1. `Οσο διαρκεί η προδικασία, αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής
του κατηγορουμένου για κακούργημα ή πλημμέλημα που τιμωρείται με ποινή
φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών, είναι δυνατό να διαταχθούν
περιοριστικοί όροι, εφόσον αυτό κρίνεται απολύτως αναγκαίο για την
επίτευξη των αναφερόμενων στο άρθρο 296 σκοπών.2. Περιοριστικοί όροι είναι ιδίως η παροχή εγγύησης, η υποχρέωση του
κατηγορουμένου να εμφανίζεται κατά διαστήματα στον ανακριτή ή σε άλλη
αρχή, η απαγόρευση να μεταβαίνει ή να διαμένει σε ορισμένο τόπο ή στο
εξωτερικό, η απαγόρευση να συναναστρέφεται ή να συναντάται με ορισμένα
πρόσωπα.«3. Προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί αντί για περιοριστικούς
όρους, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της πρώτης παραγράφου του
άρθρου αυτού, μόνο αν ο κατηγορούμενος διώκεται για κακούργημα και δεν
έχει γνωστή διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες
για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή
φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση
περιορισμών διαμονής ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος
είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από ειδικά μνημονευόμενα περιστατικά
της προηγούμενης ζωής του ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά της πράξης για την οποία κατηγορείται, να διαπράξει και
άλλα εγκλήματα. Μόνο η κατά το νόμο βαρύτητα της πράξης δεν αρκεί για
την επιβολή προσωρινής κράτησης».«Υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να
επιβληθεί προσωρινή κράτηση και για το πλημμέλημα της ανθρωποκτονίας από
αμέλεια κατά συρροή. Στην περίπτωση αυτή, το ανώτατο όριο της προσωρινής
κράτησης είναι διάρκειας έως έξι μηνών, που μπορεί να παραταθεί για άλλους
τρεις μήνες.»«4. Οι περιοριστικοί όροι που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο για
κακούργημα ή πλημμέλημα, εάν παραβιασθούν από αυτόν, είναι δυνατόν να
αντικατασταθούν με προσωρινή κράτηση κατά το άρθρο 298».«5. Η παράγραφος 3 του παρόντος εφαρμόζεται και για ανήλικο κατηγορούμενο
που έχει συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας του, εφόσον η πράξη
για
την οποία κατηγορείται απειλείται στο νόμο με ποινή κάθειρξης τουλάχιστον
δέκα ετών. Η αδυναμία παροχής εγγύησης δεν επιτρέπεται να οδηγήσει από μόνη
της σε προσωρινή κράτηση.»
Προτεινόμενη ρύθμιση:
Το άρθρο 282 παρ. 3 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:
Προσωρινή κράτηση και περιοριστικοί όροι:
1. Όσο διαρκεί η προδικασία, αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για κακούργημα ή πλημμέλημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών, είναι δυνατό να διαταχθούν περιοριστικοί όροι, εφόσον αυτό κρίνεται απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη των αναφερόμενων στο άρθρο 296 σκοπών.
2. Περιοριστικοί όροι είναι ιδίως η παροχή εγγύησης, η υποχρέωση του κατηγορουμένου να εμφανίζεται κατά διαστήματα στον ανακριτή ή σε άλλη αρχή, η απαγόρευση να μεταβαίνει ή να διαμένει σε ορισμένο τόπο ή στο εξωτερικό, η απαγόρευση να συναναστρέφεται ή να συναντάται με ορισμένα πρόσωπα.
«3. Προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί αντί για περιοριστικούς όρους –εάν αιτιολογημένα κριθεί ότι οι τελευταίοι δεν επαρκούν-, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου αυτού, μόνο αν ο κατηγορούμενος διώκεται για κακούργημα και δεν έχει γνωστή διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής, εφόσον από τη συνδρομή των παραπάνω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες αμετάκλητες καταδίκες για κακούργημα ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αποδιδόμενης σ’ αυτόν πράξης για την οποία απειλείται στο νόμο ισόβια κάθειρξη ή πρόσκαιρη κάθειρξη με ανώτατο όριο τα είκοσι έτη, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Μόνο η κατά το νόμο βαρύτητα της πράξης δεν αρκεί για την επιβολή προσωρινής κράτησης».
Σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον αιτιολογημένα κρίνεται ότι δεν επαρκούν οι περιοριστικοί όροι, μπορεί να επιβληθεί προσωρινή κράτηση και για το πλημμέλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή, αν προκύπτει σκοπός φυγής του κατηγορουμένου, με βάση τα κριτήρια που αναφέρονται στο εδάφιο α΄ της παρούσας παραγράφου. Στην περίπτωση αυτή, το ανώτατο όριο της προσωρινής κράτησης είναι διάρκειας έως έξι μηνών, που μπορεί να παραταθεί για άλλους τρεις μήνες.»
«4. Οι περιοριστικοί όροι που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο για κακούργημα ή πλημμέλημα, εάν παραβιασθούν από αυτόν, είναι δυνατόν να αντικατασταθούν με προσωρινή κράτηση κατά το άρθρο 298».
«5. Η παράγραφος 3 του παρόντος εφαρμόζεται και για ανήλικο κατηγορούμενο που έχει συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας του, εφόσον η πράξη για την οποία κατηγορείται απειλείται στο νόμο με ποινή κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών. Η αδυναμία παροχής εγγύησης δεν επιτρέπεται να οδηγήσει από μόνη της σε προσωρινή κράτηση.»
Αιτιολογική Έκθεση:
1. Έχει επισημανθεί κατ’ επανάληψη στην ελληνική ποινική επιστήμη ότι από τη γενικότερη αρχή του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου και από το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, απορρέουν ειδικότερα στο στάδιο της ανάκρισης οι ακόλουθες βασικές αρχές:
αα) Η αρχή της αναγκαιότητας, σύμφωνα με την οποία η αντίστοιχη ανακριτική δραστηριότητα οφείλει να λαμβάνει χώρα μόνον όταν -και καθόσον μέτρο- είναι αναγκαία για τη διερεύνηση των εγκλημάτων και την ανακάλυψη των δραστών τους. Η συγκεκριμένη αρχή κινείται σε διπλή κατεύθυνση: αφενός στην επιβολή προσωρινής κράτησης ή περιοριστικών όρων, μόνον όταν τα μέτρα τούτα είναι «απολύτως αναγκαία», αφετέρου στην προτίμηση του λιγότερου επαχθούς μέτρου και επιλογή του επαχθέστερου μέτρου μόνον όταν εκτιμάται ότι το πρώτο (λιγότερο επαχθές μέτρο) δεν είναι πρόσφορο στη συγκεκριμένη περίπτωση για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού.
ββ) Η αρχή της απαγόρευσης του υπερμέτρου, η οποία επιβάλλει στον ανακρίνοντα την προσεκτική στάθμιση των ειδικών συνθηκών κάθε περίπτωσης κατά την εφαρμογή των διάφορων εξαναγκαστικών μέτρων, ώστε ο κατηγορούμενος που τα υφίσταται να μην προσβάλλεται σε ουσιώδη έννομα αγαθά του με τρόπο αφόρητο σε βαθμό αδικαιολόγητο.
γγ) Η αρχή της αναγκαίας αναλογίας, σύμφωνα με την οποία το λαμβανόμενο μέτρο δικονομικού καταναγκασμού πρέπει να τελεί σε ευθέως ανάλογη σχέση με τη βαρύτητα του φερομένου ως τελεσθέντος εγκλήματος, χωρίς, βέβαια, η βαρύτητα αυτή από μόνη της να αρκεί για την επιβολή του μέτρου.
