Προστίθεται άρθρο 20Α στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ως εξής:
«Άρθρο 20Α
- Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο που ασκήθηκε ενώπιον οποιουδήποτε πολιτικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στην πλήρη ολομέλεια του Αρείου Πάγου με απλή πράξη τριμελούς επιτροπής, που αποτελείται από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός εκ των διαδίκων ή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων.
- Τα αιτήματα των διαδίκων υπογράφονται επί ποινή απαραδέκτου από δικηγόρο και συνοδεύονται από παράβολο τριακοσίων (300) ευρώ, το οποίο καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος. Το ύψος του ποσού μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Πριν από την έκδοση της πράξης, η Επιτροπή καλεί όλους τους διαδίκους και τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, όταν υποβάλλει αυτός το αίτημα, να εμφανισθούν ενώπιόν της και να εκθέσουν τις απόψεις τους αυτοπροσώπως ή με υπόμνημα, που κατατίθεται σε οριζόμενη από αυτήν προθεσμία.
- Η πράξη της Επιτροπής δημοσιεύεται σε δύο (2) ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή της εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα, με απόφαση των κατά περίπτωση επιλαμβανομένων δικαστηρίων της ουσίας. Η αναστολή δεν καταλαμβάνει την προσωρινή δικαστική προστασία.
- Στη δίκη ενώπιον της πλήρους ολομέλειας του Αρείου Πάγου μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ως άνω ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό. Για την εν λόγω παρέμβαση δεν καταλογίζεται δικαστική δαπάνη, η δε μη άσκησή της δεν δημιουργεί δικαίωμα άσκησης ανακοπής ή τριτανακοπής.
- Μετά από την επίλυση του ζητήματος, η πλήρης ολομέλεια του Αρείου Πάγου παραπέμπει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο δικαστήριο. Η απόφαση της πλήρους ολομέλειας του Αρείου Πάγου δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες.
- Μετά από την επίλυση του ζητήματος κατά την παρ. 1, οι υποθέσεις, των οποίων είχε ανασταλεί η εκδίκαση, επαναφέρονται για συζήτηση σε νέα δικάσιμο με κλήση, η οποία κατατίθεται με επιμέλεια οποιουδήποτε διαδίκου στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου.».
ΕΝΩΣΗ ΠΟΙΝΙΚΟΛΟΓΩΝ & ΜΑΧΟΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ
Παραθέτουμε τις παρακάτω ενδεικτικές παρατηρήσεις επί των τροποποιήσεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, επισημαίνοντας αύθις τον ελάχιστο χρόνο για την δημόσια διαβούλευση του Νομοσχεδίου, μόλις 15 ημέρες, και αυτό σε περίοδο θερινών δικαστικών διακοπών.
1) Επί του θεσμού εισαγωγής της πιλοτικής δίκης στην πολιτική δικονομία, επισημαίνεται:
Εάν θεωρηθεί ότι υφίσταται αναλογική εφαρμογή των επιμέρους διατάξεων και ρυθμίσεων, που αφορούν την πιλοτική δίκη στο χώρο της Διοικητικής Δικαιοσύνης, τότε με τα έως σήμερα ισχύοντα στην πρακτική:
Α) Η πράξη της Τριμελούς Επιτροπής, η οποία δεν αποτελεί δικαστική απόφαση, αλλά απλή δικαστική πράξη και δημοσιεύεται σε δύο αθηναϊκές εφημερίδες, ώστε να εξασφαλιστεί η άσκηση τυχόν παρεμβάσεων, συνεπάγεται την αναβολή της προόδου των δικών, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος με συνέπειες σε ευρύ κύκλο προσώπων.
Β) Η υποδομή των Δικαστηρίων και η στελέχωση της γραμματείας είναι τέτοια που δεν διασφαλίζεται ότι οι υποθέσεις που εκκρεμούν θα ανασταλούν και με ποια διαδικασία.
Γ) Επιπλέον δημιουργείται έτι περαιτέρω πρόβλημα καθυστερήσεως παρά επιταχύνσεως της διαδικασίας και το Δικαστήριο θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να δικάσει την ανασταλείσα υπόθεση. Αντίστοιχο πρόβλημα όμως προκύπτει και ως προς τις ανασταλείσες υποθέσεις, οι οποίες και αυτές θα πρέπει να εκδικασθούν μετά την έκδοση της απόφασης επί της πιλοτικής δίκης, χωρίς να μπορεί να προσδιοριστεί ο χρόνος εκδίκασης, ενώ ακόμη και εάν συμμορφωθούν προς την κρίση επί της πιλοτικής δίκης, εξακολουθούν να υπόκεινται σε ένδικα μέσα. Ως προς τις ανασταλείσες υποθέσεις ο Νόμος αναφέρει ότι εκδικάζονται από το αρμόδιο Δικαστήριο. Είναι πέραν από βέβαιο ότι πρόκειται για ανεπιτυχή μεταφορά των ρυθμίσεων της πιλοτικής δίκης του Διοικητικού Δικαίου, όπου για τις ανασταλείσες υποθέσεις καθορίστηκε αρμοδιότητα Συμβουλίου για την ταχύτερη έκδοση αποφάσεων.
