Άρθρο 94: Προαγωγές

Η παράγραφος 5 του άρθρου 49 του ν. 1756/1988 αντικαθίσταται και στο ίδιο άρθρο προστίθενται νέες παράγραφοι 6, 7 , 8, 9 και 10 ως εξής:
«5. Η προαγωγή στους βαθμούς του συμβούλου της Επικρατείας, του αρεοπαγίτη, του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του συμβούλου και αντεπιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του επιτρόπου και αντεπιτρόπου των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, του προέδρου και εισαγγελέα εφετών των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και του προέδρου εφετών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, γίνεται κατ’ απόλυτη εκλογή και προϋποθέτει την ύπαρξη εξαιρετικών προσόντων στο πρόσωπο των ανωτέρω δικαστικών λειτουργών που έχουν τα τυπικά προσόντα.
6. Ως κατ’ εκλογή προακτέοι κρίνονται, οι λοιποί δικαστικοί λειτουργοί, πλην των αναφερομένων στην προηγούμενη παράγραφο, οι οποίοι συγκεντρώνουν σε ικανό βαθμό τα πιο πάνω ουσιαστικά προσόντα και μπορούν να ανταποκριθούν πλήρως στα καθήκοντα του ανώτερου βαθμού. Σε όλες τις περιπτώσεις προαγωγής της κατηγορίας αυτής, η προαγωγή ποσοστού 20% γίνεται με τα κριτήρια της προηγούμενης παραγράφου.
7. Για την εκτίμηση των ουσιαστικών προσόντων των κρινομένων, λαμβάνονται υπόψη οι εκθέσεις επιθεώρησης, οι ατομικοί φάκελοι και κάθε άλλο πρόσφορο στοιχείο.
8. Οι αποφάσεις του οικείου ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου και της οικείας ολομέλειας πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να είναι πλήρως αιτιολογημένες. Τα μέλη τους μπορούν να στηρίζουν αιτιολογημένα την κρίση τους και στην προσωπική τους αντίληψη ως προς την ικανότητα των κρινομένων για την απονομή της δικαιοσύνης και τα εν γένει προσόντα τους.
9. Δεν προάγεται στον επόμενο βαθμό, δικαστής ο οποίος καθυστερεί αδικαιολόγητα τη δημοσίευση και θεώρηση των αποφάσεων που εκδίδει, καθώς και εισαγγελικός λειτουργός ο οποίος καθυστερεί αδικαιολόγητα την επεξεργασία των δικογραφιών που του ανατίθενται, εκτός αν το οικείο συμβούλιο αιτιολογήσει ειδικά τους λόγους της κατά παρέκκλιση προαγωγής. Αδικαιολόγητη είναι η καθυστέρηση όταν: α) η απόφαση δεν δημοσιεύεται μέσα σε διάστημα έξι μηνών από τη συζήτηση, β) προκειμένου για υποθέσεις ασφαλιστικών, όταν η απόφαση δεν εκδίδεται μέσα σε ένα μήνα, γ) προκειμένου για θεώρηση όταν αυτή γίνεται πέρα από ένα μήνα., δ)προκειμένου περί εισαγγελικών λειτουργών όταν η επεξεργασία και μη επιστροφή της δικογραφίας καθυστερεί πέρα από τέσσερες μήνες.
10. Μη προακτέος κρίνεται ο δικαστικός λειτουργός ο οποίος έχει τιμωρηθεί πειθαρχικά σε οποιαδήποτε ποινή για καθυστέρηση στην εν γένει εκτέλεση των καθηκόντων του, τουλάχιστον δύο φορές την τελευταία επταετία».

  • 25 Δεκεμβρίου 2011, 00:49 | Νίκος

    Με τις ανωτέρω διατάξεις, δεν βελτιώνεται η απόδοση της δικαιοσύνης, αλλά ανοίγουν οι ασκοί της καχυποψίας και της μερο(ανυπο)ληψίας στο δικαστικό σώμα. Η Δικαιοσύνη μέχρι σήμερα θωράκιζε την ανεξαρτησία της με το αδιάβλητο σύστημα προαγωγής του δικαστικού λειτουργού. Οι προς θέσπιση διατάξεις του άρθρου 94 απλά… σπείρουν ανέμους και είναι προφανώς γνωστό ποίο θα είναι το προϊόν του θερισμού. Δυστυχώς.

    Πολύ φοβάμαι ότι με τέτοιες διατάξεις θα επέλθει βαθιά κρίση στο δικαιοδοτικό οικοδόμημα στη χώρα μας και θα αποψιλώσει κάθε προσπάθεια ενίσχυσης του διεθνούς κύρους που χαίρει μέχρι σήμερα η Ελληνική Δικαιοσύνη.

  • 24 Δεκεμβρίου 2011, 00:10 | Αντώνης Πλακίδας, Πρόεδρος Εφετών

    Το κριτήριο του αδικαιολόγητου για την καθυστέρηση δεν επιτρέπεται να είναι απόλυτα τυποποιημένο και μάλιστα προσανατολισμένο αυστηρά κι αποκλειστικά μόνο στο χρόνο, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του δεκάδες άλλες παραμέτρους που μπορεί να συντρέχουν. Αντίθετα, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο πρέπει να έχει ελευθερία και να μη δεσμεύεται κατά την εκτίμηση της συνδρομής του ή μη.

