- Υπουργείο Δικαιοσύνης - http://www.opengov.gr/ministryofjustice -

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΠΟΙΝΙΚΟ ΚΩΔΙΚΑ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ Ν. 4619/2019

Άρθρο 3

Δικαιοδοσία επί εγκλημάτων σε πλοία ή αεροσκάφη που φέρουν την ελληνική σημαία – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 5 Ποινικού Κώδικα

Η παρ. 2 του άρθρου 5 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται σε πράξεις που τελούνται σε πλοία που φέρουν την ελληνική σημαία ή αεροσκάφη που έχουν την ελληνική εθνικότητα ανεξάρτητα από το δίκαιο του τόπου τέλεσης αυτών.».

Άρθρο 4

Απόπειρα τέλεσης εγκλήματος – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 42 Ποινικού Κώδικα

Στην παρ. 1 του άρθρου 42 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται δεύτερο εδάφιο και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Όποιος, έχοντας αποφασίσει να τελέσει έγκλημα, αρχίζει να εκτελεί την περιγραφόμενη στο νόμο αξιόποινη πράξη, τιμωρείται, αν το έγκλημα δεν ολοκληρώθηκε, με μειωμένη ποινή (άρθρο 83). Αν το δικαστήριο κρίνει ότι η μειωμένη ποινή του πρώτου εδαφίου δεν επαρκεί για να αποτρέψει τον υπαίτιο από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων, μπορεί να του επιβάλει την ίδια ποινή με αυτή που ο νόμος προβλέπει για την ολοκληρωμένη πράξη.».

Άρθρο 5

Δυνατότητα επιβολής πλήρους ποινής σε συνεργό- Τροποποίηση άρθρου 47 Ποινικού Κώδικα 

Στο άρθρου 47 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις, προστίθεται τρίτο εδάφιο και το άρθρο 47 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 47

Συνεργός

Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 46, πρόσφερε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται με μειωμένη ποινή (άρθρο 83). Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει την ποινή του αυτουργού, αν ο υπαίτιος προσφέρει άμεση συνδρομή κατά την τέλεση και στην εκτέλεση της πράξης, θέτοντας το αντικείμενο της προσβολής στη διάθεση του φυσικού αυτουργού. Την ποινή του αυτουργού μπορεί να επιβάλλει το δικαστήριο και στην περίπτωση του πρώτου εδαφίου, αν κρίνει ότι η συνδρομή που προσφέρθηκε είναι ιδιαίτερα σημαντική για την τέλεση της πράξης και η μειωμένη ποινή του πρώτου εδαφίου δεν επαρκεί για να αποτρέψει τον υπαίτιο από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων.».

Άρθρο 6

Διάρκεια κάθειρξης – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 52 Ποινικού Κώδικα

Στην παρ. 2 του άρθρου 52 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται η λέξη «δεκαπέντε» από τη λέξη «είκοσι» και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:

«2. Η διάρκεια της πρόσκαιρης κάθειρξης δεν υπερβαίνει τα είκοσι έτη ούτε είναι κατώτερη των πέντε ετών.».

Άρθρο 7

Κατάργηση του υπολογισμού χρηματικής ποινής σε ημερήσιες μονάδες – Τροποποίηση άρθρου 57 Ποινικού Κώδικα

Στο άρθρο 57 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) οι παρ. 1 και 3 καταργούνται, β) η παρ. 2 αντικαθίσταται και το άρθρο 57 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 57

Χρηματική ποινή

  1. [Καταργείται].
  2. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις, η χρηματική ποινή δεν μπορεί να είναι κατώτερη από πεντακόσια (500) ευρώ ούτε ανώτερη από δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ για πλημμελήματα, ούτε κατώτερη από δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ και ανώτερη από εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ για κακουργήματα. 
  3. [Καταργείται].
  4. Με τον θάνατο του καταδικασθέντος διαγράφεται η χρηματική ποινή. Σε καμία περίπτωση δεν εκτελείται εναντίον των κληρονόμων του.».

Άρθρο 8

Προσθήκη απέλασης ως μέτρου ασφαλείας-Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 69 Ποινικού Κώδικα 

Στην παρ. 1 του άρθρου 69 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται περ. γ’ και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Μέτρα ασφαλείας, εκτός από τα προβλεπόμενα στα άρθρα 122 και 123, είναι: α) τα μέτρα θεραπείας ατόμων με ψυχική ή διανοητική διαταραχή, β) η δήμευση κατά το άρθρο 76 και γ) η απέλαση αλλοδαπού.».

