Στον ν. 4871/2021 (Α’ 246) προστίθεται άρθρο 55ΚΣΤ ως εξής:
«Άρθρο 55ΚΣΤ
Πειθαρχικά παραπτώματα, πειθαρχικά όργανα, πειθαρχική διαδικασία εκπαιδευομένων που πρόκειται να καταλάβουν θέσεις δικαστικών υπαλλήλων
1. Το πειθαρχικό παράπτωμα συντελείται με υπαίτια πράξη ή παράλειψη του εκπαιδευόμενου που δύναται να του καταλογισθεί και αφορά σε συμπεριφορά, η οποία δεν συνάδει με την ιδιότητα του εκπαιδευομένου.
2. Οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται στους εκπαιδευόμενους είναι: α) η έγγραφη επίπληξη, β) το πρόστιμο έως τις αποδοχές τριών (3) μηνών και γ) η διαγραφή από τη Σχολή. Η τελευταία πειθαρχική ποινή δύναται να επιβληθεί είτε για αδικαιολόγητες απουσίες που υπερβαίνουν τις δέκα (10) σε κάθε εκπαιδευτικό στάδιο, εφόσον τηρηθεί η διαδικασία που προβλέπεται στην παρ. 4 του άρθρου 55ΙΗ, είτε για άλλες πράξεις ή παραλείψεις που συνιστούν ιδιαιτέρως αναξιοπρεπή συμπεριφορά ή υποδηλώνουν ότι ο εκπαιδευόμενος δεν τηρεί τις υποχρεώσεις του που καθορίζονται από τις ειδικότερες ρυθμίσεις του παρόντος και προκύπτουν από την ιδιότητα του σπουδαστή της Σχολής.
3. Πειθαρχική εξουσία στους εκπαιδευόμενους ασκούν: α) ο Γενικός Διευθυντής, β) ο Διευθυντής Κατάρτισης και Επιμόρφωσης Δικαστικών Υπαλλήλων, γ) το Συμβούλιο Σπουδών Δικαστικών Υπαλλήλων και δ) το Συμβούλιο της Επικρατείας.
4. Αρμόδιος για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης είναι ο Διευθυντής Κατάρτισης και Επιμόρφωσης Δικαστικών Υπαλλήλων. Πριν από την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης διεξάγεται άτυπη προκαταρκτική εξέταση, η οποία δύναται να ανατεθεί σε διδάσκοντα, ο οποίος έχει την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού. Εκείνος που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση έχει το δικαίωμα να εξετάσει ανωμοτί μάρτυρες και να προβεί σε κάθε αναγκαία ενέργεια για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων. Συντάσσει πόρισμα ύστερα από την κλήση για παροχή εξηγήσεων του εκπαιδευόμενου, του οποίου διερευνώνται οι πράξεις ή οι παραλείψεις. Το πόρισμα παραδίδεται στον αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης, ο οποίος αποφαίνεται, αν πρέπει να ασκηθεί πειθαρχική δίωξη ή να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο.
5. Η πειθαρχική δίωξη αρχίζει με την κλήση του εγκαλούμενου εκπαιδευόμενου σε απολογία. Στην κλήση αυτή τάσσεται εύλογη προθεσμία, η οποία δύναται να παραταθεί για διπλάσιο χρόνο ύστερα από αίτηση του εγκαλούμενου. Ο τελευταίος δικαιούται να λάβει γνώση του πειθαρχικού φακέλου και να ζητήσει αντίγραφα των σχετικών εγγράφων πριν απολογηθεί. Αν τα στοιχεία, ύστερα από την απολογία του εγκαλούμενου, κριθούν επαρκή, ο Διευθυντής Κατάρτισης και Επιμόρφωσης Δικαστικών Υπαλλήλων παύει την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης. Αν τα στοιχεία, ύστερα από την απολογία του εγκαλούμενου, κριθούν ανεπαρκή, ο ασκών την πειθαρχική δίωξη διενεργεί διοικητική ανάκριση, ή την αναθέτει σε διδάσκοντα, ο οποίος έχει την ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού, διαφορετικό εκείνου που είχε διενεργήσει την άτυπη προκαταρκτική εξέταση. Κατά τη διοικητική ανάκριση οι μάρτυρες εξετάζονται ενόρκως. Είναι δυνατόν να εξεταστεί και ο εγκαλούμενος, κατά τη διοικητική ανάκριση, ο οποίος στην περίπτωση αυτή καταθέτει ανωμοτί. Ο διενεργών τη διοικητική ανάκριση προβαίνει σε κάθε αναγκαία ενέργεια για τη συγκέντρωση των αποδεικτικών