1. Η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των κακουργημάτων που προβλέπονται από τον Ποινικό Κώδικα, τον Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα και τους ειδικούς ποινικούς νόμους και τον.
2. Η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των πλημμελημάτων που προβλέπονται από:
α) τα άρθρα 148 παρ. 1, 187 παρ. 3 και 4, 187Α παρ. 4, 5, 6 και 7, 187Β παρ. 1 εδάφια δεύτερο και τρίτο και παρ. 2, 235 παρ. 1, 3 και 4, 236 παρ. 1 και 4, 264 παρ. 1 περ. α’, 270 παρ. 1 περ. α’, 272 παρ. 1, 291 παρ. 1 περ. αα’, 292Α παρ. 1, 2, 3 και 5, 292Β, 292Γ, 292Δ, 292Ε παρ. 1 και 2, 323Α παρ. 6 και 7, 324 παρ. 1, 337 παρ. 2 και 3, 339 παρ. 3, 342 παρ. 2, 343, 345 παρ. 1 περ. β΄ και γ΄, 348 παρ. 1, 348Α παρ. 1, 2 και 6, 348Β, 348Γ παρ. 1, 349 παρ. 3, 351Α παρ. 1 περ. γ’, 370, 370Β, 370Γ, 370Δ και 370ΣΤ του Ποινικού Κώδικα.
β) τα άρθρα 22 εδάφιο πρώτο, 23 εδάφιο πρώτο, 26, 46 παρ. 3, 47 παρ. 2 εδάφιο πρώτο και 140 παρ. 2 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα,
γ) το άρθρο 15 παρ. 1, 2 και 4 του ν. 3471/2006 (Α’ 133),
δ) το άρθρο 10 του ν. 3115/2003 (Α’ 47),
ε) το άρθρο 38 του ν. 4624/2019 (Α’ 137) και
στ) τα άρθρα 28 παρ. 1, 29, 30 και 31 παρ. 1 του ν. 4443/2016 (Α’ 232).
3. Η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών στις περιπτώσεις των παρ. 1 και 2 επιβάλλεται με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών ή Πλημμελειοδικών στην καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται η διακρίβωση του συγκεκριμένου εγκλήματος με το οποίο σχετίζεται η άρση. Η άρση είναι επιτρεπτή μόνο αν αιτιολογημένα το Συμβούλιο διαπιστώσει ότι η διερεύνηση της υπόθεσης ή η εξακρίβωση του τόπου διαμονής του κατηγορουμένου είναι αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερής χωρίς αυτήν.
4. Η άρση στρέφεται μόνο κατά συγκεκριμένου προσώπου ή προσώπων που έχουν σχέση με την υπόθεση που ερευνάται ή για τα οποία, βάσει συγκεκριμένων περιστατικών, προκύπτει ότι λαμβάνουν ή μεταφέρουν συγκεκριμένα μηνύματα που αφορούν ή προέρχονται από τον κατηγορούμενο ή χρησιμοποιούνται ως σύνδεσμοί του.
5. Την αίτηση για την άρση υποβάλλει στο Συμβούλιο ο καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιος εισαγγελέας, ο οποίος εποπτεύει ή ενεργεί προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση ή ο ανακριτής, ο οποίος ενεργεί τακτική ανάκριση για τα πιο πάνω εγκλήματα. Το Συμβούλιο αποφασίζει μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες για την άρση ή όχι του απορρήτου, με διάταξή του, στην οποία περιέχονται τα στοιχεία της παρ. 8.
6. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, την άρση μπορεί να διατάξει ο εισαγγελέας που ενεργεί την προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση και ο ανακριτής που ενεργεί την τακτική ανάκριση. Σε κάθε περίπτωση, ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής υποχρεούνται να εισαγάγουν το ζήτημα με σχετική αίτηση στο Συμβούλιο μέσα σε προθεσμία τριών (3) ημερών. Η ισχύς της διάταξης του εισαγγελέα ή του ανακριτή για την άρση παύει αυτοδικαίως με τη λήξη της τριήμερης προθεσμίας ή, αν το ζήτημα εισαχθεί εμπροθέσμως, από την έκδοση του σχετικού βουλεύματος του Συμβουλίου.
7. Στις περιπτώσεις εγκλημάτων που υπάγονται στην αρμοδιότητα των στρατιωτικών δικαστηρίων, την άρση του απορρήτου επιβάλλει, με απόφασή του, το δικαστικό συμβούλιο του καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιου στρατιωτικού δικαστηρίου, μετά από αίτηση του ασκούντος την ποινική δίωξη ή του ανακριτή που ενεργεί τακτική ανάκριση.
