Το πρώτο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 50 του ν. 4635/2019 (Α’ 167) τροποποιείται ως προς το προσωπικό που δύναται να στελεχώνει την Εθνική Αρχή Κυβερνοασφάλειας, στο έκτο εδάφιο εξειδικεύονται οι κατηγορίες των δημοσίων υπαλλήλων, και η παρ. 5 διαμορφώνεται ως εξής:
«5. Οι θέσεις προσωπικού της Γενικής Διεύθυνσης Κυβερνοασφάλειας δύνανται να καλύπτονται από: α) πάσης φύσεως υπαλλήλους του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης, β) πάσης φύσεως δημοσίους υπαλλήλους ή λειτουργούς που υπηρετούν σε λοιπούς φορείς του δημοσίου τομέα, όπως αυτός ορίζεται στην περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α΄ 143) μέσω απόσπασης και γ) δικηγόρους με έμμισθη εντολή του Δημοσίου που υπηρετούν στους φορείς της περ. β’, μέσω απόσπασης. Σε περίπτωση που οι θέσεις προσωπικού καλύπτονται με αποσπάσεις από τους ως άνω φορείς και υπηρεσίες, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του άρθρου 55 του ν. 4623/2019 (Α΄ 134). Στην περίπτωση που ο φορέας προέλευσης των υπαλλήλων είναι η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και το Λιμενικό Σώμα του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, για την απόσπασή τους απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του φορέα προέλευσης. Οι αποσπάσεις διενεργούνται σε κενές θέσεις εφόσον υπάρχουν, άλλως και βάσει των υπηρεσιακών αναγκών σε προσωποπαγείς θέσεις, για τις οποίες οι αποσπώμενοι θα πρέπει να κατέχουν τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα. Οι συνιστώμενες προσωποπαγείς θέσεις καταργούνται με την καθ’ οιονδήποτε τρόπο αποχώρηση των αποσπασμένων που τις κατέχουν. Ο χρόνος της απόσπασης λογίζεται για κάθε συνέπεια ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας του δημόσιου λειτουργού ή υπαλλήλου, πολιτικού ή στρατιωτικού, στη θέση που οργανικά κατέχει. Οι αποσπώμενοι, κατά το χρόνο της απόσπασής τους, μισθοδοτούνται και ασφαλίζονται από τον φορέα προέλευσής τους, και εξακολουθούν να λαμβάνουν τις πρόσθετες αποδοχές, επιδόματα και ασφαλιστική κάλυψη που τυχόν ελάμβαναν από αυτόν προ της απόσπασης, εξαιρουμένου αποκλειστικά και μόνο του επιδόματος θέσης ευθύνης.»