1. Οι διαφορές που προκύπτουν από την έκδοση διοικητικών πράξεων, οι οποίες αφορούν την επιβολή διοικητικών κυρώσεων, εκδικάζονται ως διαφορές ουσίας από τα κατά τόπον αρμόδια διοικητικά πρωτοδικεία. Ως προς την προθεσμία άσκησης προσφυγής κατά των πράξεων αυτών, την προσωρινή δικαστική προστασία, την άσκηση ένδικων μέσων και κάθε θέμα που αφορά τη διαδικασία άσκησης και εκδίκασης της προσφυγής και έκδοσης της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
2. Η προηγούμενη παράγραφος δεν έχει εφαρμογή: α) στις κυρώσεις πειθαρχικού χαρακτήρα, όπως είναι, ιδίως, εκείνες που επιβάλλονται στο προσωπικό των δικαστηρίων, εισαγγελιών και έμμισθων υποθηκοφυλακείων και κτηματολογικών γραφείων, στους υπαλλήλους της Βουλής, στο κάθε κατηγορίας προσωπικό του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, στα μονοπρόσωπα όργανα και στα μέλη συλλογικών οργάνων διοίκησης των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, στους θρησκευτικούς λειτουργούς της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και των λοιπών γνωστών θρησκειών και δογμάτων, καθώς και σε μέλη επαγγελματικών ενώσεων με χαρακτήρα νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, όπως οι ιατρικοί, οδοντιατρικοί και φαρμακευτικοί σύλλογοι, το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος, το Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος και η ένωση Ελλήνων Χημικών, β) στις διαφορές των περιπτώσεων η΄ και ι΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 702/1977 (Α΄ 268), γ) στις διαφορές που προκύπτουν από πράξεις επιβολής κυρώσεων, τις οποίες εκδίδουν η Τράπεζα της Ελλάδος και οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές.
3. Οι πράξεις επιβολής κυρώσεων της περίπτωσης γ΄ της προηγούμενης παραγράφου προσβάλλονται με προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με πράξη τριμελούς επιτροπής, η οποία αποτελείται από Πρόεδρο του Δικαστηρίου ή τον Πρόεδρο του οικείου Τμήματος και δύο Συμβούλους του ίδιου Τμήματος, δύναται να παραπέμπονται οι κατά την παρούσα παράγραφο προσφυγές στο κατά τόπον αρμόδιο Διοικητικό Εφετείο.
4. Η προσφυγή για τις πράξεις της παραγράφου 3 ασκείται εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών που αρχίζει από την επομένη της κοινοποίησης της προσβαλλόμενης πράξης ή από τότε που ο προσφεύγων έλαβε πλήρη γνώση της πράξης. Η προθεσμία των εξήντα ημερών παρεκτείνεται για τριάντα ημέρες για τους προσφεύγοντες που διαμένουν στην αλλοδαπή.
5. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής κατά των πράξεων της παραγράφου 3 και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης. Κατά της πράξης αυτής χωρεί αίτηση αναστολής σύμφωνα με το άρθρο 52 του π. δ/τος 18/1989.
6. Το Συμβούλιο της Επικρατείας ή το Διοικητικό Εφετείο, στο οποίο παραπέμπεται η υπόθεση κατά την παράγραφο 3, δικάζει την προσφυγή κατά νόμο και κατ’ ουσίαν και είτε δέχεται την προσφυγή εν όλω ή εν μέρει και ακυρώνει ολικώς ή μερικώς την πράξη ή την τροποποιεί είτε απορρίπτει την προσφυγή.
7. Στη δίκη της προσφυγής που ασκείται κατά την παράγραφο 3 εφαρμόζεται το άρθρο 43 του π. δ/τος 18/1989. Ως προς την κατάθεση και κοινοποίηση του δικογράφου, τον ορισμό εισηγητή, την καταβολή παραβόλου, τον ορισμό αντικλήτου και πληρεξουσίου, την υποβολή δικογράφου πρόσθετων λόγων και υπομνήματος, την άσκηση παρέμβασης και τριτανακοπής, την υποβολή παραίτησης, την κατάργηση και συνέχιση της δίκης και τη δικαστική δαπάνη έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις του προεδρικού αυτού διατάγματος που αφορούν την ακυρωτική διαδικασία.
8. Οι διατάξεις αυτού του άρθρου δεν καταλαμβάνουν τις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου υποθέσεις.