Το άρθρο 237 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 237
- Μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας για την επίδοση της αγωγής κατά την παρ. 2 του άρθρου 215, οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις και να προσκομίσουν όλα τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με αυτές. Μέσα στην ίδια προθεσμία κατατίθενται το αποδεικτικό επίδοσης της αγωγής, καθώς και τα πληρεξούσια έγγραφα προς τους δικηγόρους κατά το άρθρο 96. Σε περίπτωση έλλειψης των πληρεξουσίων εγγράφων εφαρμόζεται το άρθρο 227. Αν δεν κατατεθούν τα πληρεξούσια έγγραφα μέσα στην προθεσμία που θα ταχθεί, το δικαστήριο εκδίδει οριστική απόφαση επί της αγωγής. Το δικαστικό ένσημο κατατίθεται το αργότερο μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης. Η προθεσμία του πρώτου εδαφίου παρατείνεται σε εκατόν είκοσι (120) ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας επίδοσης της αγωγής για όλους τους διαδίκους, αν ο εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής.
- Οι αμοιβαίες αντικρούσεις γίνονται με προσθήκη στις προτάσεις, η οποία κατατίθεται μέσα στις επόμενες δεκαπέντε (15) ημέρες από τη λήξη της παραπάνω προθεσμίας, με την παρέλευση των οποίων κλείνει ο φάκελος της δικογραφίας. Νέοι ισχυρισμοί με την προσθήκη μπορεί να προταθούν και νέα αποδεικτικά μέσα να προσκομισθούν μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών που περιέχονται στις προτάσεις. Εκπρόθεσμες προτάσεις και προσθήκες δεν λαμβάνονται υπόψη.
- Στην περίπτωση έκδοσης παραπεμπτικής απόφασης λόγω καθ’ ύλην ή κατά τόπον αναρμοδιότητας, οι ως άνω προθεσμίες των ενενήντα (90) ή εκατόν είκοσι (120) ημερών για την κατάθεση των προτάσεων αρχίζουν από την κατάθεση της κλήσης για τον προσδιορισμό δικασίμου. Το ίδιο ισχύει, αν το δικαστήριο κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής. Στις περιπτώσεις των άρθρων 249 και 250 οι διάδικοι μπορούν να καταθέτουν συμπληρωματικές προτάσεις το αργότερο μέχρι τη νέα συζήτηση της υπόθεσης, δίχως να προτείνονται νέοι ισχυρισμοί και νέα αποδεικτικά μέσα με την επιφύλαξη της παρ. 5 του παρόντος.
- Η κατάθεση γίνεται στον αρμόδιο υπάλληλο της γραμματείας, που βεβαιώνει με επισημείωση τη χρονολογία της κατάθεσης των προτάσεων και των αντικρούσεων. Η κατάθεση των προτάσεων και των αντικρούσεων γίνεται μέχρι τη δωδεκάτη (12.00) ώρα της τελευταίας ημέρας της προθεσμίας για την κατάθεσή τους. Κάθε διάδικος δικαιούται να πάρει ατελώς με δική του δαπάνη αντίγραφα των προτάσεων και των αντικρούσεων των αντιδίκων του και των εγγράφων που έχουν προσκομίσει. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να ασκηθεί και από τον δικηγόρο που υπογράφει την αγωγή, την παρέμβαση ή τις προτάσεις ή από τρίτο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από τον δικηγόρο αυτό.
- Ισχυρισμοί που γεννήθηκαν μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων και της προθεσμίας αντίκρουσης ή αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου μπορούν να προταθούν με προσθήκη στις προτάσεις το αργότερο είκοσι (20) ημέρες πριν από την ορισθείσα συζήτηση. Το πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις των άρθρων 249 και 250. Η αντίκρουση γίνεται το αργότερο δέκα (10) ημέρες πριν από την ορισθείσα συζήτηση. Στην ίδια προθεσμία του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου ο Πρόεδρος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, ο δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου ή ο ειρηνοδίκης μπορούν, ύστερα από αίτηση των διαδίκων που υποβάλλεται με την αγωγή ή και αυτοτελώς πριν από την ορισμένη δικάσιμο, να καλέσουν εγγράφως τους διαδίκους ή τους νομίμους αντιπροσώπους τους να εμφανιστούν αυτοπροσώπως κατά τη συζήτηση για να τους υποβληθούν ερωτήσεις και να δώσουν διασαφήσεις για την υπόθεση.
- Μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας με πράξη του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου ή του αρμόδιου δικαστή, ορίζεται, σύμφωνα με τον κανονισμό του δικαστηρίου, ο δικαστής και, για τις υποθέσεις αρμοδιότητας του πολυμελούς πρωτοδικείου, η σύνθεση του δικαστηρίου για την εκδίκαση της υπόθεσης. Στην τελευταία περίπτωση ο Πρόεδρος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ορίζει τον εισηγητή. Συγχρόνως ορίζεται ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο σε χρόνο όχι μεγαλύτερο από τριάντα (30) ημέρες από την παρέλευση της δεκαπενθήμερης προθεσμίας του πρώτου εδαφίου. Κατ’ εξαίρεση, αν ο προβλεπόμενος από τον κανονισμό του δικαστηρίου αριθμός υποθέσεων, που ανατίθεται σε κάθε δικαστή, καλυφθεί, ο ορισμός δικαστή και χρόνου συζήτησης της υπόθεσης γίνεται στον απολύτως αναγκαίο χρόνο. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Με πρωτοβουλία επίσης του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η δικάσιμος που ορίστηκε με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων. Κατά την ορισμένη δικάσιμο δεν εξετάζονται μάρτυρες και η υπόθεση συζητείται και χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους. Αναβολή της συζήτησης κατά το άρθρο 241 δεν επιτρέπεται.
- Με την επιφύλαξη της παρ. 8, μετά τη συζήτηση εκδίδεται η οριστική απόφαση με βάση τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας.
- Αν από τη μελέτη του φακέλου της δικογραφίας κρίνεται απολύτως αναγκαία η εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο, ενός από κάθε πλευρά από εκείνους, που έδωσαν ένορκη βεβαίωση ή σε περίπτωση ανυπαρξίας αυτών, από τους προτεινόμενους από κάθε πλευρά, ή η εξέταση των διαδίκων, με απλή διάταξη του δικαστηρίου, διατάσσεται η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο σε χρόνο όχι συντομότερο από δεκαπέντε (15) ημέρες, για την εξέταση των μαρτύρων ή των διαδίκων ενώπιον του ήδη ορισμένου δικαστή, στον τόπο και στην ημέρα και ώρα που ορίζεται με τη διάταξη αυτή μέσα στο ίδιο δικαστικό έτος, εκτός αν αυτό είναι χρονικά αδύνατο. Αν ο χρόνος εξέτασης των μαρτύρων δεν επαρκεί, επιτρέπεται μόνο διακοπή για άλλη ημέρα και ώρα ενώπιον του ίδιου δικαστή, με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά και επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που δεν παρίστανται. Αν ο χρόνος εξέτασης των μαρτύρων οριστεί για οποιοδήποτε λόγο μέσα στο επόμενο δικαστικό έτος και η εξέταση των μαρτύρων ενώπιον του ίδιου δικαστή δεν είναι δυνατή, η υπόθεση διαγράφεται από τη χρέωση του συγκεκριμένου δικαστή και ακολουθεί νέα χρέωση για την εξέταση των μαρτύρων και την έκδοση της απόφασης. Στη θέση της διαγραφείσας υπόθεσης, στον εισηγητή ή στον δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου ή του ειρηνοδικείου ανατίθεται άλλη υπόθεση. Με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη στην οποία προσδιορίζονται ο τόπος, ο χρόνος, τα ονόματα των πραγματογνωμόνων, το θέμα της πραγματογνωμοσύνης, η προθεσμία για την κατάθεση της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων, που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από εξήντα (60) ημέρες, καθώς και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο. Η καταχώριση της διάταξης στο οικείο βιβλίο του δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων. Η καταχώριση της διάταξης μπορεί επίσης να γνωστοποιείται με πρωτοβουλία του γραμματέα με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων. Ο δικαστής που έχει οριστεί ως εισηγητής ή ο πρωτοδίκης ή ο ειρηνοδίκης αποφασίζει για όλα τα σχετικά με την απόδειξη διαδικαστικά ζητήματα. Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξέτασης των μαρτύρων ή των διαδίκων ή την κατάθεση της έκθεσης αυτοψίας ή της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης θεωρείται συντελεσμένη και η επανάληψη της συζήτησης. Η άνω διάταξη ανακαλείται είτε αυτεπαγγέλτως είτε με αίτηση των διαδίκων.
- Μέσα σε οκτώ (8) εργάσιμες ημέρες από την εξέταση των μαρτύρων ή των διαδίκων ή τη διενέργεια της αυτοψίας ή της πραγματογνωμοσύνης οι διάδικοι δικαιούνται με προσθήκη να προβούν μόνο σε αξιολόγηση των αποδείξεων αυτών.
- Μετά την περάτωση της δίκης οι διάδικοι οφείλουν να αναλάβουν όλα τα σχετικά έγγραφά τους. Ο γραμματέας βεβαιώνει στις προτάσεις κάθε διαδίκου ότι ανέλαβε τα έγγραφά του. Αν υπάρχει σπουδαίος λόγος, ο πρόεδρος του δικαστηρίου επιτρέπει στον διάδικο να αναλάβει ορισμένο έγγραφο και πριν από την περάτωση της δίκης. Αν το έγγραφο αυτό είναι αναγκαίο, η ανάληψη επιτρέπεται μόνο αφού κατατεθεί επικυρωμένο αντίγραφο. Οι προτάσεις παραμένουν στο αρχείο του δικαστηρίου.
- Η κατάθεση των προτάσεων, καθώς και της προσθήκης, μπορεί να γίνεται και με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 119. Επίσης, με ηλεκτρονικά μέσα μπορεί να υποβάλλονται και τα σχετικά έγγραφα που επικαλούνται με τις προτάσεις τους οι διάδικοι.
- Το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως, μπορεί να αποφασίσει, οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, κατά τη διάρκεια της συζήτησης, να παρίστανται σε άλλο τόπο και να ενεργούν εκεί διαδικαστικές πράξεις. Η συζήτηση αυτή μεταδίδεται ταυτόχρονα με ήχο και εικόνα στην αίθουσα συνεδρίασης του δικαστηρίου και στον τόπο, όπου παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
- Το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως, μπορεί να αποφασίσει την εξέταση μαρτύρων, πραγματογνωμόνων και διαδίκων χωρίς αυτοί να παρίστανται στην αίθουσα συνεδρίασής του, η δε σχετική απόφαση του δικαστηρίου δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα. Η εξέταση μεταδίδεται ταυτοχρόνως με ήχο και εικόνα στην αίθουσα συνεδρίασης του δικαστηρίου και στον τόπο εξέτασης των μαρτύρων, πραγματογνωμόνων και διαδίκων. Η εξέταση αυτή, η οποία θεωρείται ότι διεξάγεται ενώπιον του δικαστηρίου, έχει την ίδια αποδεικτική ισχύ με την εξέταση στο ακροατήριο.».
Σχόλια επί της προτεινόμενης διάταξης:
1. Η διάταξη της παραγράφου 1 παραλείπει και δεν ορίζει την προθεσμία κατάθεσης των προτάσεων σε περίπτωση που πραγματοποιείται υποχρεωτική αρχική διαμεσολάβηση. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 6 του ν. 4640/2019 για συγκεκριμένες κατηγορίες υποθέσεων προβλέπεται πλέον ένα στάδιο Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας (ΥΑΣ). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 4640/2019 αναστέλλονται οι προθεσμίες των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ με την έγγραφη γνωστοποίηση του διαμεσολαβητή προς τα μέρη για τη διεξαγωγή της ΥΑΣ. Επομένως, ευκταίο είναι να ρυθμιστεί το εν λόγω ζήτημα και στον ΚΠολΔ ώστε να προβλέπεται ρητά ότι η προθεσμία κατάθεσης των προτάσεων για τα διάδικα μέρη αναστέλλεται από την έγγραφη γνωστοποίηση του διαμεσολαβητή έως την πραγματοποίηση της ΥΑΣ, είτε κατά την αρχική ορισθείσα συνεδρία είτε μετ’ αναβολή αυτής.
Προτεινόμενη τροποποίηση-προσθήκη : Οι ως άνω προθεσμίες αναστέλλονται στις υποθέσεις όπου διεξάγεται Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία Διαμεσολάβησης από την ημερομηνία της έγγραφης γνωστοποίησης του διαμεσολαβητή προς τους διαδίκους έως και την ημερομηνία διεξαγωγής της Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας. Οι διάδικοι οφείλουν να καταθέτουν την έγγραφη γνωστοποίηση του διαμεσολαβητή και το πρακτικό περάτωσης της Αρχικής Υποχρεωτικής Συνεδρίας. Η γραμματεία του δικαστηρίου βεβαιώνει με επισημείωση στο φάκελο της δικογραφίας το χρόνο αναστολής και τη νέα προθεσμία κατάθεσης των προτάσεων.
2. Στην παράγραφο 2 της προτεινόμενης διάταξης πρέπει να απαλειφθεί η φράση «με την παρέλευση των οποίων κλείνει ο φάκελος της δικογραφίας». Τούτο λαμβανομένης υπόψη της νέας πρόβλεψης της παραγράφου 5 της διάταξης, που επιτρέπει προσθήκη στις προτάσεις το αργότερο είκοσι (20) ημέρες πριν από την ορισθείσα συζήτηση για τους συγκεκριμένους λόγους που αναφέρει. Επομένως, δεν νοείται κλείσιμο του φακέλου μετά την πάροδο της προθεσμίας της παραγράφου 2.
3. Στην παράγραφο 5 της προτεινόμενης διάταξης ευκταίο είναι να διευκρινιστεί ποιοι ισχυρισμοί μπορούν να προταθούν που αποδεικνύονται εγγράφως ή δια δικαστικής ομολογίας, καθώς δεν ορίζεται αν οι εν λόγω ισχυρισμοί πρέπει να έχουν προταθεί σε κάθε περίπτωση με τις προτάσεις, όπως αντίθετα ορίζεται στην παράγραφο 2 της ίδιας διάταξης. Επίσης πρέπει να διευκρινιστεί έως ποια ώρα μπορούν να κατατεθούν η προσθήκη και η αντίκρουση, όπως ρητά συμβαίνει με την αντίστοιχη προθεσμία της παραγράφου 2. Ευκταίο για λόγους ομοιομορφίας να τεθεί η πρόβλεψη της παραγράφου της ίδιας διάταξης.
Προτεινόμενη τροποποίηση-προσθήκη : Η κατάθεση γίνεται στον αρμόδιο υπάλληλο της γραμματείας, που βεβαιώνει με επισημείωση τη χρονολογία της κατάθεσης των προσθηκών και των αντικρούσεων. Η κατάθεση των προσθηκών και των αντικρούσεων γίνεται μέχρι τη δωδεκάτη (12.00) ώρα της τελευταίας ημέρας της προθεσμίας για την κατάθεσή τους. Κάθε διάδικος δικαιούται να πάρει ατελώς με δική του δαπάνη αντίγραφα των προσθηκών και των αντικρούσεων των αντιδίκων του και των εγγράφων που έχουν προσκομίσει. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να ασκηθεί και από τον δικηγόρο που υπογράφει την αγωγή, την παρέμβαση ή τις προτάσεις ή από τρίτο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από τον δικηγόρο αυτό.
4. Η παράγραφος 6 πρέπει να επαναδιατυπωθεί καθώς δεν νοείται πλέον κλείσιμο της φακέλου της δικογραφίας μετά την πάροδο της προθεσμίας της παραγράφου 2.
Προτεινόμενη τροποποίηση-προσθήκη:
6. Μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας της παραγράφου 2, …
7. Με την επιφύλαξη της παρ. 8, μετά τη συζήτηση εκδίδεται η οριστική απόφαση με βάση τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας.
§ 1: Προς αποφυγή σύγχυσης, για την ισότητα των όπλων και επειδή και στην περίπτωση που ο ενάγων διαμένει στο εξωτερικό δημιουργούνται ζητήματα (πχ. με την επίδοση κλήσης για λήψη ενόρκων βεβαιώσεων), πρέπει το εδάφιο στ΄ να τροποποιηθεί ως εξής: «Η προθεσμία του πρώτου εδαφίου παρατείνεται σε εκατόν είκοσι (120) ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας επίδοσης της αγωγής για όλους τους διαδίκους, αν ο ενάγων ή ο εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής».
§ 4: Πρέπει να ρυθμιστεί το ζήτημα της προθεσμίας λήψης αντιγράφου της αντίκρουσης διότι παρατηρείται συχνά το φαινόμενοι οι δικαστικοί υπάλληλοι να αρνούνται τη χορήγησή της μετά το «κλείσιμο του φακέλου», το οποίο με την προτεινόμενη ρύθμιση θα είναι στις 12:00 της 15ης ημέρας της προθεσμίας. Τί θα γίνει στην περίπτωση που διάδικος καταθέσει αντίκρουση στις 11:59 της τελευταίας ημέρας της προθεσμίας; Είναι προφανές ότι ο αντίδικος, ακόμα και βρίσκεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου τη στιγμή της κατάθεσης, δεν προλαβαίνει να λάβει αντίγραφο της αντίκρουσης. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να τροποποιηθεί το εδάφιο γ΄ ως εξής: «Κάθε διάδικος δικαιούται να πάρει ατελώς με δική του δαπάνη αντίγραφα των προτάσεων και των αντικρούσεων των αντιδίκων του και των εγγράφων που έχουν προσκομίσει, ακόμα και μετά την παρέλευση της προθεσμίας κατάθεσης και το κλείσιμο του φακέλου και εντός προθεσμίας 1 (ή 3 ή 5) εργασίμων ημερών».
§ 5: Το εδάφιο β της παραγράφου 5 πρέπει να καταργηθεί διότι δεν προσφέρει τίποτα στην εξέλιξη της υπόθεσης, απεναντίας θα δημιουργήσει σωρεία παρελκυστικών αιτημάτων για αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων. Επίσης είναι γνωστό ότι οι δικαστές μελετούν τις δικογραφίες μετά τη συζήτησή τους στο ακροατήριο. Συνεπώς σε προγενέστερο χρόνο δεν μπορούν να γνωρίζουν αν είναι απαραίτητη για την πρόοδο της διαδικασίας η αυτοπρόσωπη εμφάνιση διαδίκου η του νομίμου εκπροσώπου του ώστε να αποφανθούν αν θα κάνουν δεκτό ή θα απορρίψουν το σχετικό αίτημα.
§ 10: Επειδή δημιουργείται ζήτημα με τη λήψη των σχετικών από τους διαδίκους μετά την έκδοση της απόφασης, πρέπει να προβλεφθεί προθεσμία και συνεπώς το εδάφιο α΄ πρέπει να τροποποιηθεί ως εξής: «Μετά την περάτωση της δίκης και εντός προθεσμίας 15 εργασίμων ημερών οι διάδικοι οφείλουν να αναλάβουν όλα τα σχετικά έγγραφά τους.
Πώς είναι δυνατόν σε περίπτωση έλλειψης πληρεξουσίων να εφαρμόζεται απ’ ευθείας το αρθ. 227 ΚΠΟΛΔ, το οποίο για την εφαρμογή του προϋποθέτει την ύπαρξη πληρεξουσιότητας; Θεωρώ ορθότερη ως διατύπωση την επανάληψη των λέξεων του αρθ. 227 παρά την παραπομπή στην εφαρμογή του.
Επίσης σε συνέχεια του προηγούμενου σχολίου πρέπει να σημειωθεί ότι εαν κάνενα από τα διάδικα μέρη δεν καταθέσει πληρεξούσια έγγραφα κατόπιν της ταχθείσας προθεσμίας δεν δύναται να εκδοθεί οριστική απόφαση , αλλά συζήτηση δέον να ματαιωθεί σύμφωνα με ατο αρ. 260 παρ. 1 ΚπολΔ της προτεινόμενςη διάταξης.
Η προτεινόμενη διάταξη: » Μέσα στην ίδια προθεσμία κατατίθενται το αποδεικτικό επίδοσης της αγωγής, καθώς και τα πληρεξούσια έγγραφα προς τους δικηγόρους κατά το άρθρο 96. Σε περίπτωση έλλειψης των πληρεξουσίων εγγράφων εφαρμόζεται το άρθρο 227. Αν δεν κατατεθούν τα πληρεξούσια έγγραφα μέσα στην προθεσμία που θα ταχθεί, το δικαστήριο εκδίδει οριστική απόφαση επί της αγωγής…» Η εν λόγω προτεινόμενη διάταξη ενδέχεται να δημιουργήσει ερμηνευτικό ζήτημα. Εαν δεν προσκομιστούν τα πληρεξούσια έγγραφα ορίζεται ότι το δικαστήριο εκδίδει οριστική απόφαση . Τούτο είναι εσφαλμένο σε περίπτωση που δεν προσκομιστούν τα πληρεξούσια έγγραφα από τον ή τους διαδίκους θα πρέπει να απαλειφθεί ότι εκδίδει οριστική απόφαση και να τεθεί η παραμπομπή στις διατάξεις περί ερημοδικίας.
είστε σοβαροί ;
εφαρμόσαμε ήδη τη νέα τακτική διαδικασία & τώρα την αλλάζετε ;
Θα ήταν χρήσιμο στην παράγραφο 3 του υπό διαβούλευση άρθρου, να προστεθεί ότι σε περίπτωση που το δικαστήριο διατάσσει την προσεπίκληση τρίτου, σύμφωνα με το άρθρο 90 ΚΠολΔ, η προθεσμία για την κατάθεση των προτάσεων (για την αγωγή και την προσεπίκληση) αρχίζει από την κατάθεση της κλήσης για την επαναφορά της αγωγής προς συζήτηση.
Ως προς τις προτάσεις για νέους ισχυρισμούς κ.λπ. της παρ. 5 του εν λόγω άρθρου, η πρόβλεψη για μετέπειτα αντικρουση από τον αντίδικο είναι κενή νοήματος, διότι ο τελευταίος πιθανότατα δεν θα έχει ενημερωθεί για την κατάθεση των νέων όψιμων προτάσεων. Δέον θα ήταν να προβλεφθεί η έγκαιρη επίδοση των προτάσεων αυτών, ώστε ο αντίδικος να λάβει γνώση και να έχει τη δυνατότητα να αντικρούσει.
Kαλησπέρα σας,
,ε την νέα διάταξη αλλάζει άρδην εκ νέου η κατάθεση προτάσεων της νέας τακτικής διαδικασίας. Επί της ουσίας μέχρι σήμερα οι προτάσεις πρέπει να κατατεθούν εντός 100 ημερών από την κατάθεση της αγωγής. Με την προτεινόμενη ρύθμιση , επί της ουσίας η κατάθεση προτάσεων είναι 120 ημέρες από την κατάθεση της αγωγής. Τούτο διότι καθώς η προθεσμία επίδοσης της αγωγής ειναι 30 ημέρες από την κατάθεση της πλέον των 90 ημερών της προτεινόμενης διατάξης (παρ. 1) . Επί της ουσίας θα δημιουργηθεί σύγχυση στις Γραμματείες των δικαστηρίων καθώς θα πρέπει να υπολογίζουν την προθεσμία κατάθεσης προτάσεων από την επόμενη της λήξης της προθεσμίας προς επίδοση της αγωγής Αυτό ενέχει κινδύνο καθώς θα πρέπει να ελέγχουν εαν η καταληκτική ημερομηνία επίδοσης της αγωγής είναι εξαιρετέα (λ.χ. αργίες, Σαββατο, Κυριακή). Συνεπώς , προτιμότερο θα ήταν να τεθεί ότι η προθεσμία κατάθεσης προτάσεων είναι 120 ημέρες από την κατάθεση της αγωγής. Η παεράγραφος 5 επί της ουσίας παρομοιάζει με την διατάξη της παλαιάς τακτικής πολυμελούς (πριν την εφαρμογή του Ν.4335) και δημιουργήσει προβλήματα στην πράξη. Το προτιμότερο θα ηταν είτε να απαλειφθεί και οι εν λόγω λόγοι που γεννήθηκαν μετά την κατάθεση των προτάσεων ή της προσθήκης να προβάλλονται ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου είτε να κατατίθεται κατά την συζήτηση της αγωγής προκειμενου ο διάδικος να λαμβάνει γνώση. Με την προτείνόμενη παράγραφο θα πρέπει καθε διαδικος να επισκέπτεται εκ νέου την γραμμματεία του δικαστηρίου προκειμένου να ελέγξειτην κατάθεση προσθήκης. Τούτο , ειδικά στο Πρωτοδικείο Αθηνών είναι σχεδόν αδύνατο καθώς όπως είναι γνωστό οι δικογραφίες μετά το κλείσιμο του φακέλου αποσυρόνται και δεν είναι δυνατή πρόσβαση σε αυτούς.