1. H παράγραφος 1 του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποι¬ουδήποτε τακτικού διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούςεπιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμό¬διου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων ή του Γενικού Επιτρόπου των διοικητικών δικαστηρίων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Τα αιτήματα των διαδίκων συνοδεύονται, επί ποινή απαραδέκτου, από παράβολο τριακοσίων (300) ευρώ, που κατατίθεται σε ειδικό λογαριασμό υπέρ του ΤΑΧΔΙΚ και αποδίδεται στο Συμβούλιο της Επικρατείας ως πρόσθετο ποσό στην επιχορήγηση του άρθρου 64 του παρόντος νόμου.
Η πράξη της Επιτροπής δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφη¬μερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα. Η αναστολή δεν καταλαμβάνει την προσωρινή δικαστική προστασία. Μετά την επίλυση του ζητήματος, το Συμβού¬λιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες.
Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ως άνω ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό. Για την εν λόγω παρέμβαση δεν καταλογίζεται δικαστική δαπάνη, η δε μη άσκησή της δεν δημιουργεί δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής ή τριτανακοπής».
2. Στο άρθρο 1 του ν. 3900/2010 προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
«3. Μετά τη δημοσίευση της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου, παύει η αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια εκδικάζουν τα εκκρεμή ένδικα μέσα και βοηθήματα. Η ως άνω απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του δικαστηρίου και σε περίληψη σε δύο ημερήσιες εφημερίδες πανελλήνιας κυκλοφορίας.
Οποιοσδήποτε από τους διαδίκους στις εν λόγω δίκες μπορεί, εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την τελευταία δημοσίευση της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας στις ανωτέρω εφημερίδες, να ζητήσει με αίτησή του τη συζήτησή τους στο ακροατήριο, αναφέροντας συνοπτικά τους λόγους. Σε περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο κρίνει ότι ζητήθηκε καταχρηστικώς η συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, μπορεί να επιβάλει δικαστική δαπάνη σε βάρος του διαδίκου που υπέβαλε την αίτηση έως και πενταπλάσια της εκάστοτε οριζομένης. Ειδικά στην περίπτωση κατά την οποία αίτηση για συζήτηση στο ακροατήριο υποβάλει διάδικος, του οποίου το ένδικο βοήθημα ή μέσο θα μπορούσε να γίνει δεκτό σε συμβούλιο, δεν επιδικάζεται υπέρ αυτού δικαστική δαπάνη. Μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, για τις οποίες δεν έχει υποβληθεί αίτηση να συζητηθούν στο ακροατήριο, μπορεί να εισαχθούν σε διαδικασία σε συμβούλιο.
Οι διάδικοι στις εν λόγω δίκες μπορούν να ζητήσουν την εισαγωγή του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου στο ακροατήριο, μετά την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου σε συμβούλιο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 6 και 7 του άρθρου 126Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, μόνο σε περίπτωση που επικαλεστούν ότι δεν εξετάστηκαν αυτοτελείς λόγοι, οι οποίοι δεν αφορούν το επιλυθέν ζήτημα.
Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 126Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
Επί της παρ. 2
Εφόσον το ζήτημα που επιλύθηκε κατά την πρότυπη δίκη είναι το μόνο αμφισβητούμενο σε εκκρεμείς υποθέσεις, αντί για την ενασχόληση των δικαστηρίων με τις υποθέσεις αυτές (έστω και κατά τη διαδικασία του άρθρου 126Α του Κ.Δ.Δ.) θα εξυπηρετούσε καλύτερα τον σκοπό του νομοσχεδίου, στις περιπτώσεις όπου το εκκρεμές ένδικο βοήθημα πρέπει, με βάση τα κριθέντα κατά την πρότυπη δίκη, να γίνει δεκτό, η θέσπιση μιας διαδικασίας εντός της Διοικήσεως με την υποβολή σχετικής αιτήσεως (π.χ. στα κατά τόπους γραφεία του Ν.Σ.Κ. ή απευθείας στην αρμόδια διοικητική αρχή) εντός οριζόμενης προθεσμίας (π.χ. εξαμήνου από τη δημοσίευση που προβλέπεται στην προτεινόμενη με το ν/σχ νέα παρ. 3 εδάφ. α΄ του άρθ. 1 του ν. 3900 – πρβλ άρθ. 51 παρ. 6 ν. 345/1976 περί ΑΕΔ), και μόνο στην περίπτωση μη αποδοχής της αιτήσεως εντός οριζόμενης προθεσμίας (ή του κατ’ άρθ. 63 παρ. 2 Κ.Δ.Δ. τριμήνου) να υπάρχει δυνατότητα επανόδου του ενδιαφερομένου στο δικαστήριο κατά την διαδικασία του άρθρου 126 Α. Άλλωστε η νομολογία έχει ήδη υιοθετήσει λύσεις στο πνεύμα αυτό (βλ. ΣτΕ 1276/2004, 1175/2008).
Σε περίπτωση όμως που η υπόθεση παρουσιάζει και άλλα ζητήματα προς επίλυση – πράγμα που πάντως δεν μπορεί να κρίνεται μόνο με βάση τους ισχυρισμούς του διαδίκου που ευνοείται από την λύση που δόθηκε κατά την πρότυπη δίκη, σε συνδυασμό με την ενδεχόμενη αμέλεια αντικρούσεώς του από τον αντίδικο – δεν δικαιολογείται η χρήση της «πρόχειρης» διαδικασίας του άρθρου 126Α Κ.Δ.Δ., αντίθετα απ’ ότι ορίζεται στην προτεινόμενη ρύθμιση (βλ το προτελευταίο εδάφιο της προτεινόμενης παρ. 3 του άρθ 1 ν. 3900), η οποία οδηγεί τελικά σε επανειλημμένη ενασχόληση του δικαστηρίου (και, πολύ πιθανόν, διαφορετικών δικαστών) με την ίδια υπόθεση, δηλ σε αποτελέσματα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα.
Άρθρο 40 παρ. 2 εδ. 3
Προτείνεται όπως η ρύθμιση απαλειφθεί γιατί η σχετική δυνατότητα παρέχεται μέσω της αίτησης επιτάχυνσης. Άλλωστε ο αριθμός των εν λόγω εκκρεμών υποθέσεων είναι ιδιαίτερα μεγάλος (αφορά ευρύτερο κύκλο προσώπων) και δεν είναι εφικτό να ανταποκριθούν τα δικαστήρια στην εκδίκασή τους.