Στον ν. 4871/2021 (Α’ 246) προστίθεται άρθρο 55ΙΓ ως εξής:
«Άρθρο 55ΙΓ
Ιδιότητα εκπαιδευόμενου που πρόκειται να καταλάβει θέση δικαστικού υπαλλήλου
1. Η ιδιότητα του εκπαιδευόμενου που πρόκειται να καταλάβει θέση δικαστικού υπαλλήλου αποκτάται από όσους εγγράφονται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 55ΙΒ και ανατρέχει στην ημερομηνία δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του πίνακα της παρ. 2 του άρθρου 55ΚΓ, εφόσον δώσουν σε ειδική τελετή τον νόμιμο όρκο της παρ. 2 του άρθρου 55ΙΕ.
2. Η ιδιότητα του εκπαιδευόμενου που πρόκειται να καταλάβει θέση δικαστικού υπαλλήλου αποβάλλεται: α) με την ολοκλήρωση του προγράμματος σπουδών της Σχολής, β) με τον θάνατο, γ) με την αίτηση διαγραφής, η οποία θεωρείται ότι γίνεται αυτοδικαίως αποδεκτή πέντε (5) εργάσιμες ημέρες μετά από την υποβολή της, δ) αν διαπιστωθεί ότι δεν είχε τις προϋποθέσεις, ή συνέτρεχε κώλυμα συμμετοχής του είτε στον εισαγωγικό διαγωνισμό είτε κατά την εγγραφή του στη Σχολή, ε) αν απουσιάζει αδικαιολόγητα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 29, στ) αν του επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της διαγραφής από τη Σχολή, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 37. Για την αποβολή της ιδιότητας του εκπαιδευόμενου εκδίδεται πράξη του Γενικού Διευθυντή της Σχολής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
3. Κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης, δημόσιοι υπάλληλοι, υπάλληλοι ν.π.δ.δ. και υπάλληλοι Ο.Τ.Α., οι οποίοι εγγράφονται ως εκπαιδευόμενοι στη Σχολή, θεωρούνται αυτοδικαίως ως αποσπασμένοι σε αυτήν από την εγγραφή έως την με οποιοδήποτε τρόπο λήξη της φοίτησής τους και λαμβάνουν τις αποδοχές που λάμβαναν από την υπηρεσία προέλευσης.
4. Τα άρθρα 118 έως 121 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων [ν. 4798/2021 (Α΄ 68)] ισχύουν αναλογικά και στους εκπαιδευόμενους της Σχολής που πρόκειται να καταλάβουν θέση δικαστικού υπαλλήλου. Όπου για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών απαιτείται σύμφωνη γνώμη υπηρεσιακού συμβουλίου και απόφαση Υπουργού, αρμόδιο όργανο για την έκδοση απόφασης είναι το Διοικητικό Συμβούλιο της Σχολής.».
Η παράγραφος 3 του άρθρου 25 κάνει λόγο για κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης, ήτοι για παράκαμψη κανόνα δικαίου, κτήση της ιδιότητας του εκπαιδευομένου. Κι εδώ οι κανόνες που παρακάμπτονται είναι οι σχετικοί με τις γραπτές και προφορικές εξετάσεις των διαγωνιζομένων για την εισαγωγή τους στη σχολή δικαστικών υπαλλήλων.
Κατά το σαφές γράμμα του νομοθέτη, επιδιωκόμενος σκοπός είναι μέσω του γραπτού και προφορικού διαγωνισμού να διασφαλισθεί η αξιοκρατική και αδιάβλητη διαδικασία των εξετάσεων και ο τρόπος κτήσης της ιδιότητας του εκπαιδευομένου δικαστικού υπαλλήλου μόνο δια της διαδικασίας αυτής.
Ο νομοθέτης σπάνια υπερβαίνει κανόνες δικαίου κι αυτό για να εξασφαλίση τη σταθερότητα της έννομη τάξης, όπως σχετικά στο άρθρο 2 ν. 3900/2010: «Κατ` αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου που κρίνει διάταξη τυπικού νόμου αντισυνταγματική ή αντίθετη σε άλλη υπερνομοθετική διάταξη, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, χωρεί ενώπιον αυτού, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη, αίτηση αναιρέσεως, αν πρόκειται για διαφορά ουσίας, ή έφεση, αν πρόκειται για ακυρωτική διαφορά. Αν το Συμβούλιο της Επικρατείας διαπιστώσει ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της διάταξης αυτής, μπορεί, εφόσον η απόφαση αυτή υπόκειται σε έφεση ενώπιον άλλου δικαστηρίου, να του παραπέμψει την υπόθεση προς εκδίκαση.». Η κατ’ άλμα αναίρεση ασκείται κατά παρέκκλιση των περιορισμών λόγω ποσού.
Επομένων, η διάταξη αυτή κρίνεται ασαφής , αντίθετη στις διατάξεις του άρθ. 4 παρ. 1 Σ , αντιθετη στην αρχή της ισότητας και της αξιοκρατίας.
Ο νομοθέτης θα πρέπει να εξειδικεύσει τις προυποθέσεις απόσπασης δημοσίων υπαλλήλων, που δεν μετέχουν του γραπτού και προφορικού διαγωνισμού, για την κτήση της ιδιότητας του εκπαιδευομένου και αυτό δύναται μόνο στην περίπτωση που τίθεται θέμα σταθερότητας της έννομης τάξης, ήτοι μόνο στην περίπτωση που δεν πληρούται ο αριθμός των εκπαιδευομένων για την κάλυψη των θέσεων εργασίας των δικαστικών υπαλλήλων και τίθεται ζήτημα λειτουργίας των Δικαστηρίων της χώρας.