1. Η Δ.Π.Κ. υποβάλλεται αποκλειστικά ηλεκτρονικά, μέσω της ενιαίας ηλεκτρονικής εφαρμογής www.pothen.gr, προσβάσιμης μέσω της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης της Δημόσιας Διοίκησης (ΕΨΠ-gov.gr), προς την Επιτροπή Ελέγχου και υπόκειται σε ηλεκτρονική επεξεργασία από αυτοτελή ειδική βάση δεδομένων.
2. Η αυθεντικοποίηση του υπόχρεου στην εφαρμογή της παρ. 1 γίνεται με τη χρήση προσωπικών κωδικών-διαπιστευτηρίων και μετά από ταυτοποίησή του μέσω του μητρώου επικοινωνίας της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων Δημόσιας Διοίκησης (Γ.Γ.Π.Σ.Δ.Δ.) του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης (taxisnet), σύμφωνα με το άρθρο 24 του ν. 4727/2020 (Α΄184).
3. Κατά την υποβολή της δήλωσης από τον υπόχρεο, τα προσωπικά και φορολογικά στοιχεία αυτού, ιδίως ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου, η Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία, ο Αριθμός Μητρώου Κοινωνικής Ασφάλισης, ο Αριθμός Δελτίου Ταυτότητας/Αριθμός Γενικού Μητρώου, το επώνυμο, το όνομα, το πατρώνυμο, το μητρώνυμο, η ημερομηνία γέννησης, η διεύθυνση κατοικίας, τα τηλέφωνα επικοινωνίας, η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου εμφανίζονται όπως τηρούνται στο φορολογικό μητρώο κατά την ημερομηνία υποβολής της δήλωσης. Σε περίπτωση ανακρίβειας αυτών, απαιτείται, πριν από την υποβολή της δήλωσης, η διόρθωση των ανακριβών στοιχείων από τον υπόχρεο. Τα λοιπά στοιχεία, όπως υπηρεσιακά και οικογενειακά, καθώς και η ιδιότητα του υπόχρεου δηλώνονται όπως ίσχυαν κατά το έτος που αφορά η δήλωση.
4. Σε περίπτωση απόκτησης νέου περιουσιακού στοιχείου ή επαύξησης αυτού κατά τη χρήση που αφορά η δήλωση, δηλώνονται υποχρεωτικώς ο τρόπος απόκτησης, το ύψος της σχετικής δαπάνης, δηλαδή το τίμημα που καταβλήθηκε, καθώς και η πηγή προέλευσης των σχετικών πόρων. Σε περίπτωση εκποίησης περιουσιακού στοιχείου, που είχε δηλωθεί σε προηγούμενη δήλωση του υπόχρεου, δηλώνεται το τίμημα που έχει εισπραχθεί.
5. Ειδικώς στην περίπτωση απόκτησης νέου εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου ή εκποίησης εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου που έχει δηλωθεί σε προηγούμενες δηλώσεις του υπόχρεου, δηλώνονται τα στοιχεία του συμβολαίου απόκτησης ή εκποίησης. Αν δεν υπάρχει συμβόλαιο απόκτησης εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων λόγω κληρονομικής διαδοχής, δηλώνονται τα στοιχεία του κληρονομούμενου, καθώς και ο τρόπος και η ιδιότητα με την οποία ο υπόχρεος έγινε κληρονόμος. Στην περίπτωση απόκτησης και απώλειας εμπράγματου δικαιώματος επί του ίδιου ακινήτου κατά τη χρήση που αφορά η δήλωση, δηλώνονται και οι δύο μεταβολές. Το ίδιο ισχύει αντίστοιχα και για τα οχήματα, τα πλωτά και τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και για τις συμμετοχές σε κάθε είδους εταιρεία ή επιχείρηση, με την επιφύλαξη των περιορισμών των παρ. 7 και 8 του άρθρου 29.
6. Ο υπόχρεος, μετά την αυθεντικοποίηση της παρ. 2 μπορεί να επιλέξει να μεταφέρει στη Δ.Π.Κ. α) τα δεδομένα της τελευταίας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος (Ε1) του έτους στο οποίο αφορά η Δ.Π.Κ., η οποία υποβλήθηκε ηλεκτρονικά, β) τα στοιχεία των ακινήτων, που περιλαμβάνονται στη βεβαίωση της περιουσιακής του κατάστασης κατά την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους στο οποίο αφορά η Δ.Π.Κ., εφόσον η Δ.Π.Κ. είναι αρχική ή του τρέχοντος έτους, εφόσον η Δ.Π.Κ. είναι ετήσια, όπως αυτά τα στοιχεία τηρούνται ηλεκτρονικά στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), γ) το ύψος των υπολοίπων των καταθετικών και χορηγητικών λογαριασμών και των επενδυτικών προϊόντων, καθώς και δ) στοιχεία θυρίδων, όπου ο ίδιος και ο/η σύζυγος ή εν διαστάσει σύζυγος ή το μέρος συμφώνου συμβίωσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 του ν. 4356/2015 (Α’ 181), ήταν δικαιούχοι, τα οποία τηρούνταν κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου της δήλωσης έτους και τελούσαν κατά την ίδια ημερομηνία υπό τη διαχείριση ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων, χρηματοπιστωτικών οργανισμών και εταιρειών μίσθωσης θυρίδων. Οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και τα πιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων και των υποκαταστημάτων αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων, υποχρεούνται να διαβιβάζουν στην εφαρμογή, δεδομένα στα οποία αφορούν οι περ. γ΄ και δ΄ μέσω του Κέντρου Διαλειτουργικότητας της Γ.Γ.Π.Σ.Δ.Δ., σύμφωνα με το άρθρο 47 του ν. 4623/2019 (Α΄134) και το άρθρο 84 του ν. 4727/2020.
7. Όλα τα δεδομένα των ανωτέρω δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος, όπως έχουν διαμορφωθεί κατά την ημερομηνία οριστικής υποβολής της Δ.Π.Κ., από α) υποβολή τροποποιητικών και συμπληρωματικών δηλώσεων εισοδήματος για το έτος που αφορά η Δ.Π.Κ., β) τα στοιχεία της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου κατά την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους στο οποίο αφορά η Δ.Π.Κ., εφόσον η Δ.Π.Κ. είναι αρχική ή του τρέχοντος έτους, εφόσον η Δ.Π.Κ. είναι ετήσια και γ) τα δεδομένα που διαβιβάζουν τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί κατά τη συμπλήρωση της Δ.Π.Κ. σύμφωνα με την παρ. 6, επισυνάπτονται αυτόματα ηλεκτρονικά στην υποβαλλόμενη Δ.Π.Κ.. Ειδικώς για πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς της αλλοδαπής τα στοιχεία της παρούσας δηλώνονται με κάθε πρόσφορο τρόπο.
8. Η Γενική Διεύθυνση Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (Γ.Δ.ΗΛΕ.Δ.) της Α.Α.Δ.Ε. τηρεί αρχείο για τις ανωτέρω χορηγήσεις όλων των στοιχείων των δηλώσεων εισοδήματος και ακινήτων των υπόχρεων, με την ημερομηνία και την ώρα χορήγησης – πρόσβασης, καθώς και τον μοναδικό αριθμό ταυτοποίησης της οριστικοποιημένης Δ.Π.Κ. που σχετίζεται με την κάθε χορήγηση.
9. Σε κάθε στάδιο υποβολής της Δ.Π.Κ. μέχρι την οριστική υποβολή, ο υπόχρεος μπορεί να αποθηκεύει προσωρινά τα στοιχεία που καταχώρισε ή μεταφορτώθηκαν. Μετά την οριστική υποβολή της δήλωσης, ο υπόχρεος μπορεί να αποθηκεύσει και στον υπολογιστή του ηλεκτρονικό αντίγραφο της Δ.Π.Κ. που έχει υποβληθεί, όπου εμφανίζονται ο αριθμός αυτής και η ημερομηνία υποβολής της.
10. Στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης, οι οποίες ελέγχονται υποχρεωτικά και κατά προτεραιότητα, επισυνάπτονται ηλεκτρονικά τα αναγκαία έγγραφα, εφόσον αυτά δεν έχουν επισυναφθεί αυτόματα σύμφωνα με την παρ. 7. Η επισύναψη γίνεται άπαξ κατά την υποβολή της αρχικής δήλωσης και όποτε υπάρχουν μεταβολές κατά την υποβολή κάθε ετήσιας δήλωσης, από τα οποία προκύπτει η δηλούμενη περιουσιακή κατάσταση και ειδικότερα:
α. Συμβόλαια των ακινήτων, όταν πρόκειται για ακίνητα που είτε δεν περιλαμβάνονται στη μεταφορά κατά την παρ. 6 είτε δεν επιλέχθηκε να μεταφερθούν κατά την παρ. 6,
β. βεβαιώσεις επενδυτικών προϊόντων και χαρτοφυλακίων χρηματοοικονομικών προϊόντων, όπως αυτά περιγράφονται στην περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 20, που κατ’ ελάχιστον περιλαμβάνουν το όνομα του χειριστή της μερίδας, το όνομα των προϊόντων, το κόστος κτήσης και την αποτίμηση αυτών,
γ. βεβαιώσεις ή παραστατικά για κάθε είδους χρηματιστηριακά ή ασφαλιστικά προϊόντα και συμμετοχές σε κεφάλαια επιχειρηματικών ή επενδυτικών συμμετοχών (funds) και καταπιστευμάτων (trusts),
δ. παραστατικά των ημεδαπών ή αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων ή εταιρειών μίσθωσης θυρίδων από τα οποία αποδεικνύεται η μίσθωση θυρίδων,
ε. άδειες κυκλοφορίας οχημάτων οποιασδήποτε χρήσης, καθώς και πλωτών και εναέριων μεταφορικών μέσων, και, σε περίπτωση απόκτησης ή εκποίησης των πιο πάνω μέσων κατά τη διάρκεια του χρόνου που αφορά η δήλωση, επιπλέον παραστατικά αγοράς ή πώλησης,
στ. παραστατικά για συμμετοχή σε κάθε είδους εταιρεία ή επιχείρηση,
ζ. παραστατικά από τα οποία προκύπτουν οι δανειακές υποχρεώσεις της παρ. 2 του άρθρου 20, μόνο για τις δηλώσεις των υπόχρεων του άρθρου 4, της περ. α’ του άρθρου 6 και της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 8,
η. παραστατικά αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών από τα οποία προκύπτουν τα υπόλοιπα κάθε είδους καταθέσεων που τηρούνται στην αλλοδαπή.
Στην παρ. 10 του προτεινόμενου άρθρου αναφέρεται ότι: «Στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης, οι οποίες ελέγχονται υποχρεωτικά και κατά προτεραιότητα, επισυνάπτονται ηλεκτρονικά τα αναγκαία έγγραφα, εφόσον αυτά δεν έχουν επισυναφθεί αυτόματα σύμφωνα με την παρ. 7». Προτείνεται να παρατεθούν διαζευκτικά «ο υποχρεωτικός ή κατά προτεραιότητα έλεγχος» και να προσδιοριστεί (με παραπομπή στις διατάξεις του άρθρου 28) το ποιες δηλώσεις ελέγχονται υποχρεωτικά και ποιες ελέγχονται κατά προτεραιότητα.
Επίσης στο πλαίσιο της περ. η της παρ. 10 του ως άνω άρθρου αναφέρεται ότι επισυνάπτονται τα «παραστατικά αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων» ενώ καμία αναφορά δεν γίνεται στα παραστατικά ημεδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων.
Σε μια εποχή που υπάρχειψηφιακό αποτύπωμα κάθε συναλλαγής ιδιωτικής και μη (αγοραπωλησία ακινήτων και κινητών περιουσιακών στοιχείων κοκ), έχει κάποιο νόημα να υποβάλλονται ψηφιακά όσα παραστατικά δεν μπορούν να αντληθούν μέσω της διαλειτουργικότητας των πληροφοριακών συστημάτων; Κατά την άποψη μου αρκεί από τον ελεγχόμενο η ψηφιακή υποβολή μιας υπεύθυνης δήλωσης στο σχετικό με τον έλεγχο πόθεν έσχες ιστότοπο (www.pothen.gr), που θα έχει ως εξής:
«Εγώ ο/η ….. του …, με ΑΦΜ …., ελεγχόμενος βάσει της ιδιότητας μου …. σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, δέχομαι ανεπιφύλακτα τον κάθε φύσεως έλεγχο όλων των περιουσιακών μου στοιχείων όπως και των άμεσα οικείων προσώπων μου, και δεσμεύομαι να συμβάλω πλήρως και απρόσκοπτα στην ολοκλήρωση του ελέγχου αυτού, έχοντας απολύτως εις γνώση μου τις ενδεχόμενες ποινικές κυρώσεις στην αντίθετη περίπτωση.» Τα υπόλοιπα είναι ανθρωποώρες και ανούσια διοικητικά βάρη, καθόσον όποιος θέλει να αποκρύψει πηγές εισοδήματος είτε δεν τις δηλώνει γιατί είναι καλά αποκρυμμένες στο εξωτερικό (τραπεζικές θυρίδες, συμμετοχές σε εξωχώριες εταιρείες), είτε εμφανίζονται σε πρόσωπα του εύρύτερου συγγενικού περιβάλλοντος του ελεγχομένου.
Για την διευκόλυνση της υποβολής και του ελέγχου των δηλώσεων προτείνεται να προβλεφθεί τα χρεόγραφα να καταχωρίζονται κατά προτεραιότητα βάσει του κωδικού ISIN (International Securities Identification Number) και του αριθμού των τεμαχίων. Για τα χρεόγραφα αυτά δεν πρέπει να απαιτείται η ετήσια εισαγωγή της αποτίμησης, μια και αυτή μπορεί να γίνεται αυτόματα και πιο αξιόπιστα βάσει των παραπάνω στοιχείων από το πληροφοριακό σύστημα. Για όσα χρεόγραφα δεν διαθέτουν ISIN θα συνεχίσει να ισχύει ο υπάρχων τρόπος εισαγωγής της ετήσιας αποτίμησης.
Η δήλωση απόκτησης νέου περιουσιακού στοιχείου ή επαύξησης αυτού κατά τη χρήση που αφορά η δήλωση (§ 4) δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί και να ελεγχθεί όπως έχει προδιαγραφεί, ούτε είναι πρόσφορο μέσο για τον έλεγχο παράνομης επαύξησης της περιουσίας.
α) Α αναφερόμενη «πηγή προέλευσης των σχετικών πόρων» είναι θεωρητικά και πρακτικά αδύνατο να προσδιοριστεί και να ελεγχθεί. Αν π.χ. κάποιος αγοράσει ένα αυτοκίνητο καταβάλλοντας χρήματα στον πωλητή από τραπεζικό λογαριασμό που περιέχει εισοδήματα του τρέχοντος έτους (μισθό, ενοίκια, μερίσματα), εισοδήματα προηγουμένων ετών, μεταφορές ποσών από άλλους λογαριασμούς και από πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων, δεν μπορεί φυσικά κανείς να δηλώσει ή να ελέγξει από ποιες συγκεκριμένες πηγές και σε σε ποιες αναλογίες έχει προέλθει το ποσό που καταβλήθηκε.
β) Η διάταξη και ο τρόπος υποβολής της δήλωσης δεν καλύπτει περιπτώσεις απόκτησης και στη συνέχεια εκποίησης περιουσιακών στοιχείων μέσα στη χρήση. Συνεπώς η εστίαση στη δικαιολόγηση του τρόπου απόκτηση αποκλειστικά των περιουσιακών στοιχείων που εμφανίζονται στο τέλος της χρήσης δεν έχει ιδιαίτερη αξία.
γ) Η μέχρι τώρα πράξη έχει δείξει ότι το πληροφοριακό σύστημα και τα δεδομένα του δεν έχουν δομηθεί έτσι ώστε να επιτρέπουν τον ex ante αυτόματο έλεγχο αδικαιολόγητης επαύξησης της περιουσίας. Η χρήση του συστήματος έχει περιοριστεί στον ex post έλεγχο κατόπιν καταγγελίας.
Συνεπώς προτείνονται τα εξής.
α) Για τη διασφάλιση της αξιοπιστίας του συστήματος και των δηλώσεων των υπόχρεων, κατάργηση της υποχρέωσης δήλωσης απόκτησης ή επαύξησης περιουσιακών στοιχείων. Για την εκπλήρωση των σκοπών του νόμου η δήλωση πρέπει να εστιαστεί στην περιουσιακή εικόνα, στα έσοδα (εισροές) και (πιθανώς) στις καταναλωτικές δαπάνες (εκροές).
β) Προσθήκη εξουσιοδοτικής διάταξης σύναψης σύμβασης με έμπειρο ελεγκτικό οίκο που θα προδιαγράψει το ακριβές περιεχόμενο των υποβαλλόμενων στοιχείων και τον τρόπο αυτομάτου ελέγχου τους ώστε που να μεγιστοποιεί την πιθανότητα εύρεσης αδικαιολόγητης επαύξησης της περιουσίας, θα ελαχιστοποιεί ψευδή ευρήματα (σε αριθμό που να επιτρέπει το χειροκίνητο έλεγχό τους) και θα κρατά σε εύλογα πλαίσια τον απαιτούμενο χρόνο για την υποβολή της δήλωσης (π.χ. διάμεσος χρόνος 30′ με μέγιστο χρόνο τα 120′).
Είναι σκόπιμη η διατήρηση της ρύθμισης του άρθρου 2 παρ. 5 του ν. 3213/2003 για την υποχρέωση χορήγησης στοιχείων από τις τράπεζες στους υπόχρεους που το ζητούν, δεδομένου ότι η αυτόματη μεταφορά στην δήλωση είναι κατά το νόμο δυνητική («Τα τραπεζικά και τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται, μέσα σε τρεις (3) εργάσιμες ημέρες από την υποβολή σε αυτά σχετικού αιτήματος του υπόχρεου, να χορηγούν χωρίς επιβάρυνση βεβαιώσεις περί του υπολοίπου των καταθέσεων αυτού την 31η Δεκεμβρίου …»).