1. Οι Δ.Π.Κ. των υπόχρεων του άρθρου 4, της περ. α’ του άρθρου 6 και της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 8 ελέγχονται υποχρεωτικά. Οι Δ.Π.Κ. των υποπερ. αα΄ έως στστ΄ της περ. γ΄ της παρ. 4 του άρθρου 48 του ν. 4557/2018 (Α΄ 139), οι οποίες παραμένουν σε ισχύ μόνο ως προς το είδος, τον τρόπο και τα υποκείμενα του ελέγχου, καθώς και οι Δ.Π.Κ. επί των οποίων υποβάλλονται επώνυμες καταγγελίες ή τίθενται ερωτήματα στο πλαίσιο ερευνών από δικαστικές ή άλλες αρχές, ελέγχονται κατά προτεραιότητα. Οι λοιπές Δ.Π.Κ. και όσες Δ.Π.Κ. της παρούσας κρίνεται περαιτέρω απαραίτητο ελέγχονται στοχευμένα ή δειγματοληπτικά, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 29.
2. Ο έλεγχος ολοκληρώνεται εντός πέντε (5) ετών από τη λήξη του έτους υποβολής. Αν προκύπτουν ενδείξεις ή νέα αποδεικτικά στοιχεία τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης του κακουργήματος της παρ. 2 του άρθρου 39, ο έλεγχος μπορεί να ολοκληρωθεί μέχρι τη συμπλήρωση της σχετικής προθεσμίας παραγραφής. Ο έλεγχος της αρχικής Δ.Π.Κ. αφορά στη διαπίστωση του αληθούς περιεχομένου, ανακριβειών και ελλείψεων για τα περιουσιακά στοιχεία που υφίστανται κατά τον χρόνο κτήσης της ιδιότητας. Για τα επόμενα έτη, ο έλεγχος της ετήσιας Δ.Π.Κ. αφορά στη διαπίστωση του αληθούς περιεχομένου, ανακριβειών και ελλείψεων, για τις μεταβολές που επήλθαν στην περιουσιακή κατάσταση κατά το χρονικό διάστημα που αφορά η Δ.Π.Κ.. Ο έλεγχος των ετήσιων Δ.Π.Κ. περιλαμβάνει, σε κάθε περίπτωση, και τη διακρίβωση αν η απόκτηση νέων περιουσιακών στοιχείων ή η επαύξηση υφιστάμενων, δικαιολογείται από το ύψος των πάσης φύσεως εσόδων σε συνδυασμό με τις δαπάνες διαβίωσης των υπόχρεων σε Δ.Π.Κ. προσώπων. Η Δ.Π.Κ. δεν θεωρείται ανακριβής ή ελλιπής σε περίπτωση μη ουσιώδους ανακρίβειας ή έλλειψης ή εφόσον, ύστερα από πρόσκληση της Επιτροπής Ελέγχου, αποδεικνύεται η νομιμότητα της πηγής προέλευσης ή η εκ παραδρομής λανθασμένη αναγραφή στη δήλωση του στοιχείου που ανακριβώς έχει δηλωθεί.
3. Η Επιτροπή Ελέγχου λαμβάνει υπόψη τεχνικές ανάλυσης επικινδυνότητας και με τη χρήση πληροφοριακών συστημάτων, όταν απαιτείται. Η Επιτροπή Ελέγχου μπορεί να καταρτίζει και πρόγραμμα συνοπτικών και ειδικών-θεματικών ελέγχων, δίχως να θίγεται η δυνατότητα επέκτασής τους σε τακτικούς σύμφωνα με την παρ. 1.
Να διαγραφεί ή να τροποποιθεί το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 «Η Δ.Π.Κ. δεν θεωρείται ανακριβής ή ελλιπής … ανακριβώς έχει δηλωθεί.» Με τη διάταξη αυτή αντί να επιβάλλεται η ορθή συμπλήρωση της Δ.Π.Κ. δίνεται η δυνατότητα σε οποιονδήποτε υπόχρεο να υποβάλλει λανθασμένη ή ακόμα και κενή Δ.Π.Κ. αρκεί να αποδείξει, σε περίπτωση ελέγχου, τη νομιμότητα της περιουσιακής του κατάστασης.
Με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 συμπληρώνεται πως η Δ.Π.Κ. δεν θεωρείται ανακριβής ή ελλιπής εφόσον «…αποδεικνύεται … η εκ παραδρομής λανθασμένη αναγραφή στη δήλωση του στοιχείου που ανακριβώς έχει δηλωθεί». Η εν λόγω προσθήκη δημιουργεί έντονους προβληματισμούς, ιδίως λόγω του ότι θα μπορούσε να ερμηνευθεί με άκρως ευρύ τρόπο. Καθώς αποτελεί υποχρέωση του υπόχρεου το να συμπληρώνει (ορθά) τη δήλωση, με πρόβλεψη αντίστοιχων κυρώσεων στην περίπτωση που δεν το κάνει (π.χ. εξ αμελείας τέλεση του ποινικού αδικήματος) προτείνεται να διαγραφεί η συγκεκριμένη πρόβλεψη τόσο στο συγκεκριμένο άρθρο όσο και στο άρθρο 33 του προτεινόμενου νομοσχεδίου.