1. Τα στοιχεία που συνελέγησαν ή κατασχέθηκαν και το υλικό που αποτυπώθηκε σε εκτέλεση της διάταξης για την άρση του απορρήτου σε περίπτωση διακρίβωσης εγκλημάτων επισυνάπτονται στη δικογραφία, αν συνιστούν αποδεικτικά μέσα για την ποινική δίωξη κατά την κρίση της αρχής που εξέδωσε τη διάταξη. Με διάταξη του κατά περίπτωση αρμόδιου εισαγγελέα ή ανακριτή, το υλικό που αποτυπώθηκε για τον σκοπό διακρίβωσης εγκλημάτων και το οποίο προορίζεται να επισυναφθεί σε δικογραφία μπορεί να περιορίζεται στο περιεχόμενο που κρίνεται ότι εισφέρει αποδεικτικά στη διακρίβωση των εγκλημάτων για τα οποία διατάχθηκε η άρση του απορρήτου.
2. Στις περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρου 29 και της παρ. 2 του άρθρου 30 του ν. 3340/2005 (Α΄ 112) και της περ. ζ΄ της παρ. 3 του άρθρου 36 του ν. 4443/2016 (Α΄ 232), το υλικό που αποτυπώθηκε χρησιμοποιείται επιπλέον κατά τη διοικητική διαδικασία για τη διαπίστωση της παράβασης των άρθρων 3 έως 7, 29 και 30 του ν. 3340/2005, του άρθρου 93Α του ν. 4099/2012 (Α΄ 250), καθώς και των στοιχείων (α) και (β) του άρθρου 14 και του άρθρου 15 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 για την κατάχρηση της αγοράς (Κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς και την κατάργηση της Οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου) και των Οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ (L 173) και επισυνάπτονται στη σχετική δικογραφία κατά τη διαδικασία ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων.
3. Σε κάθε περίπτωση, μετά την έκδοση αμετάκλητης απόφασης ή αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος των ποινικών δικαστηρίων, επί της ασκηθείσας ποινικής δίωξης, τα στοιχεία που συνελέγησαν και το υλικό που συγκεντρώθηκε καταστρέφονται αμελλητί ενώπιον της αρχής που εξέδωσε τη διάταξη και συντάσσεται έκθεση για την καταστροφή.