένη έννομη σχέση. Η παράλειψη συντελείται με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας που τάσσει ο νόμος για την έκδοση, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου, της πράξης αυτής. Αν από τον νόμο δεν τάσσεται τέτοια προθεσμία, η παράλειψη συντελείται με την πάροδο άπρακτου τριμήνου από την υποβολή της σχετικής αίτησης στη διοίκηση. Η παράλειψη συντελείται επίσης με την έκδοση θετικής διοικητικής πράξης, από την οποία συνάγεται εμμέσως η βούληση της διοίκησης να μην προβεί στη ρύθμιση ορισμένης έννομης σχέσης.
  2. Στις περιπτώσεις που προβλέπεται από τον νόμο διοικητική προσφυγή κατά της πράξης ή της παράλειψης, που πρέπει να ασκηθεί σε ορισμένη προθεσμία ενώπιον του ίδιου ή ιεραρχικώς προϊστάμενου ή άλλου ειδικώς κατεστημένου οργάνου και συνεπάγεται τον έλεγχο της πράξης ή της παράλειψης κατά τον νόμο και την ουσία (ενδικοφανής προσφυγή), η έφεση ασκείται παραδεκτώς μόνο κατά της πράξης που εκδίδεται επί της προσφυγής αυτής. Αν κατά της πράξης ή της παράλειψης προβλέπονται από τον νόμο περισσότερες από μια διαδοχικές ενδικοφανείς προσφυγές, η έφεση ασκείται παραδεκτώς μόνο κατά της πράξης που εκδίδεται επί της τελευταίας από τις προσφυγές αυτές. Το απαράδεκτο της έφεσης κατά τα προηγούμενα εδάφια δεν ισχύει, αν η αρμόδια διοικητική αρχή παρέλειψε να ενημερώσει τον ενδιαφερόμενο με οποιοδήποτε τρόπο πλήρως για την υποχρέωση και για τους όρους άσκησης της ενδικοφανούς προσφυγής.
  3. Αν παρέλθει η προθεσμία που τάσσει τυχόν ειδικώς ο νόμος προς έκδοση απόφασης για την ενδικοφανή προσφυγή ή, εφόσον δεν τάσσεται τέτοια προθεσμία, αν παρέλθει άπρακτο τρίμηνο από την άσκησή της, η έφεση ασκείται κατά της τεκμαιρόμενης από την πάροδο της προθεσμίας απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής.
  4. Η έφεση ασκείται παραδεκτώς και πριν από τη συντέλεση της παράλειψης ή της τεκμαιρόμενης απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής, εφόσον όμως η συντέλεση αυτή έχει επέλθει κατά την πρώτη συζήτηση της έφεσης.
  5. Ρητή πράξη που εκδόθηκε μετά τη συντέλεση της παράλειψης ή της τεκμαιρόμενης απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής και ως την πρώτη συζήτηση της έφεσης, λογίζεται ως συμπροσβαλλόμενη. Μπορεί όμως και να προσβληθεί αυτοτελώς.
  6. Με την έφεση λογίζονται ως συμπροσβαλλόμενες και όλες οι μεταγενέστερες πράξεις ή παραλείψεις που είναι συναφείς με την προσβαλλόμενη, εφόσον έχουν εκδοθεί ή συντελεστεί αντιστοίχως ως την πρώτη συζήτηση. Στην περίπτωση αυτή, η αναβολή της συζήτησης για την υποβολή πρόσθετων λόγων, εφόσον ζητηθεί, είναι υποχρεωτική. Οι πράξεις ή οι παραλείψεις αυτές μπορεί να προσβληθούν και αυτοτελώς.
  7. Η διοικητική αρχή οφείλει, σε κάθε περίπτωση, να χορηγεί ατελώς στον ενδιαφερόμενο βεβαίωση για την ημερομηνία υποβολής της κατά την παρ. 2 αίτησης ή για την ημερομηνία άσκησης της κατά την παρ. 4 ενδικοφανούς προσφυγής.

Άρθρο 112

Νομιμοποίηση

  1. Η έφεση ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον ή από εκείνον στον οποίο αναγνωρίζεται τέτοιο δικαίωμα από ειδική διάταξη νόμου, καθώς και από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
  2. Όταν με έφεση προσβάλλονται πράξεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά τα οριζόμενα στην περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 111, νομιμοποιούνται παθητικώς το Δημόσιο, καθώς και ο οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης ή το νομικό πρόσωπο υπέρ του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη. Όταν με έφεση προσβάλλονται εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις κατά τα οριζόμενα στην περ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 111, νομιμοποιούνται παθητικώς το Δημόσιο, καθώς και ο οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, στο οποίο ανήκει το όργανο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη ή που παρά το νόμο παρέλειψε την έκδοσή της και το πρόσωπο υπέρ του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη.
  3. Αν η κατά την παρ. 2 εκτελεστή διοικητική πράξη ή παράλειψη έχει ενσωματωθεί σε μεταγενέστερη πράξη ή παράλειψη του Δημοσίου, του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, στη δίκη που δημιουργείται ύστερα από άσκηση έφεσης κατά της τελευταίας αυτής πράξης ή παράλειψης νομιμοποιείται παθητικώς και το νομικό πρόσωπο, όργανο του οποίου εξέδωσε ή παρέλειψε να εκδώσει την πράξη που ενσωματώθηκε.