Δ) Σε κάθε περίπτωση τίθεται το ερώτημα, πώς θα κριθεί ότι πρόκειται για το ίδιο ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος επί αγωγών στα πολιτικά Δικαστήρια, με συνέπειες σε ευρύ κύκλο προσώπων, όταν κάποια αγωγή δύναται να έχει πολλαπλά αιτήματα ή να ερείδεται σε τελείως διαφορετική ιστορική βάση, αφού ο νόμος θέτει σωρευτικά δύο προϋποθέσεις για την εφαρμογή: αυτήν του του «γενικότερου ενδιαφέροντος» – και τον «ευρύ κύκλο προσώπων».
Πρόκειται για όλως στοχευμένη διάταξη, που αναμένεται να εφαρμοστεί στις υποθέσεις των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, υποθέσεις τραπεζικών συμβάσεων και δανείων καθώς και στο χώρο του εργατικού δικαίου με ιδιαίτερη αναφορά στο ζήτημα της αναστολής των εργασιακών συμβάσεων και εργασιακών απολύσεων.
Η εισαγόμενη πιλοτική δίκη στις αστικές διαφορές είναι ασύμβατη με το ελληνικό δικαιϊκό σύστημα.
Δεν υπάρχει καμία ασφαλιστική δικλείδα για να μην υπάρχει καταστρατήγηση και να μην δημιουργούνται δεδικασμένα σε μια σειρά θέματα (π.χ. Γ.Ο.Σ., 281 ΑΚ κλπ), με τα οποία θα καταργηθεί η ειδική εξέταση της ιδιαιτερότητας της κάθε υπόθεσης, καθώς και η προστατευόμενη από το Σύνταγμα ανεξαρτησία του κάθε δικαστή να αποφασίσει και να κρίνει κατά συνείδηση κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, χωρίς δεσμεύσεις από αποφάσεις άλλων δικαστηρίων (πλην της περίπτωσης του Α.Ε.Δ.).
Έτσι υπάρχει κίνδυνος έκδοσης γενικών πιλοτικών αποφάσεων και νομολογιακής στασιμότητας στον ούτως ή άλλως αργά εξελισσόμενο νομολογιακά ΑΠ.
Ως ασφαλιστική δικλείδα, ενδεχομένως θα ήταν χρήσιμο στις πιλοτικές δίκες να είναι υποχρεωτική η διατύπωση προδικαστικών ερωτημάτων στο ΔΕΕ.
2) Άρθρο 950 : Προστίθεται διάταξη : Αν παρεμποδίζεται το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο, το δικαστήριο που ρυθμίζει το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο καθορίζει τα χρονικά διαστήματα αυτής και απειλεί, και αυτεπάγγελτα, σε βάρος εκείνου που εμποδίζει κάθε φορά την επικοινωνία, για κάθε παράβαση, χρηματική ποινή έως δέκα χιλιάδες (10,000.00) ευρώ και προσωρινή κράτηση έως ένα (1) έτος. Η παρεμπόδιση του δικαιώματος της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο βεβαιώνεται με έκθεση δικαστικού επιμελητή, ο οποίος παρευρίσκεται κατά τον ορισθέντα χρόνο έναρξης της επικοινωνίας.
Με την προτεινόμενη ρύθμιση δεν αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά το ζήτημα που προκύπτει στις περιπτώσεις που το ίδιο το ανήλικο τέκνο δεν επιθυμεί να μεταβεί προς επικοινωνία στον έτερο γονέα, ενώ η μετακύλιση του κόστους για την σύνταξη μιας έκθεσης από τον δικαστικό επιμελητή είναι υπέρμετρη για το θιγόμενο μέρος.
3) Άρθρο 966: 1. Αν δεν παρουσιαστούν πλειοδότες ή δεν υποβληθούν προσφορές, το πράγμα που πλειστηριάζεται κατακυρώνεται στην τιμή της πρώτης προσφοράς σε εκείνον υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση, αν το ζητήσει. …..2. Αν δεν υποβληθεί η αίτηση της παρ. 1, ο πλειστηριασμός επαναλαμβάνεται με την ίδια τιμή πρώτης προσφοράς και σε ημερομηνία που ορίζεται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, μέσα σε σαράντα (40) ημέρες, ….2Α. Αν και ο πλειστηριασμός της παρ. 2 αποβεί άγονος, διεξάγεται νέος με τιμή πρώτης προσφοράς ίση προς το ογδόντα τοις εκατό (80%) της αρχικώς ορισθείσας τιμής και σε ημερομηνία που ορίζεται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες, ….2Β. Σε περίπτωση που και ο πλειστηριασμός της παρ. 2Α αποβεί άγονος, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού τον επαναλαμβάνει μέσα σε τριάντα (30) ημέρες, με τιμή πρώτης προσφοράς ίση προς το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%) της αρχικώς ορισθείσας,
Πρόκειται για διάταξη που διευκολύνει την επίσπευση διενέργεια των πλειστηριασμών προς όφελος των τραπεζικών ιδρυμάτων ιδιαίτερα σε συνδυασμό με τον νέο Πτωχευτικό Κώδικα και τη δυνατότητα της από κοινού διεκδίκησης ενός ακινήτου από πολλαπλούς αγοραστές.
