Το άρθρο 126α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Το δικαστήριο, με απόφαση που λαμβάνεται σε συμβούλιο, και σε υποθέσεις αρμοδιότητας μονομελούς δικαστηρίου ο οριζόμενος δικαστής με απόφασή του, μπορεί να απορρίπτει ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι προδήλως απαράδεκτα ή αβάσιμα και να παραπέμπει, όταν συντρέχουν οι περιπτώσεις του άρθρου 12, παρ. 2, στο αρμόδιο δικαστήριο υποθέσεις οι οποίες έχουν εισαχθεί σ’ αυτό αναρμοδίως. Με την ίδια απόφαση απορρίπτεται ή παραπέμπεται κατά περίπτωση και η τυχόν εκκρεμής αίτηση παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας.
2. Το ίδιο δικαστήριο μπορεί να δέχεται, εν όλω ή εν μέρει, ένδικα βοηθήματα ή μέσα, που είναι προδήλως βάσιμα.
3. Ο πρόεδρος του συμβουλίου διοίκησης ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο ή ο οριζόμενος από αυτούς δικαστής, με πράξη του στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, η οποία δεν κοινοποιείται στους διαδίκους, ορίζει το τμήμα ή το δικαστή που θα προβεί στην κατά τις προηγούμενες παραγράφους εκδίκαση της υπόθεσης. Για τις υποθέσεις για τις οποίες έχει προσδιορισθεί δικάσιμος, η ως άνω αρμοδιότητα ανήκει στον πρόεδρο του οικείου τμήματος ο οποίος, με την ίδια πράξη, διατάζει και τη διαγραφή τους από το πινάκιο.
4. Στην περίπτωση της παραγράφου 2 ο εισηγητής ζητεί εγγράφως ή προφορικώς ή με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο από τον υπογράφοντα δικηγόρο στη δηλωθείσα από αυτόν διεύθυνση ή στα λοιπά δηλωθέντα από αυτόν στοιχεία επικοινωνίας, την προσκόμιση στοιχείων νομιμοποίησης. Αν αυτά δεν προσκομισθούν σε προθεσμία τριάντα ημερών από την αποστολή του εγγράφου ή την ειδοποίηση, το ένδικο βοήθημα ή μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο για το λόγο αυτό.
5. Οι κατά τις παραγράφους 1 και 2 αποφάσεις λαμβάνονται μόνον ομοφώνως και μετά την αποστολή του φακέλου από τη διοίκηση. Άλλως, η υπόθεση εισάγεται για συζήτηση με την τακτική διαδικασία. Οι διατάξεις του παρόντος για την παρέμβαση και την τριτανακοπή εφαρμόζονται και εν προκειμένω. Οι αποφάσεις είναι συνοπτικά διατυπωμένες και περιέχουν, κυρίως, την απάντηση επί των προβαλλομένων ισχυρισμών.
6. Η απορριπτική απόφαση κοινοποιείται στον διάδικο που άσκησε το ένδικο βοήθημα ή μέσο. Ο τελευταίος μπορεί, με αίτησή του, που κατατίθεται εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση, και πάντως όχι μετά την πάροδο δέκα οκτώ (18) μηνών από την έκδοση της απόφασης, να ζητήσει τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, καταβάλλοντας ως ειδικό επιπλέον παράβολο το τριπλάσιο από το κατά περίπτωση προβλεπόμενο επί φορολογικών δε εν γένει διαφορών, το τριπλάσιο του κατά το άρθρο 277 παράγραφος 3 παραβόλου. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση που ελήφθη σε συμβούλιο παύει να ισχύει και η υπόθεση εισάγεται για συζήτηση με την τακτική διαδικασία.
7. Σε περίπτωση παραδοχής, κατά την παράγραφο 2, ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, οι ορισμοί της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν και για εκείνον κατά του οποίου εστρέφετο το ένδικο βοήθημα ή μέσο, καθώς και για τον παρεμβαίνοντα ή τον έχοντα δικαίωμα παρεμβάσεως. Η Αρχή καταβάλλει το τριπλάσιο του παγίως προβλεπομένου για τον ιδιώτη παραβόλου. Στην περίπτωση αυτή, στην απόφαση σημειώνεται ότι η παραδοχή καθίσταται οριστική μετά την τήρηση της διαδικασίας της επομένης παραγράφου.
8. Ο Πρόεδρος του οικείου Τμήματος ή ο δικαστής του μονομελούς δικαστηρίου με πράξη του διαπιστώνει την άπρακτη πάροδο των προθεσμιών της παραγράφου 6. Από την ημερομηνία σύνταξης της πράξεως αυτής παράγεται το αποτέλεσμα της απόφασης. Αν διαπιστώσει πλημμέλεια στην κοινοποίηση, διατάσσει την ενέργεια νέας.
9. Στις υποθέσεις που εκδικάζονται σε συμβούλιο, δικαστική δαπάνη επιδικάζεται για τη σύνταξη του δικογράφου. Αν, μετά από αίτημα του διαδίκου, η υπόθεση εισαχθεί στην τακτική διαδικασία και το διατακτικό της αποφάσεως είναι, κατά τα ουσιώδη σημεία του, το ίδιο με αυτό της απόφασης σε συμβούλιο ο διάδικος που προκάλεσε τη νέα συζήτηση καταδικάζεται να καταβάλει στο νικήσαντα διάδικο ποσό ίσο με το πενταπλάσιο της εκάστοτε οριζόμενης δικαστικής δαπάνης. Για το καταβαλλόμενο κατά τις παραγράφους 6 και 7 ειδικό παράβολο εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 277 του παρόντος. Το παράβολο των παραγράφων 6 και 7 καταπίπτει υπέρ του αντιδίκου.
Άρθρο 51
Τόσο το προφανώς απαράδεκτο ή αβάσιμο όσο και το προδήλως βάσιμο του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου απαιτεί εκτίμηση του νομικού μέρους της υπόθεσης αλλά πολύ περισσότερο του πραγματικού της μέρους που συναρτάται με την αξιολόγηση στοιχείων του φακέλου. Συνεπώς, διακινδυνεύεται η εισαγωγή της υπόθεσης σε κρίση για προδήλως απαράδεκτο αυτής ή βάσιμο ή αβάσιμο με ελλιπή ενδεχομένως στοιχεία. Μόνο η αρμοδιότητα είναι πρόδηλη. Το βάσιμο απαιτεί έρευνα και περισσότερων παραμέτρων της υπόθεσης (παραγραφή, τόκοι, προσωρινή εκτελεστότητα). Η ρύθμιση θα προκαλέσει πολλά προβλήματα.
Προτείνεται όπως ενόψει της διαφαινόμενης σπουδαιότητάς της διάταξης του άρθρου 126 Α και προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός της, (ομαδοποιήσεις – επιτάχυνση) συνεκτιμουμένου και του φόρτου των δικαστηρίων (έλλειψη υπαλλήλων, Δικαστών, μηχανοργάνωσης κλπ) να θεσπιστεί η δυνατότητα όπως κινηθεί η παρούσα διαδικασία του άρθρου 126Α με πρωτοβουλία των διαδίκων (Δημοσίου ή Αρχής – προσφεύγοντος κλπ) οι οποίοι και θα πρέπει να μεριμνούν για την προσκόμιση όλων των στοιχείων της υπόθεσης (διοικητικός φάκελος, νομιμοποίηση κλπ).
Έίναι ίσως πιο απλό να προβλεφθεί ένας «διαχειριστής» δικαστής (έμπειρος), ο οποίος θα υποδέχεται τα δικόγραφα, και ειδικά σε θέματα δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας, όπου είναι παγιωμένη η νομολογία να μπορεί να «διορθώνει» αμέσως την πορεία του δικογράφου. Ο ίδιος να μπορεί να δρομολογεί ομαδοποίηση συναφών και ομοειδών δικογράφων και νομικών θεμάτων και να δρομολογεί αποδοχή ή απόρριψη ανάλογα, πάντα με πλήρη απόφαση (έστω και σε συμβούλιο) που θα επιδίδεται. Κι από εκεί τακτικό ένδικο μέσο.
Εδώ ο νομοθέτης «ξέφυγε». Ούτε λίγο ούτε πολύ, τα προδήλως απαράδεκτα, αβάσιμα και βάσιμα ένδικα βοηθήματα / μέσα θα εκδικάζονται δύο φορές: Μία στο συμβούλιο και, κατόπιν αιτήσεως, άλλη μία στην τακτική διαδικασία! Μπράβο. Αυτή είναι επιτάχυνση!