1. Οι εκπαιδευόμενοι, οι οποίοι περατώνουν επιτυχώς όλα τα στάδια κατάρτισης, διορίζονται σε θέσεις δοκίμων δικαστικών λειτουργών στον κλάδο, στον οποίον αντιστοιχεί η κατεύθυνση και, όπου υπάρχει, το τμήμα της Σχολής, στο οποίο είχαν καταταγεί μετά από το πέρας του πρώτου επιμέρους σταδίου του πρώτου σταδίου κατάρτισης με τις ειδικότερες σε αυτό διακρίσεις, οι οποίες αφορούν αφενός στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, αφετέρου στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας αυτού.
2. Εκπαιδευόμενος, ο οποίος δεν αποδέχεται τον διορισμό του, υποχρεώνεται να επιστρέψει τις αποδοχές, που είχε εισπράξει κατά τη διάρκεια της κατάρτισής του στη Σχολή. Ο διοριζόμενος έχει την υποχρέωση να υπηρετήσει στο δικαστικό σώμα διπλάσιο χρόνο από εκείνον της κατάρτισης στη Σχολή. Αν ο διοριζόμενος παραιτηθεί νωρίτερα, επιστρέφει ποσοστό των αποδοχών, που είχε εισπράξει κατά τη διάρκεια της κατάρτισης, ανάλογο προς τον υπολειπόμενο χρόνο υποχρεωτικής υπηρεσίας στο δικαστικό σώμα. Οι εγγραφόμενοι εκ νέου στη Σχολή λόγω αλλαγής κατεύθυνσης δεν δικαιούνται των αποδοχών του άρθρου 22.
3. Για όσους διορίζονται σε θέσεις δικαστικών λειτουργών, ο χρόνος κατάρτισης στη Σχολή θεωρείται χρόνος πραγματικής υπηρεσίας ως προς τον καθορισμό της σειράς αρχαιότητας και ως προς όλα τα λοιπά θέματα της υπηρεσιακής και μισθολογικής κατάστασής τους, εκτός από το δικαίωμα λήψης αναδρομικών αποδοχών.
4. Οι διοριζόμενοι διανύουν πραγματική υπηρεσία δόκιμου δικαστικού λειτουργού είκοσι (20) μηνών.