1. Το δεύτερο στάδιο κατάρτισης περιλαμβάνει την πρακτική άσκηση στα δικαστικά καταστήματα και διαρκεί από τις 24 Νοεμβρίου του έτους της εγγραφής στη Σχολή έως τις 31 Μαΐου του έτους που ακολουθεί. Πραγματοποιείται στο Συμβούλιο της Επικρατείας, εφόσον αφορά στους υποψήφιους δόκιμους εισηγητές σε αυτό και στο Ελεγκτικό Συνέδριο, εφόσον αφορά στους υποψήφιους δόκιμους εισηγητές σε αυτό ή αντίστοιχους της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η πρακτική άσκηση των υποψήφιων παρέδρων των πολιτικών – ποινικών δικαστηρίων, των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, των υποψήφιων δοκίμων εισαγγελικών παρέδρων και των υποψήφιων δοκίμων Ειρηνοδικών διενεργείται στην Αθήνα σε πρωτοβάθμια δικαστήρια όλων των κλάδων και στην αντίστοιχη εισαγγελία.
2. Με απόφαση του Προέδρου του οικείου δικαστηρίου ή του Προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή του Διευθύνοντος την εισαγγελία, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Γενικού Διευθυντή, ορίζονται με ενιαύσια θητεία οι εποπτεύοντες δικαστικοί λειτουργοί, καθώς και εκείνοι οι οποίοι πρόκειται να έχουν την ευθύνη της πρακτικής άσκησης των εκπαιδευομένων κάθε εκπαιδευτικής σειράς. Για το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο οι εποπτεύοντες δικαστικοί λειτουργοί πρέπει να φέρουν τον βαθμό του Συμβούλου, οι δε εκπαιδευτές τον βαθμό του Παρέδρου. Στα λοιπά πρωτοβάθμια δικαστήρια και την οικεία εισαγγελία πρωτοδικών οι εποπτεύοντες δικαστικοί λειτουργοί πρέπει να φέρουν τον βαθμό του Προέδρου Εφετών και του Εισαγγελέα Εφετών αντίστοιχα, οι δε εκπαιδευτές τον βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών και του Εισαγγελέα Πρωτοδικών αντίστοιχα. Σε κάθε εκπαιδευτή ορίζονται από τους εποπτεύοντες δικαστικούς λειτουργούς μέχρι πέντε (5) εκπαιδευόμενοι, οι οποίοι εναλλάσσονται με τέτοιον τρόπο κατά τη διάρκεια της πρακτικής άσκησης, ώστε όλοι οι εκπαιδευτές να έχουν την ευθύνη όλων των εκπαιδευομένων, οι δε εκπαιδευόμενοι να εκπαιδεύονται σε περισσότερα αντικείμενα.
3. Κατά την πρακτική άσκηση οι εκπαιδευόμενοι επεξεργάζονται υπό την καθοδήγηση των εποπτευόντων και των εκπαιδευτών, υποθέσεις, οι οποίες τους ανατίθενται, συντάσσουν εισηγήσεις, ή σχέδια δικαστικών αποφάσεων, ή εισαγγελικών προτάσεων, ή εισαγγελικών διατάξεων, ή κατηγορητηρίων, ή βουλευμάτων. Στο πλαίσιο της πρακτικής άσκησης οι εκπαιδευόμενοι καλούνται και παρίστανται κατά την προανάκριση ή ανάκριση χωρίς να έχουν δικαίωμα λόγου ή ψήφου στις συνεδριάσεις των δικαστηρίων κατά τη συζήτηση των υποθέσεων στο ακροατήριο και στις διασκέψεις, χωρίς η συμμετοχή τους να καταχωρίζεται στις εκθέσεις, στα πρακτικά ή στις αποφάσεις.
4. Οι παρ. 2 έως 7 του άρθρου 26 εφαρμόζονται αναλόγως και κατά το δεύτερο στάδιο κατάρτισης των εκπαιδευομένων.
5. Κατά τη διάρκεια της πρακτικής άσκησης και ανά τακτά χρονικά διαστήματα πραγματοποιούνται ενημερωτικές και εκπαιδευτικές συναντήσεις, στις οποίες είναι υποχρεωτική η συμμετοχή των υπευθύνων της πρακτικής άσκησης. Η συχνότητα, ο τόπος και ο χρόνος των συναντήσεων αυτών καθορίζονται κάθε φορά από τον εποπτεύοντα. Ο Γενικός Διευθυντής της Σχολής ή ο οικείος Διευθυντής Κατάρτισης και Επιμόρφωσης μπορούν να ενημερώνονται για την πορεία της εκπαίδευσης των εκπαιδευομένων ανά κατεύθυνση ή τμήμα οποτεδήποτε το κρίνουν σκόπιμο. Στο πλαίσιο αυτό, μπορούν να πραγματοποιούν συναντήσεις με τους εποπτεύοντες, τους εκπαιδευτές και τους εκπαιδευόμενους.
