1. Κάθε υποψήφιος για θέση Ευρωπαίου Εντεταλμένου Εισαγγελέα απαιτείται, κατά τον χρόνο της υποβολής της αίτησής του και κατά τον χρόνο του διορισμού του:
α. Να κατέχει τουλάχιστον τον βαθμό του Εισαγγελέα Πρωτοδικών έως και αυτόν του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου,
β. να έχει προϋπηρεσία: αβ) στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας πέντε (5) τουλάχιστον ετών στον βαθμό του Εισαγγελέα Πρωτοδικών, ββ) στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας τριών (3) τουλάχιστον ετών στον βαθμό του Αντεισαγγελέα Εφετών,
γ. να έχει δυνατότητα υπηρέτησης στην Εισαγγελική Αρχή μέχρι την αποχώρησή του, λόγω του ορίου ηλικίας της παρ. 5 του άρθρου 88 του Συντάγματος επί έξι (6) τουλάχιστον έτη για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, ενώ οι Αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα υπηρέτησης μέχρι να αποχωρήσουν επί πέντε (5) τουλάχιστον έτη.
Αν δεν διαθέτουν το προσόν αυτό δύο (2) τουλάχιστον υποψήφιοι αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου αδυνατεί να ενεργήσει αυτεπαγγέλτως σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 9 του παρόντος, επιτρέπονται, κατ’ εξαίρεση, υποψηφιότητες με λιγότερα των πέντε (5) ετών αφυπηρέτησης και εάν δεν υποβληθούν τέτοιες, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ενεργεί αυτεπαγγέλτως, εφαρμοζομένης της παρ. 5 του άρθρου 17 του Κανονισμού 2017/1939, ενόψει της επικείμενης αποχώρησης του διορισθέντος Ευρωπαίου Εντεταλμένου Εισαγγελέα από την εθνική Εισαγγελική Αρχή, πριν από τη λήξη της πενταετούς θητείας του.
2. Κάθε υποψήφιος, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησής του και κατά τον χρόνο του διορισμού του, πρέπει να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α. Να μην του έχει επιβληθεί τα τελευταία πέντε (5) χρόνια πειθαρχική ποινή ανώτερη της επίπληξης,
β. να μην συντρέχει στο πρόσωπό του κάποια από τις περ. δ’, ε’ και στ’ της παρ. 1 του άρθρου 37 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών. Το άρθρο 38 του ίδιου Κώδικα για άρση ή μη του ανωτέρω κωλύματος εφαρμόζεται αναλόγως,
γ. Να έχει πιστοποιημένα καλή γνώση (επιπέδου Β2) της αγγλικής τουλάχιστον γλώσσας.
Η πρακτική εμπειρία από προϋπηρεσία σε όργανα, οργανισμούς, μονάδες ή επιτροπές της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλου διεθνούς οργανισμού, στους σκοπούς του οποίου εντάσσονται η έρευνα, η δίωξη ή η διεθνής δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, ιδίως διαφθοράς και οικονομικού εγκλήματος, συνεκτιμάται.
Επίσης, συνεκτιμώνται η κατοχή διδακτορικού ή μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών, αναγνωρισμένου από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης, στις ποινικές επιστήμες, ή στην εγκληματολογία, ή στο ευρωπαϊκό δίκαιο, ή στο διεθνές δίκαιο, ή στις οικονομικές ή χρηματοοικονομικές επιστήμες, ή σε άλλο συναφή τομέα, ή οι δημοσιεύσεις σημαντικού αριθμού μελετών σε έγκυρα νομικά περιοδικά της ημεδαπής ή αλλοδαπής, με αντικείμενο το εγχώριο, διασυνοριακό ή διεθνές, ηλεκτρονικό και μη, οικονομικό έγκλημα.
Αναφορικά με την τελευταία παραγράφου του άρθρου 8 «Επίσης, συνεκτιμώνται η κατοχή διδακτορικού ή μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών, αναγνωρισμένου από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης, στις ποινικές επιστήμες, ή στην εγκληματολογία, ή στο ευρωπαϊκό δίκαιο, ή στο διεθνές δίκαιο, ή στις οικονομικές ή χρηματοοικονομικές επιστήμες, ή σε άλλο συναφή τομέα, ή οι δημοσιεύσεις σημαντικού αριθμού μελετών σε έγκυρα νομικά περιοδικά της ημεδαπής ή αλλοδαπής, με αντικείμενο το εγχώριο, διασυνοριακό ή διεθνές, ηλεκτρονικό και μη, οικονομικό έγκλημα.» θα ήταν σκόπιμο να διατυπωθεί ως εξής: «Επίσης, συνεκτιμώνται η κατοχή πανεπιστημιακού τίτλων σπουδών, αναγνωρισμένου από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης, στις ποινικές επιστήμες, ή στην εγκληματολογία, ή στο ευρωπαϊκό δίκαιο, ή στο διεθνές δίκαιο, ή στις οικονομικές ή χρηματοοικονομικές επιστήμες, ή σε άλλο συναφή τομέα. Η κατοχή κάθε τίτλου σπουδών στους ανωτέρω τομείς συνεκτιμάται.». Ειδικότερα στις οικονομικές επιστήμες και τυχόν και σε άλλους συναφείς τομείς με τους ανωτέρω ενδέχεται να υπάρξουν υποψήφιοι που δεν είναι κάτοχοι μάστερ αλλά πτυχίου, ήτοι βασικού τίτλου σπουδών που αναγνωρίζεται στην αγορά εργασίας και πιστοποιεί ευρύτερη γνώση του μάστερ καθώς στις προπτυχιακές σπουδές τετραετούς υποχρεωτικής φοίτησης ο φοιτητής διδάσκεται όλη την ύλη της επιστήμης που σπουδάζει και εξετάζεται υποχρεωτικά σ’ αυτή (συνήθως 40-50 μαθήματα), όπως επίσης για τη λήψη του πτυχίου συνήθως απαιτείται, ιδίως στις οικονομικές επιστήμες, η συγγραφή επιστημονικής εργασίας, η λεγόμενη «πτυχιακή εργασία», αντίθετα στα μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών, σε πολλά από τα οποία πλέον εισάγεται ο φοιτητής χωρίς εξετάσεις με απαραίτητο προσόν την κατοχή πτυχίου και παράλληλη υποχρέωση πληρωμής διδάκτρων, τα οποία διαρκούν ένα -ως επί το πλείστον- έως δύο χρόνια, επιλέγονται για διδασκαλία και εξέταση κάποια λίγα από τα μαθήματα του πτυχιακού προγράμματος σπουδών (συνήθως από 6 έως 8 μαθήματα), στα οποία γίνεται εμβάθυνση, και είναι υποχρεωτική η συγγραφή μια επιστημονικής εργασίας, της λεγόμενης «διπλωματικής εργασίας», χωρίς όμως αυτή η εξειδίκευση του μάστερ να μπορεί να συγκριθεί με τη σφαιρική γνώση του επιστημονικού αντικειμένου που πιστοποιεί η κατοχή του πτυχίου ιδίως εάν ο μεταπτυχιακός διπλωματούχος είναι πτυχιούχος άλλου κλάδου σπουδών. Έτσι για παράδειγμα ενώ ο νομικός που έχει μάστερ ενός χρόνου στη Διοίκηση Επιχειρήσεων (Μ.Β.Α.) δεν έχει καλύτερη γνώση της επιστήμης της διοίκησης από τον κάτοχο πανεπιστημιακού τίτλου σπουδών στη Διοίκηση Επιχειρήσεων, με την υπάρχουσα διατύπωση του άρθρου 8 το πτυχίο του δεν θα ληφθεί υπόψη διότι είναι πτυχίο και όχι μεταπτυχιακό. Ως εκ τούτου θα πρέπει να διορθωθεί η διατύπωση του άρθρου προκειμένου να συμπεριλάβει όλους τους τίτλους σπουδών στους ανωτέρω τομείς που έχουν αναγνωριστεί από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης. Επιπλέον, με γνώμονα την όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική επιλογή του Ευρωπαίου Εισαγγελέα και των Εντεταλμένων Ευρωπαίων Εισαγγελέων θεωρώ ότι και τα συνεκτιμώμενα κριτήρια επιλογής αυτών θα πρέπει να είναι αντικειμενικά, όπως είναι και τα βασικά κριτήρια επιλογής. Επειδή το ζητούμενο είναι η γνώση των ανωτέρω επιστημονικών αντικειμένων, θα πρέπει αυτή να πιστοποιείται αντικειμενικά, όπως συμβαίνει και με την γνώση της Αγγλικής γλώσσας που πρέπει να είναι πιστοποιημένα καλή επιπέδου Β2, και τούτο εν προκειμένω μπορεί να γίνει μόνο με κριτήριο την κατοχή τίτλων σπουδών αναγνωρισμένων από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης, οπότε οποιοδήποτε άλλο κριτήριο, όπως οι δημοσιεύσεις