Άρθρο 9

Απέλαση αλλοδαπού- Προσθήκη άρθρου 72 στον Ποινικό Κώδικα

Μετά από το άρθρο 71 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται νέο άρθρο 72 ως εξής:

«Άρθρο 72

Απέλαση αλλοδαπού

  1. Με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από τη χώρα, το δικαστήριο, ανεξάρτητα από τυχόν συντρέχουσα διοικητική διαδικασία σύμφωνα με τον Κώδικα Μετανάστευσης (ν. 5038/2023, Α’ 81), μπορεί να διατάξει την απέλαση κάθε αλλοδαπού (πολίτη τρίτης χώρας ή κράτους μέλους της Ε.Ε.) που καταδικάσθηκε σε κάθειρξη τουλάχιστον έξι (6) ετών για τις αξιόποινες πράξεις του δεύτερου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 105Β ή για τη διακεκριμένη κλοπή του άρθρου 374, εάν κρίνει ότι η παραμονή του στη χώρα δεν συμβιβάζεται προς τους όρους της κοινωνικής συμβίωσης, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως το είδος του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε, τον βαθμό της υπαιτιότητάς του, τις ειδικές συνθήκες τέλεσης της πράξης, τις συνέπειες αυτής, τον χρόνο παραμονής του στο ελληνικό έδαφος, τη νομιμότητα ή μη της παραμονής του, την εν γένει συμπεριφορά, τον επαγγελματικό προσανατολισμό, την ύπαρξη οικογένειας και γενικότερα τον βαθμό ένταξης αυτού στην ελληνική κοινωνία, καθώς και τον βαθμό επικινδυνότητας για τη δημόσια ασφάλεια.

Ειδικά, για τους πολίτες κράτους μέλους της Ε.Ε. που έχουν αποδεδειγμένα μόνιμη διαμονή στην ελληνική επικράτεια τουλάχιστον για πέντε (5) έτη, πριν από την τέλεση της πράξης, απέλαση μπορεί να επιβληθεί μόνο όταν συντρέχουν και αιτιολογούνται ειδικώς στην απόφαση σοβαροί και επιτακτικοί λόγοι δημοσίας ασφάλειας. Η απέλαση εκτελείται αμέσως μετά την έκτιση της ποινής ή την απόλυση από τις φυλακές. 

  1. Το δικαστήριο μπορεί, επίσης, να διατάξει την απέλαση από τη χώρα κάθε αλλοδαπού στον οποίο επιβλήθηκε μέτρο ασφάλειας των άρθρων 69A, 70 και 71. Σε αυτή την περίπτωση, η απέλαση μπορεί να διαταχθεί σε αντικατάσταση αυτών των μέτρων.
  2. Το δικαστήριο που αποφασίζει την απέλαση του αλλοδαπού δράστη επιβάλλει σε αυτόν απαγόρευση επανεισόδου του στη χώρα, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δέκα (10) ετών αν είναι πολίτης τρίτης χώρας και τουλάχιστον πέντε (5) ετών αν είναι πολίτης κράτους μέλους της Ε.Ε..

Το συμβούλιο πλημμελειοδικών του τόπου του δικαστηρίου που επέβαλε την απέλαση, για εξαιρετικούς λόγους που αιτιολογούνται ειδικά και ύστερα από γνώμη της αρμόδιας αστυνομικής αρχής, μπορεί να επιτρέψει, για συγκεκριμένη διάρκεια ή επ’ αόριστον, την επιστροφή του αλλοδαπού στη χώρα και πριν από την παρέλευση των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων. Νέα αίτηση του αλλοδαπού για επιστροφή μπορεί να υποβληθεί μόνο μετά την πάροδο ενός (1) έτους από την απόρριψη της προηγούμενης.

  1. α. Η απέλαση εκτελείται με ενέργειες των αρμόδιων αστυνομικών αρχών, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία περί αλλοδαπών, καθώς και τους κανόνες του διεθνούς και του ενωσιακού δικαίου. Πέντε (5) μήνες πριν από τη συμπλήρωση του χρόνου για την υφ` όρον απόλυση του κρατούμενου, ο διευθυντής του καταστήματος κράτησης υποχρεούται να ενημερώσει σχετικά τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου κράτησης, ώστε ο τελευταίος να παραγγείλει αμέσως στην αρμόδια αστυνομική αρχή τη διερεύνηση του εφικτού της απέλασης και την προετοιμασία για την υλοποίησή της. Τουλάχιστον ένα (1) μήνα πριν από τη συμπλήρωση του χρόνου για την υφ’ όρον απόλυση, η αρμόδια αστυνομική αρχή αναφέρει, με αιτιολογημένη έκθεσή της, στον εισαγγελέα του τόπου κράτησης εάν η απέλαση είναι εφικτή. Αν η απέλαση είναι εφικτή, εκτελείται αμέσως μετά την υφ’ όρον απόλυση ή την έκτιση της ποινής του κρατουμένου. Με αιτιολογημένη διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου κράτησης, η κράτηση μπορεί να παραταθεί για έναν (1) μήνα μόνο από τον χρόνο της υφ` όρον απόλυσης ή έκτισης της ποινής, εφόσον η διαδικασία απέλασης έχει ξεκινήσει και πρόκειται να εκτελεστεί μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα. Μετά την παρέλευση του χρόνου αυτού και εφόσον η απέλαση δεν έχει πραγματοποιηθεί, με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου κράτησης αναστέλλεται υποχρεωτικά η απέλαση του αλλοδαπού, του επιβάλλονται ιδίως οι όροι που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 106 και ο κρατούμενος απολύεται αμέσως.