4) Κρίνεται αναγκαία η κατάργηση του δικαστικού ενσήμου επί των αναγνωριστικών αγωγών, άλλως η υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου επί του επιδικασθέντος ποσού, άλλως η υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου μόνον επί των αγωγών αρμοδιότητας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ανεξαρτήτως του αιτούμενου ποσού.
5) Αρ. 12 για την τροποποίηση του αρ. 237: Μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας για την επίδοση της αγωγής κατά την παρ. 2 του άρθρου 215, οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις και να προσκομίσουν όλα τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με αυτές.
Με το ισχύον σύστημα οι προτάσεις κατατίθενται εντός 100 ημερών από την κατάθεση της αγωγής. Με την προτεινόμενη ρύθμιση η εν λόγω προθεσμία μετατρέπεται σε 120 ημέρες από την κατάθεση της αγωγής με την δημιουργία περαιτέρω προβλημάτων καθώς οι γραμματείς των δικαστηρίων θα πρέπει να υπολογίζουν την προθεσμία κατάθεσης προτάσεων που ορίζεται ότι άρχεται από την λήξη της προθεσμίας για την επίδοση της αγωγής. Με την προτεινόμενη τροποποίηση όμως δημιουργούνται ερωτηματικά αναφορικά με τα εχέγγυα ασφάλειας, με τα οποία θα πρέπει υπολογιστεί η προθεσμία αυτή, εάν η καταληκτική ημερομηνία επίδοσης της αγωγής είναι π.χ. εξαιρετέα ημέρα ή αργία.
Η εισαγόμενη πιλοτική δίκη στις αστικές διαφορές ένα είναι ασύμβατη με το ελληνικό δικαιακό σύστημα.
Δεν υπάρχει καμία ασφαλιστική δικλείδα για να μην υπάρχει καταστρατήγηση και να μην δημιουργούνται δεδικασμένα σε μια σειρά θέματα (π.χ. Γ.Ο.Σ., 281 ΑΚ κλπ) με τα οποία θα καταργηθεί η ειδική εξέταση της ιδιαιτερότητας της κάθε υπόθεσης καθώς και η προστατευόμενη από το Σύνταγμα ανεξαρτησία του κάθε δικαστή να αποφασίσει και να κρίνει κατά συνείδηση κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, χωρίς δεσμεύσεις από αποφάσεις άλλων δικαστηρίων (πλην της περίπτωσης του Α.Ε.Δ.).
Έτσι υπάρχει κίνδυνος έκδοσης γενικών πιλοτικών αποφάσεων και νομολογιακής στασιμότητας στον ούτως ή άλλως αργά εξελισσόμενο νομολογιακά ΑΠ
Ως ασφαλιστική δικλείδα, ενδεχομένως θα ήταν χρήσιμο στις πιλοτικές δίκες να είναι υποχρεωτική η διατύπωση προδικαστικών ερωτημάτων στο ΔΕΕ
Σχόλια επί της προτεινόμενης διάταξης:
1. Η προτεινόμενη διάταξη παραλείπει και δεν αναφέρει σχετική δυνατότητα των δικαστηρίων της ουσίας να υποβάλουν σχετικό προδικαστικό ερώτημα στον Άρειο Πάγο, όταν εκκρεμεί ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος. Αντίστοιχη πρόβλεψη προβλέπεται στο ν. 3900/2010 για τη διοικητική δικαιοσύνη, όπου εν τοις πράγμασι ο θεσμός της πιλοτικής δίκης έχει κυρίως τύχει εφαρμογής από τα δικαστήρια της ουσίας και ουχί από τα διάδικα μέρη σε εκκρεμή δίκη. Για το λόγο αυτό προτείνεται η προσθήκη σχετικής δυνατότητας στη νέα διάταξη του άρθρου 20 Α ΚΠολΔ, πέραν από την πρόβλεψη για τους διαδίκους και τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
2. Θα πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα της Επιτροπής να καλεί τους διαδίκους ή τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου πριν την έκδοση της πράξης και όχι η υποχρέωση. Τούτο προκειμένου η διαδικασία να είναι ευέλικτη και σύντομη εάν η Επιτροπή ενδεχομένως δύναται να διαπιστώσει το ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος ευθύς εξαρχής, δίχως να απαιτείται η διαδικασία της έκθεσης απόψεων.
