1. Τα προγράμματα επιμόρφωσης διακρίνονται σε τακτικά και έκτακτα. Τα τακτικά προγράμματα περιλαμβάνουν τα υποχρεωτικά και τα προαιρετικά επιμορφωτικά προγράμματα, τα οποία διαμορφώνονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να συμμετέχουν, εκ περιτροπής, όλοι οι εν ενεργεία δικαστικοί λειτουργοί.
2. Τα υποχρεωτικά προγράμματα επιμόρφωσης απευθύνονται σε δικαστικούς λειτουργούς του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου μέχρι και τον βαθμό του Παρέδρου, των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων μέχρι και τον βαθμό του Εφέτη και σε δικαστικούς λειτουργούς των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων μέχρι και τον βαθμό του Εφέτη ή του Αντεισαγγελέα Εφετών, τους Ειρηνοδίκες και τους Πταισματοδίκες. Στα προγράμματα αυτά δημιουργούνται τέσσερις κύκλοι επιμόρφωσης, οι οποίοι περιλαμβάνουν: i) ο πρώτος κύκλος, την οργάνωση της διοίκησης των δικαστηρίων, τη δικαστική επικοινωνία, τη δικαστική δεοντολογία, τη μεθοδολογία του δικαστικού έργου και τη διαχείριση του χρόνου στην άσκηση των καθηκόντων, ii) ο δεύτερος κύκλος, το οικονομικό δίκαιο και ιδίως θέματα που αφορούν την ενέργεια, την κεφαλαιαγορά, τον ανταγωνισμό και την προστασία του καταναλωτή, iii) ο τρίτος κύκλος, τη νομική εμβάθυνση σε θεματικές ανάλογα με τον κλάδο της δικαιοσύνης που αφορούν και iv) ο τέταρτος κύκλος, το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ο ελάχιστος αριθμός υποχρεωτικών προγραμμάτων επιμόρφωσης, στα οποία οι ανωτέρω δικαστικοί λειτουργοί οφείλουν να συμμετάσχουν ετησίως, ανέρχεται σε ένα (1), από οποιονδήποτε κύκλο κατ’ επιλογή τους, μέχρι να συμπληρώσουν, τουλάχιστον μία (1) φορά, όλους τους κύκλους των υποχρεωτικών προγραμμάτων επιμόρφωσης. Πάντως, είναι δυνατή η ολοκλήρωση των προγραμμάτων αυτών σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) ετών, όχι όμως πέραν των οκτώ (8) ετών. Η επιμόρφωση αυτή σε όλους τους κύκλους περιλαμβάνει, ιδίως, τη δημιουργία ομάδων εργασίας (workshops), τα πορίσματα των οποίων αποτελούν αντικείμενο συζήτησης από όλους όσοι συμμετείχαν στο πρόγραμμα επιμόρφωσης. Μετά από το πέρας κάθε υποχρεωτικού επιμορφωτικού προγράμματος, όλοι όσοι έλαβαν μέρος σε αυτό, απαντούν σε ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής (multiple choice), σε όσους δε από αυτούς λάβουν συνολική βαθμολογία από εβδομήντα (70) και άνω με άριστα το εκατό (100), χορηγείται πιστοποιητικό ευδόκιμης παρακολούθησης, το οποίο τίθεται στον υπηρεσιακό τους φάκελο. Σε αντίθετη περίπτωση μπορούν να επαναλάβουν τον ίδιο κύκλο σε επόμενα έτη. Τα έντυπα με τις ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής προετοιμάζονται και, στη συνέχεια, οι απαντήσεις, όσων επιμορφώνονται στα προγράμματα αυτά, αξιολογούνται από έναν από τους Διευθυντές Κατάρτισης και Επιμόρφωσης.
3. Τα προαιρετικά προγράμματα επιμόρφωσης απευθύνονται σε δικαστικούς λειτουργούς όλων των κλάδων και βαθμών. Η επιμόρφωση αυτή περιλαμβάνει, ιδίως, τη δημιουργία ομάδων εργασίας (workshops), τα πορίσματα των οποίων αποτελούν αντικείμενο συζήτησης από όλους όσοι συμμετείχαν στο πρόγραμμα επιμόρφωσης. Σε όσους συμμετέχουν στα προγράμματα αυτά και εφόσον το επιθυμούν, χορηγούνται βεβαιώσεις συμμετοχής, οι οποίες τίθενται στον υπηρεσιακό τους φάκελο, αν απαντήσουν σε ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής και λάβουν συνολική βαθμολογία από εβδομήντα (70) και άνω με άριστα το εκατό (100). Τα έντυπα με τις ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής προετοιμάζονται και, στη συνέχεια, αξιολογούνται από έναν από τους Διευθυντές Κατάρτισης και Επιμόρφωσης.