Άρθρο 113

Προθεσμία

  1. Η έφεση ασκείται μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών, η οποία εκκινεί για το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και όσα από τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου χρηματοδοτούνται από εθνικούς ή ενωσιακούς πόρους, από την περιέλευση της προσβαλλόμενης πράξης σε αυτούς. Το ίδιο ισχύει και για τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας. Για όποιον έχει έννομο συμφέρον, η προθεσμία αυτή εκκινεί από την επίδοση ή την με οποιονδήποτε τρόπο περιέλευση ή την αποδεδειγμένα πλήρη γνώση από αυτόν της προσβαλλόμενης πράξης. Αν αυτός που έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση έφεσης διαμένει στην αλλοδαπή, η αντίστοιχη προθεσμία ορίζεται σε ενενήντα (90) ημέρες. Σε περίπτωση παράλειψης, η προθεσμία εκκινεί από τη συντέλεσή της.
  2. Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης κατά εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης διακόπτεται για μια μόνο φορά με την άσκηση κάθε διοικητικής προσφυγής, πλην εκείνης που προβλέπεται από την παρ. 3 του άρθρου 111. Το κατά το προηγούμενο εδάφιο αποτέλεσμα επέρχεται, ακόμη και αν η διοικητική προσφυγή έχει απευθυνθεί σε αναρμόδιο διοικητικό όργανο. Η προθεσμία που διακόπηκε κατά το πρώτο εδάφιο κινείται εξαρχής είτε από την τυχόν επίδοση της απάντησης για την απλή ή την ειδική διοικητική προσφυγή είτε από την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας που τυχόν τάσσει ο νόμος για απάντηση, αλλιώς από την πάροδο άπρακτων τριάντα (30) ημερών από την υποβολή της σχετικής αίτησης.

Άρθρο 114

Στοιχεία δικογράφου

  1. Το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου, και τα εξής στοιχεία:

(α) τον αριθμό και τη χρονολογία της προσβαλλόμενης πράξης ή απόφασης,

(β) την αρχή που εξέδωσε την πράξη ή που παρέλειψε την έκδοσή της,

(γ) τους λόγους έφεσης, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο,

(δ) σαφές και συγκεκριμένο αίτημα, και

(ε) διορισμό αντικλήτου, όταν η έφεση ασκείται από ιδιώτη διάδικο.

  1. Αίτημα της έφεσης μπορεί να είναι:

(α) η ολική ή μερική ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης, ή

(β) η τροποποίηση ή μεταρρύθμιση της προσβαλλόμενης πράξης.

  1. Αν η προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη αφορά τρίτους, στο δικόγραφο πρέπει να μνημονεύονται σαφώς οι διευθύνσεις της κατοικίας και του χώρου εργασίας ή της έδρας των τρίτων.
  2. Η αόριστη μνεία στο δικόγραφο ότι προσβάλλεται και κάθε συναφής πράξη ή παράλειψη δεν υποχρεώνει το δικαστήριο, εφόσον δεν συντρέχει η περίπτωση της παρ. 7 του άρθρου 111, να ερευνήσει και ως προς τούτο την υπόθεση.
  3. Στο δικόγραφο της έφεσης πρέπει να προσαρτάται και αντίγραφο της προσβαλλόμενης πράξης ή απόφασης.

Άρθρο 115

Πρόσθετοι λόγοι

  1. Πρόσθετοι λόγοι έφεσης επιτρέπεται να υποβληθούν με ξεχωριστό δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου δεκαπέντε (15) ημέρες πριν από τη συζήτηση, με σημείωση πάνω σε αυτό πράξης κατάθεσης.
  2. Αντίγραφο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων επιδίδεται με ποινή απαραδέκτου, δέκα (10) τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, με επιμέλεια του εκκαλούντος, στον εφεσίβλητο και σε εκείνον που ήδη έχει ασκήσει παρέμβαση.

Άρθρο 116

Εξουσίες του δικαστηρίου

  1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη κατά τον νόμο και την ουσία, μέσα στα όρια της έφεσης και των πρόσθετων λόγων. Κατ’ εξαίρεση, ο κατά τον νόμο έλεγχος της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης χωρεί και αυτεπαγγέλτως, εκτεινόμενος στο σύνολό της προκειμένου να διακριβωθεί:

(α) αν συντρέχουν οι λόγοι των περ. α΄ και γ΄ της παρ. 3, ή

(β) αν η πράξη δεν έχει νομικό έρεισμα, ή

(γ) αν υπάρχει παραβίαση δεδικασμένου.