Προτεινόμενη τροποποίηση-προσθήκη:
2. Όταν δικαστήριο της ουσίας επιλαμβάνεται υπόθεσης, στην οποία ανακύπτει ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, μπορεί με απόφασή του, που δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, να υποβάλει σχετικό προδικαστικό ερώτημα στον Άρειο Πάγο. Στην περίπτωση αυτή το ένδικο βοήθημα ή μέσο μπορεί να εισαχθεί στην πλήρη ολομέλεια του Αρείου Πάγου με απλή πράξη τριμελούς επιτροπής, που αποτελείται από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος, αφού ληφθεί υπόψη η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας για την υποβολή του προδικαστικού ερωτήματος στην οποία πρέπει να εκτίθεται το ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος.
3. Τα αιτήματα των διαδίκων υπογράφονται επί ποινή απαραδέκτου από δικηγόρο και συνοδεύονται από παράβολο τριακοσίων (300) ευρώ, το οποίο καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος. Το ύψος του ποσού μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Πριν από την έκδοση της πράξης, η Επιτροπή δύναται να καλεί όλους τους διαδίκους και τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, όταν υποβάλλει αυτός το αίτημα, να εμφανισθούν ενώπιόν της και να εκθέσουν τις απόψεις τους αυτοπροσώπως ή με υπόμνημα, που κατατίθεται σε οριζόμενη από αυτήν προθεσμία.
Με έκπληξη διαπιστώνουμε ότι προωθείται στις αστικές διαφορές ένα είδος νομολογιακού δικαίου ασύμβατο με το ελληνικό δικαιακό σύστημα. Στο νέο αυτό σύστημα, οι αποφάσεις της Ολομελείας του Α.Π. θα είναι θέσφατο σε αντίθεση με την κρατούσα συνταγματική τάξη κατά την οποία ο κάθε δικαστής είναι ελεύθερος να αποφασίσει και να κρίνει κατά συνείδηση κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, χωρίς δεσμεύσεις από αποφάσεις άλλων δικαστηρίων (πλην της περίπτωσης του Α.Ε.Δ.), εξ ού και η νομολογία ακόμα και του ΑΠ κατά καιρούς μεταβάλλεται και δεν παραμένει στάσιμη.
Πέραν τούτου, η πιλοτική δίκη που πρόκειται να εισαχθεί με το παρόν νομοσχέδιο είναι το ΠΙΟ ΑΝΙΣΟ ΜΕΤΡΟ που θα μπορούσε να σκεφτεί να εισάγει η Πολιτεία ως προς τους πολίτες της.
Κύριοι, έχετε την εντύπωση ότι ο μέσος Έλληνας πολίτης έχει την οικονομική δυνατότητα να πληρώνει παράβολα των 300 ευρώ και διαδικασία ενώπιον της Ολομελείας του Αρείου Πάγου; Ποιος θα προσφεύγει σε τέτοιες ακριβές διαδικασίες; Ο εργοδότης ή ο εργαζόμενος; Ο οφειλέτης δανειολήπτης ή η τράπεζα; Η ασφαλιστική εταιρία ή ο αιτών αποζημίωση για τροχαίο ατύχημα; Το Νοσοκομείο ή αυτός που υπέστη βλάβη από ιατρικό σφάλμα; Συνεπώς, είναι προφανές ότι πλην των διαδίκων που δικαιούνται δωρεάν νομική βοήθεια, μόνον οι οικονομικά ισχυροί θα καταφεύγουν στην πιλοτική αυτή δίκη για οποιοδήποτε νομικό ζήτημα υπάρχει ακόμα και ενώπιον Ειρηνοδικείου, με προφανές κίνητρο να εξοντώσουν οικονομικά τους αντιδίκους τους. Η κατασκευή αυτή που εισάγεται θα στερήσει άμεσα τη δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη στον μέσο πολίτη. Είναι εντελώς διαφορετική η περίπτωση της διοικητικής δίκης από την αστική διένεξη. Εν προκειμένω, σαφώς ο νομοθέτης λαμβάνει θέση ΥΠΕΡ του οικονομικά ισχυρού. Η μεσαία τάξη στην Ελλάδα θα συντριβεί στις «μυλόπετρες» της δικαιοσύνης.
Ο θεσμός της πρότυπης ή πιλοτικής δίκης ενώπιον του ΣτΕ που εισήχθη με τη διάταξη του άρθρου 1 Ν. 3900/2010 απεδείχθη στην πράξη σε γενικές γραμμές επιτυχής κατά την τελευταία δεκαετία εφαρμογής του. Παρά ταύτα, φρονώ ότι δεν ενδείκνυται η άνευ ετέρου μεταφορά και εφαρμογή en bloc του συγκεκριμένου δικονομικού θεσμού ενώπιον του ΑΠ, με βάση αποκλειστικά και μόνο τα θετικά αποτελέσματα από την πρόσφατη εμπειρία εφαρμογής του ενώπιον του ΣτΕ και του ΕΣ, αν δεν επιλυθούν οριστικά συγκεκριμένα συστημικά προβλήματα της ελληνικής έννομης τάξης που άπτονται της αναιρετικής διαδικασίας ενώπιον του ΑΠ. Οι άξονες των αντιρρήσεων μου είναι τρεις και άπτονται: α) του συστήματος του διάχυτου, παρεμπίπτοντος και συγκεκριμένου ελέγχου αντισυνταγματικότητας των νόμων, β) της δεσμευτικότητας των σχετικών αποφάσεων της πλήρους ΟλΑΠ για το σύνολο των Πολιτικών Δικαστηρίων και γ) της τριτενέργειας του δεδικασμένου των σχετικών αποφάσεων της πλήρους ΟλΑΠ και δη erga omnes.
Κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου γίνεται δεκτό ήδη από το 1897 (βλ. ΑΠ 23/1897) ότι τα Ελληνικά Δικαστήρια προβαίνουν στον έλεγχο αντισυνταγματικότητας των νόμων κατά τρόπο διάχυτο, παρεμπίπτοντα και συγκεκριμένο. Τη σχετική δικαιοδοτική εξουσία τους αντλούν τα Πολιτικά Δικαστήρια δυνάμει των άρθρων 87 παρ. 2, 93 παρ. 4 Συντάγματος 1975/1986/2001/2019, κατά το πρότυπο το ελέγχου αντισυνταγματικότητας των νόμων από τα Δικαστήρια των ΗΠΑ (βλ. Μανιτάκη, Ιστορικά γνωρίσματα και λογικά προαπαιτούμενα του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα, εις Τιμητικό Τόμο Κ. Μπέη, σελ. 3121 επ., ΑΘΗΝΑ 2003). Η θέση του κ. Ιωάννη Χήνου ότι ο διάχυτος, παρεμπίπτων και συγκεκριμένος έλεγχος αντισυνταγματικότητας του Ελληνικού Δικαίου θα εξακολουθήσει να διατηρείται και μετά την εισαγωγή του θεσμού της πρότυπης δίκης στην Πολιτική Δικονομία είναι μάλλον θεωρητική, διότι στην πράξη πολύ δύσκολα οι Δικαστές της ουσίας (ιδίως οι κατώτεροι σε βαθμό) θα τολμήσουν να νομολογήσουν contra στα ζητήματα που επιλύονται από τη νομολογία της ΟλΑΠ (υπενθυμίζω πάντως το γνωστό θεωρητικό παράδειγμα του Καθηγητή Πολιτικής Δικονομίας Χ. Φραγκίστα για τη λειτουργική ανεξαρτησία του “Ειρηνοδίκη ερημικής νήσου” που εμμένει να νομολογεί contra στην πάγια νομολογία του ΑΠ – βλ. Φραγκίστα, Παραδόσεις Αστικού Δικονομικού Δικαίου. Γενικόν Μέρος, ΘΕΣ/ΝΙΚΗ ά.χ.). Η κατά τον προαναφερθέντα τρόπο “οιονεί κατάργηση” του συστήματος του διάχυτου, παρεμπίπτοντος και συγκεκριμένου ελέγχου αντισυνταγματικότητας των νόμων που προωθείται με τη διάταξη του άρθρου 2 του υπό κρίσιν νομοσχεδίου θέτει κατά τη γνώμη μου ζήτημα αντίθεσης της επίμαχης διατάξεως προς τις θεμελιώδεις διατάξεις των άρθρων 87 παρ. 2, 93 παρ. 4 Συντάγματος 1975/1986/2001/2019, όπως ορθώς διατείνεται η Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων της Χώρας.