8. Η διάταξη που επιβάλλει την άρση του απορρήτου για διακρίβωση εγκλημάτων, περιλαμβάνει:
α) το όργανο που διατάσσει την άρση,
β) τη δημόσια αρχή ή τον εισαγγελέα ή τον ανακριτή που ζητούν την άρση,
γ) τον σκοπό της άρσης,
δ) τα μέσα ανταπόκρισης ή επικοινωνίας στα οποία επιβάλλεται η άρση,
ε) την εδαφική έκταση εφαρμογής και τη χρονική διάρκεια της άρσης,
στ) την ημερομηνία έκδοσης της διάταξης,
ζ) το όνομα του προσώπου ή των προσώπων κατά των οποίων λαμβάνεται το μέτρο της άρσης και τη διεύθυνση διαμονής τους, εφόσον είναι γνωστή και
η) την αιτιολογία επιβολής της άρσης.
9. Διάταξη που απορρίπτει αίτημα άρσης του απορρήτου περιέχει:
α) το όργανο που αποφασίζει,
β) τη δημόσια αρχή που είχε ζητήσει την άρση και
γ) την ημερομηνία έκδοσης της διάταξης.
10. Η Α.Δ.Α.Ε., μετά τη λήξη ισχύος του μέτρου της άρσης του απορρήτου και κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος από το καθ’ ου η άρση πρόσωπο, γνωστοποιεί την επιβολή του μέτρου αυτού στους θιγόμενους, με τη σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε. Η Α.Δ.Α.Ε. απαντά επί του αιτήματος εντός τριών (3) μηνών, αλλιώς η αίτηση θεωρείται ότι έχει απορριφθεί.
Να αίρεται το απόρρητο και για τα ποινικά αδίκηματα των άρθρων 259 Π.Κ., 239 Π.Κ., αφού για την στοιχειοθέτησή τους προυποτίθεται το στοιχείο του σκοπου παράνομου οφέλους και της εν γνώσει έκθεσης σε δίωξη , αντίστοιχα. Τούτο δίοτι τα σχετικά αντικείμενα παρουσιάζουν αποδεικτικές δυσχέρειες και συνήθως οι δικαστικές αποφάσεις στηρίζονται σε ενδείκτες του σκοπου ή της γνώσης δηλαδή σε γεγονότα από τα οποία έμμεσα συνάγεται ιδιαίτερη φιλία ή έχθρα με τον οφελούμενο η τον βλαπτόμενο. Πόσο χρήσιμο θα ήταν σε αυτές τις περιπτώσεις να υπηρχε το εν λόγω αποδείκτικό εργαλείο, τουλάχιστον για τις σοβαρές μορφές των εν λόγω αδικημάτων (λχ. παράβαση καθήκοντος συνεπεία της οποίας τελέσθηκε κακούργημα).
Σημερα αρκετες από τις εν λόγω περιπτώσεις άγονται στο ακροατήριο επειδή στοιχειοθετούνται αντικειμενικά και επειδή δεν αποδεικνύεται λχ. ο σκοπός παρανόμου οφέλους η βλάβης τρίτου, συχνά υπάρχει αθώωση λόγω αμφιβολιών. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα οι έντιμοι που ήχθησαν στο ακροατήριο να γίνονται ευθυνόφοβοι και οι επίορκοι που αθωώθηκαν να αποθρασύνονται και με αυτό τον τρόπο νοθεύεται, αντίστοιχα η διοικητική δράση.
Σύμφωνα με το Άρθρο 6 του Σχεδίου Νόμου, η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των κακουργημάτων που προβλέπονται από τον Ποινικό Κώδικα, τον Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα και τους ειδικούς ποινικούς νόμους, καθώς και για τη διακρίβωση των πλημμελημάτων που περιοριστικά προβλέπονται από το άρθρο αυτό. Επίσης, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου, η άρση στρέφεται μόνο κατά συγκεκριμένου προσώπου ή προσώπων που έχουν σχέση με την υπόθεση που ερευνάται ή για τα οποία, βάσει συγκεκριμένων περιστατικών, προκύπτει ότι λαμβάνουν ή μεταφέρουν συγκεκριμένα μηνύματα που αφορούν ή προέρχονται από τον κατηγορούμενο ή χρησιμοποιούνται ως σύνδεσμοί του.
Πλην όμως, η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών στρέφεται και κατά του παρόχου υπηρεσιών επικοινωνίας, τον οποίον διατάζει το αρμόδιο Συμβούλιο Εφετών ή Πλημμελειοδικών να γνωστοποιήσει τα στοιχεία, που θεωρούνται απαραίτητα για τη διακρίβωση τέλεσης του εκάστοτε αδικήματος. Ο πάροχος ωστόσο δεν διαθέτει από τη διατύπωση του άρθρου αυτού τη δυνατότητα να αντιλέξει κατά βουλευμάτων, τα οποία ενδεχομένως πάσχουν ακυρότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠΔ και του ΠΚ. Αντιθέτως, είναι υποχρεωμένος να πειθαρχήσει με τα βουλεύματα αυτά, ακόμη κι αν με την εκτέλεση των πράξεων που τα βουλεύματα επιτάσσουν, προβαίνει στην τέλεση άλλων αδικημάτων, όπως για παράδειγμα το αδίκημα του άρθρου 38 του ν. 4624/2019. Συνεπώς, θα πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα προβολής επιχειρημάτων από τους παρόχους υπηρεσιών επικοινωνίας έναντι βουλευμάτων με τα οποία διατάσσεται η άρση του απορρήτου.
Έτι περαιτέρω, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του ιδίου άρθρου, προβλέπεται η διαταγή της άρσης του απορρήτου από τον εισαγγελέα που διεξάγει την προανάκριση ή την προκαταρκτική εξέταση, ή τον ανακριτή που ενεργεί τακτική ανάκριση, σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις. Η σχετική αίτηση, σύμφωνα με την διατύπωση του άρθρου, εισάγεται στο Συμβούλιο εντός τριών (3) ημερών, ενώ η ισχύς της παύει με τη λήξη της τριήμερης προθεσμίας ή από την έκδοση του σχετικού βουλεύματος, αν το ζήτημα εισήχθη εμπρόθεσμα.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, προκύπτει μείζον ζήτημα για τους παρόχους υπηρεσιών επικοινωνίας, οι οποίοι δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν εάν η διάταξη του εισαγγελέα ή του ανακριτή εισήχθη ή όχι εμπροθέσμως στο αρμόδιο Συμβούλιο, ούτε φυσικά ενημερώνεται για την έκδοση ή όχι του σχετικού βουλεύματος από το αρμόδιο Συμβούλιο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι πάροχοι καλούνται να εκτελέσουν την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, παρότι ενδέχεται η διάταξη του εισαγγελέα ή του ανακριτή να μην εισαχθεί εμπροθέσμως ή να μην καταλήξει σε έκδοση βουλεύματος από το Συμβούλιο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ενδέχεται να προκύψουν ποινικές ή αστικές ευθύνες για τους παρόχους.
Προτείνεται η αναδιαμόρφωση του συγκεκριμένου άρθρου, ώστε να διαρθρωθεί η διαδικασία με τέτοιον τρόπο, ώστε να επιτυγχάνεται ο έλεγχος νομιμότητας τόσο των βουλευμάτων όσο και των εισαγγελικών διατάξεων από τα μέρη που συμμετέχουν στη διαδικασία άρσης του απορρήτου.
Σε κάθε περίπτωση, η ρύθμιση της παραγράφου 1 εμφανίζεται ατελής/ελλιπής καθώς από προφανή αβλεψία έχει παραληφθεί κείμενο (βλ. τέλος παραγράφου: «… και τους ειδικούς ποινικούς νόμους και τον …»
Σύμφωνα με το Άρθρο 6 του Σχεδίου Νόμου, η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των κακουργημάτων που προβλέπονται από τον Ποινικό Κώδικα, τον Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα και τους ειδικούς ποινικούς νόμους, καθώς και για τη διακρίβωση των πλημμελημάτων που περιοριστικά προβλέπονται από το άρθρο αυτό. Επίσης, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου, η άρση στρέφεται μόνο κατά συγκεκριμένου προσώπου ή προσώπων που έχουν σχέση με την υπόθεση που ερευνάται ή για τα οποία, βάσει συγκεκριμένων περιστατικών, προκύπτει ότι λαμβάνουν ή μεταφέρουν συγκεκριμένα μηνύματα που αφορούν ή προέρχονται από τον κατηγορούμενο ή χρησιμοποιούνται ως σύνδεσμοί του.
Πλην όμως, η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών στρέφεται και κατά του παρόχου υπηρεσιών επικοινωνίας, τον οποίον διατάζει το αρμόδιο Συμβούλιο Εφετών ή Πλημμελειοδικών να γνωστοποιήσει τα στοιχεία, που θεωρούνται απαραίτητα για τη διακρίβωση τέλεσης του εκάστοτε αδικήματος. Ο πάροχος ωστόσο δεν διαθέτει από τη διατύπωση του άρθρου αυτού τη δυνατότητα να αντιλέξει κατά βουλευμάτων, τα οποία ενδεχομένως πάσχουν ακυρότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠΔ και του ΠΚ. Αντιθέτως, είναι υποχρεωμένος να πειθαρχήσει με τα βουλεύματα αυτά, ακόμη κι αν με την εκτέλεση των πράξεων που τα βουλεύματα επιτάσσουν, προβαίνει στην τέλεση άλλων αδικημάτων, όπως για παράδειγμα το αδίκημα του άρθρου 38 του ν. 4624/2019. Συνεπώς, θα πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα προβολής επιχειρημάτων από τους παρόχους υπηρεσιών επικοινωνίας έναντι βουλευμάτων με τα οποία διατάσσεται η άρση του απορρήτου.
Έτι περαιτέρω, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του ιδίου άρθρου, προβλέπεται η διαταγή της άρσης του απορρήτου από τον εισαγγελέα που διεξάγει την προανάκριση ή την προκαταρκτική εξέταση, ή τον ανακριτή που ενεργεί τακτική ανάκριση, σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις. Η σχετική αίτηση, σύμφωνα με την διατύπωση του άρθρου, εισάγεται στο Συμβούλιο εντός τριών (3) ημερών, ενώ η ισχύς της παύει με τη λήξη της τριήμερης προθεσμίας ή από την έκδοση του σχετικού βουλεύματος, αν το ζήτημα εισήχθη εμπρόθεσμα.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, προκύπτει μείζον ζήτημα για τους παρόχους υπηρεσιών επικοινωνίας, οι οποίοι δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν εάν η διάταξη του εισαγγελέα ή του ανακριτή εισήχθη ή όχι εμπροθέσμως στο αρμόδιο Συμβούλιο, ούτε φυσικά ενημερώνεται για την έκδοση ή όχι του σχετικού βουλεύματος από το αρμόδιο Συμβούλιο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι πάροχοι καλούνται να εκτελέσουν την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, παρότι ενδέχεται η διάταξη του εισαγγελέα ή του ανακριτή να μην εισαχθεί εμπροθέσμως ή να μην καταλήξει σε έκδοση βουλεύματος από το Συμβούλιο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ενδέχεται να προκύψουν ποινικές ή αστικές ευθύνες για τους παρόχους.
Προτείνεται η αναδιαμόρφωση του συγκεκριμένου άρθρου, ώστε να διαρθρωθεί η διαδικασία με τέτοιον τρόπο, ώστε να επιτυγχάνεται ο έλεγχος νομιμότητας τόσο των βουλευμάτων όσο και των εισαγγελικών διατάξεων από τα μέρη που συμμετέχουν στη διαδικασία άρσης του απορρήτου.
Σε κάθε περίπτωση, η ρύθμιση της παραγράφου 1 εμφανίζεται ατελής/ελλιπής καθώς από προφανή αβλεψία έχει παραληφθεί κείμενο (βλ. τέλος παραγράφου: «… και τους ειδικούς ποινικούς νόμους και τον …»
Με σκοπό την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της διαδικτυακής πειρατείας, προτείνεται στα αδικήματα σε βαθμό πλημμελήματος για τα οποία θα επιτρέπεται με τον καινούργιο νόμο η άρση του απορρήτου, να προστεθούν και τα πλημμελήματα της διαδικτυακής προσβολής δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.
Σήμερα η ισχύουσα νομοθεσία επιτρέπει την άρση του απορρήτου για τα αδικήματα αυτά μόνο σε βαθμό κακουργήματος. Σημειώνεται δε ότι ήδη το σχέδιο νόμου έχει συμπεριλάβει στα αδικήματα για τα οποία θα επιτρέπεται η άρση του απορρήτου και νέα πλημμελήματα σε σχέση με αυτά που προέβλεπε το ισχύον πλαίσιο.
Για το σκοπό αυτό στο άρθρο 6 παράγραφος 2 του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου προτείνεται να προστεθεί περίπτωση «ζ» ως εξής:
«ζ) το νόμο 2121/1993 (Α’25) για την προσβολή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων που τελείται στο διαδίκτυο».
Η πρόταση της παραγράφου 1 του άρθρου 6 είναι ελλιπής.
Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει για τα αδικήματα που προκύπτουν από τη χρήση του διαδικτύου (υποκλοπή κωδικών τραπεζικών λογαριασμών, τυχερά παίγνια, πνευματικά δικαιώματα, ψεύτικοι ιστότοποι πώλησης ειδών ένδυσης, ιστότοποι πώλησης φαρμακευτικών και παραφαρμακευτικών σκευασμάτων) σε τέσσερις ενότητες:
1)στον εντοπισμό του πραγματικού δικαιούχου/ιδιοκτήτη του ιστοτόπου που προσφέρει παράνομη δραστηριότητα
2)στον εντοπισμό των επισκεπτών του ιστοτόπου, οι οποίοι προβαίνουν σε παράνομες πράξεις
3)στην ροή των μεταξύ τους χρηματικών συναλλαγών
4)στα μέσα που διευκολύνουν την σύνδεση των επισκεπτών στους παράνομους ιστοτόπους
Ο κάθε πολίτης, λόγω της παγκοσμιότητας του διαδικτύου, έχει πρόσβαση σε ιστοτόπους των οποίων οι πραγματικοί κάτοχοι δεν έχουν έδρα την Ελλάδα, πολλές φορές ούτε καν την Ευρωπαϊκή Ένωση ή τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.
Η παροχή παράνομων δραστηριοτήτων μέσω κάποιων ιστοτόπων διευκολύνει αυτούς που την παρέχουν καθώς είναι δύσκολο για τις Ελληνικές διωκτικές και Δικαστικές Αρχές να εντοπισθούν οι πραγματικοί κάτοχοι αυτών καθώς οι περισσότεροι ιστότοποι αγοράζονται και φιλοξενούνται σε servers άλλων χωρών.
Η φραγή, δε, αυτών των ιστοτόπων δεν είναι επαρκές μέτρο καθώς την επόμενη στιγμή εμφανίζεται ένας νέος ιστότοπος με παρόμοιο όνομα και ίδιο περιεχόμενο (mirror ιστότοπος) ή χρησιμοποιούνται μέσα που διευκολύνουν την επίσκεψη στους ιστοτόπους αυτούς.
Για παράδειγμα, εάν ένας ιστότοπος που παρέχει τυχερά παίγνια (και απευθύνεται στο Ελληνικό κοινό) εντοπισθεί, θα προστεθεί στην blacklist της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων και από εκείνη τη στιγμή θεωρείται παράνομος.
Ο ιστότοπος αυτός έχει κατοχυρωθεί από κάποιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δηλαδή αυτό το πρόσωπο έχει πληρώσει με κάποιο μέσο πληρωμής προκειμένου να αγοράσει το όνομα του ισοτόπου και την φιλοξενία του περιεχομένου αυτού. Τα στοιχεία του ιδιοκτήτη και πραγματικού δικαιούχου (μητρώο whois) καλύπτονται από τη νομοθεσία περί Προσωπικών Δεδομένων. Για να έχουν πρόσβαση οι διωκτικές και δικαστικές αρχές στον ιδιοκτήτη πρέπει να προβούν σε άρση απορρήτου ως προς την ταυτότητα του ιδιοκτήτη του ιστοτόπου και το χρηματοπιστωτικό μέσο με το οποίο πλήρωσε. Από την άλλη πλευρά, θα μπορούσε να υπάρχει άρση απορρήτου και ως προς τους επισκέπτες των ιστοτόπων αυτών, δηλ τον εντοπισμό των διευθύνσεων IP που κατέχουν οι επισκέπτες που συμμετέχουν σε τυχερά παίγνια. Εάν η εταιρεία (registrant) που έχει αναλάβει την κατοχύρωση του ονόματος χώρου (domain name) και η εταιρεία που έχει τη φιλοξενία του ισοτόπου (hosting) έχει έδρα την Ελλάδα, η διαδικασία άμεσης άρσης θα πρέπει να προβλεφθεί από το νομικό πλαίσιο.
Η δυσκολία είναι στην περίπτωση που η εταιρεία η οποία κατοχύρωσε το όνομα χώρου (registrant) και η εταιρεία που παρέχει τη φιλοξενία (hosting) βρίσκονται στο εξωτερικό ακόμα και εάν έχουν υποκατάστημα στην Ελλάδα. Εκεί θα πρέπει να εκδίδεται εισαγγελική παραγγελία για άσκηση της άρσης μέσω των διεθνών φορέων (Interpol κτλ)
Το ίδιο ισχύει και για χρηματοπιστωτικά μέσα που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα αλλά έχουν έδρα το εξωτερικό και στα οποία οι συναλλαγές διεξάγονται μέσω του διαδικτύου, για υπηρεσίες/εφαρμογές που παρέχονται προς τη διευκόλυνση της επίσκεψης σε παράνομους ιστοτόπους (π.χ. υπηρεσίες VPN, public DNS κτλ) αλλά και για εφαρμογές που εγκαθίστανται σε κινητά τηλέφωνα (apps).
Πριν από την άσκηση της άρσης απορρήτου, χρήσιμο θα είναι να ελέγχεται στατιστικά η κίνηση των ύποπτων ιστοτόπων ως ισχυρή ένδειξη για την αναγκαιότητα άσκησης της άρσης απορρήτου, δηλ. εάν διαπιστώνεται ότι ο παράνομος ιστότοπος έχει μεγάλη (πλήθος) επισκεψιμότητα από την Ελλάδα, ή ότι οι IP των επισκεπτών εντοπίζονται σε συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο (π.χ. γήπεδο) ή ακόμα και συγκεκριμένο νομικό πρόσωπο (π.χ. κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος).
Για την εξυπηρέτηση της παραπάνω ανάγκης θα μπορούσε να οριστεί ειδικός server (DNS), ο οποίος θα διατηρείται στην αρμόδια υπηρεσία (π.χ. ΑΔΑΕ) και στον οποίο θα ανακατευθύνονται οι ύποπτοι ιστότοποι από τους ISPs (κατόπιν εισαγγελικής εντολής) με σκοπό την καταγραφή της κίνησης τους, καταρχήν σε στατιστικό επίπεδο, και ύστερα για άρση απορρήτου και η πληροφορία αυτή θα παραμένει αποθηκευμένη για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Η Homo Digitalis συντάσσεται με τις παρατηρήσεις της ΑΔΑΕ σχετικά με το παρόν άρθρο όπως αυτές έχουν αναρτηθεί στον ιστότοπο της και στην παρούσα δημόσια διαβούλευση.
Ο ν.2225/1994 προέβαινε σε εξαντλητική απαρίθμηση των εγκλημάτων για τα οποία επιτρέπεται η άρση του απορρήτου. Με το παρόν νομοσχέδιο, η άρση του απορρήτου επιτρέπεται πλέον για όλα τα κακουργήματα, ενώ μόνο αναφορικά με τα πλημμελήματα προβαίνει σε περιοριστική απαρίθμηση.
Κάτι τέτοιο παραβιάζει την πρόβλεψη του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία: “ Tο απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Nόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.”
Το Σύνταγμα ορίζει ρητά πως το απόρρητο είναι ο κανόνας και η άρση του είναι η εξαίρεση. Με το νέο νομοσχέδιο όμως, για περίπου τα μισά, αν όχι για τα περισσότερα, αδικήματα του Ποινικού κώδικα προβλέπεται πλέον η δυνατότητα άρσης του απορρήτου.
Στο άρθρο 6 παρ.1, η φράση δεν έχει ολοκληρωθεί.
Θα ήθελα καταρχήν να συμφωνήσω και εν συνεχεία να υπερθεματίσω στα σχόλια της ΑΔΑΕ και του Νικόλαου. Το αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου μετατρέπεται σε ένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Ειδικά για όσους δεν ανήκουν σε κάποιο κόμμα ή έχουν κάποιου είδους εταιρικής ή συνδικαλιστικής προστασίας.
Η παραβίαση ή άρση του απορρήτου ( ο χαρακτηρισμός εξαρτάται από το αν δίνει αν άδεια ο εισαγγελέας…)είναι μια τιμωρία, μια βίαιη πράξη ούτως ή άλλως. Το γεγονός ότι μπορεί να καταστρέφονται τα στοιχεία δεν προφυλάσσει απαραίτητα το υποκείμενο της παρακολούθησης αλλά ούτε όσους συνομίλησαν μαζί του. Πλήθος ευαίσθητων πληροφοριών πιθανά έχουν διαχυθεί και εν τέλει δε θα μπορεί να έχει γνώση πέρι τίνος πρόκειται , τι διέρρευσε από την προσωπική του ζωή και σε ποιον. Είναι αδιάφθοροι και ανένταχτοι όλοι όσοι έχουν πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες?Μοιάζει η ιδιωτικότητα να καταργείται και με το νόμο.
Το μέλος της Ολομέλειας Δημ. Βέργαδος δήλωσε ότι συμφωνεί, κατ’ αρχήν, με το περιεχόμενο του νομοσχεδίου και διατύπωσε τις ακόλουθες παρατηρήσεις επί επιμέρους άρθρων του νομοσχεδίου (οι παρατηρήσεις αυτές έχουν ήδη υιοθετηθεί και από την πλειοψηφία των μελών της Ολομέλειας της ΑΔΑΕ, έστω και με εν μέρει διαφορετική διατύπωση):
1. Με το άρθρο 6 παρ. 1 προβλέπεται η άρση του απορρήτου για όλα ανεξαιρέτως τα κακουργήματα χωρίς να εξετάζεται ποια εξ αυτών είναι ιδιαιτέρως σοβαρά αδικήματα, όπως προβλέπεται στο Σύνταγμα (άρθρο 19 παρ. 1), η διατύπωση του οποίου (ιδιαιτέρως σοβαρά αδικήματα) επιβάλλει την ειδική κρίση για τη σοβαρότητα του κάθε αδικήματος, όπως άλλωστε συνέβαινε μέχρι σήμερα με τη συγκεκριμένη απαρίθμηση στον νόμο των κακουργημάτων που δικαιολογούν την άρση του απορρήτου.
2. Στο άρθρο 6 παρ. 3 γίνεται αναφορά σε βούλευμα σε βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών ή Πλημμελειοδικών, ενώ η παρ. 5 αναφέρεται σε διάταξη του Συμβουλίου. Προτείνεται να χρησιμοποιηθεί ο ίδιος όρος ή βούλευμα ή διάταξη.
1. Με το άρθρο 6 του νομοσχεδίου εγκαταλείπεται η μέχρι τώρα φιλοσοφία του ν. 2225/1994 που επέβαλε (και ορθά) την απαρίθμηση των βαριών εγκλημάτων για τα οποία προβλέπεται η άρση του απορρήτου (κάτι το οποίο στοιχούσε με την συνταγματική αρχιτεκτονική που θέλει το απόρρητο των επικοινωνιών να είναι απολύτως απαραβίαστο και η «παραβίαση» του για την διακρίβωση αδικημάτων να είναι η εξαίρεση σε ένα κανόνα η διατύπωση του Συντάγματος είναι «ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα»), με βάση ειδική κάθε φορά κρίση περί της ποινικής απαξίας του κάθε συμπεριλαμβανομένου στην απαρίθμηση αδικήματος. Αντίθετα υιοθετείται η ρύθμιση ότι για όλα τα κακουργήματα (του Ποινικού Κώδικα, των ειδικών ποινικών νόμων και του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα) χωρίς εξαίρεση μπορεί να δικαιολογηθεί η άρση του απορρήτου, προστίθεται δε επιπλέον και ένας μεγάλος κατάλογος πλημμελημάτων (πάνω από 50 από μια πρόχειρη καταμέτρηση). Αυτό σημαίνει ότι για περίπου τα μισά, αν όχι τα περισσότερα, αδικήματα του Ποινικού κώδικα προβλέπεται πλέον η δυνατότητα άρσης του απορρήτου. Έτσι όμως η διάταξη παρουσιάζει σοβαρό πρόβλημα ασυμφωνίας με το άρθρο 19 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο του Συντάγματος, διότι μετατρέπει τον κανόνα σε εξαίρεση και την εξαίρεση σε κανόνα. Η διευκόλυνση των διωκτικών αρχών δεν μπορεί να καθίσταται η υπέρτατη επιδίωξη σε μια συνταγματικά ρυθμιζόμενη πολιτεία, έτσι ώστε να λησμονείται ουσιαστικά η συνταγματική επιταγή η άρση του απολύτως απαραβίαστου απορρήτου να γίνεται μόνο για ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα.
2. Μεταξύ των στοιχείων της διάταξης περιλαμβάνεται στο άρθρο 6 παρ. 8 περιπτ ε του νομοσχεδίου και η εδαφική έκταση εφαρμογής της (χωρική άρση) που δεν συνάδει με τον προσωποποιημένο χαρακτήρα της άρσης του απορρήτου κατά συγκεκριμένου προσώπου ή προσώπων (βλ. άρθρο 6 παρ. 4).
3. Παρ. 3. Αναφέρεται σε βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών ή Πλημμελειοδικών, ενώ η παρ. 5 αναφέρεται σε διάταξη του Συμβουλίου. Πρέπει να ενοποιηθεί ο όρος.
4. Παρ. 6. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις την άρση μπορεί να διατάξει ο Εισαγγελέας και ο Ανακριτής, εννοείται από κοινού ή ο καθείς μόνος του; Διότι αμέσως μετά αναφέρεται διαζευκτικά ο Εισαγγελέας ή ο Ανακριτής για να εισαχθεί το ζήτημα στο Συμβούλιο.
5. Παρ. 7. Για τα εγκλήματα των Στρατιωτικών Δικαστηρίων πρέπει να προσδιοριστεί αν υφίστανται ή όχι επείγοντες λόγοι;
6. Παρ. 8. Στο σημείο ζ’ η φράση «εφόσον είναι γνωστή» πρέπει να τεθεί ως «εφόσον είναι γνωστά» ώστε να καταλαμβάνει και το όνομα του προσώπου ή των προσώπων κατά των οποίων στρέφεται το μέτρο της άρσης και η φράση να αναδιατυπωθεί στο σύνολό της ως εξής: «το όνομα του προσώπου ή των προσώπων κατά των οποίων λαμβάνεται το μέτρο της άρσης και τη διεύθυνση διαμονής τους, εφόσον είναι γνωστά, άλλως κάθε διαθέσιμο στοιχείο που καθιστά προσωποποιημένο τον χαρακτήρα της άρσης» (π.χ. αριθμός σύνδεσης)
7. Παρ. 10. Στο τελευταίο εδάφιο της εν λόγω παραγράφου ορίζεται ότι «η ΑΔΑΕ απαντά επί του αιτήματος εντός τριών (3) μηνών, άλλως η αίτηση θεωρείται ότι έχει απορριφθεί».
Η σιωπηρή απόρριψη των αιτημάτων των πολιτών, όταν μάλιστα αυτοί ζητούν να πληροφορηθούν αν έχει αρθεί το απόρρητο των επικοινωνιών τους, που σύμφωνα με τα προλεχθέντα είναι θεμελιώδες και απολύτως απαραβίαστο συνταγματικό τους δικαίωμα, αν και είναι γνωστή ως πρακτική στην έννομη τάξη, δεν είναι ο πλέον ενδεδειγμένος από δικαιοκρατική άποψη τρόπος ενημέρωσής τους, διότι η σιωπηρή απόρριψη στερείται εξ ορισμού αιτιολογίας· και χωρίς αιτιολογία μια διοικητική πράξη δεν μπορεί να προσβληθεί από τον θιγόμενο αποτελεσματικά και σύμφωνα με τις αρχές της οικονομίας της δίκης με ένδικο βοήθημα ενώπιον της Διοικητικής Δικαιοσύνης.
Να προστεθεί περίπτωση ζ) στη παράγραφο 2 ως εξής:
Το άρθρο 132 του ν. 2725/1999, όπως ισχύει, και αφορά στη χειραγώγηση αθλητικών αγώνων
Πιστεύω ότι στα πλημμελήματα πρέπει να προστεθεί και το αρ. 346 παρ. 1 και 2 Π.Κ. «Εκδικητική πορνογραφία»
Χωρίς σαφείς και πειστικούς λόγους, με την προτεινόμενη ρύθμιση διερεύνονται υπέρμετρα οι περιπτώσεις άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών σε περίπτωση διερεύνησης ποινικών αδικημάτων, αφού πλέον θα θεωρείται επιτρεπτή η άρση για όλα τα κακουργήματα του ΠΚ, των ειδικών ποινικών νόμων κλπ αδιακρίτως. Η υπερβολική διεύρνηση του καταλόγου των αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες είναι επιτρεπτή η άρση ανατρέπει τον χαρακτήρα αυτής ως ειδικής ανακριτικής πράξης, μετατρέποντάς την εκ των πραγμάτων σε γενική. Κατά τον τρόπο αυτό, τίθενται βαθύτεροι περιορισμοί στο θεμελιώδες δικαίωμα του άρθρου 19 Σ. Έτσι, όμως, καταστρατηγείται η συνταγματική πρόβλεψη που ορίζει ότι το δικαίωμα σε ελεύθερη και απόρρητη επικοινωνία είναι απαραβίαστο, υποδηλώνοντας ότι η άρση του απορρήτου θα πρέπει να συνιστά εξαίρεση και όχι τον γενικό κανόνα. Με την υπό συζήτηση διάταξη, η άρση του απορρήτου θα καταστεί συνήθης δικονομική πρακτική, αφού πλέον για κάθε κακούργημα του ΠΚ θα είναι δυνατή η άρση. Τα δικαιοκρατικά προβλήματα που θα προκαλέσει η ψήφιση της εν λόγω ρύθμισης καθίστανται εμφανή αν αναλογιστεί κανείς ότι υπό το νέο νομικό καθεστώς θα είναι κατά βάση εφικτή η άρση του απορρήτου για την εξιχνίαση εγκλημάτων που στρέφονται ακόμη και κατά περιουσιακών αγαθών, χωρίς να εμπεριέχουν το στοιχείο της βλάβης της προσωπικής ελευθερίας, όπως η κακουργηματική υπεξαίρεση, η κακουργηματική απιστία, και πολλά άλλα εγκλήματα όπως η παιδοκτονία, διακοπή της κύησης, τα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο του άρθρου 4 Ν 2225/1994 και δεν ήταν αποδεικτικά προσπελάσιμα μέσω μιας τόσο επαχθούς ανακριτικής πράξης. Περαιτέρω, θα προκληθεί ο κίνδυνος οι διωκτικές αρχές να καταφεύγουν σε μια εξόχως επαχθή ανακριτική πράξη, παρά το ότι η φύση των διερευνώμενων εγκλημάτων, ακόμα και κακουργημάτων, δεν θα εμπεριέχει πάντα αποδεικτικές δυσχέρειες. Δεν πρέπει δε να παροράται ότι τα βουλεύματα που διατάσσουν την άρση είναι κατά κανόνα ανεπαρκώς αιτιολογημένα, αφού είθισται να επαναλαμβάνουν και να υιοθετούν τις ενίοτε αυθαίρετες κρίσεις των διενεργούντων την αστυνομική προανάκριση αστυνομικών αρχών. Επίσης, το κριτήριο περί δυσχέρειας ή αδυναμίας διερεύνησης του εκάστοτε εγκλήματος με άλλο τρόπο πλην της άρσης του απορρήτου, στην πράξη σπανίως τηρείται. Κατά συνέπεια, με την επέκταση της δυνατότητας άρσης του απορρήτου σε όλα τα κακουργήματα, ελλοχεύει ο σοβαρός κίνδυνος να εφαρμόζεται το μέτρο της άρσης σε περιπτώσεις που δεν είναι αναγκαίο, κατά παράβαση της αρχής της επικουρικότητας ως έκφανσης της lato sensu αναλογικότητας. Ως εκ τούτου, η υπό κρίση ρύθμιση θα πρέπει να επανεξεταστεί και να προβλεφθεί η δυνατότητα άρσης του απορρήτου για συγκεκριμένα μόνο κακουργήματα, επί τη βάσει καταλόγου που θα περιγράφει τις πράξεις για τις οποίες είναι επιτρεπτή η άρση με περιοριστικό τρόπο.
Έχω την εντύπωση ότι έχετε ξεχάσει να συμπεριλάβετε τα αδικήματα του νόμου για την νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (Ν. 4557/18).