1. Αίτημα για άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας μπορεί να υποβάλλει μόνο η Ε.Υ.Π. ή η Δ.Α.Ε.Ε.Β. είτε με δική τους πρωτοβουλία είτε κατόπιν σχετικού αιτήματος που διαβιβάζεται από δικαστική ή άλλη πολιτική, στρατιωτική ή αστυνομική δημόσια αρχή στην αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται το θέμα εθνικής ασφάλειας που επιβάλλει την άρση.
2. Το αίτημα για άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας υποβάλλεται, κατά περίπτωση, για μεν την Ε.Υ.Π. στον εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3649/2008 (Α΄ 39), για δε τη Δ.Α.Ε.Ε.Β. στον εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 2265/1994 (Α΄ 209). Ο εισαγγελικός λειτουργός κρίνει μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες για την άρση ή όχι του απορρήτου με διάταξή του, στην οποία περιέχονται τα στοιχεία που αναφέρονται στις παρ. 4 και 5 του παρόντος. Αν, κατά την κρίση του, μετά από εισήγηση της αιτούσας αρχής, ειδικές περιστάσεις εθνικής ασφάλειας επιβάλλουν την παράλειψη ή τη συνοπτική παράθεση ορισμένων από τα στοιχεία αυτά, γίνεται ειδική μνεία στη διάταξη. Η εγκριτική διάταξη υποβάλλεται, μαζί με το αίτημα και τα συνοδεύοντα αυτό στοιχεία που ετέθησαν υπόψη του εισαγγελικού λειτουργού, για έγκριση μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες σε αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που ορίζεται με απόφαση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Αμέσως μετά την έγκριση ή την απόρριψη του αιτήματος ο αντεισαγγελέας επιστρέφει το σύνολο των ανωτέρω εγγράφων στον αποστείλαντα αυτά, χωρίς τη δυνατότητα τήρησης αρχείου. Η ισχύς της εισαγγελικής διάταξης αρχίζει από την έγκριση του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
3. Η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας που αφορά πολιτικά πρόσωπα επισπεύδεται μόνο από την Ε.Υ.Π.. Το αίτημα, το οποίο οφείλει να στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία που καθιστούν άμεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας, υποβάλλεται από τον Διοικητή της Ε.Υ.Π., μαζί με τα συνοδεύοντα αυτό στοιχεία, στον Προέδρο της Βουλής, προκειμένου να χορηγήσει σχετική άδεια εντός προθεσμίας είκοσι τεσσάρων (24) ωρών. Αν δεν υπάρχει Βουλή, την άδεια του προηγούμενου εδαφίου χορηγεί ο Πρόεδρος της τελευταίας Βουλής ή, αν αυτός δεν υπάρχει, ο Πρωθυπουργός. Αν το αίτημα αφορά στον Πρόεδρο της Βουλής, ή αν δεν υπάρχει Βουλή στον Πρόεδρο της τελευταίας Βουλής, την άδεια χορηγεί ο Πρωθυπουργός. Μόνο εάν χορηγηθεί η άδεια της παρούσας, μπορεί το αίτημα να υποβληθεί στον εποπτεύοντα την Ε.Υ.Π. εισαγγελικό λειτουργό για τη συνέχιση της διαδικασίας. Στην περίπτωση της παρούσας, ο Πρόεδρος της Βουλής ή ο Πρωθυπουργός, κατά περίπτωση, δεν τηρεί σχετικό αρχείο.
4. Η διάταξη που επιβάλλει την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία:
α) το όργανο που διατάσσει την άρση,
β) τη δημόσια αρχή ή τον εισαγγελέα ή τον ανακριτή που ζητούν την άρση,
γ) τον σκοπό της άρσης,
δ) τα μέσα ανταπόκρισης ή επικοινωνίας στα οποία επιβάλλεται η άρση,
ε) την εδαφική έκταση εφαρμογής και τη χρονική διάρκεια της άρσης και
στ) την ημερομηνία έκδοσης της διάταξης.
5. Διάταξη που απορρίπτει αίτημα άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας περιέχει μόνο:
α) το όργανο που αποφασίζει,
β) τη δημόσια αρχή που είχε ζητήσει την άρση και
γ) την ημερομηνία έκδοσης της διάταξης.
6. Οι διατάξεις που επιβάλλουν την άρση του απορρήτου ή απορρίπτουν το σχετικό αίτημα δύναται να τηρούνται σε ηλεκτρονικά αρχεία από τον αρμόδιο εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 2. Με απόφαση, κατά περίπτωση, του Διοικητή της Ε.Υ.Π. ή του Διευθυντή της Δ.Α.Ε.Ε.Β., οι αποθηκευμένες και σε κατάσταση φυσικού αρχείου διατάξεις περί άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας ψηφιοποιούνται και ενσωματώνονται στο ηλεκτρονικό αρχείο του πρώτου εδαφίου. Στην απόφαση αυτή ορίζονται ο τρόπος και η διαδικασία της ψηφιοποίησης. Μετά την ψηφιοποίηση τα φυσικά αρχεία καταστρέφονται.
7. Μετά την πάροδο τριών (3) ετών από την παύση της ισχύος της εισαγγελικής διάταξης που αφορά άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας και κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος από το καθ’ ου η άρση πρόσωπο, που υποβάλλεται στους εισαγγελικούς λειτουργούς του πρώτου εδαφίου της παρ. 2, γνωστοποιείται η επιβολή του περιοριστικού μέτρου στον θιγόμενο, υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο αυτό διατάχθηκε και μετά από απόφαση τριμελούς οργάνου. Στην περίπτωση διενέργειας της άρσης από την Ε.Υ.Π., το όργανο αποτελείται από τον Διοικητή της, τον εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3649/2008 και τον Πρόεδρο της Α.Δ.Α.Ε.. Στην περίπτωση διενέργειας της άρσης από τη Δ.Α.Ε.Ε.Β., το όργανο αποτελείται από τον Διευθυντή της Δ.Α.Ε.Ε.Β., τον εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 2265/1994 και τον Πρόεδρο της Α.Δ.Α.Ε.. Του οργάνου προεδρεύει ο κατά περίπτωση αρμόδιος εισαγγελικός λειτουργός. Το όργανο αποφασίζει κατά πλειοψηφία, χωρίς καταγραφή της τυχόν μειοψηφίας στην απόφαση και χωρίς τήρηση πρακτικών. Στην περίπτωση που αποφασισθεί η ενημέρωση, το καθ’ ου η άρση πρόσωπο ενημερώνεται μόνο για την επιβολή του περιοριστικού μέτρου και για τη διάρκειά του. Δεν επιτρέπεται η υποβολή νέου αιτήματος πριν την πάροδο ενός (1) έτους από την υποβολή του προηγούμενου.
Σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 4 του Σχεδίου Νόμου, τα καθ’ ου η άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας πρόσωπα δύνανται να αιτηθούν και να λάβουν γνώση σχετικά με την επιβολή του συγκεκριμένου μέτρου.
Παρότι η πρόβλεψη του συγκεκριμένου μέτρου είναι προς την σωστή κατεύθυνση, αναδεικνύονται ορισμένα ζητήματα που μπορούν να βελτιωθούν. Συγκεκριμένα:
• Το χρονικό διάστημα των τριών (3) ετών από την παύση της ισχύος της εισαγγελικής διάταξης που αφορά την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας κρίνεται δυσανάλογο και υπέρμετρα μακρό, ιδίως αν λάβουμε υπόψη τη δυνατότητα παράτασης της άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας χωρίς περιορισμούς (σύμφωνα με το άρθρο 8), που σημαίνει πως η εκκίνηση της άρσης μπορεί να είναι παλαιότερη των τριών (3) ετών.
• Η απόφαση σχετικά με τη γνωστοποίηση λαμβάνεται από όργανο, το οποίο αποφασίζει κατά πλειοψηφία, χωρίς καταγραφή της τυχόν μειοψηφίας και χωρίς τήρηση πρακτικών. Με αυτόν τον τρόπο, περιορίζεται το δικαίωμα του αιτούντος να αμφισβητήσει την συγκεκριμένη απόφαση αρμοδίως.
• Σε περίπτωση που αποφασιστεί η ενημέρωση του αιτούντος, η ενημέρωση αυτή περιορίζεται μόνο στην επιβολή του περιοριστικού μέτρου και στη διάρκειά του. Είναι σαφές πως δεν επαρκεί το συγκεκριμένο περιεχόμενο, ιδίως υπό το πρίσμα των δικαιωμάτων του προσώπου σε δίκαιη δίκη, πρόσβαση σε έννομη προστασία και αποτελεσματική προσφυγή για την προστασία των δικαιωμάτων του. Άλλωστε, σε αυτό συνηγορεί η συντριπτική νομολογία του ΕΔΔΑ.
Προτείνεται η αντικατάσταση του συγκεκριμένου άρθρου, με την κατάργηση του άρθρου 86 του ν. 4790/2021.
Σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 4 του Σχεδίου Νόμου, τα καθ’ ου η άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας πρόσωπα δύνανται να αιτηθούν και να λάβουν γνώση σχετικά με την επιβολή του συγκεκριμένου μέτρου.
Παρότι η πρόβλεψη του συγκεκριμένου μέτρου είναι προς την σωστή κατεύθυνση, αναδεικνύονται ορισμένα ζητήματα που μπορούν να βελτιωθούν. Συγκεκριμένα:
• Το χρονικό διάστημα των τριών (3) ετών από την παύση της ισχύος της εισαγγελικής διάταξης που αφορά την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας κρίνεται δυσανάλογο και υπέρμετρα μακρό, ιδίως αν λάβουμε υπόψη τη δυνατότητα παράτασης της άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας χωρίς περιορισμούς (σύμφωνα με το άρθρο 8), που σημαίνει πως η εκκίνηση της άρσης μπορεί να είναι παλαιότερη των τριών (3) ετών.
• Η απόφαση σχετικά με τη γνωστοποίηση λαμβάνεται από όργανο, το οποίο αποφασίζει κατά πλειοψηφία, χωρίς καταγραφή της τυχόν μειοψηφίας και χωρίς τήρηση πρακτικών. Με αυτόν τον τρόπο, περιορίζεται το δικαίωμα του αιτούντος να αμφισβητήσει την συγκεκριμένη απόφαση αρμοδίως.
• Σε περίπτωση που αποφασιστεί η ενημέρωση του αιτούντος, η ενημέρωση αυτή περιορίζεται μόνο στην επιβολή του περιοριστικού μέτρου και στη διάρκειά του. Είναι σαφές πως δεν επαρκεί το συγκεκριμένο περιεχόμενο, ιδίως υπό το πρίσμα των δικαιωμάτων του προσώπου σε δίκαιη δίκη, πρόσβαση σε έννομη προστασία και αποτελεσματική προσφυγή για την προστασία των δικαιωμάτων του. Άλλωστε, σε αυτό συνηγορεί η συντριπτική νομολογία του ΕΔΔΑ.
Προτείνεται η αντικατάσταση του συγκεκριμένου άρθρου, με την κατάργηση του άρθρου 86 του ν. 4790/2021.
Η Homo Digitalis συντάσσεται με τις παρατηρήσεις της ΑΔΑΕ σχετικά με το παρόν άρθρο όπως αυτές έχουν αναρτηθεί στον ιστότοπο της και στην παρούσα δημόσια διαβούλευση.
Αναφορικά με την παράγραφο 4: Η διάταξη που επιβάλλει την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας- σε αντίθεση με ο,τι συμβαίνει στην άρση του απορρήτου για διακρίβωση σοβαρών εγκλημάτων- δεν επιβάλλεται ούτε με τη νέα διάταξη, να εμπεριέχει την αιτιολογία λήψης του μέτρου. Η αιτιολόγηση όλων των αποφάσεων των κρατικών οργάνων είναι απαραίτητη σε ένα κράτος δικαίου, προκειμένου να μπορεί να ελεγχθεί η τήρηση της αρχής της νομιμότητας. Επιπλέον, δεν αναφέρεται ως αναγκαίο στοιχείο ούτε το όνομα του θιγόμενου, σε αντίθεση με όσα έχει κρίνει το ΕΔΔΑ, επιτρέποντας σιωπηρά με αυτό τον τρόπο τις μαζικές παρακολουθήσεις υποκειμένων.