Εάν η ratio legis της αναιρετικής διαδικασίας και του εκτάκτου ενδίκου μέσου της αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του ΑΠ αποτελεί η ενότητα της νομολογίας (βλ. Πρακτικά Αναθεωρητικής Επιτροπής ΚΠολΔ & ΕισΝΚΠολΔ, σελ. 224, ΑΘΗΝΑΙ 1968), τότε πρέπει να προηγηθεί η νομοθετική αναγνώριση της υποχρεωτικότητας της πάγιας νομολογίας του ΑΠ για το σύνολο των Πολιτικων Δικαστηρίων της Χώρας. Προς το παρόν υποχρεωτικό χαρακτήρα erga omnes ως προς το επιλυθέν νομικό ζήτημα έχουν μόνον οι αποφάσεις του ΑΕΔ κατα το άρθρο 100 Συντάγματος 1975/1986/2001/2019, οι οποίες μετά τη δημοσίευσή τους στην ΕτΚ έχουν ισχύ “οιονεί νόμου”. Επισημαίνεται ότι στην ελληνική έννομη τάξη η πάγια νομολογία του ΑΠ αποτελεί μεν πηγή παραγωγής εθίμου κατ’ άρθρον 2 ΑΚ, πλην όμως η λειτουργική ανεξαρτησία των Δικαστών της ουσίας τους επιτρέπει να αποκλίνουν από την ερμηνεία που υϊοθετεί η νομολογία του ΑΠ, κατά την άποψη δε μερίδας της Νομικής Θεωρίας χωρίς καν να βαρύνονται με πειθαρχικές ευθύνες (βλ. Σκουρή/Συμεωνίδου – Καστανίδου, Η απονομή της δικαιοσύνης ως βασικός πυλώνας της ευνομούμενης πολιτείας, σελ. 15, 223, ΑΘΗΝΑ 2018). Είναι δε αναμφιβόλως αλγεινές οι εντυπώσεις που δημιουργεί στους διαδίκους η “νομολογιακή γεωγραφία” που κατά καιρούς διχάζει την Πολιτική Δικαιοσύνη σε καίρια ζητήματα, ιδίως όταν τα Δικαστήρια της ουσίας αντιμάχονται τη νομολογιακή ενότητα που επιδιώκει η νομολογία του ΑΠ, μάλιστα δε παρατηρείται ακόμη και αντιστροφή της νομολογίας του ΑΠ όταν οι Δικαστές της ουσίας ανέλθουν στο βαθμό του Αρεοπαγίτη (αναφέρομαι ενδεικτικώς στο οριστικώς επιλυθέν διά της ΟλΑΠ 36/1998, ΕλλΔνη 1999, 40 ζήτημα περί του εάν ο ισχυρισμός του εναγομένου περί σχετικής εικονικότητας κατ’ άρθρον 138 παρ. 2 ΑΚ αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής κατ’ άρθρον 261 ΚΠολΔ ή ένσταση κατ’ άρθρον 262 ΚΠολΔ).
Τέλος, εάν δεν προηγηθεί νομοθετική ρύθμιση αναγνωρίζουσα ρητώς την τριτενέργεια erga omnes της πάγιας νομολογίας του ΑΠ κατά το πρότυπο της ακυρωτικής νομολογίας του ΣτΕ και της διατάξεως του άρθρου 50 παρ. 5 Π.Δ. 18/1989 (βλ. ΟλΣτΕ 217/2016), πολύ φοβούμαι ότι η πρότυπη ή πιλοτική δίκη ενώπιον του ΑΠ δεν πρόκειται εκ των ως άνω λόγων να θεραπεύσει τις τις παθογένειες της πολιτικής δίκης που φιλοδοξεί να διορθώσει.
Jus est ars boni et aequi: Θαλής Πολυχρονάκος, Δικηγόρος παρ’ ΑΠ, M.L.E.
Εισάγεται ο θεσμός της πρότυπης δίκης, όπως ισχύει στα διοικητικά δικαστήρια ήδη από το 2010 (άρθρο 1 του Ν. 3900/2010). Είναι αληθές ότι η διάταξη αυτή έχει διχάσει το νομικό κόσμο, με πολλούς να υποστηρίζουν ότι με τον τρόπο αυτό μπορεί να αυξηθεί ο χρόνος απονομής της δικαιοσύνης, καθόσον τα δικαστήρια θα αναστέλλουν την εκδίκαση των υποθέσεων μόλις περιέλθει σε γνώση τους η εισαγωγή του νομικού ζητήματος στην ΟλΑΠ, υπό τη μορφή της πρότυπης δίκης. Επίσης υπάρχει η ένσταση ότι η διάταξη έρχεται σε αντίθεση με το διάχυτο δικαστικό έλεγχο που προβλέπει το Σύνταγμα και ότι στερεί από τους πολίτες την κρίση και προστασία στους προβλεπόμενους βαθμούς δικαιοδοσίας. Πιστεύουμε ότι ο θεσμός έπρεπε να έχει εισαχθεί εδώ και πολύ καιρό στον ΚΠολΔ. Φτάνει να σκεφτούμε πόσο χρόνο κάνει για να φτάσει ενώπιον του αναιρετικού δικαστηρίου μία υπόθεση. Με την πρότυπη δίκη το νομικό ζήτημα θα επιλυθεί ταχύτερα, με συνέπεια οι διάδικοι να εξοικονομήσουν χρόνο και (το κυριότερο) χρήματα, αφού δε θα χρειάζεται να εξαντλήσουν όλα τα ένδικα μέσα και δη εκείνος της αναίρεσης. Εννοείται ότι ο διάχυτος έλεγχος που προβλέπεται από το Σύνταγμα, σε καμία περίπτωση δεν περιορίζεται, αφού οι δικαστές θα εξακολουθούν να κρίνουν παρεμπιπτόντως τη συνταγματικότητα των διατάξεων που εφαρμόζουν, εφόσον το ζήτημα δεν έχει κριθεί από τον Άρειο Πάγο. Και ας μην ξεχνάμε ότι και με τον ισχύοντα ΚΠολΔ, «Οι αποφάσεις της ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν»[2]. Δηλαδή, όταν κριθεί το ζήτημα στον Άρειο Πάγο, το δικαστήριο στο οποίο αναπέμπεται η υπόθεση δεσμεύεται ως προς την επίλυση του νομικού ζητήματος με το οποίο ασχολήθηκε το αναιρετικό δικαστήριο, ενώ και τα υπόλοιπα δικαστήρια, παρότι δε δεσμεύονται, στη συντριπτική τους πλειοψηφία ακολουθούν τη νομολογία του Αρείου Πάγου. Συνεπώς όταν ένα ζήτημα είναι καινοφανές, γιατί θα πρέπει να εξαντληθούν όλα τα ένδικα μέσα, να υπάρξουν αντιφατικές νομολογίες και ανασφάλεια δικαίου, μέχρι να αποφανθεί μετά από καιρό ο Άρειος Πάγος, ενώ θα μπορούσε να λυθεί ταχύτερα με το θεσμό της πρότυπης δίκης;