6. Οι εκπαιδευόμενοι αξιολογούνται συγκριτικά και με βάση:
α) Το ήθος, τη συμπεριφορά και τη γενική παρουσία τους στο δικαστήριο,
β) την εργατικότητα και την επιμέλειά τους,
γ) την επιστημονική τους κατάρτιση,
δ) τη συνεργασία τους με τους εκπαιδευτές και τους άλλους δικαστικούς λειτουργούς,
ε) την ικανότητα επεξεργασίας φακέλου δικογραφίας και την επιχειρηματολογία που διατυπώνουν στις διασκέψεις, κατά τις οποίες παρευρίσκονται και
στ) την ικανότητα συγγραφής εισηγήσεων ή σχεδίων δικαστικών αποφάσεων ή εισαγγελικών προτάσεων ή εισαγγελικών διατάξεων ή κατηγορητηρίων ή βουλευμάτων.
Η συγκριτική αξιολόγηση της πρακτικής άσκησης ανά κατηγορία εκπαιδευομένων, κατά την έννοια της παρ. 1, αποτυπώνεται σύμφωνα με τα ανωτέρω κριτήρια μετά από ειδικά αιτιολογημένη κρίση κάθε εκπαιδευτή σε πίνακα κατάταξης των εκπαιδευόμενων σε πέντε ομάδες ως εξής: i) Στην ομάδα 1 κατατάσσονται οι εκπαιδευόμενοι με την καλύτερη συγκριτικά επίδοση κατά την πρακτική άσκηση, σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) επί του συνόλου των εκπαιδευομένων ανά κατηγορία, ii) στην ομάδα 2 κατατάσσονται οι αμέσως επόμενοι, με βάση τη συγκριτική τους επίδοση, εκπαιδευόμενοι και μέχρι το εικοσιπέντε τοις εκατό (25%) του συνόλου των εκπαιδευομένων ανά κατηγορία, iii) στην ομάδα 3 κατατάσσονται οι αμέσως επόμενοι, με βάση τη συγκριτική τους επίδοση, εκπαιδευόμενοι και μέχρι το 50% του συνόλου των εκπαιδευομένων ανά κατηγορία iv) στην ομάδα 4 κατατάσσονται οι υπόλοιποι εκπαιδευόμενοι, με εξαίρεση εκείνους που κατατάσσονται στην ομάδα 5, v) στην τελευταία αυτή ομάδα κατατάσσονται οι σπουδαστές εκείνοι των οποίων η επίδοση θεωρείται ανεπαρκής.
Οι εκπαιδευτές αξιολογούν υποχρεωτικά το σύνολο των εκπαιδευομένων κατατάσσοντάς τους στις ανωτέρω ομάδες. Η τελική κατάταξη κάθε εκπαιδευόμενου στο στάδιο της πρακτικής άσκησης, προκύπτει από τον μέσο όρο των κατατάξεων όλων των εκπαιδευτών.
Για τον υπολογισμό του μέσου όρου αθροίζονται οι επιμέρους αξιολογήσεις και οι κατατάξεις των εκπαιδευομένων στις ομάδες 1 έως 5 και συντάσσεται πίνακας στον οποίο προηγούνται όσοι συγκεντρώνουν το μικρότερο άθροισμα. Σε περίπτωση συγκέντρωσης του ίδιου αθροίσματος προηγείται ο εκπαιδευόμενος με τον υψηλότερο μέσο όρο βαθμολογίας στις προηγούμενες δοκιμασίες κατά τα οριζόμενα στο πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο του άρθρου 34.
Όσοι εκπαιδευόμενοι καταταγούν στην ομάδα 5 από την πλειοψηφία των εκπαιδευτών, θεωρούνται αποτυχόντες και επαναλαμβάνουν το στάδιο της πρακτικής άσκησης με την αμέσως επόμενη εκπαιδευτική σειρά χωρίς να λαμβάνουν τις αποδοχές που προβλέπονται στην παρ. 1 του άρθρου 22. Αν η επίδοσή τους θεωρηθεί και πάλι ανεπαρκής, διαγράφονται από τη Σχολή.
