1. Στο πλαίσιο του ελέγχου των Δ.Π.Κ., η Επιτροπή Ελέγχου μπορεί, με απόφασή της, να ζητά από τα υπόχρεα πρόσωπα όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων της, στις οποίες περιλαμβάνονται και ομαδοποιημένες πληροφορίες που αφορούν ορισμένες κατηγορίες συναλλαγών ή δραστηριοτήτων φυσικών ή νομικών προσώπων ή οντοτήτων της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, τις κρατικές χρηματοδοτήσεις τους, τις ιδιωτικές και τις παντός είδους εισφορές ή προσφορές. Η Επιτροπή Ελέγχου αξιολογεί και διερευνά τις πληροφορίες που διαβιβάζονται ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο περιέρχονται σε αυτήν σχετικά με την υποβολή των δηλώσεων, τις ανακρίβειες ή ελλείψεις αυτών. Προς υποβοήθηση του έργου της, η Επιτροπή Ελέγχου μπορεί, με απόφαση του Προέδρου της, να αναθέτει τη διενέργεια ελεγκτικών πράξεων σε ορκωτούς ελεγκτές, υπό την εποπτεία του συντονιστή ελέγχων.
2. Για την εκπλήρωση της αποστολής της, η Επιτροπή Ελέγχου μπορεί να αναθέτει τη διενέργεια λογιστικής ή οικονομικής πραγματογνωμοσύνης.
3. Με το πέρας κάθε ελέγχου, το όργανο που διενήργησε τον έλεγχο αποφασίζει αν πρέπει να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο ή να διαβιβαστεί με αιτιολογημένο και εμπεριστατωμένο πόρισμά του στον αρμόδιο Εισαγγελέα, εφόσον τα στοιχεία κρίνονται βάσιμα και επαρκή και ενημερώνει αμελλητί την Επιτροπή Ελέγχου για το αποτέλεσμα του ελέγχου. Κατ’ εξαίρεση, για τους υπόχρεους που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 32, η απόφαση αρχειοθέτησης οριστικοποιείται μετά το πέρας της δημοσιοποίησης των αντίστοιχων δηλώσεων αυτών των υπόχρεων. Αν συντρέχει περίπτωση καταλογισμού, το πόρισμα αποστέλλεται και στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και εφόσον κρίνεται ότι υπάρχει ανάγκη διερεύνησης επί θεμάτων αρμοδιότητας φορολογικής ή άλλης αρχής ή υπηρεσίας, το πόρισμα αποστέλλεται και σε αυτές. Υπόθεση που τίθεται στο αρχείο, δύναται να ανασυρθεί με απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου, μόνο εφόσον προκύπτουν νέα πραγματικά στοιχεία. Μετά την παρέλευση πενταετίας από την υποβολή της δήλωσης, η ανάσυρση υπόθεσης που έχει αρχειοθετηθεί επιτρέπεται μόνο όταν προκύπτουν ενδείξεις ή νέα αποδεικτικά στοιχεία τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης του κακουργήματος της παρ. 2 του άρθρου 39 και μέχρι τη συμπλήρωση της προθεσμίας παραγραφής.
4. Οι δικαστικές και φορολογικές αρχές, που επιλαμβάνονται κατόπιν πορίσματος της Επιτροπής Ελέγχου, διαβιβάζουν σε αυτήν αντίγραφο της σχετικής δικαστικής απόφασης ή του βουλεύματος και του φύλλου ελέγχου.