στοιχείων, στα οποία, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνονται η αναζήτηση εγγράφων και η διενέργεια αυτοψίας. Μετά από την ολοκλήρωση της συγκέντρωσης των αποδεικτικών στοιχείων, η διοικητική ανάκριση περατώνεται με την κλήση σε απολογία του εγκαλούμενου, ο οποίος δικαιούται να λάβει γνώση των στοιχείων του πειθαρχικού φακέλου και να ζητήσει αντίγραφα των σχετικών εγγράφων πριν απολογηθεί. Για την απολογία του εγκαλούμενου τίθεται στη σχετική κλήση εύλογη προθεσμία, η οποία δύναται να παραταθεί για διπλάσιο χρόνο ύστερα από αίτηση του εγκαλούμενου. Μετά από το πέρας της διοικητικής ανάκρισης, ο Διευθυντής Κατάρτισης και Επιμόρφωσης Δικαστικών Υπαλλήλων υποβάλλει την πρότασή του για τον εγκαλούμενο στον Γενικό Διευθυντή μαζί με τον πειθαρχικό φάκελο της υπόθεσης. Αν προτείνεται να επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της διαγραφής από τη Σχολή, η υπόθεση εισάγεται από τον Γενικό Διευθυντή απευθείας προς κρίση ενώπιον του Συμβουλίου Σπουδών Δικαστικών Υπαλλήλων.
6. Ο Γενικός Διευθυντής, ύστερα από την εξέταση του πειθαρχικού φακέλου του εγκαλούμενου αποφασίζει: α) την απαλλαγή του εγκαλούμενου, β) την παραγγελία συμπληρωματικής διοικητικής ανάκρισης, αν κρίνει ότι απαιτείται η διευκρίνιση ορισμένων ζητημάτων, από τον Διευθυντή Κατάρτισης και Επιμόρφωσης Δικαστικών Υπαλλήλων, την οποία, στην περίπτωση αυτή, διενεργεί ο τελευταίος και γ) την επιβολή στον εγκαλούμενο, με απόφαση, της πειθαρχικής ποινής της έγγραφης επίπληξης ή του προστίμου έως τις αποδοχές τριών (3) μηνών. Αν αποφασίστηκε η διενέργεια συμπληρωματικής διοικητικής ανάκρισης, μετά από το πέρας αυτής, ο πειθαρχικός φάκελος του εγκαλούμενου υποβάλλεται εκ νέου στον Γενικό Διευθυντή, ο οποίος αποφασίζει είτε την απαλλαγή του εγκαλούμενου είτε την επιβολή σε αυτόν της πειθαρχικής ποινής της έγγραφης επίπληξης ή του προστίμου. Αν, όμως, ο Διευθυντής Κατάρτισης και Επιμόρφωσης προτείνει να επιβληθεί στον εγκαλούμενο η πειθαρχική ποινή της διαγραφής από τη Σχολή, η πειθαρχική υπόθεση εισάγεται από τον Γενικό Διευθυντή απευθείας προς κρίση ενώπιον του Συμβουλίου Σπουδών Δικαστικών Υπαλλήλων, το οποίο, στην προκειμένη περίπτωση, συγκροτείται χωρίς τη συμμετοχή του Διευθυντή Κατάρτισης και Επιμόρφωσης Δικαστικών Υπαλλήλων, αλλά με τη συμμετοχή του Διευθυντή Οικονομικού Προγραμματισμού και Εποπτείας Οικονομικών Υποθέσεων. Το Συμβούλιο Σπουδών Δικαστικών Υπαλλήλων είναι αρμόδιο είτε, να επιβάλει οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή είτε να απαλλάξει τον εγκαλούμενο.
7. Ο εκπαιδευόμενος δύναται να ασκήσει, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την επίδοση σε αυτόν της πειθαρχικής απόφασης ή την πλήρη γνώση αυτής, αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, αν η ποινή αφορά σε επίπληξη και πρόστιμο, ή προσφυγή ουσίας ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, αν αφορά σε διαγραφή από τη Σχολή.
8. Η απόφαση, με την οποία επιβάλλεται πειθαρχική ποινή σε εκπαιδευόμενο, τίθεται στον ατομικό του φάκελο. Διαγράφονται από το προσωπικό μητρώο: α) η ποινή της επίπληξης μετά ένα (1) έτος, β) η ποινή του προστίμου μετά δύο (2) έτη, κατ΄ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 211 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων [ν. 4798/2021 (Α’ 68)].
9. Τα άρθρα 167 έως 177 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων εφαρμόζονται αναλογικά στους εκπαιδευομένους.».