  • 23 Δεκεμβρίου 2011, 17:07 | Θύμιος Θυμάρης

    Προς τους δικαστές: Ξεχάστε αυτά που ξέρατε. Δεν θέλουμε ανεξαρτησία και πράσινα άλογα. Ούτε ευθυκρισία, ούτε ήθος ούτε άλλα κουραφέξαλα. Θέλουμε υπάκουους και πειθαρχημένους δικαστές. Έτοιμους να εκτελέσουν πάραυτα τις άνωθεν εντολές. Θέλουμε δικαστές-νομικούς της θεωρίας και όχι της πράξης. Να δημοσιεύουν μελέτες για το αν το αυγό γέννησε την κότα ή η κότα το αυγό και όχι αιτιολογημένες και ορθές δικαστικές αποφάσεις. Αν δεν γουστάρετε να φύγετε. Θα βρούμε άλλους για να πετύχουμε το σκοπό μας. Για να μη σας πω ότι στο φινάλε δεν χρειαζόμαστε ελληνική δικαιοσύνη. Έχουμε την ευρωπαϊκή.

  • Άρθρο 94
    Κρίνεται μη ορθή η ρύθμιση για κατ’ εκλογή προαγωγή στους υπόλοιπους- πλην των ανωτάτων – βαθμούς, διότι θα υπάρχει κίνδυνος δημιουργίας σχέσεων αλληλεξάρτησης ανώτερων και κατώτερων δικαστικών λειτουργών, ενώ, άλλωστε το κριτήριο ποιοι είναι οι αξιότεροι είναι λίαν υποκειμενικό και εξαρτάται και από την προσωπική αντίληψη των μελών του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου, που αποφασίζει τις προαγωγές, όπως προβλέπεται στην προτεινόμενη διάταξη, καθώς και του επιθεωρητή. Άλλωστε, είναι αδύνατον να υπάρξει αξιολόγηση της εξαιρετικής ικανότητας των δικαστών, αφού αυτοί υπηρετούν σε διαφορετικά δικαστήρια με διαφορετικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά δυσκολίας ή και σε διαφορετικά τμήματα με άλλο βαθμό δυσκολίας ή λόγω αρχαιότητας χρεώνονται εξ ορισμού δυσκολότερες υποθέσεις οι οποίες και απαιτούν περισσότερο χρόνο για την έκδοση απόφασης. Άλλωστε, υπό το ισχύον καθεστώς προαγωγών, δικαστές , οι οποίοι για οποιοδήποτε λόγο ασκούν πλημμελώς τα καθήκοντα τους ή θεωρούνται ανεπαρκείς (δεν αφορά αυτό την πλειοψηφία των δικαστικών λειτουργών), κρίνονται μη προακτέοι.
    Παρ. 9
    Η διάταξη της παρ. 9 σύμφωνα με την οποία δεν κρίνεται προακτέος δικαστικός λόγω αδικαιολόγητης καθυστέρησης στη δημοσίευση και θεώρηση των αποφάσεων είναι ασαφής διότι δεν προσδιορίζει το χρονικό διάστημα, εντός του οποίου λαμβάνουν χώρα οι ανωτέρω ενέργειες, προκειμένου ο δικαστικός λειτουργός να κριθεί ως μη προακτέος. Επίσης, η περιοριστική αναφορά των λόγων για τους οποίους δικαστικός λειτουργός κρίνεται ως μη προακτέος, δεν παρέχει στο οικείο δικαστικό συμβούλιο τη διακριτική ευχέρεια να εκτιμήσει συνολικά την υπηρεσιακή απόδοση του δικαστικού λειτουργού (π.χ. η δημοσίευση μεγάλου αριθμού αποφάσεων σε σύντομο χρονικό διάστημα, λ.χ. μικρότερο του τετραμήνου, θα πρέπει να συνεκτιμάται σε περίπτωση καθυστέρησης στη θεώρηση των αποφάσεων). Επίσης, δε λαμβάνει υπόψη ειδικούς λόγους, που μπορεί να προκαλέσουν την καθυστέρηση της δημοσίευσης δικαστικών αποφάσεων (π.χ. έγκαιρη παράδοση των σχεδίων αποφάσεων και δικογραφιών στον πρόεδρο και καθυστέρηση του τελευταίου στη δημοσίευση της απόφασης, διενέργεια μειοψηφίας στην απόφαση_). Περαιτέρω, η προτεινόμενη ρύθμιση της περ. β’ είναι αόριστη ως προς το εύρος εφαρμογής της, καθότι δεν ορίζει εάν εφαρμόζεται στην περίπτωση αποφάσεων επί αιτήσεων αναστολής, αφού η περίπτωση β’ αναφέρεται στις περιπτώσεις «ασφαλιστικών μέτρων». Αλλά εάν θεωρηθεί ότι εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις αυτές, η πρόβλεψη υποχρέωσης δημοσίευσης της σχετικής απόφασης εντός μηνός από τη δημοσίευση της είναι υπερβολικά αυστηρή, αφού το χρονικό αυτό διάστημα μπορεί να αποδειχθεί μικρό, ενόψει και του συνολικού φόρτου εργασίας ενός δικαστή και της δυσκολίας της συγκεκριμένης υπόθεσης (π.χ. έρευνα δικαιοδοσίας), έστω και στο στάδιο της αίτησης αναστολής, το οποίο, όμως σε πλείστες περιπτώσεις, έχει αποδειχθεί ότι είναι και το πλέον σημαντικό (π.χ. υποθέσεις καταστημάτων, κατασχέσεων ακινήτων κλπ). Όλες οι ανωτέρω παραλείψεις, οι οποίες, σύμφωνα με την προτεινόμενη ρύθμιση, αποτελούν λόγους μη προαγωγής δικαστικού λειτουργού, θα πρέπει να συνιστούν μόνον πειθαρχικά παραπτώματα αυτού και ειδικότερα το παράπτωμα της περίπτωσης ε’ της παρ. 2 του άρθρου 107 του Κώδικα Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (αδικαιολόγητη καθυστέρηση της εκτέλεσης των υπηρεσιακών καθηκόντων). Εξάλλου, η πρόβλεψη ως λόγου μη προαγωγής δικαστικού λειτουργού της μη δημοσίευσης απόφασης εντός 6 μηνών από τη συζήτηση της υπόθεσης αντιφάσκει με τη ρύθμιση της προαναφερόμενης διάταξης της περίπτωσης ε’ της παρ. 2 του άρθρου 107 του Κώδικα Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, σύμφωνα με την οποία θεωρείται ότι συντρέχει αδικαιολόγητη καθυστέρηση της εκτέλεσης των υπηρεσιακών καθηκόντων του δικαστικού λειτουργού σε περίπτωση μη δημοσίευσης της απόφασης εντός 8 μηνών από τη συζήτηση της.

  • 22 Δεκεμβρίου 2011, 13:18 | Έλενα Πέτρου

    ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΝΑ ΠΡΟΑΓΟΝΤΑΙ ΔΙΚΑΣΤΕΣ ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΡΚΗ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ,ΓΝΩΣΕΙΣ ΞΕΝΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ ΚΑΙ ΑΝΗΣΥΧΙΕΣ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ!ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ Η ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ?ΑΣ ΔΕΧΤΟΥΜΕ ΟΤΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΑΝ Η ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΣΤΗΝ ΕΔΡΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΗΓΟΥΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΟΙ.ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΞΙΟΛΟΓΟΙ ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΕΟΙ ΔΙΚΑΣΤΕΣ ΜΕ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΑ,ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΑ,ΓΛΩΣΣΟΜΑΘΕΙΣ ΚΑΙ ΓΝΩΣΤΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΟΥ ΑΞΙΖΟΥΝ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΚΑΙ ΕΧΟΥΝ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΟΥΝ ΣΤΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΜΑ!ΝΑ ΜΗΝ ΠΡΟΑΓΟΝΤΑΙ ΕΝ ΤΕΛΕΙ ΟΛΟΙ!

  • 21 Δεκεμβρίου 2011, 15:38 | Λαμπρινή

    Επιτέλους! Καταργήθηκε η αξιοκρατία και στις προαγωγές των δικαστικών λειτουργών! Μόνον, που θα πρέπει να ψηφιστεί και μια ερμηνευτική του άρθρου αυτού διάταξη, που να ξεκαθαρίζει πού πρέπει να οργανωθεί και πόσο πρέπει να κοιμίσει την ηθική του ο Πρωτοδίκης που θέλει να γίνει Πρόεδρος και πόσο, αντίστοιχα, αμελής μπορεί να γίνει ο Πρόεδρος Πρωτοδικών που θέλει να μείνει Πρόεδρος και να μην γίνει Εφέτης.

  • 20 Δεκεμβρίου 2011, 14:06 | Αθανάσιος Παπαδόπουλος

    Ο νομοθέτης πρέπει να εξειδικεύσει τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία ένας δικαστής έχει «εξαιρετικά» προσόντα και, συνεπώς, μπορεί να προαχθεί σε ανώτατο δικαστή κατ’ εξαίρεση και όχι με τη σειρά του. Τέτοια κριτήρια θεωρώ ότι μπορεί να είναι οι σπουδές του, π.χ. ένα διδακτορικό, η παρουσία του στον επιστημονικό διάλογο (άρθρα, μελέτες στο νομικό τύπο, συμμετοχή σε επιστημονικά συνέδρια κλπ), η γνώση ξένων γλωσσών, η ποιότητα και η ταχύτητα στις αποφάσεις και τα βουλεύματά του («ορθή και ταχεία» απονομή δικαιοσύνης θέλουμε), η κοινωνική του δραστηριότητα κ.λ.π. Ετσι δεν θα μπορεί κανείς να αμφισβητήσει την κατ’ εξαίρεση προαγωγή. Οι ανώτατες εξάλλου θέσεις της δικαστικής ιεραρχίας (από πρόεδρο ή εισαγγελέα εφετών και πάνω) πρέπει να προκηρύσσονται, όπως γίνεται στην ελβετία, τη γερμανία και τα ευρωπαικά δικαστήρια, για να μπορεί να θέτει υποψηφιότητα όποιος δικαστής ή εισαγγελέας (που έχει τα τυπικά προσόντα) το επιθυμεί.Η ποσόστωση είναι επισφαλής, επειδή σε δεδομένη στιγμή μπορεί να μην υπάρχει επαρκής αριθμός υποψηφίων που θα συγκεντρώνει τα «εξαιρετικά» αυτά τα προσόντα, οπότε οι θέσεις καλύτερα να μένουν κενές ή – τέλος πάντων – να γίνονται προαγωγές με βάση την επετηρίδα.

  • 20 Δεκεμβρίου 2011, 08:15 | Σπύρος Γεωργουλέας, Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών

    Θεωρώ ότι το υπάρχον σύστημα κρίσεως και προαγωγής από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, παρά τις όποιες αδυναμίες του, είναι το μόνο ενδεδειγμένο για τον απλό λόγο ότι εκκινεί από ένα αναμφιβόλως αντικειμενικό κριτήριο : την αρχαιότητα. Εάν ο κατ’ αρχήν προακτέος κατ’ αρχαιότητα δικαστικός λειτουργός κρίνεται ανεπαρκής προς άσκηση των καθηκόντων του επομένου βαθμού, απλώς παραλείπεται και τη θέση του καταλαμβάνουν οι επόμενοι κατ’ αρχαιότητα συνάδελφοι, εάν δε οι λόγοι, οι οποίοι επιβάλλουν την παράλειψη, ισχύουν και σε επόμενες κρίσεις, ο δικαστικός λειτουργός πρέπει να κρίνεται εκ νέου μη προακτέος. Χωρίς να θέλω να αμφισβητήσω εκ των προτέρων την εμπειρία και τις καλές προθέσεις των εκάστοτε μελών του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, πιστεύω ότι είναι εξαιρετικώς επικίνδυνη η εισαγωγή όλως αορίστων εννοιών, όπως τα «εξαιρετικά προσόντα», ενώ εισαγωγή της όποιας ποσοστώσεως είναι κατ’ εμέ αδιανόητη, διότι η ικανότητα του δικαστικού λειτουργού δεν κρίνεται «επί τοις εκατό». Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα προστατευθεί το κύρος της Δικαιοσύνης και της φυσικής ηγεσίας της από κακόβουλα σχόλια τρίτων. Άλλωστε, είναι γνωστό το παλαιό ρητό ότι «Η γυναίκα του Καίσαρα δεν πρέπει μόνο να είναι τίμια, αλλά και να φαίνεται». Τέλος, είναι άδικη και ιδιαιτέρως σκληρή η πρόβλεψη ότι ο δικαστής κρίνεται μη προακτέος ως «αδικαιολογήτως καθυστερήσας», εάν δεν δημοσιεύσει την απόφαση εντός έξι μηνών κλπ. Δηλαδή, η καθυστέρηση είναι «αδικαιολόγητη», μόνο εάν παρέλθει η όποια προθεσμία; Και αν ο δικαστής ή μέλος της οικογενείας του έχει την ατυχία να ασθενήσει, θα τιμωρηθεί γι’ αυτό; Με τη διάταξη αυτή δεν επιταχύνεται η απονομή της δικαιοσύνης, αλλά, αντιθέτως, με ασφάλεια προβλέπεται ότι οι δικαστικές αποφάσεις, υπό τη σπάθη της πειθαρχικής διώξεως και της παραλείψεως, θα είναι πρόχειρες, ρηχές και εσφαλμένες. Εάν, παρ’ όλα αυτά, η Πολιτεία επιμένει στην εισαγωγή αυτής της αδίκου διατάξεως, τουλάχιστον ας αυξήσει κατά δύο τουλάχιστον μήνες τα αναφερόμενα σ’ αυτήν χρονικά διαστήματα. Αυτό απαιτεί η υπάρχουσα σκληρή πραγματικότητα, κυρίως στα μεγάλα Δικαστήρια της χώρας.

  • 19 Δεκεμβρίου 2011, 19:06 | Πρωτοδίκης Δ.Δ.

    Το εξάμηνο πρέπει να ξεκινάει από τότε που είναι διαθέσιμη η δικογραφία για το δικαστή και όχι από τη συζήτηση. Εκτός από την προθεσμία για τα υπομνήματα, πολλές φορές δίνονται μεγάλες προθεσμίες για νομιμοποίηση, με αποτέλεσμα η δικογραφία να είναι διαθέσιμη μετά από ένα μήνα. Γιατί να επιρριφθεί αυτό το βάρος στο δικαστή, ενώ δεν ευθύνεται;

  • 18 Δεκεμβρίου 2011, 18:47 | Γιώργος Κτιστάκης Αντεισαγγελέας Εφετών

    Είναι τόσο απλό να τεθούν αντικειμενικά κριτήρια για τις προαγωγές που κάθε άλλη ρύθμιση φέρνει στο νου αυτό που έλεγαν παλαιότεροι δικαστικοί περί »αλεξιπτωτιστών» που ξαφνικά (όχι από τον ουρανό θα βρεθούν στη γη) θα βρεθούν από τη γη στον ουρανό. Υπό το πρίσμα αυτό θα εκληφθεί ως άλλοθι το ποσοστό του 20%. Σε κάθε περίπτωση ο τρόπος επιθεώρησης θα πρέπει να αλλάξει και να μην περιορίζεται στις πέντε εποφάσεις ή βουλεύματα, αλλά να καλύπτει όλη την εργασία του κάθε δικαστικού για το επιθεωρούμενο διάστημα. Πέντε αποφάσεις όλοι μπορούν να τις επιμεληθούν, αν όμως τις επιμελούνται όλες, τότε κάτι διαφορετικό μπορεί να σημαίνει για την ποιότητα του συγκεκριμένου δικαστικού. Όπως κάτι άλλο μπορεί να σημαίνει το να »στέκονται» οι αποφάσεις, βουλεύματα κλπ σε δεύτερο ή και τρίτο βαθμό. Αυτό γιατί να μην εκτιμηθεί; Ας παραθέσω μια πραγματική ιστορία: Συμβούλιο Εφετών εκδίδει ένα βούλευμα με τη σύμφωνη πρόταση του Εισαγγελέα. Ο κατηγορούμενος ασκεί αναίρεση και ο Άρειος Πάγος το αναιρεί, »διότι δεν προκύπτει ότι ελήφθη υπόψη, πέραν της αναφοράς στα χ’,ψ’,ω’ έγγραφα, μια λογιστική πραγματογνωμοσύνη». Η δικογραφία επανέρχεται στο Συμβούλιο Εφετών που αποφαίνεται ξανά και πάλι με σύμφωνη εισαγγελική πρόταση για την παραπομπή, αγνοώντας ξανά την πραγματογνωμοσύνη. Ακολουθεί νέα αναίρεση από τον Α.Π. Την τρίτη φορά πράγματι η πραγματογνωμοσύνη γίνεται αντικείμενο εξονυχιστικής μελέτης και αυτή τη φορά η πρόταση είναι απαλλακτική και το βούλευμα επίσης. (Ποιος έκανε λόγο για καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης άραγε;) Γιατί αυτό το περιστατικό να μην τύχει αξιολόγησης κατά την επιθεώρηση; Η προτεινόμενη ρύθμιση δεν είναι σωστή. Σωστά θα είναι αφενός τα αντικειμενικά κριτήρια και αφετέρου η ριζική αλλαγή του τρόπου επιθεώρησης και η συνολική αξιολόγηση του επιθεωρούμενου.

  • 18 Δεκεμβρίου 2011, 13:31 | Νίκος

    Επιμένω! Όσο η συζήτηση επικεντρώνεται στη σκοπιμότητα της συγκεκριμένης νομοθετικής πρόβλεψης, στο αν δηλαδή όσα προβλέπονται στο άρθρο 94 του νομοσχεδίου είναι στη σωστή ή λάθος κατεύθυνση, τόσο αναγνωρίζεται η δυνατότητα στον κοινό νομοθέτη να επιτάσσει – υποδεικνύει στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο πως να αποφασίζει για τις προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις και την εν γένει υπηρεσιακή εξέλιξη των δικαστών. Τέτοια δυνατότητα ο κοινός νομοθέτης δεν την έχει, την αποκλείει το άρθρο 90 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος. Πρέπει αυτό να γίνει κτήμα όλων. Το διακύβευμα είναι η διασφάλιση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο είναι, με βάση το Σύνταγμα, απολύτως ελεύθερο να αποφασίζει και δεν μπορεί να περιορίζεται από τη βούληση του κοινού νομοθέτη, όσο καλές και αν είναι οι προθέσεις του τελευταίου. Δικαιούται να αποφασίσει την προαγωγή του νεώτερου πρωτοδίκη, εφέτη, αρεοπαγίτη, χωρίς να λάβει υπόψη καμία επετηρίδα, αν πράγματι ο κρινόμενος δικαστής αποτελεί φαινόμενο (και εδώ μπαίνει το ζήτημα της επιθεώρησης – αξιολόγησης των δικαστών). Ο κοινός νομοθέτης δεν δικαιούται, όμως, να υποδεικνύει στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο προαγωγές κατά προτεραιότητα ούτε να απαγορεύει την προαγωγή άλλων. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο δεν είναι το αντίστοιχο του – επί παραδείγματι – ανωτάτου συμβουλίου κρίσεων των ενόπλων δυνάμεων. Οι ένοπλες δυνάμεις του Κράτους βρίσκονται σε σχέση εξάρτησης – υποταγής προς την εκτελεστική εξουσία και υπόκεινται στον κοινοβουλευτικό έλεγχο – αλίμονο αν αυτό δεν συνέβαινε. Η Δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη πολιτειακή λειτουργία και το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο είναι ταγμένο να διαφυλάσσει την ανεξαρτησία της, χωρίς καμία επιφύλαξη υπέρ του κοινού νομοθέτη. Σε αυτό απόκειται κάθε φορά να κρίνει απολύτως ελεύθερα και με βάση τα κριτήρια που το ίδιο θέτει.

  • 17 Δεκεμβρίου 2011, 19:30 | Αγάπη Κεπεσίδου

    Ο «καλός» δικαστής δεν φοβάται ούτε τη σύγκριση ούτε την αλήθεια. Οποιος ήταν υπηρεσιακά επαρκής σε όλη την έως τώρα διάρκεια της δικαστικής του σταδιοδρομίας, ενδιαφερόταν για την επιστήμη του και ήταν απολύτως προσηλωμένος στα καθήκοντά του, όχι δεν αντέχει να περιμένει να συνταξιοδοτηθεί μετά από 40 χρόνια υπηρεσίας (…χαίρε τρόικα) ο μέτριος συνάδελφός του για να προαχθεί μετά, στα 60 του τουλάχιστον, γέρος πια και ανίκανος να προσφέρει, στον ανώτατο βαθμό. Ο δικαστής εξάλλου πρέπει να συνταξιοδοτείται υποχρεωτικά στα 65 του και σε κάθε περίπτωση, όταν συμπληρώσει πλήρη συντάξιμη υπηρεσία για να κενώνονται έτσι οι ανώτερες θέσεις και να μπορούν οι νεότεροι να ανέλθουν ιεραρχικά για να δουλέψουν με μεράκι για τη δικαιοσύνη. Ολοι μας πάντως πρέπει να αποκτήσουμε και το ήθος και την ειλικρίνεια να αναγνωρίζουμε ότι και νεότεροι συνάδελφοί μας μπορεί να είναι καλύτεροι από εμάς. Διαφορετικά θα βλέπουμε ολοένα και περισσότερο επηρμένους, αλαζόνες, δοκησίσοφους και τελικά ανερμάτιστους ανθρώπους γύρω μας. Υπάρχουν δυστυχώς πολλοί τέτοιοι – νέοι κυρίως – δικαστές. Δυστυχώς…

  • 17 Δεκεμβρίου 2011, 18:20 | ΑΝΔΡΕΑΣ Ζ.

    Η προτεινόμενη ρύθμιση της §6 πρέπει να αποσυρθεί από το σχέδιο νόμου. Πλανάται όποιος θεωρεί ότι η εφαρμογή της θα βελτιώσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την απονομή της δικαιοσύνης. Κάθε τέτοια προαγωγή, ακόμη και αν αντικειμενικά είναι ορθή, ακόμη και αν αναγνωριστεί από όλους η επιστημονική κατάρτιση και η ηθική ακεραιότητα του προσώπου που προήχθη, θα μπορεί να αμφισβητηθεί από οποιονδήποτε τρίτο(ιδίως δε από αυτούς που αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία ψήφισης τέτοιων διατάξεων). Είναι δεδομένο, και το γνωρίζουν όλοι οι συνάδελφοι αυτό, ότι οι άξιοι και οι άριστοι Δικαστές προσφέρουν από κάθε θέση που τυχόν κατέχουν, δεν επιδιώκουν την αναγνώριση με προαγωγή δια της συγκρίσεως αλλά δια της κατ’ αρχαιότητας κρίσεως. Διότι, όπως λέει και ο σοφός λαός, όποιος βιάζεται σκοντάφτει. Αν πάντως ψηφιστεί, θέλω να πιστεύω ότι το ΑΔΣ θα την εφαρμόσει με μέτρο, καθώς, από τη γραμματική ερμηνεία, δεν νομίζω ότι το 20% είναι δεσμευτικό.
    Υ.Γ. Η διάταξη μάλλον θα καταργηθεί στην πράξη, γιατί αμφιβάλλω αν θα υπάρχει άριστος Δικαστής που θα προάγεται κατ’ εκλογή και που να είναι συνεπής σε όλες τις νέες διατάξεις που θα ψηφιστούν με το νέο σχέδιο νόμου. Διότι, όπως πολύ πετυχημένα διάβασα σε σχόλιο σε άλλο ιστολόγιο(dikastis.blogspot.com)σε παλαιότερη ανάρτηση αυτού, με το να καταργήσεις με νόμο τη βαρύτητα, δεν σημαίνει ότι εμείς θα μάθουμε να πετάμε.

  • 17 Δεκεμβρίου 2011, 13:27 | Κατερίνα

    Ο ορισμός των κριτηρίων της «αδικαιολόγητης καθυστέρησης» από το νόμο, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι πραγματικές συνθήκες κάθε δικαστηρίου, θυμίζει το νόμο περί ναρκωτικών που ορίζει την ποσότητα βάσει της οποίας κάποιος θεωρείται ότι την κατέχει για δική του αποκλειστικά χρήση.

  • 16 Δεκεμβρίου 2011, 23:26 | Σ.Μ.

    Με την προτεινόμενη τροποποίηση της παρ. 9 του άρθρου 94 του ν. 1756/1988 θεωρείται αδικαιολόγητη η καθυστέρηση σε περίπτωση μη δημοσίευσης απόφασης σε διάστημα έξι (6) μηνών από τη συζήτηση, με αποτέλεσμα την παράλειψη προαγωγής του προσώπου αυτού, ενώ στο άρθρο 91 του ν. 1756/1988 θεωρείται ως αδικαιολόγητη καθυστέρηση, η οποία επισύρει πειθαρχικές ποινές, η περίπτωση αφαίρεσης ή επιστροφής της δικογραφίας μετά το οκτάμηνο από τη συζήτηση χωρίς να έχει εκδοθεί απόφαση…Γιατί αυτή η διαφοροποίηση ;

  • 16 Δεκεμβρίου 2011, 21:39 | Κώστας Π

    Ο Δικαστής πρέπει να κρίνεται -και μάλιστα αυστηρά, αλλά όχι να συγκρίνεται. Συμφωνώ απολύτως αγαπητέ. Με αυτά που περιγ΄ραφονται στην εν λόγω διάταξη, μπάινει πλέον από την μπαλοκονόπορτα η καχυποψία και η ένοια της εύνοιας και του μέσου σε ένα χώρο που δεν έχει θέση. Ποιός είναι αυτός που μπορεί να συγκρίνει πχ εάν είναι καλύτερος ένας Πρωτοδίκης της 9ης σειράς (τυχαία επιλογή), ο οποίος υπηρετεί στην Αθήνα από έναν Πρωτοδίκη της 7ης ή 8ης σειράς (τυχαίες επιλογές) και υπηρετεί στη Θεσσαλονίκη; Εάν κάποιος χτυπήσει σε τροχαίο και πάρει άδεια για δυο μήνες, δεν θα χρεωθεί όπως οι υπόλοιποι. Πρέπει να παραληφθεί στις προαγωγές σε σύγκριση με τους λοιπούς; Οι Δικαστές δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται με αυτόν τον τρόπο. Η θέσπιση της προαγωγής με επετηρίδα είχε και έχει λόγο ύπαρξης. Πιστεύει ο νομοθέτης ότι πλέον δεν υπάρχει;