Αναφορικά με την παράγραφο 7 εντοπίζονται ιδιαίτερα προβληματικές ρυθμίσεις για δύο λόγους:
Α) Αναφορικά με το χρονικό διάστημα που προτείνεται, τα 3 έτη που απαιτείται να παρέλθουν προκειμένου ο θιγόμενος να μπορέσει να ενημερωθει για την λήψη εις βάρος του του μέτρου της παρακολούθησης, είναι υπερβολικά και δεν υφίσταται ουσιαστικός λόγος να προβλέπονται. Το υποκείμενο θα πρέπει να μπορεί να ενημερωθεί από τη στιγμή που δεν διακυβεύεται ο σκοπός εθνικής ασφάλειας για τον οποίο είχε τεθεί υπό παρακολούθηση σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ (βλέπετε πχ υπόθεσεις Weber and Saravia v. Germany, Ekimdzhiev v. Bulgaria, Kennedy v. the United Kingdom, Uzun v. Germany, και Roman Zakharov v. Russia).Επίσης, στην παράγραφο αυτή προβλέπεται η δυνατότητα ενημέρωσης του υποκειμένου «μόνο για την επιβολή του περιοριστικού μέτρου και για τη διάρκειά του». Η περιοριστική αυτή πρόβλεψη εξακολουθεί να παραβιάζει τα όσα επανειλημμένα έχει κρίνει το ΕΔΔΑ σχετικά με το εν λόγω ζήτημα αλλά και το δικαίωμα του προσώπου σε δίκαιη δίκη, πρόσβαση σε έννομη προστασία και το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής. Η δυνατότητα γνωστοποίησης θα πρέπει να παρέχεται ώστε το υποκείμενο να μπορεί εν συνεχεία να προσφύγει στα δικαστήρια και να αμφισβητήσει τη νομιμότητα του μέτρου. Όταν όμως το υποκείμενο δεν ενημερώνεται για την αιτιολογία και τον σκοπό της παρακολούθησης του, είναι ολοφάνερο πως δεν μπορεί εν τοις πράγμασι να προβάλλει επιχειρήματα κατά της παρακολούθησης του με αποτέλεσμα να παραβιάζονται τα Άρθρα 8 και 13 της ΕΣΔΑ και τα Άρθρα 5Α, 19, και 20 του Συντάγματος της Ελλάδας.Η Homo Digitalis κρίνει οτι το μόνο που απαιτείται είναι η κατάργηση του άρθρου 87 του ν. 4790/2021, χωρίς τη θέση περαιτέρω προϋποθέσεων και περιορισμών.
Β) Αναφορικά με το τριμελές όργανο που λαμβάνει την εν λόγω απόφαση εντοπίζονται επίσης πολύ σημαντικές προκλήσεις. Το εν λόγω όργανο αποτελείται από δύο άτομα που σχετίζονται άμεσα με την ΕΥΠ, τον διοικητή της ΕΥΠ και τον αρμόδιο εισαγγελέα της ΕΥΠ, οι οποίοι ήταν και αυτοί που επέβαλαν αρχικά την παρακολούθηση, και το τρίτο μέλος είναι ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ. Επομένως, την πλειοψηφία του οργάνου την έχουν τα άτομα που έδωσαν την έγκρισή τους για την παρακολούθηση του υποκειμένου και ο Συνταγματικά κατοχυρωμένος εποπτικός ρόλος της ΑΔΑΕ κατακρημνίζεται με τον Πρόεδρό της ΑΔΑΕ να αποτελεί παρατηρητή στην ουσία της όλης διαδικασίας σχετικά με τη λήψη απόφασης ενημέρωσης του υποκειμένου, καθώς αποτελεί την μειοψηφία. Όπως αναφέρουμε και ανωτέρω, η Homo Digitalis κρίνει ότι το μόνο που απαιτείται είναι η επαναφορά του νομοθετικού πλαισίου που ίσχυε πριν τις αλλαγές που επέφερε το Άρθρο 87 του ν. 4790/2021, με τον θεσμικό και Συνταγματικά κατοχυρωμένο εποπτικό ρόλο της ΑΔΑΕ να προστατεύεται.
Η αδυναμία γνωστοποίησης του θιγόμενου προσώπου προ της παρόδου τριετίας οδηγεί σε λειτουργική εξουδετέρωση των συνταγματικών του δικαιωμάτων. Πέρα από την ανάπτυξη των θέσεων που έχουν γίνει από διακεκριμένους επιστήμονες και την ΑΔΑΕ, η συγκεκριμένη ρύθμιση φαίνεται να μην είναι σύμφωνη με τα κριτήρια ελέγχου του κράτους δικαίου, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη Δημοκρατία μέσω του Δικαίου (Επιτροπή Βενετίας) που λειτουργεί υπό το Συμβούλιο της Ευρώπης. Βλ. σχετικά την μετάφρασή των εν λόγω κριτηρίων της Επιτροπής Βενετίας στην έκδοση του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων (Φθινόπωρο 2022) με τίτλο «Το Κράτος Δικαίου. Κριτήρια Ελέγχου» που εκδόθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης και ειδικότερα την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη Δημοκρατία μέσω του Δικαίου (Επιτροπή Βενετίας) ενώ υιοθετήθηκε στην 106η Σύνοδο της Ολομέλειάς της στις 11-12/3/2016, Η έκδοση προλογίζεται από τον Πρόεδρο της Βουλής κ. Απόστολο Τασούλα και είναι προσπελάσιμη διαδικτυακά στον ιστότοπο: https://foundation.parliament.gr/flipbook/192?fbclid=IwAR0OUID80UEl1dvIJWWXrKYksfmsGG5s2oUypiIQjxTKjMNPmtGeSUXZyEM .
Στη σελ. 105 της ως άνω έκδοσης τίθεται το εξής ερώτημα ελέγχου για κάθε κράτος μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης: «υπάρχουν αποτελεσματικά ένδικα μέσα για φερόμενες παραβιάσεις ατομικών δικαιωμάτων λόγω στρατηγικής παρακολούθησης;». Με βάση το τόσο μακρινό χρονικό διάστημα που δίδεται για την δυνατότητα πληροφόρησης, και πέρα από τις απολύτως εύλογες ενστάσεις επί του διαδικαστικού σκέλους και σχετικά με την αρμοδιότητα του αποφασίζοντος οργάνου κλπ., είναι φανερό ότι ο όποιος δικαστικός/διοικητικός έλεγχος παρακολούθησης προσώπων για λόγους ασφαλείας, όπως διαγράφεται κατά την διάταξη του άρ. 4 του ΣχΝ, θα είναι εκ των πραγμάτων αναποτελεσματικός. Άλλωστε η αναποτελεσματικότητα του διοικητικού/δικαστικού ελέγχου προκύπτει από το ότι κατά τις προβλέψεις της παρ. 3 του άρ. 5 του ΣχΝ «το σύνολο του πληροφοριακού υλικού που εξάγεται για τις ανάγκες της Υπηρεσίας από το σύστημα επισυνδέσεων σε έγχαρτη μορφή ή αποτυπωμένο σε υλικούς φορείς καταστρέφεται εντός έξι (6) μηνών από τη λήξη της ισχύος της εισαγγελικής διάταξης που διέταξε την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και συντάσσεται έκθεση για την καταστροφή».
Επίσης ζητήματα μπορούν να τεθούν με την εμπλοκή του Προέδρου της Βουλής στην διαδικασία άρσης του απορρήτου που αφορά πολιτικά πρόσωπα. Και αυτό γιατί παρά το πολιτειακό αξίωμα του Προέδρου της Βουλής, ο τελευταίος είναι και βουλευτής. Επομένως είναι πιθανό να τεθεί σε δοκιμασία το κύρος του θεσμού, εφόσον θα πρέπει ένα πολιτικό πρόσωπο να πάρει αποφάσεις που θα έχουν ως αποτέλεσμα την παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων ομολόγων του.
Τρία μέλη της Ολομέλειας της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ο Πρόεδρος Χρήστος Ράμμος και τα μέλη Στέφανος Γκρίτζαλης και Αικατερίνη Παπανικολάου) υποστήριξαν την άποψη ότι η απόφαση για την χορήγηση της άδειας προκειμένου να εκδοθεί διάταξη άρσης του απορρήτου πολιτικού προσώπου για λόγους εθνικής ασφάλειας (άρθρο 4 παρ. 3 του νομοσχεδίου) πρέπει να λαμβάνεται όχι από μονοπρόσωπο όργανο, αλλά από όργανο ευρύτερης κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, του Προέδρου της Βουλής μετέχοντος. Ειδικότερα, δε το μέλος Σ. Γκρίτζαλης πρότεινε περαιτέρω, ως προς τη σύνθεση του υπό συζήτηση οργάνου, την συμμετοχή του Προέδρου της Βουλής και των προερχόμενων από όλα τα κόμματα, πλην της κυβέρνησης, Αντιπροέδρων. Σε περίπτωση δε ισοψηφίας, να υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου.
1. Με το άρθρο αυτό διατηρείται το παλιό σύστημα της έκδοσης της εισαγγελικής διάταξης για άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας κατά βάση στον εισαγγελέα της ΕΥΠ και της ΔΑΕΕΒ.
Ωστόσο, το σύστημα αυτό πάσχει, σε ότι αφορά τις εγγυήσεις διαφάνειας και αποτελεσματικής προάσπισης του δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών. Και τούτο διότι το Σύνταγμα ανέθεσε, με το άρθρο 19 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο, την έκδοση των αποφάσεων (διατάξεων) άρσης του απορρήτου σε δικαστική αρχή (και όχι απαραίτητα σε εισαγγελικό λειτουργό) για λόγους μειζόνων εγγυήσεων και όχι για κάποιο ειδικό δογματικό από νομικής απόψεως λόγο. Και τούτο διότι ο συντακτικός νομοθέτης θεωρεί τους δικαστικούς λειτουργούς εγγυητές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών. Το έργο αυτό θα μπορούσε να είχε ανατεθεί εξ ολοκλήρου και σε ανεξάρτητη αρχή, όπως συμβαίνει σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες. Ειδικά δε η άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας δεν συνιστά καν δικαιοδοτικό έργο. Είναι μια διοικητική ενέργεια με βάση το λειτουργικό κριτήριο κατατάξεως των κρατικών πράξεων (αποφάσεων).
Mε τα δεδομένα αυτά, η από τον κοινό νόμο ανάθεση της αρμοδιότητας έκδοσης των διατάξεων άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας –που είναι η περίπτωση την οποία αφορά το άρθρο 4 του νομοσχεδίου, το οποίο σχολιάζεται στο σημείο αυτό– σε εισαγγελικό λειτουργό και συγκεκριμένα σε εισαγγελέα εφετών, αποσπασμένο από τον φυσικό του χώρο (που είναι το δικαστήριο στην οργανική δύναμη του οποίου ανήκει), λειτουργούντα δε στο περιβάλλον της ΕΥΠ και της ΔΑΕΕΒ και μάλιστα σε μακροχρόνια βάση έχει ως συνέπεια μια μορφή ενσωμάτωσης του στο περιβάλλον και τη νοοτροπία που κυριαρχούν στις υπηρεσίες αυτές. Επομένως, ρύθμιση αυτή, χωρίς να είναι ευθέως αντισυνταγματική, απομακρύνεται πάντως με την νομοθετική αυτή επιλογή από την πιο πάνω στόχευση του συνταγματικού νομοθέτη.
Πρέπει, για τον λόγο αυτό, να επανέλθει το σύστημα το ισχύσαν προ του νόμου 3649/2008 και να ανατεθεί η αρμοδιότητα της έκδοσης των διατάξεων, περί των οποίων το άρθρο 4 του σχολιαζομένου νομοσχεδίου, σε δικαστικό λειτουργό, ο οποίος παραμένει στην έδρα του.
Περαιτέρω, για λόγους μεγαλύτερων εγγυήσεων πρέπει η αρμοδιότητα αυτή να ανατεθεί σε τριμελές δικαστικό συμβούλιο (όχι απαραίτητα εισαγγελικών λειτουργών) και να παύσει να ασκείται από ένα μονοπρόσωπο εισαγγελικό όργανο. Και τούτο, διότι είναι πασίδηλο ότι τα συλλογικά όργανα διαλέγονται μεταξύ τους· με τον δε διάλογο και την βάσανο των επιχειρημάτων δίδονται πάντα καλύτερες λύσεις και λαμβάνονται πιο ώριμες και ορθές αποφάσεις. Και αυτό είναι το ζητούμενο του συνταγματικού νομοθέτη για την περίπτωση, δηλαδή η προάσπιση του ατομικού δικαιώματος με βάση μια ορθή στάθμιση μεταξύ αφενός της ανάγκης προστασίας του δημοσίου συμφέροντος (εθνική ασφάλεια) και της προστασίας του θεμελιώδους δικαιώματος του απορρήτου των επικοινωνιών αφετέρου, μέσω της ορθής εφαρμογής της κατοχυρωμένης συνταγματικά αρχής της αναλογικότητας.
Το αντεπιχείρημα που είναι δυνατό να προβληθεί, στο σημείο αυτό, ότι το μονοπρόσωπο όργανο ενεργεί με μεγαλύτερη ταχύτητα, η οποία είναι προτιμητέα στην αντιμετώπιση των κινδύνων που μπορούν να απειλήσουν την εθνική ασφάλεια της χώρας, δεν είναι πειστικό. Και τούτο, διότι μπορεί ο νομοθέτης να θέσει σύντομες αποκλειστικές προθεσμίες εντός των οποίων τα δικαστικά αυτά συμβούλια οφείλουν να αποφαίνονται, όπως ακριβώς συμβαίνει στις περιπτώσεις της άρσεως του απορρήτου για λόγους διακρίβωσης εγκλημάτων (άρθρο 6 §3 του σχολιαζόμενου νομοσχεδίου), χωρίς να δημιουργείται κανένα πρόβλημα.
