1. Όταν η τακτική ανάκριση αφορά στα αδικήματα του άρθρου 39, περί μη υποβολής ή υποβολής ανακριβούς δήλωσης, ο ανακριτής μπορεί, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, να απαγορεύσει την κίνηση κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, καθώς και το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου του κατηγορουμένου, έστω και κοινών οποιουδήποτε είδους με άλλο πρόσωπο, εφόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί, οι τίτλοι, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή οι θυρίδες περιέχουν περιουσιακά στοιχεία που μπορούν να υπαχθούν σε δήμευση σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο άρθρο 33 περί δήμευσης. Αν διεξάγεται προκαταρκτική εξέταση, η απαγόρευση της κίνησης των λογαριασμών, τίτλων, χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή του ανοίγματος των θυρίδων μπορεί να διαταχθεί από το δικαστικό συμβούλιο. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα του συμβουλίου επέχει θέση έκθεσης κατάσχεσης, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορούμενου ή του τρίτου, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρει συγκεκριμένο λογαριασμό, τίτλο, χρηματοπιστωτικό προϊόν ή θυρίδα και επιδίδεται στον κατηγορούμενο και στον νόμιμο εκπρόσωπο του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού ή στον διευθυντή του υποκαταστήματος του τόπου όπου εδρεύει ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας. Σε περίπτωση κοινών λογαριασμών, τίτλων, χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή κοινής θυρίδας, επιδίδεται και στον τρίτο.
2. Η απαγόρευση της παρ. 1 ισχύει από τη χρονική στιγμή της επίδοσης στο πιστωτικό ίδρυμα ή στον χρηματοπιστωτικό οργανισμό της διάταξης του ανακριτή ή του βουλεύματος. Από τότε απαγορεύεται το άνοιγμα της θυρίδας και είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου η εκταμίευση χρημάτων από τον λογαριασμό ή η εκποίηση τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων. Διευθυντικό στέλεχος ή υπάλληλος του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού, που παραβαίνει με πρόθεση την παρούσα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή.
3. Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1, ο ανακριτής ή το δικαστικό συμβούλιο μπορεί να διατάξει την απαγόρευση εκποίησης ορισμένου ακινήτου του κατηγορουμένου. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα επέχει θέση έκθεσης κατάσχεσης, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου και επιδίδεται στον κατηγορούμενο και στον προϊστάμενο του αρμόδιου υποθηκοφυλακείου ή κτηματολογικού γραφείου, ο οποίος υποχρεούται να προβεί την ίδια ημέρα σε σχετική σημείωση στα οικεία βιβλία και να αρχειοθετήσει το έγγραφο που του κοινοποιήθηκε. Κάθε δικαιοπραξία, υποθήκη, κατάσχεση ή άλλη πράξη που εγγράφεται στα βιβλία του υποθηκοφυλακείου ή καταχωρίζεται στο κτηματολογικό γραφείο μετά την εγγραφή της ανωτέρω σημείωσης είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου.
4. Ο κατηγορούμενος, σε βάρος του οποίου διενεργείται προκαταρκτική εξέταση, και ο τρίτος δικαιούνται να ζητήσουν την άρση της διάταξης του ανακριτή ή την ανάκληση του βουλεύματος, με αίτηση που απευθύνεται προς το δικαστικό συμβούλιο και κατατίθεται στον ανακριτή ή στον εισαγγελέα, μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την επίδοση σε αυτόν τις διάταξης ή του βουλεύματος. Η υποβολή της αίτησης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διάταξης ή του βουλεύματος. Η διάταξη ή το βούλευμα μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε, αν προκύψουν νέα στοιχεία.
Η διάταξη έχει ταυτόσημο περιεχόμενο με την προϊσχύσασα (α.11 του ν.3213/2003). Στο διαδραμόντα χρόνο, όμως, επήλθαν τροποποιήσεις στον ΚΠΔ, με συστηματικό χαρακτήρα, που είχαν ως άμεσο επακόλουθο την νομοθέτηση για πρώτη φορά μιας γενικής ισχύος διάταξη για την δέσμευση περιουσιακών στοιχείων (στα ά.261 & 262 ΚΠΔ), η οποία τυποποιεί ένα διττό σύστημα άμυνας κατά της διάταξης του ανακριτή με την πρόβλεψη α) ενός οιονεί ενδίκου βοηθήματος (προσφυγής) εντός τακτής προθεσμίας (15 ημέρες- βέβαια στο ν.4557/2018 η προθεσμία είναι 20 ημερών) με μεταβίβαση της υπόθεσης στο αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο και β)μιας αίτησης προς το επιβάλλον τη δέσμευση όργανο, μη υποκείμενης σε χρονικούς περιορισμούς, δυνάμει της οποίας δίδεται η δυνατότητα επανακρίσης της αναγκαιότητας και νομιμότητας της δέσμευσης, υπό τον λειτουργικό περιορισμό όμως της συνδρομής «νέων στοιχείων». Αυτό το καθεστώς, κρίνεται ως το πλέον εγγυητικό των δικαιωμάτων του θιγόμενου προσώπου, ακολουθείται και στον (πιο προσφάτως ψηφισθέντα εν συγκρίσει με το ν.3213/2003) ν.4557/2018 (με τις τροποποιήσεις που επήλθαν με το νόμο του ’21) σε μια προσπάθεια ομογενοποίησης των κανονιστικών συστημάτων λήψης του δικονομικού μέτρου της δέσμευσης, μέσω της (αλληλό)εναρμόνισης της γενικής διάταξης με τις επί μέρους διατάξεις που απαντώνται σε ειδικούς ποινικούς νόμους.
Έχοντας τα ανώτερω υπόψιν, θεωρώ φρονιμότερο, να προβλεφθεί και μια ρητή δυνατότητα υποβολής απρόθεσμης αίτησης επανακρίσης της νομιμότητας της δέσμευσης με την επίκληση νέων στοιχείων από το θιγόμενο πρόσωπο, προκειμένου να μην εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του επιβάλλοντος τη δέσμευση οργάνου να δέχεται το παραδεκτό ή μη αυτής με (επιτρεπτή ή μη) ανάλογη εφαρμογή του ά.262ΚΠΔ. Έκτος εάν προστεθεί μια επικουρική ρήτρα παραπομπής στις γενικές διατάξεις του ΚΠΔ που προβλέπουν την δέσμευση.