1. Κακουργήματα τα οποία διαπράττουν υπουργοί ή υφυπουργοί κατά τη διάρκεια της θητείας τους επωφελούμενοι από την ιδιότητά τους ανακρίνονται και εκδικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, ακόμη και αν οι υπαίτιοι έχουν παύσει να φέρουν την ιδιότητα αυτή.
2. Με τις ίδιες διατάξεις ανακρίνονται και εκδικάζονται: α) κακουργήματα τα οποία διαπράττουν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή επωφελούμενοι από την ιδιότητά τους, γενικοί και ειδικοί γραμματείς Υπουργείων, διοικητές, υποδιοικητές ή πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων ή διευθύνοντες ή εντεταλμένοι σύμβουλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δημοσίων επιχειρήσεων, δημοσίων οργανισμών και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το κράτος, καθώς και αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και β) κακουργήματα ιδιαίτερα μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος ή μείζονος δημοσίου συμφέροντος.
3. Ο χαρακτηρισμός της υπόθεσης ως ιδιαίτερα μεγάλου κοινωνικού ενδιαφέροντος ή μείζονος δημοσίου συμφέροντος γίνεται με πράξη από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στον οποίο απευθύνεται ο αρμόδιος εισαγγελέας αμέσως μόλις λάβει τη μήνυση, την έγκληση ή την αναφορά.