Κατά την εφαρμογή του παρόντος, για τον υπολογισμό των ανωτέρω ποσοστών επί του συνόλου των εκπαιδευομένων ανά κατηγορία, δεκαδικοί αριθμοί από 0,1 ως 0,4 δεν λαμβάνονται υπόψη, ενώ δεκαδικοί αριθμοί από 0,5 και άνω στρογγυλοποιούνται στον αμέσως επόμενο ακέραιο αριθμό.
7. Η γραμματεία της Σχολής, μετά από τη λήψη των αποτελεσμάτων αξιολόγησης της πρακτικής άσκησης, συντάσσει τους πίνακες επιτυχόντων για τους εκπαιδευόμενους κάθε τμήματος ανά κατεύθυνση, οι οποίοι αναρτώνται στην ιστοσελίδα της Σχολής. Σε καθέναν από τους πίνακες αυτούς εγγράφονται οι εκπαιδευόμενοι ανά κατηγορία, όπως αυτές οι κατηγορίες διαμορφώθηκαν κατά το δεύτερο στάδιο κατάρτισης. Στους πίνακες επιτυχόντων δεν περιλαμβάνονται οι εκπαιδευόμενοι που κατατάχθηκαν στην ομάδα 5.
«Άλλαζε απόψεις αλλά κράτα τις αρχές σου»
Δανειζόμενη αυτό το γνωμικό, οι αλλαγές που προκρίνονται δεν συμβαδίζουν σε καμία περίπτωση με τις αρχές της ισότητας, της αξιοκρατίας και της αναλογικότητας που διέπουν το δικαιικό μας σύστημα.
Με λύπη διαπιστώνω ότι οι σχετικές αλλαγές συνοδεύονται από έκθεση ιδεών και όχι από αιτιολογική έκθεση με συγκεκριμένους στόχους και παράθεση των επιδιωκόμενων αποτελεσμάτων.
Ας αναλογισθούμε τι ζητάμε από ένα δικαστή – από έναν εσώκλειστο υποψήφιο που αφοσιώνεται στη μελέτη για να πετύχει σε έναν ανταγωνιστικό σπουδαστή που υφίσταται τη βάσανο της διάκρισης για να αποδείξει το ήθος και την επιμέλειά του! σε ένα δικαστή επιτέλους! που τον καλωσορίζουν άπειρες εκκρεμείς υποθέσεις και το άγχος να ανταπεξέλθει ;
Γιατί κάθε φορά να εφευρίσκουμε τιμωρητικά ή βαθμοθηρικά κριτήρια για να θεωρήσουμε ότι βελτιώνεται μια κατάσταση ;
Προφανώς πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση του δικαστή κριτήρια όπως η ικανότητα συγγραφής δικαστικών αποφάσεων ή η ικανότητα επεξεργασίας φακέλου δικογραφίας αλλά όχι αυτά τα κριτήρια να μας διαχωρίζουν σε ομάδες αρίστων και ανεπαρκών.
Αναφορικά με την κατάταξη των σπουδαστών κατά το στάδιο της άσκησης: Η διάταξη παραβιάζει τις αρχές της αξιοκρατίας και της ισότητας, δεδομένου ότι με την κατάταξη των υποψηφίων υποχρεωτικά σε 5 κατηγορίες, υποψήφιοι που κατά την κρίση των εποπτευόντων δικαστών είναι ισάξιοι, εξίσου ικανοί και ισοβαθμούν κατά την αξιολόγηση με τους ήδη ανήκοντες στο πρώτο 10%, αυτομάτως «πέφτουν» στη δεύτερη κατηγορία. Αντιστοίχως και για τις λοιπές ποσοστώσεις. Πέραν αυτού, η ρύθμιση φέρει χαρακτήρα εξόχως τυπολατρικό, παραπέμπει σε μαθησιακές πρακτικές βαθμολόγησης και σε συστήματα τα οποία αδυνατούν να προάγουν εν τοις πράγμασι τη μάθηση και τη βελτίωση του σπουδαστή. Και τούτο διότι αυτοσκοπός και μοναδικό ενδιαφέρον του σπουδαστή θα είναι η κατάταξή του και το πώς θα κατορθώσει να ανέλθει στη βαθμολογική κλίμακα και όχι η αφοσίωσή του στο πώς θα μπορέσει να ωφεληθεί από τα όσα χρήσιμα μπορεί να του προσφέρει η άσκηση δίπλα σε έμπειρους δικαστές. Μιλάμε για μελλοντικούς δικαστές και όχι μαθητές, προέχουσα δε στόχευση του νέου νομοσχεδίου θα έπρεπε να είναι η όσο το δυνατόν καλύτερη επιμόρφωσή τους. Καλή η αξιολόγηση, αλλά το ζήτημα είναι να δημιουργηθούν δικαστές με σοβαρά και στιβαρά εφόδια. Τέλος, κατ αυτόν τον τρόπο ενισχύεται ο ανταγωνισμός και όχι η άμιλλα μεταξύ των εκπαιδευομένων, οι οποίοι μελλοντικά θα είναι συνάδελφοι και οφείλουν να διατηρούν σχέσεις συνεργασίας και όχι ανταγωνισμού.
Ως προς την επανάληψη της πρακτικής άσκησης των σπουδαστών που κρίνονται ανεπαρκείς: Τιμωρητικού χαρακτήρα διάταξη, δεν συνάδει με τη θέση και το ρόλο του σπουδαστή της ΕΣΔΙ ως μελλοντικού δικαστή. Σπουδαστές που εκ των πραγμάτων βρίσκονται σε ηλικία με αυξημένες προσωπικές και οικογενειακές ανάγκες αλλά και ανάγκες συναπτόμενες άμεσα με το έργο τους (αγορά συγγραμάτων, συνδρομή σε νομικά περιοδικά, στελέχωση βιβλιοθήκης, αγορά τεχνολογικών μέσων, συμμετοχή σε ημερίδες και σεμινάρια) καλούνται να ζήσουν με μηδενικά έσοδα. Εξάλλου, ας μην ξεχνάμε ότι ως σπουδαστές δεν έχουν τη δυνατότητα απασχόλησης κάπου αλλού.
Ως προς τον τόπο διενέργειας της άσκησης: Η διάταξη στερείται παντελώς νοήματος και δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται στο ελάχιστο την πραγματικότητα. Οι ανάγκες των σπουδαστών της ΕΣΔΙ παραγκωνίζονται συστηματικά από την είσοδό τους μέχρι και το διορισμό τους με τέτοιου είδους παράλογες ρυθμίσεις, οι οποίες αντί να εξαλείφονται όλο και αυξάνονται. Έτσι για παράδειγμα ένας σπουδαστής με μόνιμη κατοικία στην επαρχία, καλείται ανα 6-8 μήνες να μετακομίσει πρώτα στη Θεσσαλονίκη και εν συνεχεία στην Αθήνα, επωμιζόμενος τεράστιο και δυσβάσταχτο οικονομικό κόστος. Εξάλλου, υπό συνθήκες διαρκούς μετακίνησης, αδυνατεί να προάγει το έργο του και να αφοσιωθεί στο δύσκολο έργο των σπουδών του. Το δε επιχείρημα περί του ενιαίου της κρίσεως από το Πρωτοδικείο της Αθήνας του συνόλου των σπουδαστών στερείται νοήματος, δεδομένου ότι ούτως ή άλλως οι σπουδαστές κρίνονται από διαφορετικούς δικαστές εντός του πρωτοδικείου της Αθήνας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, υποβαθμίζεται η αξία και η ποιότητα των δικαστών της Θεσσαλονίκης.
Η ρύθμιση αντιβαίνει στην αρχή της αξιοκρατίας και καταργεί την όποια ουσιαστική αξιολόγηση. Η αξιολόγηση έχει πάντα θετικό πρόσημο αλλά η αξιολόγηση και συνακόλουθα η σύνδεση της κατάταξης σε ομάδα επίδοσης περιοριζόμενη σε έναν αριθμό κατατασσομένων ανά ομάδα όχι βάσει ουσιαστικών προσόντων αλλά βάσει ενός αριθμού που αυξομειώνεται ανάλογα με το τυχαίο γεγονός του πόσοι εκπαιδευόμενοι είναι κάθε φορά αντιβαίνει στην αρχή της αξιοκρατίας. Εξάλλου ούτε με κλειστό αριθμό ομάδων επίδοσης επιτυγχάνεται η ουσιαστική αξιολόγηση εκπαιδευόμενων δικαστικών λειτουργών ούτε νοείται ουσιαστική αξιολόγηση όταν αναγκαστικά τυχαίος αριθμός ατόμων πρέπει να καταταχθεί σε ανώτερη η κατώτερη ομάδα επίδοσης ενώ έστω και κατά λίγο υστερούν σύμφωνα με την κρίση του εκπαιδευτή. Η ρύθμιση αυτή προκαλεί μόνο αύξηση του ανταγωνισμού μεταξύ των σπουδαστών λίγο πριν κληθούν να συνεργαστούν ως Δικαστές μετά το διορισμό τους και θα επιφέρει μία κατηγοριοποίηση των δικαστικών λειτουργών που κατά πάσα πιθανότητα θα τους ακολουθεί καθ’ όλο τον επαγγελματικό τους βίο.