  1. Αν η έφεση στρέφεται κατά ρητής πράξης, το δικαστήριο κατά την επίλυση της διαφοράς είτε δέχεται την έφεση εν όλω ή εν μέρει και ακυρώνει ολικώς ή μερικώς την πράξη ή την μεταρρυθμίζει είτε απορρίπτει την έφεση.
  2. Το δικαστήριο ακυρώνει την πράξη και αναπέμπει την υπόθεση στη διοίκηση για να ενεργήσει τα νόμιμα:

(α) αν η πράξη έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο, ή

(β) αν το συλλογικό όργανο που εξέδωσε την πράξη δεν έχει νόμιμη συγκρότηση ή σύνθεση, ή

(γ) αν συντρέχει παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, ο οποίος έχει ταχθεί για την έκδοση της πράξης, ή

(δ) αν η διοίκηση δεν έχει ασκήσει τη διακριτική της εξουσία.

  1. Αν η έφεση στρέφεται κατά παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, το δικαστήριο κατά την επίλυση της διαφοράς είτε ακυρώνει ολικώς ή μερικώς την παράλειψη και αναπέμπει την υπόθεση στη διοίκηση για να προβεί στην οφειλόμενη ενέργεια είτε απορρίπτει την έφεση.
  2. Με την απόφασή του το δικαστήριο δεν δύναται να καταστήσει χείρονα τη θέση τού εκκαλούντος.
  3. Το δικαστήριο εφαρμόζει τον κατά τον χρόνο της έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης ή της συντέλεσης της παράλειψης ισχύοντα νόμο.
  4. Στις διαφορές από καταλογισμούς, καθώς και από τον κανονισμό για πρώτη φορά σύνταξης, μπορεί να ζητηθεί με την έφεση και η επιδίκαση της χρηματικής αξίωσης προς αποκατάσταση της ζημίας του εκκαλούντος από την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη. Όταν ζητείται η καταψήφιση του ποσού της αξίωσης αυτής, επιπλέον του παραβόλου της έφεσης καταβάλλεται τέλος δικαστικού ενσήμου, σύμφωνα με το άρθρο 313.

Άρθρο 117

Απαράδεκτο δεύτερης έφεσης

  1. Είναι απαράδεκτη η άσκηση δεύτερης έφεσης από τον ίδιο διάδικο κατά της αυτής πράξης ως προς το ίδιο ή άλλο κεφάλαιο, ή κατά της αυτής παράλειψης.
  2. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης έφεσης όταν η πρώτη έχει απορριφθεί για οποιονδήποτε τυπικό λόγο, εκτός της εκπρόθεσμης άσκησης. Η έφεση αυτή ασκείται εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της απορριπτικής απόφασης και τα αποτελέσματα της άσκησής της ανατρέχουν στον χρόνο άσκησης της πρώτης. Δεύτερη έφεση δεν δύναται να ασκηθεί, αν έχουν παρέλθει τρία (3) έτη από τη δημοσίευση της απορριπτικής απόφασης.
  3. Έφεση από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε ο εκκαλών θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε.
  • 15 Μαΐου 2020, 19:20 | Στέλιος

    Κατά το άρθρο 116, σε κάθε περίπτωση μη τήρησης της προηγούμενης ακρόασης (ως ουσιώδους τύπου της διαδικασίας) η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται και η υπόθεση αναπέμπεται στη Διοίκηση και μάλιστα ο έλεγχος της τήρησης του ουσιώδους αυτού τύπου θα γίνεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο!!!

    Τούτο θα οδηγήσει σε περιττές ακυρώσεις, όταν παρά την ανωτέρω παράλειψη της Διοίκησης να ζητήσει την άποψη του διοικούμενου πριν τον καταλογισμό, ο καταλογισθείς δεν έχει κάποιον ουσιώδη πραγματικό ισχυρισμό να προβάλει, ο οποίος θα επηρέαζε την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης.

    Ειδικώς η ακρόαση δεν θα έπρεπε να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και μάλιστα θα έπρεπε για το λυσιτελές της κατ’ έφεση προβολής της να αναφέρονται και οι ισχυρισμοί, τους οποίους ο διοικούμενος θα προέβαλε ενώπιον της Διοίκησης, αν είχε κληθεί και οι οποίοι είναι ουσιώδεις, υπό την έννοια ότι θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην εκτίμηση των πραγμάτων από τη Διοίκηση.

    Αλλιώς θα διαιωνίζονται διαφορές χωρίς πραγματικό όφελος για κανέναν (θα επικρέμεται ένας καταλογισμός για χρόνια), με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το Δημόσιο συμφέρον και τη διασφάλιση της εύλογης διάρκειας των δικών, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος.