Στο άρθρο 49 του ν. 4871/2021 (Α’ 246) επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στην παρ. 1 προστίθεται περ. η’, β) στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 οι λέξεις «Το Συμβούλιο Σπουδών κάθε κατεύθυνσης, αμέσως μετά από την κατάρτιση του προγράμματος σπουδών, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 25» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Το οικείο Συμβούλιο Σπουδών, αμέσως μετά από την κατάρτιση του προγράμματος σπουδών», γ) στην παρ. 3: γα) στο πρώτο εδάφιο μετά τη λέξη «δικαστικές» προστίθενται οι λέξεις «και λοιπές», γβ) στο δεύτερο εδάφιο πριν τη λέξη «Διευθυντές» προστίθεται η λέξη «οικείοι», η φράση «κάθε κατεύθυνσης εισηγούνται αιτιολογημένα» αντικαθίσταται από τη λέξη «εισηγούνται» και μετά τη λέξη «Γενικό Διευθυντή» διαγράφονται οι λέξεις «το αργότερο μέχρι την 20ή Νοεμβρίου κάθε έτους», δ) στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 διαγράφονται οι λέξεις «κατά την παρ. 6 του άρθρου 27», ε) στο πρώτο εδάφιο της παρ. 5 οι λέξεις «Στον πίνακα διδασκόντων κάθε κατεύθυνσης» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Στον οικείο πίνακα διδασκόντων», στ) στο πρώτο εδάφιο της παρ. 7 οι λέξεις «Ο Διευθυντής Κατάρτισης και Επιμόρφωσης κάθε κατεύθυνσης» αντικαθίστανται από τις λέξεις «Ο οικείος Διευθυντής Κατάρτισης και Επιμόρφωσης» και πριν τη λέξη «Συμβούλιο» προστίθεται η λέξη «οικείο» ζ) προστίθεται παρ. 8 και το άρθρο 49 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 49
Εκπαιδευτικό προσωπικό
1. Η κατάρτιση και η επιμόρφωση παρέχονται από:
α) Εν ενεργεία δικαστικούς λειτουργούς με βαθμό τουλάχιστον: αα) Εισηγητή του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο οποίος έχει συμπληρώσει τουλάχιστον επτά (7) έτη παραμονής στον βαθμό, αβ) Προέδρου Πρωτοδικών των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ή Πρωτοδίκη, ο οποίος έχει συμπληρώσει τουλάχιστον επτά (7) έτη παραμονής στον βαθμό, αγ) Εισαγγελέα Πρωτοδικών ή Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών, ο οποίος έχει συμπληρώσει τουλάχιστον επτά (7) έτη παραμονής στον βαθμό και αδ) Ειρηνοδίκη Α` Τάξης, ο οποίος έχει συμπληρώσει τουλάχιστον είκοσι (20) έτη παραμονής στην υπηρεσία,
β) μέλη διδακτικού ερευνητικού προσωπικού των νομικών σχολών από τη βαθμίδα του επίκουρου καθηγητή και άνω,
γ) μέλη Διοικητικών Συμβουλίων εγνωσμένου κύρους επιστημονικών ενώσεων, δημόσιους λειτουργούς, δικηγόρους με δεκαπενταετή τουλάχιστον δικηγορική υπηρεσία και άλλους ειδικούς επιστήμονες,
δ) επίτιμους ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς,
ε) ομότιμους καθηγητές των Νομικών Σχολών,
στ) ειρηνοδίκες που αποχώρησαν από την ενεργό υπηρεσία, έχοντας συμπληρώσει τουλάχιστον είκοσι (20) έτη υπηρεσίας,
ζ) ειδικούς στη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών για τη διδασκαλία θεμάτων εφαρμοσμένης πληροφορικής,
η) ειδικά η κατάρτιση των εκπαιδευομένων που πρόκειται να καταλάβουν θέσεις δικαστικών υπαλλήλων και η επιμόρφωση των δικαστικών υπαλλήλων μπορούν, πέραν των ανωτέρω, να παρέχονται και από ηα) εν ενεργεία δικαστικούς υπαλλήλους με τουλάχιστον δέκα (10) έτη παραμονής στην υπηρεσία, ηβ) εν ενεργεία υπαλλήλους του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τουλάχιστον δέκα (10) έτη παραμονής στην υπηρεσία και γνώσεις και εμπειρία συναφή με τα αντικείμενα των επιμορφωτικών προγραμμάτων και ηγ) μέλη διδακτικού ερευνητικού προσωπικού πανεπιστημιακών σχολών με αντικείμενο συναφές με τα καθήκοντα των δικαστικών υπαλλήλων.
2. Το οικείο Συμβούλιο Σπουδών, αμέσως μετά από την κατάρτιση του προγράμματος σπουδών, καθορίζει τις κατηγορίες των διδασκόντων που πρόκειται να διδάξουν καθένα από τα προβλεπόμενα στο πρόγραμμα μαθήματα, οι οποίες όμως δεν συμπλέκονται μεταξύ τους, αλλά καθορίζονται οι διδάσκοντες σε κάθε μάθημα από μια και μόνο κατηγορία, καθώς και τον αριθμό τους. Η απόφαση αυτή αναρτάται στην ιστοσελίδα της Σχολής και στη Διαύγεια.
3. Οι ενδιαφερόμενοι, εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την αποστολή στις δικαστικές και λοιπές υπηρεσίες πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος, αποστέλλουν ηλεκτρονικά σχετική αίτηση συνοδευόμενη από βιογραφικό σημείωμα, στο οποίο αναγράφονται τα τυπικά προσόντα και η εμπειρία τους στο συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα αντικείμενα που επιθυμούν να διδάξουν στη Σχολή. Μετά από την πάροδο της ως άνω προθεσμίας, οι οικείοι Διευθυντές Κατάρτισης και Επιμόρφωσης εισηγούνται για κάθε υποψήφιο διδάσκοντα στο οικείο Συμβούλιο Σπουδών, το οποίο συγκαλείται από τον Γενικό Διευθυντή προκειμένου να καταρτιστεί ο πίνακας διδασκόντων.
4. Τα κριτήρια για την επιλογή των διδασκόντων, τα οποία βαθμολογούνται με κλίμακα από μηδέν (0) έως δέκα (10), είναι τα εξής: α) Η ειδική ενασχόληση με το αντικείμενο της διδασκαλίας με συντελεστή βαρύτητας σαράντα τοις εκατό (40%). Εφόσον ο διδάσκων έχει ήδη διδάξει στη Σχολή, συνεκτιμώνται για τη βαθμολόγηση του κριτηρίου αυτού και οι αξιολογήσεις των σπουδαστών ως προς αυτόν, β) η συγγραφή βιβλίων ή μελετών σχετικών με το αντικείμενο της διδασκαλίας με συντελεστή βαρύτητας τριάντα τοις εκατό (30%), γ) η συμμετοχή σε συνέδρια και ημερίδες ως εισηγητές σχετικά με το αντικείμενο της διδασκαλίας με συντελεστή βαρύτητας είκοσι τοις εκατό (20%), δ) η ύπαρξη διδακτορικού ή μεταπτυχιακού τίτλου σχετικού με το αντικείμενο της διδασκαλίας με συντελεστή βαρύτητας δέκα τοις εκατό (10%).
5. Στον οικείο πίνακα διδασκόντων ορίζονται συγκεκριμένα το μάθημα ή τα μαθήματα που πρόκειται να διδάξει κάθε διδάσκων, καθώς και οι ώρες διδασκαλίας. Ο πίνακας αυτός εγκρίνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Σχολής εντός του Δεκεμβρίου κάθε έτους. Η εγγραφή στον πίνακα διδασκόντων ισχύει για μία τριετία. Ο Γενικός Διευθυντής εκδίδει πράξη ανάθεσης διδασκαλίας σε κάθε διδάσκοντα.
6. Το ωριαίο πρόγραμμα διδασκαλίας καταρτίζεται με απόφαση του Γενικού Διευθυντή, η οποία εκδίδεται μετά από εισήγηση του οικείου Διευθυντή Κατάρτισης και Επιμόρφωσης.
7. Ο οικείος Διευθυντής Κατάρτισης και Επιμόρφωσης, εφόσον διαπιστώσει ότι διδάσκων δεν είναι συνεπής στην εκτέλεση των καθηκόντων του, εισηγείται στον Γενικό Διευθυντή να εισαχθεί το θέμα στο οικείο Συμβούλιο Σπουδών, προκειμένου ο διδάσκων αυτός να διαγραφεί από τον πίνακα διδασκόντων, να ανακληθεί η πράξη ανάθεσης διδασκαλίας και να αντικατασταθεί από άλλον διδάσκοντα. Στην περίπτωση αυτή, καλείται ο διδάσκων να παραστεί στο Συμβούλιο Σπουδών για να διατυπώσει τις απόψεις του. Κατά της ανωτέρω απόφασης ο διδάσκων μπορεί να ασκήσει εγγράφως ένσταση μέσα σε προθεσμία πέντε (5) ημερών από την κοινοποίησή της σε αυτόν. Επί της ένστασης αποφαίνεται αμελλητί το Διοικητικό Συμβούλιο της Σχολής.
8. Αν ανατίθενται καθήκοντα κατάρτισης και επιμόρφωσης σε δικαστικούς υπαλλήλους ή δημοσίους υπαλλήλους, απαιτείται επιβεβαίωση διαθεσιμότητας από την υπηρεσία στην οποία υπηρετούν. Εφόσον παρασχεθεί αυτή η επιβεβαίωση, οι υπηρεσίες δεσμεύονται να επιτρέπουν στους υπαλλήλους τους που ορίζονται ως διδακτικό προσωπικό σε εκπαιδευτικά προγράμματα της Σχολής, να απουσιάζουν από τα καθήκοντά τους κατά τον απαιτούμενο χρόνο για την εκτέλεση του διδακτικού έργου.».
Οι εν ενεργεία δικαστικοί υπάλληλοι που θα ανήκουν στο εκπαιδευτικό προσωπικό, θα πρέπει να έχουν 15ετη προϋπηρεσία και μάλιστα σε διάφορα τμήματα της οργανικής τους μονάδας ώστε να έχουν γενικότερη εμπειρία και άποψη για την λειτουργία των υπηρεσιών.
Γενικά για το εκπαιδευτικό προσωπικό, θα ήταν σκόπιμο να δημιουργηθεί ένα μητρώο εκπαιδευτών, στα πρότυπα του Μητρώου του ΕΚΔΔΑ, το οποίο να εμπλουτίζεται δυο φορές το χρόνο.
Η πρόταση μου είναι λίγο διαφοροποιημένη απο του συναδέλφου Χρήστου Μπαξεβάνη, αφορά δύο προσθήκες :
Προτείνεται η αντικατάσταση και συμπλήρωση του σημείου για τους ενέργεια δικαστικούς υπαλλήλους άρθρο 49 παρ. 1 σημείο ηβ) ως εξής :
και από «εν ενεργεία δικαστικούς υπαλλήλους με τουλάχιστον δέκα (10) έτη παραμονής στην υπηρεσία,τέσσερα (4) έτη σε συγκεκριμένο τμήμα, λαμβάνοντας υπόψη την τελευταία αξιολόγηση του υπαλλήλου, τόσο μεταπτυχιακούς και διδακτορικούς τίτλους σπουδών όσο και προηγούμενη προϋπηρεσία σε συνάφεια με τα καθήκοντα των δικαστικών υπαλλήλων».
Προτείνεται η αντικατάσταση και συμπλήρωση του σημείου για τους ενέργεια δικαστικούς υπαλλήλους άρθρο 49 παρ. 1 σημείο ηβ) ως εξής
και από «εν ενεργεία δικαστικούς υπαλλήλους με τουλάχιστον πέντε (5) έτη παραμονής στην υπηρεσία, λαμβάνοντας υπόψη τόσο μεταπτυχιακούς και διδακτορικούς τίτλους σπουδών όσο και προηγούμενη προϋπηρεσία σε συνάφεια με τα καθήκοντα των δικαστικών υπαλλήλων «.