Μάλιστα, ίσως θα έπρεπε να επεκταθεί η δυνατότητα υποβολής σχετικού αιτήματος και από το δικαστήριο που εκδικάζει την υπόθεση, όταν διαβλέπει ότι εκκρεμεί ενώπιόν του ζήτημα ευρύτερου ενδιαφέροντος, το οποίο χρήζει επίλυσης. Προκειμένου, μάλιστα, να μη γίνεται «κατάχρηση» της δυνατότητας αυτής, θα μπορούσε να προβλεφθεί η εξής διαδικασία: ο πρόεδρος του δικαστηρίου ή ο δικαστής (εφόσον πρόκειται για μονομελές), θα υποβάλει σχετική αίτηση στο προϊστάμενο του δικαστηρίου, ο οποίος θα συγκαλεί την ολομέλεια των δικαστών που υπηρετούν σε αυτό, προκειμένου η τελευταία να κρίνει αν πρέπει να υποβληθεί σχετική αίτηση στον Άρειο Πάγο για την εισαγωγή της υπόθεσης στην ΟλΑΠ [3]. Εφόσον η απόφαση της ολομέλειας είναι καταφατική, τότε ο προϊστάμενος του δικαστηρίου υποβάλει το σχετικό αίτημα στον Άρειο Πάγο.
http://dikastis.blogspot.com/2021/08/blog-post_27.html
Μετά την επιτυχημένη εφαρμογή, πλέον της δεκαετίας, της πιλοτικής δίκης ενώπιον του ΣτΕ που εισήχθη με τον ν. 3900/2010, θεωρώ ορθή την μέριμνα του ΚΠολΔ για μία πιλοτική πολιτική δίκη ενώπιον του ΑΠ. Τα πλεονεκτήματα μίας τέτοιας ρύθμισης είναι αρκετά και έχουν ήδη επισημανθεί θεωρητικά, αλλά κυρίως εντοπιστεί στην πράξη (οικονομία δικών, εξοικονόμηση πολύτιμου χρόνου του πολιτικού δικαστή, ενότητα νομολογίας). Συνεπώς, τελεολογικά η προτεινόμενη τροποποίηση είναι, κατά την άποψη μου, ορθή.
Περαιτέρω, παραθέτω ορισμένες νομοτεχνικής φύσης σκέψεις, ακολουθώντας τη σειρά των παραγράφων:
– Καλό είναι να διευκρινιστεί που πρέπει να κατατίθεται το αίτημα των διαδίκων (π.χ. γραμματεία δικαστηρίου όπου έχει εισαχθεί το ένδικο βοήθημα)
– Είναι εύλογος ο κατωτέρω προβληματισμός του κυρίου Αλεξίου, καλό είναι να οριοθετηθεί εννοιολογικά από τον νομοθέτη ο όρος «ζήτημα», προ της εφαρμογής της διάταξης (π.χ. ότι είναι μόνο νομικό ζήτημα που ανάγεται σε ερμηνεία-εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, που έχει όμως και μία συγκεκριμένη ιστορική βάση, βάσει του ενδίκου βοηθήματος που εισάγεται στην ΟλΑΠ)
– Συνίσταται να προβλεφθεί τι γίνεται αν η τριμελής επιτροπή κρίνει πως το ασκηθέν ένδικο βοήθημα ή μέσο είναι απαράδεκτο. Μπορεί τότε να εισαχθεί σε πιλοτική πολιτική δίκη; (παράδειγμα: η νομολογία των δικαστηρίων της ουσίας αμφιταλαντεύεται αν υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων οι διαφορές μεταξύ ΔΑΠΕΕΠ και παραγωγών ΑΠΕ. Είναι ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος και νομίζω δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι μπορεί να εισαχθεί προς συζήτηση σε ΟλΑΠ, ακόμα και αν ανάγεται στο παραδεκτό του ενδίκου βοηθήματος. Εξάλλου, τι γίνεται όταν π.χ. το ζήτημα αφορά σε ερμηνεία διάταξης του ΑΚ, αλλά η επιτροπή διαπιστώσει πως ο ενάγων της αγωγής δεν νομιμοποιείται ενεργητικά; Απορρίπτει το αίτημα; Αν κρίνει ότι είναι ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, εισάγει πάραυτα την αγωγή στην ΟλΑΠ, αυτή επιλύει το νομικό ζήτημα και εκείνη την παραπέμπει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο για απόρριψη για τυπικούς λόγους;)
– Πέραν της καταβολής παραβόλου ως προϋπόθεσης παραδεκτού του αιτήματος, μήπως θα πρέπει να αιτιολογείται, έστω και αδρά, γιατί κατά την κρίση του υποβάλλοντος αυτό υφίσταται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, επί ποινή απαραδέκτου (η αυτό μπορεί να γίνει και με το υπόμνημα ή την έκθεση απόψεων, προ της έκδοσης της πράξης); Επίσης, πιστεύω πως μπορεί να προβλεφθεί ρητά η δυνατότητα να υποβάλλουν αμφότεροι οι διάδικοι το αίτημα, περαιτέρω δε πως σε περίπτωση ομοδικίας καταβάλλει έκαστος των ομοδίκων το παράβολο.
– Θεωρώ πως χρειάζεται μία περαιτέρω διασαφήνιση των ορίων της δεσμευτικής ενέργειας της απόφασης της ΟλΑΠ, λαμβάνοντας υπόψη και το σχόλιο του κυρίου Μαυράκη.
Ειναι λιγο ασαφες ποιο ειναι το «το ίδιο ως άνω ζήτημα» γιατι μπορεί να αφορά το ιδιο θέμα, αλλά η νομική του βάση να είναι διαφορετική. Παράδειγμα 1: Το Δημόσιο διεκδικεί κάποια ακίνητα επικαλούμενο μιά εφετειακή απόφαση από το 1870. Ο αντίδικος παραλείπει να θέσει υπόψη του δικαστηρίου στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η απόφαση αυτή ούτε τον αφορά, ούτε στέκει νομικά. Ο παρεμβαίνων έχει εντελώς άλλη νομική βάση και αποδεικνύει ότι η περιοχή που αναφέρεται στην εφετειακή απόφαση δεν είναι η επιδικη και οτι η επιδικη προέρχεται από χοτζέτι με πλήρεις τίτλους ιδιοκτησίας μεταβιβασθέντες. Παράδειγμα 2: Βλαπτική μεταβολή με κατάργηση μιάς παροχής από εργοδότη. Γιά την ίδια παροχή ο ένας εργαζόμενος (ο δικηγόρος του) δέχεται τον οικειοθελή χαρακτηρα που προβάλλει ο εργοδότης, ο άλλος όμως αποδεικνύει ότι δεν υπήρχε τέτοιο θέμα. Είναι «ιδιο ζήτημα»?
Αν ο ΑΠ δεχθει την παρέμβαση, τότε δέχεται πράγματα που δεν προτάθηκαν από τους αρχικά αντίδικους, άρα χρειάζεται να προβλεφθεί ότι το 559-10 δεν ισχυει εδώ.Επί της ουσίας αν το ζητούμενο είναι η απονομή δικαιοσύνης, τότε αν ο παρεμβαίνων μπορεί να αποδείξει την θέση του, ουσιαστικά απονέμει δικαιοσύνη ακόμα και γιά τον διάδικο που λόγω του δικηγόρου του θα έχανε την δίκη, ενώ έχει δίκιο. Πρόταση μου ειναι ότι αυτό ειναι θετικό και πρεπει να στηριχθεί γιατί είναι σκανδαλώδες να είμαστε ευχαριστημένοι με την ΜΗ απονομή δικαιοσύνης επειδή ένας διάδικος που δεν εχει ετσι κι αλλιώς την νομική επαρκεια να υποστηριξει την υποθεση του στον ΑΠ είχε κακό δικηγόρο.
Επίσης, είναι πιθανό ένας ενδιαφερόμενος να μην λάβει ποτέ γνώση ότι υπάρχει σε εξέλιξη μιά σχετική διαδικασία. Πρέπει να είναι σαφές γιά να μην έχουμε υποθέσεις όπου ανθρωποι χάνουν το δικιο τους επειδή δεν πήραν είδηση οτι υπάρχει τετοια δικη οτι α) η απόφαση ΔΕΝ αφορά μη παρεμβαίνοντες και β) ιδανικά να γίνεται προσπάθεια ενημέρωσης των πιθανά ενδιαφερόμενων γιά την εν εξελίξει δίκη
Τελος για το 20Α.1 «μπορεί να εισαχθεί»-> επιβαλλεται να εισαχθεί (δεν είναι στη διακριτική ευχέρεια του προέδρου, αλλά υποχρεωση του)
Εφόσον πρόκειται να δεσμεύονται οι παρεμβάντες, δεν θα πρέπει να προβλέπεται ρητά ότι δεσμεύονται και οι λοιποί διάδικοι σε δίκη, στην οποία (α) μετέχουν οι παρεμβάντες και (β) τίθεται το ίδιο ζήτημα;