1. Κάθε εκκρεμής ποινική υπόθεση που αφορά αδίκημα το οποίο διαπράχθηκε μετά την έναρξη ισχύος του Κανονισμού 2017/1939, σύμφωνα με το άρθρο 120 αυτού και εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας:
α. Αναζητείται και γνωστοποιείται αμελλητί σύμφωνα με το άρθρο 24 του Κανονισμού, σε όποιο στάδιο και αν βρίσκεται, στο Γραφείο Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων από τον μέχρι τώρα αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο εισαγγελέα σύμφωνα με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ύστερα από διαβούλευση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 25 του Κανονισμού, εφόσον η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αποφασίσει να ασκήσει την αρμοδιότητά της και ενημερώσει σχετικά, η υπόθεση παραπέμπεται στο Γραφείο Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων.
β. Εφόσον η υπόθεση εκκρεμεί στο ακροατήριο, το δικαστήριο κηρύσσεται αναρμόδιο και αυτή παραπέμπεται στο αρμόδιο δικαστήριο των Αθηνών. Η σχετική δικογραφία διαβιβάζεται στο Γραφείο Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων προς εισαγωγή στο δικαστήριο αυτό.
2. Κάθε αρμόδια ελληνική διοικητική, ελεγκτική, αστυνομική και εν γένει διωκτική, εισαγγελική ή δικαστική υπηρεσία ή αρχή, συμπεριλαμβανομένων των ανεξάρτητων αρχών, η οποία πληροφορείται ή επιλαμβάνεται οποιασδήποτε υπόθεσης, εφόσον αφορά αδίκημα που έχει διαπραχθεί μετά την έναρξη ισχύος του Κανονισμού 2017/1939 και εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ενημερώνει αμελλητί, με ηλεκτρονική ή και με έντυπη αλληλογραφία, το Γραφείο Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων μέσω του αρμόδιου εθνικού εισαγγελέα, σύμφωνα με το άρθρο 24 του Κανονισμού. Ύστερα από διαβούλευση όπως προβλέπεται στο άρθρο 25 του ίδιου Κανονισμού, εφόσον η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αποφασίσει να ασκήσει την αρμοδιότητά της και ενημερώσει σχετικά, η υπόθεση παραπέμπεται κατά το ποινικό της μέρος στο Γραφείο Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων.
3. Η ισχύς του παρόντος αρχίζει ένα (1) μήνα μετά την ολοκλήρωση των διαδικασιών στελέχωσης του γραφείου των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων.