1. Το αρμόδιο Συμβούλιο αποφαίνεται για το αν συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης συνεκτιμώντας, ιδίως, τα εξής: α) τη συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης για την οποία παραπονείται ότι η διάρκειά της υπερέβη την εύλογη διάρκεια, β) την πολυπλοκότητα των τιθεμένων νομικών ζητημάτων, γ) τον αριθμό των αναβολών που χορήγησε το δικαστήριο είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατ’ αίτηση των διαδίκων, δ) την έκδοση προδικαστικών αποφάσεων και εν γένει τις ενέργειες στις οποίες προέβη το δικαστήριο για τη διάγνωση της υπόθεσης, δ) την ύπαρξη εκκρεμών δικών με όμοιο περιεχόμενο ενώπιον ανωτέρων ή ανωτάτων δικαστηρίων κατά τη διάρκεια της δίκης ε) την υποβολή ή μη αίτησης επιτάχυνσης.
2. Το αρμόδιο Συμβούλιο, όταν διαπιστώνει ότι συντρέχει υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης και επομένως υπάρχει παραβίαση του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, αποφαίνεται για το αν πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση και σε καταφατική περίπτωση ορίζει το ύψος αυτής λαμβάνοντας υπόψη την περίοδο που υπερέβη τον εύλογο χρόνο για την εκδίκαση της υπόθεσης κατά συνεκτίμηση των κριτηρίων της προηγούμενης παραγράφου καθώς και την τυχόν ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία για την αποκατάσταση της βλάβης του, μεταξύ των οποίων και την επιδίκαση υπέρ αυτού αυξημένης δικαστικής δαπάνης κατά τα οριζόμενα στις οικείες διατάξεις.
3. Σε περίπτωση αποδοχής της αίτησης το αρμόδιο Συμβούλιο επιβάλλει στο Δημόσιο τα έξοδα του αιτούντος, που συνίστανται στην αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου για τη σύνταξη της αίτησης, καθώς και για την παράσταση στη συζήτηση, όπως η αμοιβή αυτή ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα διατίμηση του Κώδικα Δικηγόρων. Αν το Συμβούλιο απορρίψει την αίτηση ως προφανώς απαράδεκτη ή αβάσιμη μπορεί να επιβάλει στον αιτούντα, εκτιμώντας τις περιστάσεις, ως δαπάνη του Δημοσίου ποσό έως και το δεκαπλάσιο του ύψους του παραβόλου.