1. Μετά από την ολοκλήρωση και του δευτέρου σταδίου κατάρτισης, το αργότερο έως τις 5 Ιουνίου του έτους που ακολουθεί το έτος εγγραφής στη Σχολή, σε ειδική συνεδρίαση του Συμβουλίου Σπουδών, οι επιτυχόντες εκπαιδευόμενοι κρίνονται ως προς το αν θεωρούνται κατάλληλοι για την άσκηση των καθηκόντων του δικαστικού λειτουργού, τα οποία πρόκειται να τους ανατεθούν. Η κρίση αυτή μπορεί να αποβεί αρνητική, μόνον εφόσον διαπιστωθεί, με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση, ότι ο εκπαιδευόμενος δεν διαθέτει το προσήκον δικαστικό ήθος ή ότι εμφανίζει προβλήματα συμπεριφοράς, τα οποία είτε δυσχεραίνουν τη συνεργασία του με τους συναδέλφους και τους λοιπούς παράγοντες απονομής της δικαιοσύνης είτε πλήττουν ανεπανόρθωτα το προσωπικό του κύρος ή το κύρος της δικαιοσύνης.
2. Για τις διαπιστώσεις που αναφέρονται στην παρ. 1, λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία του ατομικού φακέλου του εκπαιδευόμενου, η προσωπική αντίληψη των προσώπων που μετέχουν στη συνεδρίαση, καθώς και τα πορίσματα ψυχιατρικής διερεύνησης της προσωπικότητάς του, η οποία πραγματοποιείται τόσο μεταξύ των μηνών Απριλίου και Ιουνίου του έτους της εγγραφής του στη Σχολή, δηλαδή κατά τη διάρκεια του πρώτου επιμέρους σταδίου του πρώτου σταδίου κατάρτισης, όσο και κατά τη διάρκεια του δεύτερου σταδίου κατάρτισης μεταξύ των μηνών Φεβρουαρίου και Μαρτίου του επόμενου έτους της εγγραφής του στη Σχολή, δηλαδή σε χρονικό διάστημα κατά το οποίο βρίσκεται σε εξέλιξη η πρακτική άσκηση. Η ψυχιατρική διερεύνηση, η οποία περιλαμβάνει γραπτή και προφορική ψυχομετρική δοκιμασία, διενεργείται από τριμελή επιτροπή που αποτελείται από έναν (1) διευθυντή και δύο (2) επιμελητές Α΄ ή Β΄ ψυχιατρικής μονάδας κρατικού ή πανεπιστημιακού νοσοκομείου.
3. Στη συνεδρίαση του αρμόδιου Συμβουλίου Σπουδών προσκαλούνται από τον Πρόεδρο και διατυπώνουν εγγράφως ή προφορικώς τη γνώμη τους ένας ή περισσότεροι βασικοί διδάσκοντες της οικείας κατεύθυνσης, εφόσον διαπίστωσαν ότι ορισμένοι από τους εκπαιδευόμενους θεωρούνται ακατάλληλοι για την άσκηση των καθηκόντων του δικαστικού λειτουργού. Η ίδια διαδικασία ακολουθείται και για τον εποπτεύοντα την πρακτική άσκηση σε κάθε δικαστήριο ή εισαγγελία που είχε υπό την ευθύνη του τους εκπαιδευόμενους. Στην περίπτωση αυτή, στη συνεδρίαση του αρμόδιου Συμβουλίου Σπουδών καλείται και ο εκπαιδευόμενος για να εκφράσει τις απόψεις του.
4. Η απόφαση του Συμβουλίου Σπουδών λαμβάνεται με απόλυτη πλειοψηφία των μελών του και εκδίδεται την ίδια ημέρα της συνεδρίασης. Ο εκπαιδευόμενος, που βλάπτεται από την απόφαση, δικαιούται να ασκήσει ένσταση στο Διοικητικό Συμβούλιο της Σχολής μέσα σε προθεσμία τριών (3) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης σε αυτόν με ηλεκτρονικό μήνυμα. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Σχολής, το οποίο κρίνει κατά τον νόμο και την ουσία, συνέρχεται και αποφασίζει εντός πέντε (5) ημερών από την άσκηση της ενστάσεως. Εάν η απόφαση περί ακαταλληλότητας του εκπαιδευομένου επικυρωθεί, ο τελευταίος διαγράφεται οριστικά από τη Σχολή.