β. Αν ο αλλοδαπός παρεμποδίζει την προετοιμασία της απομάκρυνσής του, αρνούμενος να συνεργαστεί με τις αρχές και να αποκαλύψει τα πραγματικά του στοιχεία, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών του τόπου κράτησης μπορεί να παρατείνει την κράτησή του μέχρι και τρεις (3) μήνες από τον χρόνο της υφ’ όρον απόλυσης ή έκτισης της ποινής. Στην περίπτωση αυτή, όπως και στην περ. α`, ο αλλοδαπός παραμένει μέχρι την εκτέλεση της απέλασής του σε ειδικό χώρο του καταστήματος κράτησης ή του θεραπευτικού καταστήματος ή σε ειδικό χώρο των αστυνομικών αρχών που δημιουργούνται για τον σκοπό αυτό, με εντολή του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου κράτησης. Κατά της εισαγγελικής διάταξης που παρατείνει την κράτηση, ο κρατούμενος μπορεί να υποβάλει προσφυγή, για την οποία αποφαίνεται αμετάκλητα ο αρμόδιος εισαγγελέας εφετών μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών. Μετά από την παρέλευση του τριμήνου, με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου κράτησης αναστέλλεται υποχρεωτικά η απέλαση του αλλοδαπού, του επιβάλλονται ιδίως οι όροι που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 106 και ο κρατούμενος απολύεται αμέσως.

γ. Όταν η απέλαση καταστεί εφικτή κατά την αιτιολογημένη γνώμη της αστυνομικής αρχής, η απόφαση της αναστολής αυτής ανακαλείται με την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε και διατάσσεται η κράτηση του αλλοδαπού για την πραγματοποίηση της απέλασης για χρονικό διάστημα το πολύ δεκαπέντε (15) ημερών.

  1. Εάν, σύμφωνα με την αιτιολογημένη έκθεση της αστυνομικής αρχής κατά την περ. α’ της παρ. 4, η απέλαση δεν είναι εφικτή για οποιονδήποτε λόγο και ιδίως επειδή: α) ο αλλοδαπός είναι ανιθαγενής ή ζητεί διεθνή προστασία ή απολαμβάνει διεθνή προστασία, ή β) δεν λειτουργεί ή δεν συνεργάζεται η προξενική αρχή της χώρας καταγωγής του ή γ) η χώρα του δεν συνιστά ασφαλή προορισμό ή τυχόν επιστροφή συνιστά παραβίαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ή δ) δεν τον δέχεται η χώρα καταγωγής του, τότε, μετά την υφ’ όρον απόλυση ή την έκτιση ποινής, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών του τόπου κράτησης αναστέλλει υποχρεωτικά με διάταξή του την απέλαση, επιβάλλει ιδίως τους όρους που προβλέπονται στην παρ. 3 του άρθρου 100 ή ορισμένους από αυτούς και ο κρατούμενος απολύεται αμέσως. Όταν η απέλαση καταστεί εφικτή, εφαρμόζεται αναλόγως η περ. γ’ της παρ. 4.
  2. Αυτός που παραβιάζει τον όρο ή τους όρους που του έχουν επιβληθεί από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών κατά την αναστολή της απέλασης, τιμωρείται με την ποινή της παρ. 1 του άρθρου 182.».

Άρθρο 10

Κριτήρια υπολογισμού ύψους χρηματικής ποινής – Τροποποίηση άρθρου 80 Ποινικού Κώδικα

Στο άρθρο 80 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) η παρ. 1 αντικαθίσταται, β) οι παρ. 2, 3, 4, και 5 καταργούνται και το άρθρο 80 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 80

Επιμέτρηση και απότιση χρηματικής ποινής

  1. Κατά την επιμέτρηση της χρηματικής ποινής, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του α) τη βαρύτητα της πράξης και την ενοχή του υπαιτίου γι’ αυτή, β) την προσωπική και οικονομική κατάσταση του υπαιτίου, λαμβάνοντας υπόψη ειδικότερα βα) τα καθαρά έσοδα που αποκτά από την εργασία του κατά μέσο όρο κάθε ημέρα, ββ) άλλα τυχόν εισοδήματα και εν γένει την περιουσία του, καθώς και βγ) τις οικογενειακές του υποχρεώσεις. Άλλες υποχρεώσεις του μπορούν επίσης να συνυπολογισθούν από το δικαστήριο.
  2. [Καταργείται].
  3. [Καταργείται].
  4. [Καταργείται].
  5. [Καταργείται].
  6. Σε περίπτωση μη καταβολής της χρηματικής ποινής σύμφωνα με τα παραπάνω αυτή ή το μη καταβληθέν μέρος, βεβαιώνεται κατά το άρθρο 553 ΚΠΔ.».