4. Τα έκτακτα προγράμματα επιμόρφωσης απευθύνονται σε δικαστικούς λειτουργούς όλων των κλάδων και βαθμών, οι οποίοι καλούνται να εφαρμόσουν νέες ρυθμίσεις με επείγοντα χαρακτήρα σε διάφορους κλάδους του δικαίου. Η επιμόρφωση διενεργείται κυρίως με τη δημιουργία ομάδων εργασίας (workshops) και χορηγείται στους συμμετέχοντες πιστοποιητικό παρακολούθησης, το ευδόκιμο της οποίας κρίνεται με απόφαση του Προέδρου της ομάδας εργασίας, ο οποίος έχει την ιδιότητα είτε ανώτατου δικαστικού λειτουργού είτε Προέδρου ή Εισαγγελέα Εφετών. Το ευδόκιμο αφορά δικαστικούς λειτουργούς που φέρουν βαθμό αντίστοιχο του Εφέτη και κάτω.
Όποιος έχει συμμετάσχει σε επιμορφωτικά σεμινάρια της ΕΣΔΙ γνωρίζει ότι αυτά ελάχιστα εισφέρουν σε νομικό επίπεδο. Έχουν κυρίως επικοινωνιακό χαρακτήρα. Εξάλλου, με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις δεν προβλέπονται σημαντικές μεταβολές ως προς το αντικείμενο των σεμιναρίων. Συνεπώς, το να καταστεί υποχρεωτική η συμμετοχή σε αυτά, με τους όρους που διαγράφονται ανωτέρω, μόνο ως απώλεια πολύτιμου χρόνου για την ταχεία απονομή της δικαιοσύνης εκλαμβάνεται. Ο καθένας μας υπεύθυνα επιλέγει τους τρόπους ενημέρωσής του για τις νομοθετικές και νομολογιακές εξελίξεις σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο. Αυτή είναι, άλλωστε, μια από τις κυριότερες υποχρεώσεις του. Για τους λόγους αυτούς, θεωρώ ότι πρέπει να παραμείνουν προαιρετικά και να παρακολουθούνται από όποιον το κρίνει απαραίτητο για τον ίδιο.
Ως δικαστικός λειτουργός δεν κατανοώ τον λόγο θέσπισης της υποχρεωτικής συμμετοχής στα σεμινάρια, δια ζώσης, σε μία περίοδο πανδημίας και ενόψει και του γνωστού φόρτου εργασίας των δικαστών.
Ο κάθε δικαστης είναι ικανός και αρμόδιος να καθορίζει εκείνος την συμμετοχή του ή μη σε οποιοδήποτε σεμινάριο καθώς και τους άλλους τρόπους επιμόρφωσής του (συνδρομή σε νομικά περιοδικά, επίσκεψη σε νομικές βιβλιοθήκες, μελέτη της κοινοτικής νομολογίας και της νομολογίας του ΕΔΔΑ κα). Η απόκτηση μίας ευρείας και επικαιροποιημένης κατάρτισης είναι προσωπική επιλογή που δεν μπορεί να διασφαλιστεί από την υποχρεωτική επιμόρφωση.
Απεναντίας τέτοιου είδους υποχρεώσεις συχνά επιφέρουν το αντίθετό αποτέλεσμα δηλαδή την όλως τυπική συμμετοχή.
Τέλος υπάρχουν, όπως ήδη επισημάνθηκε, αρκετά κενά σε σχέση με τις υπηρεσιακές συνέπειες της μη συμμετοχής και με την όλη διαδικασία της αξιολόγησης.
Τα σεμινάρια σαφώς είναι ευπρόσδεκτα. Ωστόσο, ποιος ο λόγος να είναι υποχρεωτικά; Δεν μπορεί να κρίνει ο κάθε δικαστής ποιο σεμινάριο τον ενδιαφέρει;
Το πιο σοβαρό, βεβαίως, είναι η αξιολόγηση επί των σεμιναρίων και ποιες οι συνέπειες αν κάποιος αποτύχει. Δεν προκύπτει από το κείμενο ποιες θα είναι οι υπηρεσιακές συνέπειες σε περίπτωση που δικαστικός λειτουργός αποτύχει σε κάποιο σεμινάριο. Είναι αυτός λόγος μη προαγωγής; Είναι λόγος αρνητικής έκθεσης αξιλόγησης;
Και τέλος, με ποια κριτήρια διαφάνειας θα γίνεται η αξιολόγηση;
Η αφετηρία για τη θέσπιση της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης των δικαστών είναι ορθή: πράγματι είναι αναγκαίο να παρέχεται αυτή η δυνατότητα και να διασφαλίζεται ότι οι συμμετέχοντες παρακολουθούν και συμμετέχουν ουσιαστικά στην εκπαιδευτική διαδικασία. Ωστόσο, ανακύπτουν τα εξής ζητήματα:
1. Τίθενται αχρείαστοι χρονικοί περιορισμοί ως προς την υποχρεωτική εκπαίδευση. Για ποιο λόγο θα πρέπει κάποιος να ολοκληρώσει τους 4 υποχρεωτικούς κύκλους εντός 8 ετών και όχι καθ’ ολη τη διάρκεια της υπηρεσιακής του εξέλιξης μέχρι και το βαθμό π.χ. του Εφέτη;
2. Ποιες είναι οι συνέπειες μη τήρησης των προϋποθέσεων του νόμου; Αν δηλαδή κάποιος δεν ολοκληρώσει και δη εμπροθέσμως τον αριθμό κύκλων υποχρεωτικής εκπαίδευσης ή δεν συγκεντρώσει την απαιτούμενη βαθμολογία ακόμα και μετά την επανάληψη ενός κύκλου, επηρεάζεται η υπηρεσιακή του κατάσταση; Αξιολογείται το στοιχείο αυτό του υπηρεσιακού του φακέλου στο πλαίσιο επιθεώρησης ή στο πλαίσιο Δικαστικού Συμβουλίου που κρίνει την προαγωγή του στον επόμενο βαθμό;
3. Εφόσον προβλέπεται αξιολόγηση που μάλιστα τίθεται και στον υπηρεσιακό φάκελο, θα πρέπει να διασφαλίζεται και η διαδικασία της αξιολόγησης, με όλες τις προϋποθέσεις για την επιλογή θεμάτων από επιτροπή (και όχι μόνο από τον Διευθυντή Κατάρτισης και Επιμόρφωσης, ο οποίος άλλωστε δεν ταυτίζεται με τους εισηγητές του προγράμματος), για την αξιολόγηση από 2 τουλάχιστον αξιολογητές, για την ανωνυμία των γραπτών των εξεταζομένων, για τη δυνατότητα άσκησης ένστασης κατά της βαθμολογίας κλπ, ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το αδιάβλητο της διαδικασίας και την αξιοκρατική βαθμολόγηση, όπως ακριβώς οι αρχές αυτές εφαρμόζονται για την εισαγωγή και την εξαγωγή από τη Σχολή Δικαστών.
4. Η υποχρεωτική παρακολούθηση μπορεί να εξασφαλιστεί με την λήψη παρουσιών, διότι η ιδέα της υποβολής δικαστικών λειτουργών σε τεστ κλειστού τύπου για την παρακολούθηση σεμιναρίου, όπου μάλιστα εκφράζονται προσωπικές απόψεις των ομιλητών, είναι εξόχως προβληματική από επιστημονικής απόψεως, αν όχι μειωτική με την έννοια ότι εκφράζει δυσπιστία για την πραγματική συμμετοχή τους. Θα ήταν πιο εύστοχο να συντάσσεται από τον συμμετέχοντα ατομική εργασία, όπου θα συνοψίζει κατά τη γνώμη του τα πορίσματα του σεμιναρίου και θα διατυπώνει τις απόψεις του, αξιολογώντας παράλληλα το περιεχόμενο της επιμόρφωσης.
4. Δεν θα έπρεπε να υπάρχει κλειστός αριθμός επιλεγμένων συμμετεχόντων, αλλά να γίνονται όλοι δεκτοί, με την πραγματοποίηση των σεμιναρίων με ηλεκτρονικά μέσα. Άλλως, σε περίπτωση μη επιλογής προσώπου, θα πρέπει η αίτησή του να προηγείται στην επόμενη διαδικασία υποβολής αιτήσεων.