σημαντικού αριθμού μελετών (πόσες μελέτες άραγε είναι αντικειμενικά σημαντικός αριθμός;), θα πρέπει να απαλειφθεί ως συνεκτιμώμενο προσόν για την επιλογή. Φρονώ δε ότι η σε βάθος γνώση όλων των ανωτέρω επιστημονικών τομέων (ποινικών επιστημών, εγκληματολογίας, ευρωπαϊκού δικαίου, διεθνούς δικαίου, οικονομικών ή χρηματοοικονομικών επιστημών) θα είναι απαραίτητη και σε κάθε περίπτωση πολύτιμη για την επιτέλεση των συγκεκριμένων ιδιαίτερων εισαγγελικών καθηκόντων, γι΄αυτό είναι σκόπιμο να συνεκτιμάται η πιστοποιημένη γνώση όλων αυτών των επιστημονικών κλάδων και κάθε τίτλος σπουδών στους συγκεκριμένους τομείς να συνεκτιμάται ιδιαίτερα για την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου διότι με την διαζευκτική απαρίθμηση των ανωτέρω επιστημονικών πεδίων εάν κάποιος υποψήφιος έχει πιστοποιημένη γνώση σε ένα από αυτά θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι δεν συνεκτιμώνται όλα αλλά ένα από αυτά ως συνεκτιμώμενο προσόν. Τα συνεκτιμώμενα κριτήρια, τόσο για την επιλογή του Ευρωπαίου Εισαγγελέα όσο και για την επιλογή των Εντεταλμένων Ευρωπαίων Εισαγγελέων, θα πρέπει να είναι αντικειμενικά ούτως ώστε να είναι πιο πιθανό να επιλεγούν οι ικανότεροι γι’ αυτές τις θέσεις.
Στο άρθρο 17 § 2 του Κανονισμού EPPO προβλέπεται ότι οι Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς -εκτόσ άλλων προσόντων- «οφείλουν να διαθέτουν τα αναγκαία προσόντα και την ανάλογη πρακτική εμπειρία στο εθνικό νομικό τους σύστημα». Είναι αυτονόητο ότι η σχετική πρακτική εμπειρία στο εθνικό νομικό σύστημα, συναρτάται με το χειρισμό υποθέσεων συναφών με εκείνες τις οποίες οι ΕΕΕ θα κληθούν να χειριστούν [άρθρο 22 Κανονισμού EPPO, Οδηγία PIF, άρθρα 23-25 Ν 4896/2020] δηλαδή οικονομικό έγκλημα, συχνά με διασυνοριακή διάσταση, με χρήση μέσων διεθνούς δικαστικής συνεργασίας (λ.χ. έρευνες στο χρηματοοικονομικό τομέα, EAW, EIO, MLA κ.λπ). Επομένως, προκειμένου να επιλεγούν οι καταλληλότεροι για τις θέσεις των ΕΕΕ, είναι απαραίτητο να διαπιστώνεται ότι οι υποψήφιοι έχουν την ανάλογη, ειδική πρακτική εμπειρία. Άλλωστε, η ύπαρξη των ειδικών αυτών προσόντων [τα οποία θα πρέπει στο πρόσωπο των υποψηφίων ΕΕΕ να συντρέχουν σε μικρότερο μεν βαθμό, αλλά κατ’ αναλογία των αντίστοιχων που ζητούνται για τον υποψήφιο Ευρωπαίο Εισαγγελέα, σύμφωνα με το άρθρο 16 § 1 (γ) του Κανονισμού EPPO] θα τεκμηριωθεί και από το συλλογικό όργανο του EPPO προκειμένου να τους διορίσει. Επομένως, δεν αρκεί απλή πρακτική εμπειρία των υποψηφίων (προσδιοριζόμενη λ.χ. με χρονικά μόνο κριτήρια), αλλά ειδική τέτοια εμπειρία που θα προκύπτει από τις θέσεις όπου έχουν υπηρετήσει, ασχολούμενοι με υποθέσεις παρεμφερείς με τις εμπίπτουσες στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του EPPO.
Παρά τα ανωτέρω, στη διάταξη του άρθρου 8 του Σχεδίου Νόμου, δεν γίνεται καμμία αναφορά στη σχετική πρακτική εμπειρία των υποψηφίων ΕΕΕ.
Είναι, επομένως, αναγκαίο να προστεθεί στη διάταξη του άρθρου 8 § 2 του παρόντος σχεδίου νόμου, ως επιπλέον προϋπόθεση που πρέπει να πληρούται (και όχι ως συνεκτιμώμενο στοιχείο) για τους υποψηφίους ΕΕΕ, «η ανάλογη πρακτική εμπειρία στο εθνικό νομικό σύστημα, η οποία μπορεί ιδίως να τεκμηριώνεται από την ενασχόληση με υποθέσεις οικονομικού εγκλήματος, στις έρευνες στο χρηματοοικομικό τομέα και στη διεθνή δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις»
Στη διάταξη του άρθρου 8 § 1 ορίζεται ότι «καθένας υποψήφιος για τη θέση ΕΕΕ απαιτείται …(α) να κατέχει τουλάχιστον τον βαθμό του εισαγγελέα πρωτοδικών έως και αυτόν του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Να έχει προϋπηρεσία (αβ) πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας τουλάχιστον πέντε (5) ετών στο βαθμό του εισαγγελέα πρωτοδικών».
