1. Ο ετήσιος ελεγκτικός στόχος, ως ποσοστό των ελέγχων για υποθέσεις που αφορούν στην τελευταία πενταετία, συμπεριλαμβανομένου και του έτους έκδοσης της απόφασης, ορίζεται με απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου, κατόπιν εισήγησης του συντονιστή ελέγχων, στην οποία περιγράφονται οι συνθήκες που λαμβάνονται υπόψη και κατ’ ελάχιστον ο αριθμός των ελεγκτών κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης, καθώς και ο αριθμός των ελέγχων που διενεργήθηκαν κατά τους προηγούμενους δώδεκα (12) μήνες από τον μήνα έκδοσης της απόφασης. Το ποσοστό του πρώτου εδαφίου δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσοστού επτά τοις εκατό (7%) του συνόλου των ελεγχόμενων Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ.. Ειδικά για το πρώτο έτος εφαρμογής του παρόντος, το ανωτέρω ποσοστό ορίζεται σε πέντε τοις εκατό (5%) και για το δεύτερο σε έξι τοις εκατό (6%).
2. Οι Δ.Π.Κ. που ελέγχονται κατ’ έτος επιλέγονται με απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου, κατόπιν εισήγησης του συντονιστή, με βάση κριτήρια ανάλυσης κινδύνου, στοιχεία από εσωτερικές και εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ή, εξαιρετικά, με βάση άλλα κριτήρια, τα οποία καθορίζονται από την Επιτροπή Ελέγχου κατ’ έτος και πριν από την έναρξη της προθεσμίας υποβολής των Δ.Π.Κ. και δεν δημοσιοποιούνται.
3. Κάθε μέλος της Κυβέρνησης μπορεί να ζητά από την Επιτροπή Ελέγχου να διενεργεί έλεγχο συγκεκριμένων υπόχρεων σε υποβολή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., όταν υπάρχει επώνυμη καταγγελία σε βάρος τους, η οποία υποβάλλεται απευθείας στο μέλος της Κυβέρνησης από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή από ανεξάρτητες αρχές ή από ελεγκτικά σώματα της δημόσιας διοίκησης ή όταν με οποιονδήποτε τρόπο δημοσιοποιούνται στοιχεία σε βάρος τους. Όταν η διεξαγωγή του ελέγχου στηρίζεται σε προηγούμενη καταγγελία, τηρείται η ανωνυμία του καταγγέλλοντος.
Το προτεινόμενο ελάχιστο ποσοστό ελέγχων (5%,6%,7%), ειδικά στην περίπτωση που για την επίτευξη των εν λόγω στόχων προσμετρώνται και οι δηλώσεις που ελέγχονται υποχρεωτικά (των βουλευτών, υπουργών κοκ), κρίνεται ως υπερβολικά μικρό και μη ανταποκρινόμενο στη σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς διασφάλιση της αποτελεσματικής και συστηματικής επαλήθευσης της ακρίβειας των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης που υποβάλλονται από όλες τις κατηγορίες δημοσίων λειτουργών. Προτείνεται να προβλεφθεί ο κατ’ έτος έλεγχος του 20% των υπόχρεων (και όχι των δηλώσεων), ούτως ώστε να εξασφαλιστεί το μέγιστο ποσοστό ελέγχου σε βάθος πενταετίας.
Επίσης, η παρ. 2 του προτεινόμενου άρθρου φαίνεται να καταλείπει στην (ευρεία) διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής Ελέγχου το ποιες δηλώσεις θα ελεγχθούν (αναθέτοντάς τες προς έλεγχο και σε κάποιο από τα ειδικά ελεγκτικά όργανα του άρθρου 27). Η «συγκέντρωση τόσης δύναμης» σε ένα μόνο όργανο, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι περιπλέκει άνευ λόγου τη διαδικασία, αφήνοντας μάλιστα, περιθώρια κατάχρησης (π.χ. ως προς το ποιες κατηγορίες υπόχρεων θα δοθούν ή δεν θα δοθούν προς έλεγχο και τελικά θα ελεγχθούν ή όχι), τα οποία πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να ελεγχθούν.
Τέλος κατά τα αναφερόμενα στην παρ. 3 του προτεινόμενου άρθρου «Κάθε μέλος της Κυβέρνησης μπορεί να ζητά από την Επιτροπή Ελέγχου να διενεργεί έλεγχο συγκεκριμένων υπόχρεων σε υποβολή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ….». Προκειμένου να υπάρξει κάποια δικλείδα ασφαλείας σχετικά με τον έλεγχο δηλώσεων (και να «μετριασθεί» η ευρεία διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής όπως επιλέγει τις δηλώσεις που θα ελεγχθούν) προτείνεται να προβλεφθεί το δικαίωμα των μελών της Βουλής (ή ίσως και των ειδικών ελεγκτικών οργάνων) να ζητούν από την Επιτροπή ελέγχου να διενεργεί έλεγχο συγκεκριμένων υπόχρεων
Στην παράγραφο 3 του αθ.29 προβλέπεται ότι «Κάθε μέλος της Κυβέρνησης μπορεί να ζητά από την Επιτροπή Ελέγχου να διενεργεί έλεγχο συγκεκριμένων υπόχρεων σε υποβολή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., όταν υπάρχει επώνυμη καταγγελία σε βάρος τους, η οποία υποβάλλεται απευθείας στο μέλος της Κυβέρνησης από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο….»
Αυτή η πρόβλεψη εισάγει μία ειδική προνομιακή δυνατότητα για τα μέλη της εκάστοτε Κυβέρνησης, τα οποία ωστόσο βρίσκονται εκ των πραγμάτων σε θέση ισχύος και επομένως θα έπρεπε αντιθέτως να μην απολαμβάνουν πρόσθετων προνομίων.
Κατά τη γνώμη μου, θα ήταν πολύ ορθότερο να προβλέπεται αυτή η δυνατότητα για όλα τα εκάστοτε μέλη του Ελληνικού Κοινοβουλίου, τα οποία κατά κανόνα γίνονται αποδέκτες καταγγελιών και αναδεικνύουν τα σχετικά θέματα. Αρα η δυνατότητα να αιτηθούν έλεγχο όλοι οι βουλευτές, τόσο της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας, όσο και της μείζονος & ελάσσονος αντιπολίτευσης, αφ΄ενός μεν διασφαλίζει την ισοπολιτεία, αφ΄ετέρου δε υπηρετεί πολύ καλλίτερα την επιδιωκόμενη διαφάνεια.
Εν κατακλείδι προτείνεται η αναδιατύπωση της παραγράφου ως εξής: «Κάθε μέλος του Ελληνικού Κοινοβουλίου μπορεί να ζητά από την Επιτροπή Ελέγχου να διενεργεί έλεγχο συγκεκριμένων υπόχρεων σε υποβολή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., όταν υπάρχει επώνυμη καταγγελία σε βάρος τους, η οποία υποβάλλεται απευθείας στο μέλος του Ελληνικού Κοινοβουλίου από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο….»