  • 16 Δεκεμβρίου 2011, 18:48 | Χρήστος Παπακώστας

    Η Δικαιοσύνη δεν είναι ιδιωτική επιχείρηση με μεγαλοστελέχη ή golden boys που ανταγωνίζονται για το ποιος θα πάρει πρώτος προαγωγή σε διευθυντική θέση, ούτε βέβαια καλλιστεία ή έστω επιστημονικός διαγωνισμός. Ο Δικαστής πρέπει να κρίνεται -και μάλιστα αυστηρά, αλλά όχι να συγκρίνεται. Πρέπει το σύστημα των προαγωγών να είναι αδιάβλητο, με σταθερές και αντικειμενικές προϋποθέσεις και να μην υπάρχει καμία δυνατότητα να υπεισέλθουν οποιεσδήποτε υποκειμενικές εκτιμήσεις (όσο και αν εμπιστεύεται κανείς το ΑΔΣ). Αυτό σημαίνει ότι, όταν ο Δικαστής κάνει καλά τη δουλειά του, θα προάγεται με βάση την επετηρίδα και ο «καλύτερος» μπορεί να περιμένει τη σειρά του. Αν όχι θα παραλείπεται (όπως γίνεται και σήμερα – σε κάθε συμβούλιο γίνεται έστω μία παράλειψη- κι αν πρέπει το Συμβούλιο να είναι αυστηρότερο, ας είναι).

  • 16 Δεκεμβρίου 2011, 16:39 | Νίκος

    Ο Κώδικας Οργανισμού των Δικαστηρίων ρυθμίζει τα της εσωτερικής λειτουργίας της Δικαιοσύνης. Γι’ αυτό, κάθε επέμβαση άλλης πολιτειακής λειτουργίας (της νομοθετικής ή της εκτελεστικής) στον Οργανισμό των Δικαστηρίων, δηλαδή, στην εσωτερική λειτουργία της Δικαιοσύνης, πρέπει να επιχειρείται υπό το πρίσμα των διατάξεων του Συντάγματος που προβλέπουν – κατοχυρώνουν την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης ως πολιτειακής λειτουργίας έναντι των άλλων δύο πολιτειακών λειτουργιών. Η πλέον θεμελιώδης διάταξη του Συντάγματος, η οποία κατοχυρώνει την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης έναντι της Νομοθετικής και Εκτελεστικής λειτουργίας, είναι αυτή του άρθρου 90. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 90 ορίζεται ότι “οι προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις των δικαστικών λειτουργών ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση ανώτατου δικαστικού συμβουλίου”. Τελεία και παύλα. Το Σύνταγμα δεν επιφυλάσσεται υπέρ του κοινού (τυπικού) νόμου, ακριβώς διότι, αν διατηρούσε για τα παραπάνω ζητήματα υπηρεσιακής εξέλιξης των δικαστών επιφύλαξη υπέρ του κοινού νόμου, θα αναιρούσε την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης έναντι των άλλων λειτουργιών του Κράτους, αφού θα μπορούσε ο κοινός νομοθέτης να επεμβαίνει κατά καιρούς και ανάλογα με τους συσχετισμούς των δυνάμεων στην εσωτερική λειτουργία της Δικαιοσύνης, μέσω της επέμβασης στην υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστών. Εν όψει της ανεπιφύλακτης συνταγματικής διατάξεως, κάθε επιτακτική υπόδειξη του κοινού νομοθέτη προς το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, είτε προς την κατεύθυνση προαγωγής δικαστών που συγκεντρώνουν ορισμένες προϋποθέσεις, είτε προς την αντίθετη κατεύθυνση της μη προαγωγής δικαστών που συγκεντρώνουν άλλες (αρνητικές) προϋποθέσεις, αποτελεί επέμβαση της νομοθετικής στη δικαστική λειτουργία, διότι περιορίζει το δικαίωμα του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου να αποφασίσει για την προαγωγή ή τη μη προαγωγή συγκεκριμένων δικαστών. Αν ο Ελληνικός Λαός θεωρεί αναγκαία τη θέσπιση περιορισμών παρόμοιων με τους περιορισμούς που επιχειρούνται μπορεί να το κάνει μόνο στα πλαίσια συνταγματικής αναθεώρησης, διότι η βούλησή του, όπως εκφράσθηκε το έτος 1974, είναι τυπικά υπέρτερη της βούλησής του για κοινή νομοθέτηση, μέσω δηλαδή της διαδικασίας ψήφισης των τυπικών νόμων. Με το σεβασμό με τον οποίο κάθε πολίτης πρέπει να απευθύνεται στο Κράτος (τον οποίο το Κράτος οφείλει εννοείται – να ανταποδίδει με τις υπηρεσίες του προς τον πολίτη), δια του Υπουργού της Δικαιοσύνης εν προκειμένω, παράκληση απευθύνω να μην επιμείνει το Υπουργείο, ανεξαρτήτως των καλών του προθέσεων, με τη συγκεκριμένη διατύπωση του άρθρου, που έχει άλλωστε εξετασθεί και απορριφθεί από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αρκετές φορές στο παρελθόν. Για να καταφανεί η επέμβαση στη λειτουργία της Δικαιοσύνης που επιχειρείται με τη συγκεκριμένη διάταξη – και που δυστυχώς δεν είναι η μόνη – παραπέμπω στη διατύπωση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 90 του Συντάγματος, η οποία προβλέπει για τις προαγωγές στα αξιώματα των Προέδρου και Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, των Αντιπροέδρων και των αντίστοιχων θέσεων των άλλων κλάδων της Δικαιοσύνης. Εκεί ο συνταγματικός νομοθέτης διατήρησε επιφύλαξη υπέρ του νόμου, βάσει μάλιστα της οποίας η επιλογή για το αξίωμα του Προέδρου του Αρείου Πάγου περιορίσθηκε από τον κοινό νομοθέτη μεταξύ των αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου, κατά τη γνώμη μου πάντως και πάλι αντισυνταγματικά, διότι η συγκεκριμένη επιφύλαξη του νόμου αναφέρεται στη διαδικασία επιλογής και όχι στα πρόσωπα που δικαιούνται να επιλεγούν από το υπουργικό συμβούλιο. Απόκειται στο συνταγματικό νομοθέτη στο μέλλον να αλλάξει τη διαδικασία, τα κριτήρια ή να θέσει περιορισμούς, επί του παρόντος οφείλει το υπουργικό συμβούλιο να έχει το δικαίωμα επιλογής μεταξύ όλων των μελών του αντίστοιχου ανωτάτου δικαστηρίου, όπως το ισχύον Σύνταγμα προβλέπει.

  • 16 Δεκεμβρίου 2011, 13:12 | Ευτέρπη Αναγνωστοπούλου

    Οι ανώτεροι και οι ανώτατοι δικαστές πρέπει να είναι άριστοι και να μπορούν να ανταποκριθούν στις σύγχρονες επιστημονικές προκλήσεις ( νέες μορφές συναλλαγών, εμπορικό δίκαιο, δίκαιο ευρωπαικής ένωσης, νέες μορφές οικονομικής εγκληματικότητας κ.λ.π.). Οι δικαστές συνεπώς πρέπει να αξιολογούνται διαρκώς και συστηματικά από τους προισταμένους τους και να προάγονται στους ανώτερους βαθμούς οι καλύτεροι με αυστηρά επιστημονικά κριτήρια. Ο αείμνηστος Ματθίας, άλλοτε Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, είχε εκφράσει κάποτε, δημόσια, έντονη κριτική για την επιστημονική κατάρτιση κάποιων δικαστών συγκεκριμένης «σειράς».Τα ανώτατα δικαστικά συμβούλια έχουν την ευθύνη να εξασφαλίσουν την αμεροληψία σε τέτοιες κρίσεις και, αν οι δικαστές, όπως κάποιοι γράφουν, έχουν επιφυλάξεις ως προς αυτό οφείλουν να προσπαθήσουν να διορθώσουν την κατάσταση και όχι να εμμένουν στο αναχρονιστικό καθεστώς -α ποκλειστικά- της επετηρίδας που μόνο την αξιοκρατία δεν διασφαλίζει.

  • 15 Δεκεμβρίου 2011, 17:25 | Μιχάλης Ντόστας

    Απαράδεκτη η ρύθμιση για τις προαγωγές. Στην ουσία (αφού δεν τίθενται αντικειμενικά και αναμφισβήτητα κριτήρια) αφήνει ανοιχτή την κερκόπορτα για προαγωγές «κολλητών», «αρεστών» κ.ο.κ.. Η ρύθμιση πρέπει να διατηρηθεί, ως έχει σήμερα, και απλώς να μην προάγονται όσοι δείχνουν ραθυμία και αδιαφορία για τα υπηρεσιακά τους καθήκοντα ή έχουν αρνητικές εκθέσεις από τους Επιθεωρητές.

  • 15 Δεκεμβρίου 2011, 15:49 | Παναγιώτης Πετρίδης

    Η επετηρίδα για την προαγωγή των δικαστών στον επόμενο βαθμό είναι κριτήριο, δεν μπορεί όμως να είναι και το μοναδικό. Ο καλύτερος δικαστής πρέπει να προάγεται συντομότερα. Και καλύτερος δικαστής δεν είναι μόνο ο αρχαιότερος, αλλά ο ποιοτικότερος, ο ταχύτερος και ο πιο καταρτισμένος επιστημονικά. Φτάσαμε στο σημείο να προάγονται όλοι είτε αποδίδουν, είτε όχι. Ποιά είναι όμως έτσι η αμοιβή του συνεπή δικαστή ;

  • 15 Δεκεμβρίου 2011, 04:05 | Παναγιώτης Δανιάς

    Αυτό το 20%, αν περάσει αυτή η φαύλη (και το λέω με πλήρη συνείδηση) διάταξη, θα αφορά, ανηψιούς, γαμπρούς, αναδεξιμιούς, κομματικούς, παπαδοπαίδια και «λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις». Και το ερώτημα είναι: Γιατί όλοι αυτοί να προαχθούν πριν από την ώρα τους και εις βάρος των υπολοίπων? Και πως θα τολμήσουν αυτοί οι «αρεστοί» να έλθουν να διοικήσουν τους αρίστους? Κάπως έτσι δεν έχει καταρακωθεί και το κύρος των Προϊσταμένων στη Δημόσια Διοίκηση? Εξάλλου, εφόσον οι Ολομέλειες των δύο Ανωτάτων Δικαστηρίων μας (Άρειος Πάγος και Συμβούλιο της Επικρατείας) απέρριψαν τη ρύθμιση αυτή, ποιός δοκιμάζει τις αντοχές των Δικαστών?