Άλλη μία ρύθμιση που μας αφήνει άφωνους! Διότι ναι μεν η αξιολόγηση έχει θετικό πρόσημο και πρέπει να υφίσταται και εντός της Σχολής, όχι όμως με τον τρόπο με τον οποίο επιχειρείται δια της συγκεκριμένης διάταξης, δηλαδή με την υποχρεωτική κατηγοριοποίηση των σπουδαστών της ΕΣΔΙ σε πέντε κατηγορίες βάσει συγκεκριμένου ποσοστού ανά κατηγορία και με απότοκο την κατάφωρη αδικία σε βάρος των σπουδαστών εκείνων της κατηγορίας 4 οι οποίοι ενώ ουσιαστικά θα βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο με τους λοιπούς σπουδαστές της αυτής κατηγορίας θα καταταγούν υποχρεωτικά στην κατηγορία 5 των ανεπαρκών διότι πολύ απλά κάποιοι θα πρέπει να καταταγούν οπωσδήποτε και στην τελευταία κατηγορία και μάλιστα όχι επί τη βάσει ουσιαστικών κριτηρίων αξιολόγησης αλλά βάσει ενός αριθμού που αυξομειώνεται ανάλογα με το τυχαίο γεγονός του πόσοι εκπαιδευόμενοι είναι σε κάθε εκπαιδευτική σειρά!
Πρόκειται ξεκάθαρα για μία ρύθμιση η οποία όπως πολύ ορθά επισημάνθηκε και από τους λοιπούς σχολιαστές αντιβαίνει στην αρχή της αξιοκρατίας και μόνο την ευγενή άμιλλα που δεν θα προαγάγει όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση… Είναι βέβαιο ότι θα καλλιεργήσει ένα κλίμα αθέμιτου ανταγωνισμού μεταξύ των σπουδαστών της ΕΣΔΙ, ορισμένοι εκ των οποίων ως πιο προνομιούχοι λόγω των κατάλληλων γνωριμιών ή της ιδιότητάς τους ως τέκνων εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών θα έχουν εξασφαλισμένη την αποφοίτησή τους τη στιγμή που οι συμφοιτητές τους θα αγωνιούν μετά από πολλά έτη σκληρής προσπάθειας να μην βρεθούν στην κατηγορία 5 των ανεπαρκών με ορατό τον κίνδυνο της διαγραφής τους από τη Σχολή και της εκμηδένισης ουσιαστικά της τεράστιας και πολυετούς προσπάθειας τους έως το χρονικό εκείνο σημείο…
Επιπλέον, πόσο ακατάληπτο και άδικο το να κριθεί ως ανεπαρκής και δη επί τη βάσει εντελώς θολών κριτηρίων ένας σπουδαστής ο οποίος πέρασε από 40 κύματα μέχρι να καταφέρει να εισαχθεί στην ΕΣΔΙ, διαγωνίστηκε επιτυχώς στον πιο απαιτητικό νομικό διαγωνισμό, έχοντας αφιερώσει πολύ χρόνο και χρήμα, η προσπάθειά του βαθμολογήθηκε από μία επιτροπή αξιόλογων νομικών και κρίθηκε ικανός να εισαχθεί στην ΕΣΔΙ μεταξύ πολλών συνυποψηφίων του και όλα αυτά για να βρεθεί ξαφνικά εκτός της Σχολής ως ανεπαρκής… Αυτό συνιστά επί της ουσίας ακύρωση του διαγωνισμού και του αποτελέσματός του ως προς το συγκεκριμένο σπουδαστή και πιστεύω ακράδαντα ότι όσοι θα βρεθούν στη δυσμενή αυτή θέση κυρίως λόγω έλλειψης των κατάλληλων γνωριμιών και διασυνδέσεων και όχι επειδή θα είναι όντως ανεπαρκείς θα ακολουθήσουν το δρόμο της δικαστικής οδού με ό,τι αυτό συνεπάγεται…