Άρθρο 11

Μετατροπή της ποινής φυλάκισης σε χρήμα – Προσθήκη άρθρου 80Α στον Ποινικό Κώδικα

Μετά το άρθρο 80 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται νέο άρθρο 80 Α ως εξής:

«Άρθρο 80 Α

Μετατροπή της ποινής φυλάκισης σε χρήμα

  1. Κάθε ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) ετών, αν το δικαστήριο κρίνει ότι δεν υπάγεται στις προϋποθέσεις εφαρμογής των άρθρων 99 και 104 Α, μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, υπολογίζοντας κάθε ημέρα σε ποσό από δέκα (10) έως εκατό (100) ευρώ, εκτός αν το δικαστήριο, με την απόφασή του, κρίνει ότι απαιτείται η πραγματική της έκτιση εν όλω ή εν μέρει, για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Η παρ. 1 του άρθρου 80 για το ύψος της μετατροπής εφαρμόζεται αναλόγως.
  2. Αν ο καταδικασθείς αδυνατεί να καταβάλει αμέσως το σύνολο της χρηματικής ποινής ή η καταβολή της συνεπάγεται την αδυναμία καταβολής της αποζημίωσης στο θύμα, το δικαστήριο καθορίζει, και αυτεπαγγέλτως, προθεσμία, όχι μεγαλύτερη από τρία (3) έτη, ώστε μέσα σε αυτήν να καταβάλει σε δόσεις ή εφάπαξ την ποινή του.
  3. Αν η αδυναμία καταβολής της χρηματικής ποινής ή των δόσεων αυτής οφείλεται σε ουσιώδη αλλαγή των όρων της προσωπικής και οικονομικής κατάστασης του καταδικασθέντος μετά την επιβολή της ποινής, ο καταδικασθείς μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση: α) προθεσμία καταβολής της χρηματικής ποινής ή επέκταση αυτής, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει συνολικά τα πέντε (5) έτη, ή β) αντικατάσταση της χρηματικής ποινής από την προσφορά κοινωφελούς εργασίας, στο μέτρο που ορίζει το δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 104Α. Κάθε συγκεκριμένο αίτημα μπορεί να υποβληθεί μία μόνο φορά .».

Άρθρο 12

Επιμέτρηση της ποινής της παροχής κοινωφελούς εργασίας – Τροποποίηση παρ. 4 και 5 άρθρου 81 Ποινικού Κώδικα

Στο άρθρο 81 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 4, μετά από τη λέξη «αντιστοιχούν», οι λέξεις «προς μία ημερήσια μονάδα» αντικαθίστανται από τις λέξεις «με εκατό (100) ευρώ», β) στην περ. β) της παρ. 5, μετά από τις λέξεις «ώρες εργασίας», οι λέξεις «μία ημερήσια μονάδα» αντικαθίστανται από τις λέξεις «εκατό (100) ευρώ» και το άρθρο 81 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 81

Επιμέτρηση της ποινής της παροχής κοινωφελούς εργασίας

  1. Κατά την επιμέτρηση της ποινής της παροχής κοινωφελούς εργασίας λαμβάνονται υπόψη και η ηλικία, η κατάσταση της υγείας του υπαιτίου, καθώς και οι επαγγελματικές και οικογενειακές του υποχρεώσεις.
  2. Στην απόφαση ορίζεται η μέγιστη διάρκεια παροχής της κοινωφελούς εργασίας, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες.
  3. Η κοινωφελής εργασία πραγματοποιείται προς όφελος του κοινού σε δημόσιες υπηρεσίες, οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή μη κερδοσκοπικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και των κατά περίπτωση συναρμόδιων Υπουργών. Μπορεί επίσης να αφορά και σε παροχή υπηρεσιών προς τον παθόντα, αν υπάρχει η σύμφωνη γνώμη του. Με την ίδια απόφαση ορίζονται επίσης η οργάνωση της παροχής κοινωφελούς εργασίας, η διαδικασία επιλογής, ανάθεσης και επίβλεψης της σχετικής εργασίας και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
  4. Στην απόφαση καθορίζεται και η χρηματική ποινή που θα πρέπει να αποτίσει ο καταδικασθείς, αν δεν παρέχει με συνέπεια την κοινωφελή εργασία. Τέσσερις ώρες κοινωφελούς εργασίας αντιστοιχούν με εκατό (100) ευρώ χρηματικής ποινής.
  5. Αν η εργασία παρέχεται από εκείνον που καταδικάστηκε ελλιπώς ή πλημμελώς με δική του υπαιτιότητα, ο εισαγγελέας εκτέλεσης της ποινής, αφού λάβει υπόψη τη συχνότητα και σοβαρότητα της παραβίασης των υποχρεώσεων από τον καταδικασθέντα, καθώς και τον βαθμό της υπαιτιότητάς του μπορεί, αφού προβεί σε έγγραφη προειδοποίηση εκείνου που καταδικάστηκε:

