1. Τα Συμβούλια Σπουδών από την 20η Σεπτεμβρίου έως την 10η Οκτωβρίου κάθε έτους καταρτίζουν τα προγράμματα σπουδών του επομένου έτους, μετά από εισήγηση του οικείου Διευθυντή Κατάρτισης και Επιμόρφωσης με τον επακριβή καθορισμό των διδακτικών ενοτήτων, της διδακτέας ύλης, των διδασκόντων για κάθε κατεύθυνση σπουδών, των ωρών διδασκαλίας και της μεθόδου διδασκαλίας κάθε διδακτικής ενότητας, των εκπαιδευτικών επισκέψεων στα δικαστικά καταστήματα με παρακολούθηση δικών ή διασκέψεων, των σεμιναρίων, στα οποία περιλαμβάνονται και αυτά που πραγματοποιούνται από όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Συμβουλίου της Ευρώπης, των ημερίδων, καθώς και των λεπτομερειών ως προς την πραγματοποίηση της πρακτικής άσκησης των εκπαιδευομένων. Έμφαση πρέπει να δίδεται σε θέματα που αφορούν ιδίως: α) Στην καλλιέργεια του ελεύθερου φρονήματος των δικαστικών λειτουργών και στην ανάδειξη της ανάγκης προσήλωσης στις θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος, β) στη μεθοδολογία επεξεργασίας φακέλων, γ) στη σύνταξη εισηγήσεων ή σχεδίων αποφάσεων ή προσωρινής δικαστικής προστασίας ή κατηγορητηρίων ή εγγράφων προτάσεων σε Δικαστικά Συμβούλια ή βουλευμάτων ή διατάξεων, δ) στη συμμετοχή σε εικονικές δίκες με την επεξεργασία πραγματικών υποθέσεων και στην αντιμετώπιση ζητημάτων που ανακύπτουν ενώπιον του ακροατηρίου, ε) στη συμμετοχή σε εικονικές διασκέψεις με ανάλυση και εμβάθυνση υποθέσεων που ήδη έχουν απασχολήσει τη νομολογία ή υποθέσεων που έχουν συζητηθεί, αλλά εκκρεμεί η σχετική διάσκεψη, στ) σε τομείς όπου υπάρχουν ουσιώδεις αλλαγές της νομοθεσίας και της νομολογίας κατά τα τελευταία έτη, ζ) σε πρακτικά ζητήματα που συνδέονται με τη άσκηση των καθηκόντων τους, όπως η διαχείριση του χρόνου για την επεξεργασία των υποθέσεων, η συμπεριφορά προς τους συναδέλφους, τους δικαστικούς υπαλλήλους, τους δικηγόρους και τους διαδίκους, η) στη δημιουργία ομάδων εργασίας και την ανάθεση ρόλων σε αυτές (workshops) και θ) σε θέματα Τεχνολογίας Πληροφοριών και Επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων θεμάτων Τεχνητής Νοημοσύνης, που σχετίζονται με τη νομική επιστήμη.
2. Αν συντρέχει σοβαρός λόγος, είναι δυνατή η αλλαγή στα προγράμματα σπουδών κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας, κατόπιν αιτιολογημένης απόφασης του οικείου Συμβουλίου Σπουδών.
Οι αλλαγές που προτείνονται κινούνται καταρχήν προς τη σωστή κατεύθυνση, με τη μείωση της διάρκειας του πρώτου σταδίου κατάρτισης και τις οδηγίες για πρόγραμμα σπουδών πιο πρακτικά προσανατολισμένο. Εξακολουθεί να καλλιεργείται, ωστόσο, κλίμα άσκοπου ανταγωνισμού και ένα αίσθημα στο σπουδαστή συνεχούς και μόνιμης αξιολόγησης, με απώτερο σκοπό όμως τελικά τη βαθμοθηρία και όχι την ουσιαστική γνώση.
Η διδασκαλία των μαθημάτων θα πρέπει να γίνεται αποκλειστικά με το χειρισμό πραγματικών δικογραφιών, είτε δια ζώσης στο μάθημα, είτε με παροχή ορισμένων ημερών για σχετική προετοιμασία, με εικονικές διασκέψεις και δίκες, περισσότερες της μίας ανά κλάδο, όπως ισχύει σήμερα, και συγγραφή αποφάσεων βήμα-βήμα. Σε κάθε περίπτωση, η αξιολόγηση, αν τελικά παραμείνει, θα πρέπει να γίνεται όχι επί επεξεργασίας θεωρητικών ζητημάτων, αλλά αποκλειστικά και μόνο επί χειρισμού πραγματικών δικογραφιών. Η επιλογή των δικογραφιών με τις οποίες θα ασχολούνται οι σπουδαστές θα πρέπει να είναι προσανατολισμένη στα ζητήματα με τα οποία θα κληθούν να ασχοληθούν αμέσως με την ανάληψη των καθηκόντων τους. Οι δε “βασικοί” διδάσκοντες που θα ασχολούνται με την αξιολόγηση θα πρέπει να δρουν στο πλαίσιο κοινής μεθόδου διδασκαλίας και να παρέχουν, μετά την επεξεργασία των δικογραφιών από τους σπουδαστές, ανατροφοδότηση και αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με την επίδοσή τους, και ιδίως για τυχόν λάθη ή αδυναμίες, ώστε αυτά να μην διαιωνίζονται και ο σπουδαστής τελικά να μάθει όντως κάτι από την όλη διαδικασία και να μην λαμβάνει απλά έναν βαθμό, χωρίς να γνωρίζει τι αξιολογήθηκε θετικά και τι αρνητικά.
Είναι θεμιτή η ενασχόληση ορισμένων διδασκόντων και ως αξιολογητών, και μάλιστα κατά μερική απαλλαγή τους από τα καθήκοντά τους, καθώς τούτο θα τους επιτρέψει να αφοσιωθούν στη διδασκαλία και θα έχουν και περισσότερο χρόνο για προσωπική επικοινωνία με τους σπουδαστές.
Επιπλέον, το πρώτο στάδιο εκπαίδευσης θα έπρεπε να γίνει ακόμα συντομότερο και αντίστοιχα να επεκταθεί περισσότερο το 2ο στάδιο της πρακτικής άσκησης.