Τέλος, το γεγονός ότι με το νομοσχέδιο προτείνεται, ως βελτιωτική ρύθμιση, η υποβολή της εκδοθείσης από τον, εντός της ΕΥΠ ή της ΔΑΕΕΒ εδρεύοντα, εισαγγελέα εφετών διάταξης στον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου δεν θεραπεύει τις αδυναμίες του συστήματος, το οποίο εξακολουθεί να στηρίζεται κατά βάση στην μονοπρόσωπη αρμοδιότητα έκδοσης της πράξης με επόμενο απλώς στάδιο την έγκριση της απόφασης του μονοπρόσωπου οργάνου. Και τούτο, διότι είναι άλλο να κοινοποιείται σε ένα κρατικό λειτουργό μια ήδη διαμορφωμένη απόφαση, η οποία τον θέτει ουσιαστικά προ τετελεσμένου γεγονότος και δεν του μένει άλλη επιλογή από το να την εγκρίνει ή όχι, και άλλο να συνδιαμορφώνεται εξ αρχής μια κοινή απόφαση στο πλαίσιο ενός συλλογικού οργάνου.
2.Το προτεινόμενο νομοσχέδιο εξακολουθεί να μην συμπεριλαμβάνει στα στοιχεία, που περιέχονται στις διατάξεις περί άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, την αιτιολογία λήψεως του μέτρου και το ονοματεπώνυμο του παρακολουθούμενου (βλ. άρθρο 4 §4), σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα στις περιπτώσεις άρσης του απορρήτου για λόγους διακρίβωσης βαριών εγκλημάτων (βλ. άρθρο 6 παρ.8). Όμως, η αιτιολόγηση όλων των αποφάσεων των κρατικών οργάνων, ειδικότερα δε των δυσμενών για τους διοικουμένους, αποτελεί εγγενές στοιχείο των αρχών του κράτους δικαίου και του πολιτεύματος ης φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ευρωπαϊκού τύπου, το οποίο ισχύει στην χώρα μας. Μέσω της αιτιολογίας μπορεί να ελεγχθεί το κάθε κρατικό όργανο (είτε διοικητικό είτε δικαστικό) εάν ενήργησε μέσα στο πλαίσιο του νόμου, εάν υπερέβη ή όχι τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, εάν ενήργησε αυθαιρέτως ή όχι, εάν προέβη σε κατάχρηση εξουσίας και, τέλος, εάν προέβη σε νόμιμες σταθμίσεις με βάση την προαναφερθείσα αρχή της αναλογικότητας. Επιπλέον μόνο μέσω του ελέγχου της αιτιολογίας μπορεί, εξ άλλου, να επιτευχθεί η λογοδοσία του κάθε κρατικού οργάνου, που αποτελεί γενική αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Τούτο, τέλος, καθίσταται επιτακτικότερο από το γεγονός ότι στο άρθρο 3 περίπτ α του νομοσχεδίου δίδεται ένας ευρύτατος ορισμός της έννοιας της «εθνικής ασφάλειας», με κινδύνους καταχρήσεων.
Το επιχείρημα ότι η παράθεση αιτιολογίας δεν προσήκει στα θέματα της προστασίας της εθνικής ασφάλειας δεν ευσταθεί. Και τούτο, διότι η αιτιολογία αυτή δεν κοινοποιείται ούτως ή άλλως στον ενδιαφερόμενο, κατά την διάρκεια της παρακολούθησης και μέχρι αυτή να λήξει και ακολούθως μέχρι να αποφασιστεί, κατόπιν αιτήσεως του θιγέντος ότι μπορεί αυτός να ενημερωθεί, επειδή έχει διαπιστωθεί ότι με την ενημέρωση αυτή δεν θα διακυβευθεί ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών του (βλ κατωτέρω υπό 4). Ο έλεγχος της αιτιολογίας της άρσης του απορρήτου και μέσω αυτής της νομιμότητας της οικείας διάταξης μπορεί να θεσπιστεί ότι θα μπορεί να γίνεται ανά πάσα στιγμή , είτε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (ιεραρχικό και πειθαρχικό προϊστάμενο των εισαγγελικών λειτουργών) είτε από την ΑΔΑΕ στο πλαίσιο του ελέγχου που κάνει βάσει του άρθρου 6 παρ. 1 περιπτ ε και στ του ν. 3115/2003. Και τούτο είτε αυτεπαγγέλτως (δειγματοληπτικά) είτε στο πλαίσιο καταγγελίας.
Σε ό,τι αφορά το δογματικό ζήτημα αν η ΑΔΑΕ μπορεί θεμιτά από απόψεως συνταγματικής τάξεως να ελέγξει τη νομιμότητα ενεργειών δικαστικού λειτουργού παρατηρητέα τα εξής: Το άρθρο 19 παρ. 2 του Συντάγματος, το οποίο, δεν πρέπει να λησμονείται ότι αποτελεί ειδική διάταξη σε σχέση με το άρθρο 26 (διάκριση των εξουσιών), με συνέπεια να αποτελεί την μόνη εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη, έχει επιλέξει ως εγγυητή της διασφάλισης του απορρήτου την ΑΔΑΕ · και μάλιστα και ως προς τα δύο εδάφια της παρ.1 του αυτού άρθρου, ήτοι όχι μόνο ως προς την πρωταρχική και γενική προστασία του δικαιώματος (εδάφιο πρώτο), αλλά και κατά το μέρος που αφορά την διαδικασία της άρση του απορρήτου από την δικαστική αρχή (εδάφιο δεύτερο). Εν ολίγοις η ΑΔΑΕ έχει επιλεγεί από τον συνταγματικό νομοθέτη ως αντίβαρο εξουσίας –βάσει της αρχής των checks and balances, ως γενικού ερμηνευτικού κανόνα, ο οποίος επιβάλλει καμία αρμοδιότητα σε μια δικαιοκρατούμενη φιλελεύθερη δημοκρατία να ασκείται ανέλεγκτα και ο οποίος αργεί μόνο ενώπιον ρητής περί του αντιθέτου συνταγματικής διατάξεως– στην δικαστική αρχή, στην οποία έχει αναθέσει, για τους λόγους που εξετέθησαν ήδη, το έργο της εκδόσεως των διατάξεων άρσης του απορρήτου.
Θα πρέπει, συμπερασματικά, να προβλεφθεί ότι, μεταξύ των στοιχείων που περιλαμβάνονται στο σώμα των διατάξεων περί άρσεως του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, θα είναι και η αιτιολογία της λήψεως του μέτρου, χωρίς την συμπερίληψη στην αναφορά αυτή στοιχείων άκρως απορρήτων, όπως θα ήταν αυτά που αφορούν την εθνική άμυνα ή τις διεθνείς σχέσεις της χώρας η αναφορά αυτή δεν είναι ενδεικτική είναι αποκλειστική προς αποφυγή καταχρήσεων. Τέλος, θα μπορούσε να προβλεφθεί ότι το στοιχείο της αιτιολογίας περιλαμβάνεται μόνο στην διάταξη που κοινοποιείται στην ΑΔΑΕ, όχι δε και στην διάταξη που κοινοποιείται στους παρόχους. Και βεβαίως δεν χρειάζεται να υπομνησθεί το αυτονόητο, ότι δηλαδή και οι υπηρετούντες στην ΑΔΑΕ δεσμεύονται με την σειρά τους από την τήρηση των απορρήτων πληροφοριών, οι οποίες περιέρχονται στη γνώση τους.
3. Η απαγόρευση τήρησης αρχείου από τον Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου (προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του νομοσχεδίου) θέτει ζητήματα διαφάνειας της διαδικασίας άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας και αδυναμίας πραγματοποίησης λυσιτελούς και αποτελεσματικού ελέγχου από την ΑΔΑΕ επί διαταχθείσης άρσεως απορρήτου, όπως επιτάσσει αφενός μεν το άρθρο 19 παρ. 2 του Συντάγματος αφετέρου δε οι διατάξεις των περιπτώσεων ε και στ της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 3115/2003 (έλεγχος των όρων και της διαδικασίας της άρσης του απορρήτου, στις περιπτώσεις υποβολής σχετικής καταγγελίας) (Βλ. και επιχειρηματολογία ανωτέρω υπό 2).
4. Στο άρθρο 4 παρ. 7 καθορίζεται η διαδικασία της εκ των υστέρων ενημέρωσης του θιγέντος της κατά το παρελθόν τυχόν επισυμβάσης άρσεως του απορρήτου των επικοινωνιών του για λόγους εθνικής ασφάλειας. Η αρμοδιότητα αυτή αφαιρείται τελείως από την ΑΔΑΕ για πρώτη φορά ύστερα από 18 χρόνια και ανατίθεται σε τριμελές όργανο το οποίο αποτελείται α) από τον Διοικητή της ΕΥΠ ή της ΔΑΕΕΒ (ανάλογα με το αν η διάταξη είχε εκδοθεί από τον εισαγγελέα της ΕΥΠ ή της ΔΑΕΕΒ), β)τον εισαγγελέα της ΕΥΠ ή της ΔΑΕΕΒ (ανάλογα με το ποιος είχε εκδώσει την διάταξη) και τον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ. Ομοίως η αίτηση δεν υποβάλλεται στην ΑΔΑΕ, αλλά στον εισαγγελέα της ΕΥΠ ή της ΔΑΕΕΒ.
Παρατηρείται, εν πρώτοις, ότι στο όργανο αυτό παρουσιάζεται το παράδοξο να συμμετέχουν, σύμφωνα με την διάταξη αυτή, ταυτόχρονα και ισότιμα ο κατά το άρθρο 6 παρ. 1 περιπτ. α του ν. 3115/2003 ελέγχων (Πρόεδρος της ΑΔΑΕ) και ο κατά την τελευταία αυτή διάταξη ελεγχόμενος (Διοικητής της ΕΥΠ και Διευθυντής της ΔΑΕΕΒ.
4α) Η βασική παρατήρηση που πρέπει να γίνει εν προκειμένω είναι ότι η ρύθμιση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή, διότι με βάση το άρθρο 19 παρ. 2 του Συντάγματος τελικός εγγυητής της τήρησης της νομιμότητας της όλης διαδικασίας άρσης του απορρήτου είναι η ΑΔΑΕ και όχι η δικαστική αρχή, στην οποία ανατίθεται η στάθμιση περί του αν μπορεί ή όχι να αρθεί το απόρρητο ενός προσώπου (Βλ. και επιχειρηματολογία ανωτέρω υπό 2).
Σύμφωνα, εξ άλλου, με νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΕΔΔΑ) [πρβλ. α) Klass και λοιποί κατά Γερμανίας, απόφαση της 6.9.1978, παράγραφος 58, β)Weber και Saravia κατά Γερμανίας, υπόθεση υπ’ αριθ. 54934/00) παράγραφος 136, και γ) Roman Zakharov κατά Ρωσίας, απόφαση της 4.12.2015, παράγραφος 288] μια από τις προϋποθέσεις για να κριθεί ότι το κανονιστικό καθεστώς των άρσεων απορρήτου μας χώρας είναι συμβατό με το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΕΣΔΑ)– το εν λόγω άρθρο 8 αναφέρεται στην προστασία του ιδιωτικού βίου– είναι, κατά το εν λόγω Δικαστήριο, και το να προβλέπεται στην οικεία νομοθεσία ότι, μετά την λήξη της παρακολούθησης και υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται πλέον ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε η λήψη του μέτρου, μπορεί να ενημερωθεί ο θιγείς από ανεξάρτητη αρχή με εχέγγυα ανεξαρτησίας, ότι ελήφθη εις βάρος του ένα τέτοιο μέτρο. Εν προκειμένω το τριμελές συλλογικό όργανο, στο οποίο χορηγείται με το νομοσχέδιο η αρμοδιότητα της γνωστοποίησης αυτής στις περιπτώσεις που η άρση είχε λάβει χώρα για λόγους εθνικής ασφάλειας, στερείται των εχεγγύων ανεξαρτησίας που επιβάλλεται να έχει μια ανεξάρτητη αρχή. Και τούτο, λόγω της συμμετοχής σε αυτό του Διοικητή της ΕΥΠ (ή κατά περίπτωση του Διευθυντή της ΔΑΕΕΒ), ενός οργάνου δηλαδή που δεν έχει καμία ανεξαρτησία απέναντι στην εκάστοτε κυβέρνηση και το οποίο, περαιτέρω, συμμετέχοντας στην έκδοση της απόφασης περί γνωστοποίησης, καλείται να κρίνει τις συνέπειες των ιδίων αυτού πράξεων ή, σε κάθε περίπτωση, τις συνέπειες των πράξεων του προκατόχου του, ή κάποιου προκατόχου του. Τούτο δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτό στο πλαίσιο μιας διαδικασίας, που σκοπό έχει την προστασία ενός δικαιώματος. Η προστασία πρέπει εν προκειμένω να χορηγηθεί έναντι της ΕΥΠ και, επομένως, είναι πασιφανές ότι δεν μπορεί να ανατεθεί σε όργανο της. Δεν μεταβάλλει δε σε τίποτε την διαπίστωση αυτή, το γεγονός ότι ο Διοικητής είναι ένα μόνο από τα τρία μέλη του εν λόγω οργάνου. Εξ άλλου, το αυτό πρόβλημα ανακύπτει και με τον εισαγγελέα (της ΕΥΠ ή της ΔΑΕΕΒ), που είναι κατά το νομοσχέδιο το δεύτερο μέλος του τριμελούς αυτού οργάνου (του οποίου προβλέπεται μάλιστα και ότι προεδρεύει) ·εισαγγελέα δηλαδή, ο οποίος είναι εγκατεστημένος στην υπηρεσία, όργανα της οποίας του εισηγήθηκαν την έκδοση της διάταξης (Πρβλ. ανωτέρω υπό 1). Και το μέλος αυτό καλείται να αποφασίσει επί των συνεπειών πράξεως του ή πράξεως του προκατόχου του ή κάποιου προκατόχου του. Επομένως, η αρμοδιότητα αυτή πρέπει να επιστρέψει στην ΑΔΑΕ, όπως, εξ άλλου, παγίως προβλέπονταν από της ιδρύσεως της το 2003 μέχρι την κατάργηση του δικαιώματος ενημέρωσης του θιγέντος, όταν η άρση του απορρήτου του είχε γίνει για λόγους εθνικής ασφάλειας· κατάργηση που έγινε με την διάταξη της παρ.1 άρθρου 87 Ν.4790/2021,ΦΕΚ Α 48/31.3.2021.
4β)Περαιτέρω, η μη τεκμηριούμενη απαγόρευση αποτύπωσης της τυχόν μειοψηφίας και της τήρησης πρακτικών καθιστά προβληματική την συμμετοχή του κάθε μέλους που για λόγους συνειδησιακούς θα ήθελε να μειοψηφήσει και να αποτυπωθεί η αποκλίνουσα γνώμη του για ένα τόσο σοβαρό θέμα σε ένα πρακτικό. Σε κάθε δε περίπτωση είναι δύσκολα συμβατό με το άρθρο 101Α παρ. 2 του Συντάγματος και ειδικότερα με την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία που απολαμβάνει ένα μέλος συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής (άρα και ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ), επιλεγέν από άμεσο συνταγματικό όργανο (την Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής) το να υποχρεούται το μέλος αυτό, το οποίο δεν είναι ένας απλός διοικητικός υπάλληλος, να συμμετέχει σε ένα διοικητικό όργανο (η συμμετοχή του εισαγγελικού λειτουργού δεν το καθιστά δικαστικό), στο οποίο δεν θα έχει καμία αξία και καμία αποτύπωση η τυχόν μειοψηφήσασα γνώμη του, η δε παρουσία του θα προσφέρει απλή νομιμοποίηση της όποιας απόφασης έχουν λάβει τα δύο άλλα μέλη.
4γ) Το χρονικό διάστημα των τριών ετών μετά την λήξη της άρσης του απορρήτου για να επιτραπεί η υποβολή αίτησης, που προβλέπεται στην αυτή παράγραφο και άρθρο (άρθρο 4§7) του νομοσχεδίου είναι υπερβολικά μακρύ και άνευ αποχρώντος λόγου μεγάλο. Δεν υπάρχει, πράγματι, αποχρών λόγος στην περίπτωση που έχει διαπιστωθεί ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός, για τον οποίο διατάχθηκε η άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, να μην γνωστοποιείται άμεσα η λήψη του μέτρου στον θιγέντα.
4δ) Στην ίδια διάταξη του νομοσχεδίου προβλέπεται ότι στην ενημέρωση του θιγέντος γίνεται αναφορά μόνο της επιβολή του περιοριστικού μέτρου και της διάρκειάς του και όχι των λόγων, για τους οποίους είχε ληφθεί το μέτρο. Έτσι, όμως, η ενημέρωση του θιγέντος δεν εκπληρώνει τον σκοπό για τον οποίο, σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομολογία του ΕΔΔΑ (βλ. ανωτέρω υπό 4α), πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα να γίνεται αυτή η εκ των υστέρων κοινοποίηση. Και ο σκοπός αυτός δεν είναι άλλος από τη χορήγηση στον θιγέντα της δυνατότητας άσκησης ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, προκειμένου να υπερασπισθεί τα δικαιώματα και έννομα συμφέροντα του απέναντι σε κάθε τυχόν μη σύννομη, ή καταχρηστική και δυσανάλογη εις βάρος του χρήση του μέτρου· χρήση που ισοδυναμεί με παραβίαση του δικαιώματος του σε προστασία του ιδιωτικού του βίου. Χωρίς δε γνώση της αιτιολογίας δεν μπορεί ο θιγείς να ασκήσει αποτελεσματικά το δικαίωμα του σε δικαστική προστασία, που κατοχυρώνεται από το άρθρο 20§1 του Συντάγματος.
4ε) Τέλος, πρέπει να προσδιοριστεί αν η διάταξη του άρθρου 4§7 καταλαμβάνει και τις ήδη εκκρεμείς ενώπιον της ΑΔΑΕ αιτήσεις πολιτών, που ζητούν να πληροφορηθούν αν έχει αρθεί κατά το παρελθόν το απόρρητο των επικοινωνιών τους.
Όταν λέμε εθνική ασφάλεια, να μιλάμε μόνο για εθνική ασφάλεια. Καμία άρση απορρήτου χωρίς σοβαρότατες ενδείξεις και μόνο για εθνική ασφάλεια και για διαλεύκανση σοβαρών εγκλημάτων. Όχι ο καθείς να μπορεί να βρίσκει σε ποιόν ανήκει ένα τηλέφωνο, ανεφ λόγου και αιτίας. Να γίνει έλεγχος και σρα καταστήματα κινητής και υποκαταστήματα, ώστε να βρεθούν οι παρανομίες που πράτονται σε λογισμικά και στοιχεία συνδρομητών.
Εδάφιο 7. Κατ΄ εμέ ακατανόητο. Αν η ΕΥΠ λειτουργεί επαγγελματικά ο ενδιαφερόμενος δε θα αντιληφθεί ότι παρακολουθείται. Η υπηρεσία, πρέπει να τον καλέσει σχεδόν αμέσως μετά το τερματισμό της παρακολουθήσεως (εκτός εθν. Ασφάλειας) και να τον/την ενημερώσει πλήρως. Θα επιτρέπεται η προσφυγή στη Δικαιοσύνη; Προφανώς όχι. Κάποια πάγια αποζημίωση; Η περίπτωση θα λαμβάνεται υπόψη στην αξιολόγηση της ΕΥΠ και των υπαλλήλων;
Στον σκοπό της άρσης (γ) πρέπει να συγκεκριμενοποιηθούν τα ελάχιστα στοιχεία συμπεριλαμβανομένων μίας πλήρης δήλωσης των γεγονότων και των περιστάσεων που επικαλείται ο αιτών, για να δικαιολογήσει την πεποίθησή του ότι πρέπει να εκδοθεί εντολή, συμπεριλαμβανομένων:
α) λεπτομερειών σχετικά με το συγκεκριμένο αδίκημα που έχει διαπραχθεί, ή πρόκειται να διαπραχθεί, μίας περιγραφής της φύσης και της θέσης των εγκαταστάσεων από τις οποίες ή του τόπου όπου πρόκειται να υποκλαπεί η επικοινωνία ή του λογισμικού,
β) ειδική περιγραφή του είδους των επικοινωνιών που επιδιώκονται να υποκλαπούν, και
γ) την πλήρη ταυτότητα του και ποινικό και άλλα στοιχεία μητρώου του ατόμου, εάν είναι φυσικά γνωστή, που διαπράττει το αδίκημα και του οποίου οι επικοινωνίες πρόκειται να τεθούν υπό παρακολούθηση.
Αυτό θα ευθυγραμμίσει την προσπάθεια επικαιροποίησης του νόμου με παρόμοιες νομοθεσίες σε χώρες του εξωτερικού (π.χ. 18 U.S. Code § 2518 – Procedure for interception of wire, oral, or electronic communications) καθώς και το GDPR.
Κρίνω ότι τα 3 έτη πρέπει να γίνουν 1 έτος
Σύμφωνα με το αρθρο 4 παρ 3 :
‘‘ Η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας που αφορά πολιτικά πρόσωπα … … … … υποβάλλεται … … … στον Προέδρο της Βουλής, προκειμένου να χορηγήσει σχετική άδεια.’’
Δεδομένου ότι ο ΠτΒ προέρχεται από την πλειοψηφία του Σώματος, που ουσιαστικά είναι και η Κυβερνητική πλειοψηφία, αυτό δίνει την δυνατότητα αποκλειστικά στην εκάστοτε εκτελεστική εξουσία να έχει την δυνατότητα άσκησης πίεσης στους πολιτικούς της αντιπάλους. Δηλαδή ο ΠτΒ θα γνωρίζει (και μάλιστα θα έχει εγκρίνει) ότι ο οιοσδήποτε βουλευτής, πιθανότατα και πολιτικός αντίπαλος της παράταξης από την οποία ο ΠτΒ προέρχεται, παρακολουθείται από την ΕΥΠ (χωρίς προφανώς αυτό να έχει ανακοινωθεί στο Κοινοβούλιο), και όλο αυτό μπορεί να συμβιβάζεται με την έννοια του κοινοβουλευτισμού ;;;
Για λόγους Εθνικής Ασφαλείας όλοι οι πολιτικοί (βουλευτές και οι γραμματείς τους, γενικοί γραμματείς Υπουργείων, περιφερειάρχες , νομάρχες, δήμαρχοι,) θα πρέπει να παρακολουθούνται καθ όλη την διάρκεια της θητείας τους και να καταγράφονται οι κλήσεις (όχι οι συνομιλίες, μόνο οι αριθμοί) και από την επεξεργασία των στοιχείων των κληθέντων – καλουμένων αριθμών να προκύπτει αν χρειάζεται και παρακολούθηση «διά ζώσης» . Ειδικά για την περιοχή της Θράκης να είναι απαραίτητη η γραπτή συναίνεση όλων των υποψηφίων πολιτικών στα παραπάνω πριν τις οποιεσδήποτε εκλογές.
Η παράγραφος 7 του αρθρ. 4 του υπο διαβούλευση νομοσχεδίου που προβλέπει την ενημέρωση του παρακαλουθούμενου για λόγους Εθνικής Ασφαλέιας, υπό προυποθέσεις, μετά από 3 έτη από την παύση της ισχύος της εισαγγελικής διάταξης όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και η αρμόδια από το Σύνταγμα αρμόδια Αρχή η ΑΔΑΕ δεν είναι στην κατεύθυνση της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων και φαίνεται να εξυπηρετεί άλλους σκοπούς.
Συγκεκριμένα στην Έκθεση Πεπραγμένων για το 2021 η Ανεξάρτητη Αρχή αναφέρει:
«Η υποχρέωση ενημέρωσης των θιγόμενων από το μέτρο της άρσης περιλαμβάνεται μεταξύ των πάγιων κριτηρίων της νομολογίας του ΕΔΔΑ τα οποία θα πρέπει να πληρούνται προκειμένου να καταγνωστεί η συμβατότητα του εθνικού δικαίου προς την ΕΣΔΑ. Όπως έχει κριθεί από το ΕΔΔΑ, το ζήτημα της εκ των υστέρων -μετά το πέρας της άρσης του επικοινωνιακού απορρήτου- γνωστοποίησης στον θιγόμενο, ότι είχε κατά το παρελθόν διαταχθεί εις βάρος του το εν λόγω μέτρο, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το ζήτημα της αποτελεσματικής προσφυγής, άλλως με την εκ μέρους του θιγόμενου δυνατότητα άσκησης ενδίκων βοηθημάτων και μέσων προκειμένου να υπερασπισθεί τα δικαιώματα και έννομα συμφέροντά του απέναντι σε κάθε τυχόν μη σύννομη ή καταχρηστική και δυσανάλογη εις βάρος του χρήση του μέτρου.»
Με την προτεινόμενη διάταξη ο παρακαλουθούμενος χάνει ουσιαστικά την δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων του, καθώς η περίοδος των 3 ετών είναι πολύ μεγάλη και ο χρόνος αυτός αποστερεί την δυνατότητα για μια δίκαιη δίκη.
Η επίκληση των πρακτικών άλλων χωρών δεν είναι δόκιμη, καθώς η διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 5 του Ν. 2225/1994, πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 87 του Ν. 4790/2021 ( Α’ 48) που όριζε τα εξής: ««9. Μετά τη λήξη του μέτρου της άρσης και υπό την αναγκαία προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε, μπορεί η Α.Δ.Α.Ε. να αποφασίζει τη γνωστοποίηση της επιβολής του στους θιγόμενους.», ήταν αρκετή για να εγγυηθεί τα ατομικά δικαιώματα.
Το μόνο που χρειάζεται είναι η κατάργηση του άρθρου 87 του Ν. 4790/2021 και επιπλέον να δοθεί με το υπο διαβούλευση νόμο η αναδρομική δυνατότητα στον παρακολουθούμενο για λόγους Εθνικής Ασφάλειας να μπορεί να ενημερωθεί από την ΑΔΑΕ για τους λόγους της παρακολούθησης του.