Επιπλέον, στη διάταξη του άρθρου 12 ορίζεται ότι «σε περίπτωση προαγωγής ο Ευρωπαίος Εντεταλμένος Εισαγγελέας συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντα, τα οποία του ανατέθηκαν κατά το διορισμό του, σύμφωνα με το βαθμό που τότε κατείχε, μέχρι τη λήξη της θητείας του».
Εντοπιζόμενο πρόβλημα : Η απαίτηση να είναι ο υποψήφιος ΕΕΕ του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας ήδη 5 έτη στο βαθμό του Εισαγγελέα Πρωτοδικών πρόκειται να δημιουργήσει προβλήματα, καθώς (α) αποκλείει από την υποψηφιότητα για τη θέση του ΕΕΕ άριστους εισαγγελείς που είτε δεν έχουν ακόμη το βαθμό του Εισαγγελέα Πρωτοδικών ή έχουν μεν το βαθμό, αλλά δεν έχουν ήδη 5 έτη σε αυτόν, (β) στο βαθμό του Εισαγγελέα Πρωτοδικών, όσοι βρίσκονται ήδη επί 5 έτη, πρόκειται σύντομα να προαχθούν στο βαθμό του Αντεισαγγελέα Εφετών, ενώ η θητεία τους στο σχέδιο νόμου προβλέπεται 5 ετής και (γ) η τρέχουσα διάταξη του άρθρου 12 του σχεδίου νόμου που προβλέπει ότι, προαχθέντες κατά την 5ετή θητεία τους, οι ΕΕΕ συνεχίζουν να ασκούν τα καθήκοντα που τους είχαν ανατεθεί κατά το διορισμό τους, πρόκειται -εάν δεν τροποποιηθεί ο ΚΠΔ- να δημιουργήσει δικονομικά προβλήματα ακυροτήτων και προσφυγών, καθόσον αφορά στους ΕΕΕ του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας (που θα είναι οι περισσότεροι στην περίπτωση της Ελλάδας), οι οποίοι αποκλειστικά, κατά τον ΚΠΔ, ασκούν την ποινική δίωξη. Σε αυτή την περίπτωση θα επηρεαστεί αρνητικά το έργο των ΕΕΕ αλλά και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας ως όλου. Σε άλλα κράτη που μετέχουν στον EPPO, έχει επιλεγεί να ζητείται οι υποψήφιοι για τις θέσεις των ΕΕΕ να έχουν ελάχιστη προϋπηρεσία-εμπειρία τουλάχιστον περί τα 7-8 έτη.
Πρόταση : Θα ήταν σκόπιμο να αναδιατυπωθεί η διάταξη του άρθρου 8 § 1 (α) (αβ) του νομοσχεδίου, ώστε να προβλέπει ότι : «1. Καθένας υποψήφιος για θέση ΕΕΕ απαιτείται, τόσο κατά το χρόνο της υποβολής της αίτησής του όσο και κατά το χρόνο του διορισμού του : (α) Να κατέχει τουλάχιστον το βαθμό του αντεισαγγελέα πρωτοδικών ως και αυτόν του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. (β) Να έχει προϋπηρεσία : i) στον μεν πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας τουλάχιστον επτά (7) ετών (…)».
Με αυτή τη διατύπωση, μπορεί να απαλειφθεί η προβληματική, κατά την άποψή μας, διάταξη του άρθρου 12 του σχεδίου νόμου, καθώς οι διορισθέντες ΕΕΕ του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, θα προέρχονται από μεγαλύτερη «δεξαμενή» ικανών υποψηφίων, θα έχουν ικανό χρόνο να παραμείνουν στο βαθμό τους και να ασκούν την ποινική δίωξη, σύμφωνα με τον ΚΠΔ, αποφεύγοντας τον κίνδυνο ακυροτήτων κ.λπ., στην περίπτωση που προάγονταν και, παρόλα αυτά ασκούσαν ποινική δίωξη όντας αντεισαγγελείς εφετών.Επιπλέον, η λύση αυτή (του ελάχιστου χρόνου προϋπηρεσίας, χωρίς άλλες διακρίσεις) έχει ήδη ακολουθηθεί και από τα άλλα κράτη-μέλη που μετέχουν στον EPPO για την επιλογή των ΕΕΕ.