α) να παρατείνει την προθεσμία για την εκτέλεση της εργασίας μέχρι ένα (1) επιπλέον έτος, β) να επιτρέψει την εκτέλεση της χρηματικής ποινής που είχε καθοριστεί σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, αφού αφαιρέσει το ποσό που αναλογεί στην ήδη εκτιθείσα ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας, καθορίζοντας για κάθε τέσσερις (4) ώρες εργασίας εκατό (100) ευρώ χρηματικής ποινής.».

Άρθρο 13

Μειωμένη ποινή – Τροποποίηση άρθρου 83 Ποινικού Κώδικα

Στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 83 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στην περ. β’ οι λέξεις «δύο (2)» και «οκτώ (8)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τριών (3)» και «δώδεκα (12)» αντίστοιχα, β) στην περ. γ’ οι λέξεις «ενός (1) έτους» και «οκτώ (8)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «δύο (2) ετών» και «δέκα (10)» αντίστοιχα, γ) στην περ. δ’ οι λέξεις «ενός (1) έτους» αντικαθίστανται από τις λέξεις «δύο (2) ετών» και το άρθρο 83 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 83

Μειωμένη ποινή

Όπου στον νόμο προβλέπεται μειωμένη ποινή χωρίς άλλο προσδιορισμό, το πλαίσιό της καθορίζεται ως εξής: α) αντί για την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, επιβάλλεται κάθειρξη, β) αντί για την ποινή της κάθειρξης τουλάχιστον δέκα (10) ετών, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών ή κάθειρξη έως δώδεκα (12) έτη, γ) αντί για την ποινή της κάθειρξης επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών ή κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, δ) αντί για την ποινή της κάθειρξης έως δέκα (10) έτη επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών ή κάθειρξη έως έξι (6) έτη, ε) σε κάθε άλλη περίπτωση, ο δικαστής μειώνει την ποινή ελεύθερα έως το ελάχιστο όριό της. Αν ο νόμος προβλέπει σωρευτικά ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή, μπορεί να επιβληθεί και μόνο η τελευταία.».

Άρθρο 14

Ελαφρυντικές περιστάσεις – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 84 Ποινικού Κώδικα

Η περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 84 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:

«2. Ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται ιδίως: α) το ότι ο υπαίτιος έζησε ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, β) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από μη ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης, γ) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη, δ) το ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του, ε) το ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του.».

Άρθρο 15

Συρροή λόγων μείωσης της ποινής- Αντικατάσταση άρθρου 85 Ποινικού Κώδικα

Το άρθρο 85 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 85

Συρροή λόγων μείωσης της ποινής

Όταν συντρέχουν περισσότεροι από ένας λόγοι για τη μείωση της ποινής κατά το άρθρο 83 ή όταν συντρέχουν ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις (άρθρο 84 ΠΚ), εφαρμόζεται μόνο μία φορά η μείωση της ποινής σύμφωνα με το μέτρο που προβλέπει το άρθρο 83. Στην επιμέτρηση της ποινής λαμβάνονται υπόψη όλοι οι λόγοι του πρώτου εδαφίου και οι ελαφρυντικές περιστάσεις.».

Άρθρο 16

Συνολική ποινή σε περίπτωση στερητικών της ελευθερίας ποινών – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 94 Ποινικού Κώδικα

Στο τρίτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 94 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται μετά από τη λέξη «είκοσι» η λέξη «πέντε», αντικαθίσταται η λέξη «οκτώ» από τη λέξη «δέκα» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Κατά του υπαιτίου δύο ή περισσότερων εγκλημάτων που τελέστηκαν με περισσότερες πράξεις και τιμωρούνται με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται, μετά την επιμέτρησή τους, συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές επαυξημένη. Αν οι συντρέχουσες ποινές είναι του ίδιου είδους και ίσης διάρκειας, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας από αυτές. Η επαύξηση της βαρύτερης ποινής για κάθε μία από τις συντρέχουσες ποινές δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από το ένα δεύτερο κάθε συντρέχουσας ποινής, ούτε μπορεί η συνολική ποινή να ξεπεράσει τα είκοσι πέντε έτη, όταν η βαρύτερη ποινή είναι κάθειρξη και τα δέκα έτη όταν πρόκειται για φυλάκιση.».

Άρθρο 17

Έκτιση και αναστολή εκτέλεσης της ποινής και μέρους της ποινής υπό όρο – Τροποποίηση άρθρου 99 Ποινικού Κώδικα

Στο άρθρο 99 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) αντικαθίσταται ο τίτλος, β) η παρ. 1 αντικαθίσταται, γ) τα δύο πρώτα εδάφια της παρ. 4 αντικαθίστανται, δ) προστίθενται παρ. 5 και 6 και το άρθρο 99 διαμορφώνεται ως εξής 

«Άρθρο 99

Έκτιση και αναστολή εκτέλεσης της ποινής και μέρους της ποινής υπό όρο

  1. Το δικαστήριο μετά την επιβολή ποινής εφαρμόζει τα άρθρα 80 A ή 104 A, μετατρέποντας την ποινή σε χρηματική ή σε κοινωφελή εργασία, εκτός αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις τους, οπότε διατάσσει την πραγματική έκτιση μέρους της ποινής σύμφωνα με την παρ. 5 ή ολόκληρης της ποινής. 

Αν ωστόσο, κάποιος, που δεν έχει στο παρελθόν καταδικαστεί αμετάκλητα με μία ή περισσότερες αποφάσεις σε στερητική της ελευθερίας ποινή άνω του ενός (1) έτους, καταδικαστεί σε ποινή που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος, το δικαστήριο με την απόφασή του μπορεί να διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα (1) και ανώτερο από τρία (3) έτη, αν κρίνει αιτιολογημένα πως η εκτέλεση της ποινής δεν είναι αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Ο χρόνος της αναστολής δεν μπορεί να είναι βραχύτερος από τη διάρκεια της ποινής, και αρχίζει από τότε που η απόφαση η οποία την χορηγεί καθίσταται εκτελεστή.

  1. Στην ίδια απόφαση το δικαστήριο μπορεί να προσδιορίσει τους όρους υπό τους οποίους παρέχεται η αναστολή εκτέλεσης της ποινής, οι οποίοι, διαζευκτικά ή σωρευτικά, είναι ιδίως: α) η αποκατάσταση του συνόλου ή μέρους της ζημίας που προκλήθηκε στο θύμα της αξιόποινης πράξης κατά το μέτρο των δυνατοτήτων του καταδικασθέντος, β) η αφαίρεση της άδειας οδήγησης για χρονικό διάστημα έως ένα έτος, αν η πράξη συνδέεται με σοβαρή παραβίαση των κανόνων οδήγησης, γ) η καταβολή ποσού ύψους έως δέκα χιλιάδες ευρώ για κοινωφελείς σκοπούς, δ) η εκπλήρωση υποχρεώσεων του καταδικασθέντος για διατροφή ή επιμέλεια άλλων προσώπων, ε) η συμμετοχή του καταδικασθέντος, εφόσον συναινεί, σε πρόγραμμα απεξάρτησης ή άλλο θεραπευτικό πρόγραμμα, στ) η συμμετοχή του καταδικασθέντος σε συνεδρίες με επιμελητή κοινωνικής αρωγής, ζ) η εμφάνιση στο αστυνομικό τμήμα, η) η απαγόρευση εξόδου από τη Χώρα.
  2. Μετά από αίτηση του εισαγγελέα εκτέλεσης της ποινής ή του καταδικασθέντος, το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει την άρση ή την τροποποίηση των όρων που έχει επιβάλει. Νέα αίτηση του καταδικασθέντος μπορεί να υποβληθεί μετά πάροδο τριμήνου από την απόρριψη της προηγούμενης.
  3. Αν ο καταδικασθείς παραβιάζει τους όρους, ο εισαγγελέας εισάγει την υπόθεση στο δικαστήριο εκτέλεσης της ποινής. Το τελευταίο, με βάση τα πιο πάνω κριτήρια, μπορεί: α) να διατάξει τη μετατροπή της ποινής σε χρηματική κατά το άρθρο 80Α ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας κατά το άρθρο 104Α, β) να διατάξει την έκτιση μέρους της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε σύμφωνα με την παρ. 5 ή την έκτιση ολόκληρης της ποινής. Ο καταδικασθείς κλητεύεται υποχρεωτικά στη συνεδρίαση τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες πριν και μπορεί να παραστεί αυτοπροσώπως ή με συνήγορο.
  4. Αν κάποιος καταδικαστεί σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη, το δικαστήριο, εφόσον κρίνει ότι η μετατροπή της ποινής σε χρηματική κατά το άρθρο 80 A ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας κατά το άρθρο 104 Α δεν είναι εφικτή με βάση το ύψος της ποινής ή δεν θα είναι επαρκής για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων και ότι για τον σκοπό αυτόν είναι αναγκαία η έκτιση μέρους της στερητικής της ελευθερίας ποινής, μπορεί να διατάξει την πραγματική εκτέλεση του μέρους αυτού, η διάρκεια του οποίου δεν μπορεί να είναι κατώτερη των τριάντα (30) ημερών ούτε ανώτερη των έξι (6) μηνών και την αναστολή εκτέλεσης του υπολοίπου, πέραν των περιπτώσεων της παρ. 1. Στην περίπτωση αυτή αποκλείεται η εφαρμογή του άρθρου 105 Β. Ο χρόνος αναστολής για το αναστελλόμενο μέρος της ποινής αρχίζει μετά από την ολοκλήρωση της έκτισης του μέρους της ποινής που δεν ανεστάλη. Οι παρ. 2 και 3 εφαρμόζονται αναλόγως σε περίπτωση εφαρμογής της παρούσας.
  5. Σε περίπτωση μη τήρησης των όρων μετά από την έκτιση μέρους της ποινής το δικαστήριο εκτέλεσης της ποινής, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα των παραβιάσεων, μπορεί: α) να τροποποιήσει τους επιβληθέντες ή να επιβάλει επιπρόσθετους όρους, β) να διατάξει την πραγματική έκτιση μέρους της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες, γ) να διατάξει την έκτιση του υπολοίπου της ποινής που ανεστάλη. Ο καταδικασθείς κλητεύεται υποχρεωτικά στη συνεδρίαση τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες πριν και μπορεί να παραστεί αυτοπροσώπως ή με συνήγορο.».

