1. Οι υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του ΕΔΑΔ κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, με αίτημα τη δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης και επαναφέρονται στη χώρα, εξετάζονται από τριμελείς επιτροπές οι οποίες συγκροτούνται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και συνεδριάζουν στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους.
2. Οι τριμελείς επιτροπές της προηγούμενης παραγράφου αποτελούνται από ένα μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ως πρόεδρο, έναν καθηγητή α.ε.ι. πανεπιστημιακού τομέα οποιασδήποτε βαθμίδας σε γνωστικό αντικείμενο σχετικό με τη νομική επιστήμη ή ένα μέλος της Εθνικής Επιτροπής Δικαιωμάτων ή έναν ειδικό επιστήμονα του Συνηγόρου του Πολίτη και ένα δικηγόρο Αθηνών ή Πειραιώς που υποδεικνύεται από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο. Καθήκοντα γραμματέων ασκούν υπάλληλοι Υπουργείων ή ν.π.δ.δ. ή άλλης δημόσιας υπηρεσίας κατηγορίας ΠΕ οι οποίοι ορίζονται, είτε με απόσπαση είτε παραλλήλως με τα κύρια καθήκοντά τους, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού.
3. Οι υποθέσεις εξετάζονται με βάση τα δικόγραφα και τα στοιχεία τα οποία είχαν κατατεθεί στο ΕΔΑΔ, χωρίς να απαιτείται η υποβολή της αίτησης του άρθρου 4 του παρόντος. Με φροντίδα της γραμματείας γνωστοποιείται, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 50 του παρόντος, στους πληρεξούσιους δικηγόρους που υπογράφουν τις προσφυγές ενώπιον του ΕΔΑΔ, η ημέρα συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον της τριμελούς επιτροπής.
4. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του παρόντος.
5. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ρυθμίζονται ειδικότερα ζητήματα οργάνωσης και λειτουργίας των εν λόγω επιτροπών.
6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθορίζεται η αποζημίωση που χορηγείται κατά συνεδρίαση στα μέλη των τριμελών επιτροπών και στο γραμματέα.