1. Μετάθεση επιτρέπεται μετά από αίτηση του υπαλλήλου, μόνον όταν υπάρχει κενή θέση: α) για λόγους υγείας, β) για συνυπηρέτηση, γ) για λόγους σπουδών, δ) για αμοιβαία μετάθεση και ε) για άλλους σπουδαίους λόγους.
2. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται μετάθεση χωρίς σχετική αίτηση, αν έχουν δημιουργηθεί από μέρους του υπαλλήλου συνθήκες, οι οποίες προκαλούν σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία της υπηρεσίας ή καθιστούν δυσχερή την εκπλήρωση των καθηκόντων του. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται ειδική αιτιολογία για τη μετάθεση.
3. Η μετάθεση διενεργείται με απόφαση του Διευθυντή της Δικαστικής Αστυνομίας, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου του άρθρου 42. Κατά τους μήνες Απρίλιο και Νοέμβριο κάθε έτους αποστέλλονται από την αρμόδια υπηρεσία στα οικεία υπηρεσιακά συμβούλια τα ερωτήματα περί μεταθέσεων. Με βάση τα ερωτήματα αυτά, τα υπηρεσιακά συμβούλια επιλαμβάνονται, έως τις 31 Μαΐου και έως τις 31 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους.
4. Με το έγγραφο με το οποίο ανακοινώνεται στον υπάλληλο Δικαστικής Αστυνομίας η μετάθεσή του τάσσεται σε αυτόν, ανάλογα με την απόσταση και τα διαθέσιμα μέσα συγκοινωνίας, η αναγκαία προθεσμία για τη μετάβαση στη νέα του θέση. Η προθεσμία μπορεί να διαρκεί από δεκαπέντε (15) ημέρες έως έναν (1) μήνα.
5. Οι υπάλληλοι δεν μετατίθενται πριν συμπληρώσουν διετία στην υπηρεσία στην οποία τοποθετήθηκαν κατά τον διορισμό τους.
6. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται, με απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου του άρθρου 42, μετάθεση, πριν από την παρέλευση του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, είτε σε περίπτωση αμοιβαίας μετάθεσης υπαλλήλων είτε για σοβαρούς λόγους, υπηρεσιακούς ή προσωπικούς ή υγείας.