Άρθρο 18

Ανάκληση της αναστολής – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 101 Ποινικού Κώδικα

Στην παρ. 2 του άρθρου 101 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) διαγράφεται η λέξη «δόλου», (β) οι λέξεις «τα τρία (3) έτη» αντικαθίστανται από τις λέξεις «το ένα (1) έτος» και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:

«2. Αν κατά τη διάρκεια της αναστολής, καταστεί αμετάκλητη καταδίκη, για έγκλημα που τελέστηκε πριν από τη δημοσίευση της απόφασης για την αναστολή, και η ποινή που επιβλήθηκε με μια ή περισσότερες αποφάσεις υπερβαίνει συνολικά το ένα (1) έτος, η αναστολή θεωρείται ότι δεν χορηγήθηκε ποτέ, εκτός αν το δικαστήριο, απαγγέλλοντας τη νέα καταδίκη, ρητά διατάξει με την ίδια απόφαση να διατηρηθεί η αναστολή, επειδή η εκτέλεση της ποινής, την οποία αφορά η αναστολή, δεν είναι απολύτως αναγκαία.».

Άρθρο 19

Μετατροπή φυλάκισης σε κοινωφελή εργασία – Τροποποίηση άρθρου 104Α Ποινικού Κώδικα

Στο άρθρο 104 Α του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στην παρ. 1: αα) στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 η λέξη «τρία» αντικαθίσταται από τις λέξεις «δύο (2)», αβ) το τρίτο εδάφιο τροποποιείται ως προς τη διάρκεια της κοινωφελούς εργασίας, β) στην παρ. 4 βα) το δεύτερο και τρίτο εδάφιο αντικαθίστανται από ένα εδάφιο, ββ) καταργείται το τέταρτο εδάφιο και το άρθρο 104Α διαμορφώνεται ως εξής:

 

«Άρθρο 104Α

Μετατροπή της φυλάκισης σε κοινωφελή εργασία

  1. Όταν επιβάλλεται φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη και δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 99, η ποινή μετατρέπεται σε παροχή κοινωφελούς εργασίας (άρθρο 81), εκτός αν το δικαστήριο κρίνει, με ειδική αιτιολογία, ότι αυτή δεν είναι αρκετή για να αποτρέψει τον δράστη από την τέλεση άλλων εγκλημάτων. Κάθε ημέρα φυλάκισης δεν μπορεί να αντιστοιχεί σε περισσότερες από δύο (2) ώρες κοινωφελούς εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, η διάρκεια της κοινωφελούς εργασίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τις χίλιες διακόσιες ώρες (1.200) και σε περίπτωση συνολικής ποινής τις τέσσερις χιλιάδες ώρες (4.000), ούτε να έχει διάρκεια μεγαλύτερη των τριών (3) ετών.
  2. Η μετατροπή δεν είναι εφικτή αν ο καταδικασθείς δεν συναινεί ή δεν είναι παρών. Αν ο καταδικασθείς δεν ήταν παρών, μπορεί να ζητήσει τη μετατροπή της ποινής του σε παροχή κοινωφελούς εργασίας με αυτοτελή αίτησή του.
  3. Αν επήλθε ουσιώδης αλλαγή των όρων της παρ. 1, ο καταδικασθείς μπορεί να ζητήσει νέο υπολογισμό της παρεχόμενης κοινωφελούς εργασίας με αυτοτελή αίτησή του.
  4. Η παρ. 3 του άρθρου 81 ισχύει και στην περίπτωση αυτή. Αν η εργασία παρέχεται από εκείνον που καταδικάστηκε ελλιπώς ή πλημμελώς με δική του υπαιτιότητα, ο εισαγγελέας εκτέλεσης της ποινής, αφού λάβει υπόψη τη συχνότητα και σοβαρότητα της παραβίασης των υποχρεώσεων από τον καταδικασθέντα, τον βαθμό της υπαιτιότητάς του και το τμήμα της ποινής που εκτίθηκε, μπορεί: α) να προβεί σε προειδοποίηση εκείνου που καταδικάστηκε, β) να παρατείνει την προθεσμία για την εκτέλεση της εργασίας μέχρι ένα επιπλέον έτος, γ) να διατάξει την έκτιση της στερητικής της ελευθερίας ποινής που είχε επιβληθεί πριν από τη μετατροπή αφού αφαιρέσει την εκτιθείσα ποινή και τον χρόνο παροχής κοινωφελούς εργασίας υπολογίζοντας αυτόν σύμφωνα με την παρ. 1.».