Αλήθεια πώς είναι δυνατόν να προδιαγράφεται από το νομοθέτη ότι μεταξύ των καλύτερων υποψηφίων που εισήχθησαν στην ΕΣΔΙ και δη κατόπιν ενός τόσο απαιτητικού εισαγωγικού διαγωνισμού και σημειώνοντας εξ ορισμού υψηλότατες επιδόσεις θα υπάρχουν οπωσδήποτε από εδώ και στο εξής έστω και 2 – 3 σε κάθε εκπαιδευτική σειρά που θα κρίνονται ως ανεπαρκείς και θα κινδυνεύουν με διαγραφή; Αρκετά ύποπτη μία τέτοια ρύθμιση με δεδομένο μάλιστα ότι ήδη προβλέπεται η αξιολόγηση των σπουδαστών της ΕΣΔΙ χωρίς όμως να κατηγοριοποιούνται αυτοί με τέτοιου είδους τυχαία και αμφίβολα κριτήρια…
Επιπλέον πώς είναι δυνατόν να μπορεί τόσο αβασάνιστα να υποτιμάται και να ακυρώνεται επί της ουσίας η κρίση της επιτροπής αξιολόγησης του εισαγωγικού διαγωνισμού και μάλιστα με τέτοια κριτήρια;
Σε ό,τι αφορά δε στην περικοπή των αποδοχών του κριθέντος ως ανεπαρκούς σπουδαστή ο οποίος θα υποχρεωθεί να επαναλάβει την πρακτική άσκηση με την επόμενη εκπαιδευτική σειρά (χρόνος αναμονής ένα ολόκληρο έτος), βιώνοντας εντονότατα το συναίσθημα του άγχους να μην κριθεί εκ νέου ως ανεπαρκής, διαγραφεί από τη Σχολή και πάει στο κάδο των αχρήστων όλη η έως τότε προσπάθειά του αλλά θα τιμωρείται και με την περικοπή των μηνιαίων αποδοχών που ανέρχονται μόλις στο ποσό των 700 ευρώ μηνιαίως για τους σπουδαστές της ΕΣΔΙ οι οποίοι μετά την οικονομική αφαίμαξη χιλιάδων ευρώ που έχουν υποστεί για να εισαχθούν στη Σχολή και που συνεχίζουν να υφίστανται και ως σπουδαστές στην ΕΣΔΙ (με 700 ευρώ το μήνα στην καλύτερη φυτοζωεί ο σπουδαστής εκείνος ο οποίος θα μετακομίσει από άλλη πόλη στη Θεσσαλονίκη) θα κινδυνεύουν πλέον και με τιμωρητικού χαρακτήρα κυρώσεις όπως αυτές που προβλέπει η διάταξη. Εξαιρετικά!
Απορριπτέα, ως έχουσα εξόχως τιμωρητικό χαρακτήρα, ελέγχεται η πρόβλεψη για την μη καταβολή αποδοχών, κατά το διάστημα που ο σπουδαστής αποτύχει να διεκπεραιώσει επιτυχώς το στάδιο πρακτικής κατάρτισης και υποχρεωθεί να το επαναλάβει. Η εν λόγω επιλογή θα φέρει σε δυσχερή θέση τον σπουδαστή, ο οποίος θα αναγκαστεί να στερηθεί ουσιώδεις οικονομικούς πόρους, αντιμετωπίζοντας σοβαρότατο βιοποριστικό πρόβλημα. Ωσαύτως, τα μέλη της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, σκοπεύοντας προφανώς να εμφυσήσουν την απαιτούμενη επιμέλεια και επιστημονική ευθυνοφροσύνη στους σπουδαστές με την απειλή της διακοπής της χρηματοδότησης, παραγνωρίζουν το γεγονός ότι, η παρούσα ρύθμιση προξενεί εντόνως αποτρεπτικό αντίκτυπο στους μη οικονομικά ευκατάστατους υποψηφίους, στους ήδη περιοριστικούς και επισφαλείς οικονομικά καιρούς που διανύουμε και θα βιώνουμε και στο μακρό μέλλον, υπό την συνεκτίμηση του νέου, υπό διαμόρφωση, αυστηρότερου και ανταγωνιστικότερου πλαισίου φοίτησης, βάσει του οποίου διαφαίνεται ως δεδομένο, ότι θα υπάρχουν στο εξής αποτυχόντες σπουδαστές, με αποτέλεσμα την μη συμμετοχή στον διαγωνισμό οικονομικώς ασθενεστέρων υποψηφίων.
Είναι πραγματικά εξωφρενικός ο μεθοδολογικός τρόπος κατά τον οποίο ο σύγχρονος νομοθέτης παραγνωρίζει το κοινωνικοοικονομικό πεδίο της ελληνικής πραγματικότητας και αναλαμβάνει την ιστορική ευθύνη να αποστερήσει από το σώμα της ελληνικής δικαιοσύνης ήδη καταξιωμένους νομικούς και δικηγόρους και μελλοντικούς καταξιωμένους λειτουργούς, αποδίδοντας βαρύτητα στην φορμαλιστική τυπολατρία έναντι της δυναμογόνου αξιολογίας, που θα συμβάλλει στην ανάδειξη της δικαιοσύνης ως συνεκτικό πυλώνα της σύγχρονης, ανοικτής και δημοκρατικής ελληνικής κοινωνίας.
Οφείλει να επισημανθεί, προς επίρρωσιν των ήδη υποβληθέντων σχολιασμών, ότι η επιλογή του τόπου διενέργειας της άσκησης θα πρέπει να αποτελεί επιλογή του εκπαιδευομένου, μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης, συνεκτιμωμένου, μεταξύ άλλων κριτηρίων, του κριτηρίου της εγγύτητας του τόπου κυρίας κατοικίας αυτού στις εν λόγω πόλεις.Προφανής σκοπός της πρόβλεψης περί διεξαγωγής της πρακτικής άσκησης σε μία πόλη είναι η ενιαία επίβλεψη των αποδόσεων και της προόδου αυτών, για την αξιοκρατική κατάταξή των σε ομάδες επίδοσης. Ο κυριότερος λόγος για την τροποποίηση της παρούσης πρόβλεψης είναι αναμφιβόλως η πολυετής και διαρκώς επιτεινομένη, λόγω της ενσκήψασας πανδημίας του κορονοϊού, οικονομική κρίση και πολυσχιδής δυσμένεια των ελληνικών οικογενειών. Δεδομένου του χαμηλού ύψους των μηνιαίων αποδοχών κατά την διάρκεια της εκπαίδευσης, που ανάγονται περίπου στο ύψος των 700,00 Ευρώ, είναι ευνόητο ότι, θα πρέπει να ενισχύεται ο εκπαιδευόμενος από τον οικογενειακό προϋπολογισμό με περίπου ισόποσο επιπρόσθετο χρηματικό ποσό, προκειμένου να ανταπεξέλθει αξιοπρεπώς στο κόστος διαβίωσης, ειδικά στην πόλη της Αθήνας. Στο κόστος αυτό συμπεριλαμβάνονται και έξοδα αγοράς νομικών συγγραμάτων, συνδρομών σε νομικά περιοδικά και νομικές βάσεις δεδομένων κ.ά., για τις ανάγκες επιμόρφωσής του. Για αυτούς και άλλους λόγους θα πρέπει να αυξηθεί το χορηγούμενο ποσό αποδοχών γενικώς και ειδικώτερα, εάν ήθελε διατηρηθεί η διεξαγωγή της πρακτικής άσκησης στην πόλη των Αθηνών.
Ειλικρινά, είναι απορίας άξιον με ποια κριτήρια νομοθετεί ο σύγχρονος νομοθέτης και εξόχως τα μέλη της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, οι οποίοι αξιώνουν ουσιαστικά ο επιτυχών εκπαιδευόμενος, ο οποίος έχει μοχθήσει ποικιλοτρόπως και πρωτίστως καταβάλλοντας τεράστια οικονομική θυσία για να επιτύχει στις εξετάσεις, να υποστεί περαιτέρω οικονομική επιβάρυνση, προκειμένου να περατώσει το στάδιο της εκπαίδευσης, διερχόμενος πλείονα Ταντάλεια βάρη και άλγεα. Από την παρούσα ρύθμιση διαφαίνεται μάλιστα η εσφαλμένη θεώρηση – έκγονος φαντασιοκοπίας – ότι, η πανδημία του κορονοϊού είναι παροδική και συντόμως εκλείπουσα, στερουμένη ποικιλοειδών και μακροχρόνιων πλέον συνεπειών στις ζωές μας. Συνεπώς η παρούσα ρύθμιση πρέπει να τροποποιηθεί ουσιωδώς και ριζικώς σε συνδυασμό με λοιπά τροποποιούμενα συναφή με το παρόν άρθρα.
Για αυτή σας τη ρύθμιση τι να πει κανείς; Σας τα είπε όλα ο Κύριος ανωτέρω. Αξιολόγηση βάσει του τυχαίου -κάθε φορά- αριθμού των εισακτέων, που εγείρει συνταγματικά ζητήματα και θα δημιουργήσει πλείστα προβλήματα, ακόμα και μέσα στη σχολή. Υποψήφιοι που έχουν περάσει από 2 σκληρά στάδια εξέτασης (γραπτά-προφορικά) και έχουν επιτύχει, θα κρίνονται ανεπαρκείς εντός της Σχολής «όχι βάσει ουσιαστικών προσόντων αλλά βάσει ενός αριθμού που αυξομειώνεται ανάλογα με το τυχαίο γεγονός του πόσοι εκπαιδευόμενοι είναι κάθε φορά». Επιπλέον με τον τρόπο αυτόν ακυρώνετε, ουσιαστικά, και την κρίση των εξαίρετων μελών της εκάστοτε επιτροπής. Υποψήφιοι που τα μέλη της επιτροπής έκριναν ως επαρκέστατους και επιτυχόντες, εντός της σχολής μπορούν να θεωρηθούν ανεπαρκείς βάσει της… τύχης! Αποσύρατε άμεσα την ανεκδιήγητη αυτή ρύθμιση!
Η πρόβλεψη για την κατάταξη των εκπαιδευομένων σε 5 κατηγορίες είναι ατυχής. Αρκεί η ατομική βαθμολόγηση καθενός εκπαιδευομένου (κατά τη γνώμη μου αρκεί η ένδειξη «επιτυχής» ή «ανεπιτυχής» ανταπόκριση στην εκπαίδευση) και δεν χρειάζεται να διαταράσσονται οι σχέσεις συνεργασίας με την εφαρμογή ενός συστήματος «καστών», που δεν εξυπηρετεί απολύτως τίποτα, πέρα από τη ματαιοδοξία ορισμένων…
Η πρακτική άσκηση θα πρέπει να διενεργείται σε πρωτοβάθμια δικαστήρια και της Θεσσαλονίκης. Η επιλογή του τόπου διενέργειας της άσκησης θα πρέπει να αποτελεί επιλογή του εκπαιδευόμενου.Απαράδεκτη ρύθμιση.
η ρύθμιση αντιβαίνει στην αρχή της αξιοκρατίας και καταργεί την όποια ουσιαστική αξιολόγηση. Η πρόβλεψη ενός απαρέγκλιτου ποσοστού που εφαρμόζεται στείρα επί του συνόλου των εκάστοτε εκπαιδευομένων σε συνδυασμό με την έλλειψη οποιασδήποτε εξαίρεσης η παρέκκλισης υπό τη συνδρομή συγκεκριμενων προϋποθέσεων στην ευχέρεια αξιολόγησης του εκπαιδευτή δύναται να οδηγήσει στο να κατατάσσονται αναγκαστικά σε υποδεέστερη ομάδα εκπαιδευόμενοι, αν και έχουν καλύτερη επίδοση, απλώς και μόνο διότι υπερβαίνουν σε αριθμό το προβλεπόμενο αριθμό που προκύπτει από την εφαρμογή του εν λόγω ποσοστού επί του συνολικού αριθμού των εκπαιδευομένων. Η αξιολόγηση έχει πάντα θετικό πρόσημο αλλά η αξιολόγηση και συνακόλουθα η σύνδεση της κατάταξης σε ομάδα επίδοσης περιοριζόμενη σε έναν αριθμό κατατασσομένων ανά ομάδα όχι βάσει ουσιαστικών προσόντων αλλά βάσει ενός αριθμού που αυξομειώνεται ανάλογα με το τυχαίο γεγονός του πόσοι εκπαιδευόμενοι είναι κάθε φορά αντιβαίνει στην αρχή της αξιοκρατίας. Εξάλλου ούτε με κλειστό αριθμό ομάδων επίδοσης επιτυγχάνεται η ουσιαστική αξιολόγηση εκπαιδευόμενων δικαστικών λειτουργών ούτε νοείται ουσιαστική αξιολόγηση όταν αναγκαστικά πέντε η τρεις η δυο πρέπει να καταταχθούν σε ανώτερη η κατώτερη ομάδα επίδοσης ενώ έστω και κατα λίγο υστερούν κατα την κρίση του εκπαιδευτή.