1. Αν ο υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις των άρθρων 20 έως 23 του παρόντος νόμου, πριν από την αμετάκλητη καταδίκη του, κρίνεται ότι με δική του πρωτοβουλία συντέλεσε με παροχή πληροφοριών στην ανακάλυψη ή εξάρθρωση εγκληματικής οργάνωσης διακίνησης ναρκωτικών ή στην ανακάλυψη και σύλληψη διακινητή ναρκωτικών, η δε ευθύνη του υπαιτίου και η βαρύτητα της πράξης του είναι καταδήλως μικρότερες από την ευθύνη των προσώπων, στην ανακάλυψη και σύλληψη των οποίων συντέλεσε και τη βαρύτητα των πράξεων που τέλεσαν, το δικαστήριο αναγνωρίζει στο πρόσωπό του ελαφρυντική περίσταση. Παράλληλα δύναται να διατάξει και την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για διάστημα από δύο (2) έως είκοσι (20) ετών, ανεξάρτητα από τη συνδρομή των όρων των άρθρων 99 επ. του ΠΚ.
2. Σε περίπτωση, που για την ανακάλυψη ή εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης ή τη σύλληψη του διακινητή ναρκωτικών, είναι αναγκαία η προσωρινή απελευθέρωση του ανωτέρω υπαιτίου, το συμβούλιο πλημμελειοδικών δύναται με βούλευμα, να διατάσσει την προσωρινή αναστολή της ποινικής του δίωξης για ορισμένο χρόνο, προκειμένου να επαληθευτούν οι ανωτέρω πληροφορίες.
3. Αν, μετά την αναστολή της ποινικής δίωξης, προκύψει ότι οι δοθείσες από τον υπαίτιο πληροφορίες δεν ήταν αληθινές ή ότι δεν επρόκειτο για εγκληματική οργάνωση διακίνησης ναρκωτικών ή για διακινητή ναρκωτικών, το σχετικό βούλευμα ανακαλείται και η ανασταλείσα ποινική δίωξη κατά του υπαιτίου συνεχίζεται.
4. Για τις χορηγηθείσες από τον υπαίτιο πληροφορίες, συντάσσεται έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα, η οποία αποστέλλεται στον εποπτεύοντα τις υποθέσεις ναρκωτικών εισαγγελέα εφετών κατ’ άρθρο 44 του παρόντος Κώδικα, προκειμένου να λάβει γνώση. Η έκθεση ένορκη εξέτασης μάρτυρα τηρείται σε ειδικό αρχείο της εισαγγελίας, όπου επίσης αποστέλλεται και τηρείται έκθεση της αρμόδιας αρχής η οποία προέβη με βάση τις ανωτέρω πληροφορίες στην εξάρθρωση εγκληματικής οργάνωσης διακίνησης ναρκωτικών ή στην σύλληψη διακινητή ναρκωτικών ουσιών. Των ανωτέρω εκθέσεων λαμβάνουν γνώση μόνο τα μέλη του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου ή δικαστηρίου τα οποία εξετάζουν και αυτεπαγγέλτως τη χορήγηση ή μη των προβλεπόμενων στις ανωτέρω διατάξεις, ευεργετημάτων.
5. Αν οι όροι της παραγράφου 1 συντρέξουν μετά την αμετάκλητη καταδίκη του υπαιτίου, το συμβούλιο πλημμελειοδικών δύναται να διατάξει την απόλυση του από τις φυλακές υφ’ όρον και χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 105 του Π.Κ.
Σωστή η πρόβλεψη του ειδικού αρχείου όπου θα τοποθετείται η κατάθεση του μάρτυρα ( υπαιτίου, ήδη κατηγορουμένου ή καταδικασθέντος) και η αναφορά της αρμόδιας αρχής, ΜΕ ΣΚΟΠΌ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΊΑ ΤΟΥ. Αλλά κατά τη γνώμη μου, το ίδιο θα πρέπει να προβλεφθεί και για το βούλευμα του Συμβουλίου ή την απόφαση του δικαστηρίου που θα κρίνουν σχετικά με τη χορήγηση του ευεργετήματος, αλλιώς η προστασία του μάρτυρα – υπαιτίου, ουσιαστικά αναιρείται, καθόσον στο σκεπτικό του βουλεύματος ή της απόφασης θα αναφέρονται στοιχεία της παραπάνω κατάθεσης ή και της έκθεσης της αρχής.