δδ) Η αρχή του προσήκοντος βαθμού υπονοιών ή ισχύος των ενδείξεων. Το ουσιαστικό νόημα τούτης έγκειται στο ότι όσο σοβαρότερο είναι το μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος του κατηγορουμένου, τόσο περισσότερες ενδείξεις θα πρέπει να έχουν συγκεντρωθεί. Έτσι, κατ’ άρθρο 282 ΚΠΔ, για την επιβολή περιοριστικών όρων ή προσωρινής κρατήσεως αναγκαία είναι η ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής. (Βλ. ενδεικτικά: Ανδρουλάκη, Τα όρια της ανακριτικής δράσεως και η αρχή της αναγκαιότητας, ΠοινΧρον 1975, σελ. 1επ., Δαλακούρα, Προσωρινή κράτηση και περιοριστικοί όροι, 1998, Δέδε, Τα όρια της ανακριτικής δράσεως, ΠοινΧρον 1975, σελ. 275 επ., Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 1998, β΄ έκδ., σελ. 506 επ., Κουράκη, Προσωρινή κράτηση: ‘’Οι δυσλειτουργίες ενός θεσμού’’, ΠοινΧρον 1986, σελ. 625 επ., Λαφαζάνου, Προβλήματα από την εφαρμογή του θεσμού της προσωρινής κρατήσεως, ΠοινΧρον 1982, σελ. 449 επ., Μαργαρίτη, Εφαρμοσμένη Ποινική Δικονομία, τομ. Α΄, 1997, σελ. 187 επ., Πανούση, Περιοριστικοί όροι, Επιστ.Επετ.Αρμεν. 1981, σελ. 159 επ., Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, 2004, β΄ έκδ., σελ. 324 επ., Σταθέα, Προσωρινή κράτηση – νομικός κανόνας και πράξη, ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ, 1991, σελ. 95 επ.).
2.Υπό το πρίσμα των παραπάνω επισημάνσεων διαμορφώνεται η αντίληψη ότι η επιβολή των περιοριστικών όρων, αντί της προσωρινής κράτησης, είναι επιβεβλημένη σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις στις οποίες διαπιστώνεται η προσφορότητά τους για την υλοποίηση των κοινών με την προσωρινή κράτηση σκοπών. Έτσι, προσωρινή κράτηση μπορεί να διατάσσεται -εφόσον βεβαίως, συντρέχουν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις επιβολής της- μόνον εφόσον οι περιοριστικοί όροι κρίνονται ρητά ως ανεπαρκείς για την προώθηση των σκοπών της ποινικής προδικασίας. Η σχέση προτεραιότητας των περιοριστικών όρων έναντι της προσωρινής κρατήσεως παραμένει αναλλοίωτη και στο πλαίσιο του σημερινού νομοθετικού καθεστώτος και εισάγεται ρητά ανάγκη διπλής αιτιολόγησης της επιλογής του επαχθέστερου μέτρου δικονομικού καταναγκασμού. Η ανάγκη ρητής, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας από την οποία θα προκύπτει με σαφήνεια η απροσφορότητα των περιοριστικών όρων θα προηγείται της αντίστοιχης αιτιολόγησης συνδρομής των προϋποθέσεων προσωρινής κράτησης. Έτσι, στο εξής θα πρέπει ρητά να αιτιολογείται για ποιο λόγο στη συγκεκριμένη περίπτωση η επιβολή περιοριστικών όρων δεν ήταν πρόσφορη για την επίτευξη των σκοπών του άρθρου 296 ΚΠΔ και στη συνέχεια να αιτιολογείται η διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων επιβολής προσωρινής κράτησης.
3. Αναδιατυπώνονται τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις επιβολής ή διατήρησης της προσωρινής κράτησης ως εξής:
α) Ο κίνδυνος φυγής. Το αντικειμενικό μοντέλο διάγνωσης του κινδύνου φυγής (ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής) διατηρείται και εξορθολογίζεται, αφού η ανάγκη διαπίστωσης των συγκεκριμένων προϋποθέσεων συνδέεται πλέον ρητά με τη συναφή ανάγκη διαπίστωσης σκοπού φυγής του κατηγορουμένου. Η ανάγκη ρητής αιτιολόγησης του σκοπού φυγής του κατηγορουμένου το μεν υποδηλώνει ότι δεν αρκεί μόνο η διαπίστωση των λοιπών προϋποθέσεων για την επιβολή προσωρινής κράτησης, το δε είναι εναρμονισμένη με τους σκοπούς του άρθρου 296 ΚΠΔ.
β) Ο κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων.
Αναδιατυπώνεται και γίνεται αντικειμενικό το μοντέλο πιθανολόγησης του κινδύνου τέλεσης νέων εγκλημάτων. Συγκεκριμένα: αα) Είναι ακριβές ότι η ορθή κριτική που είχε ασκηθεί στο παρελθόν για τη χρήση του αξιολογικού και αόριστου όρου του «ιδιαίτερα επικίνδυνου δράστη» είχε οδηγήσει στη διατύπωση του κριτηρίου των «ειδικώς μνημονευόμενων πραγματικών περιστατικών της προηγούμενης ζωής του». Ήδη το κριτήριο αυτό αντικαθίσταται από μια σαφέστερη και ευχερώς αποδείξιμη προϋπόθεση: τη διαπίστωση «προηγούμενων αμετάκλητων καταδικών για κακούργημα». Έτσι, ως πραγματικά περιστατικά της προηγούμενης ζωής του δράστη δεν επιτρέπεται να αξιολογούνται συμπεριφορές αποκλίνουσες ή συγκλίνουσες σε κοινωνικά μοντέλα, ή συμπεριφορές προκύπτουσες έμμεσα από εγκληματολογικά δελτία ή άδηλα από αόριστες πληροφορίες, αλλά μόνο ειδικά περιστατικά που έχουν ποινική απαξία και είναι πραγματικά (υπαρκτά στον εμπειρικό κόσμο), αφού αποτυπώνονται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Είναι σαφές ότι για την ορθή εφαρμογή του κριτηρίου δεν αρκεί μόνη η διαπίστωση των προηγούμενων αμετάκλητων καταδικών, αλλά, επιπλέον, απαιτείται να διαλαμβάνεται σε ειδική αιτιολογία η αξιοποίηση των αιτιακών όρων, που απορρέουν από το ως άνω ποινικό παρελθόν, και δικαιολογούν την εγγύζουσα τη βεβαιότητα κρίση για τη συνέχιση της εγκληματικής συμπεριφοράς του στο μέλλον. ββ) Επαναλαμβάνεται η διατύπωση για το κριτήριο των «συγκεκριμένων χαρακτηριστικών» της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο πράξης καθώς και του κριτηρίου των «ιδιαίτερων» χαρακτηριστικών της, έτσι ώστε εμφατικά να τονιστεί ότι απαιτείται η συνδρομή συγκεκριμένων στοιχείων που να προσδίδουν ιδιαιτερότητα στην πράξη. Το εύρος εφαρμογής του συγκεκριμένου κριτηρίου περιορίζεται πλέον μόνο στα πολύ σοβαρά κακουργήματα, δηλαδή εκείνα για τα οποία απειλείται στο νόμο ποινή ισόβιας κάθειρξης, πρόσκαιρης κάθειρξης (5 – 20 έτη) ή κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών (10-20 έτη), ενώ ρητά αποκλείονται από τα κακουργήματα τα ηπιότερα, δηλαδή τα απειλούμενα με ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης μέχρι δέκα ετών (5-10 έτη).
4. Αναδιατυπώνονται οι προϋποθέσεις επιβολής ή διατήρησης προσωρινής κράτησης στην περίπτωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή Προβλέπεται ρητά ότι πρόκειται για «εντελώς εξαιρετική» περίπτωση και εισάγεται ομοίως ανάγκη διπλής αιτιολογίας από την οποία θα προκύπτει και για ποιο λόγο κρίνεται ότι οι περιοριστικοί όροι δεν αρκούν και για ποιο λόγο κρίνεται αναγκαία η επιβολή προσωρινής κράτησης. Τέλος, προσδιορίζεται το αντικειμενικό κριτήριο της «υποψίας φυγής» σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου.