Στο π.δ. 18/1989 προστίθεται άρθρο 33Α με τίτλο «αίτηση επιτάχυνσης» ως εξής:
«1.Με αίτηση οποιουδήποτε από τους διαδίκους προς το δικαστήριο, μπορεί να ζητηθεί η επιτάχυνση της εκδίκασης της υπόθεσης για τους εξής λόγους:
α) Η υπόθεση δεν έχει συζητηθεί για διάστημα μεγαλύτερο των 30 μηνών από την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου.
β) Τα ζητήματα τα οποία τίθενται με το ένδικο βοήθημα ή μέσο εμφανίζουν γενικότερο ενδιαφέρον, έχοντας συνέπειες σε ευρύτερο κύκλο προσώπων ή έχουν επιλυθεί με αποφάσεις του ίδιου ή ανώτερου δικαστηρίου
γ) Στο δικαστήριο που υποβάλλεται η αίτηση, εκκρεμούν υποθέσεις για τα ίδια ακριβώς ζητήματα.
δ) Για όλως εξαιρετικούς λόγους που αφορούν το αιτούν φυσικό ή νομικό πρόσωπο.
2. Αιτήσεις οι οποίες δεν τεκμηριώνονται στη βάση συγκεκριμένων λόγων και στοιχείων απορρίπτονται ως αόριστες.
3. Αίτηση επιτάχυνσης μπορεί να υποβάλει και ο Υπουργός ο οποίος εποπτεύει το νομικό πρόσωπο που είναι διάδικο επικαλούμενος λόγους δημοσίου συμφέροντος οι οποίοι επιβάλλουν την ταχεία εκδίκαση της υπόθεσης.
4. Ο πρόεδρος του οικείου τμήματος ή ο αναπληρωτής του αποδέχεται ή απορρίπτει την αίτηση εκτιμώντας κυρίως τις ανάγκες και τον φόρτο του δικαστηρίου καθώς και τις τυχόν προηγούμενες καθυστερήσεις στην εκδίκαση της υπόθεσης σε προηγούμενους βαθμούς ή στάδια της διαδικασίας.
5. O λόγος του εδαφίου α) της παραγράφου 1 μπορεί να προβληθεί για ένδικα βοηθήματα ή μέσα τα οποία ασκούνται μετά την 16η Σεπτεμβρίου 2012 και εφόσον γίνει δεκτός η δικάσιμος ορίζεται υποχρεωτικά εντός εξαμήνου από την αποδοχή της αίτησης επιτάχυνσης, εκτός αν ο διάδικος που αιτείται την επιτάχυνση συνέβαλε στην παράταση της εκκρεμοδικίας. Αναβολή της συζήτησης επιτρέπεται μόνο μία φορά για σπουδαίο λόγο σε δικάσιμο η οποία δεν μπορεί να απέχει πάνω από ένα τρίμηνο από την ορισθείσα με την πράξη επί της αίτησης επιτάχυνσης
6. Για μια πενταετία, η οποία αρχίζει από την 16η Σεπτεμβρίου 2012, ο προσδιορισμός και η συζήτηση των εισαγομένων ενδίκων βοηθημάτων και μέσων εντός τριάντα μηνών από την κατάθεσή τους, δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1/3 των υποθέσεων κάθε δικασίμου».