Άρθρο 20

Απόλυση υπό τον όρο της ανάκλησης – Τροποποίηση άρθρου 105Β Ποινικού Κώδικα

Στο άρθρο 105B του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) η περ. α) της παρ. 1 τροποποιείται ως προς τον απαιτούμενο χρόνο έκτισης της ποινής στην περίπτωση φυλάκισης, β) στην παρ. 6: βα) στο πρώτο εδάφιο πριν από τη λέξη «κάθειρξης» προστίθενται οι λέξεις «φυλάκισης ή», μετά από τις λέξεις «αν δεν έχει παραμείνει» προστίθενται οι λέξεις «, δίχως τον ευεργετικό υπολογισμό,», ββ) στο δεύτερο εδάφιο μετά από τις λέξεις «22 και 23 του ν. 4139/2013» προστίθενται οι λέξεις «του άρθρου 25 του Κώδικα Μετανάστευσης (ν. 5038/2023, Α’ 81), των άρθρων», επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις και μετά τη λέξη «παραμείνει» προστίθενται οι λέξεις «, δίχως τον ευεργετικό υπολογισμό,», βγ) προστίθεται νέο πέμπτο εδάφιο και το άρθρο 105Β διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 105Β

Απόλυση υπό τον όρο της ανάκλησης

  1. Όσοι καταδικάστηκαν σε στερητική της ελευθερίας ποινής μπορούν να απολυθούν υπό τον όρο της ανάκλησης, σύμφωνα με τις πιο κάτω διατάξεις, εφόσον έχουν εκτίσει: α) σε περίπτωση φυλάκισης ή πρόσκαιρης κάθειρξης τα τρία πέμπτα (3/5) αυτής, β) σε περίπτωση πρόσκαιρης κάθειρξης για τα εγκλήματα του δευτέρου εδαφίου της παρ. 6, τα τέσσερα πέμπτα (4/5) αυτής και γ) σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης τουλάχιστον είκοσι (20) έτη.
  2. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης δεν απαιτείται να έχει καταστεί η καταδίκη αμετάκλητη.
  3. Στην περίπτωση που συντρέχουν σωρευτικά περισσότερες ποινές, ο καταδικασθείς μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει το άθροισμα των τμημάτων των ποινών, που προβλέπεται στην παρ. 1. Σε κάθε περίπτωση ο καταδικασθείς μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει είκοσι πέντε (25) έτη και όταν το παραπάνω άθροισμα υπερβαίνει το όριο αυτό.
  4. Αν ο καταδικασθείς εργάζεται, κάθε ημέρα εργασίας υπολογίζεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της σωφρονιστικής νομοθεσίας. Κάθε ημέρα κράτησης κρατουμένων που έχουν ημιπληγία ή παραπληγία, σκλήρυνση κατά πλάκας ή έχουν υποβληθεί σε επέμβαση μεταμόσχευσης καρδιάς, ήπατος, νεφρού ή μυελού των οστών ή είναι φορείς του συνδρόμου επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας ή έχουν κακοήθη νεοπλάσματα ή νεφρική ανεπάρκεια για την οποία γίνεται τακτική αιμοκάθαρση ή φυματίωση κατά τη διάρκεια της θεραπείας της, υπολογίζεται ευεργετικά ως δύο (2) ημέρες εκτιόμενης ποινής. Το ίδιο ισχύει και για: α) κρατουμένους με ποσοστό αναπηρίας πενήντα τοις εκατό (50%) και άνω, που δεν μπορούν να εργαστούν, εφόσον κρίνεται ότι η παραμονή τους στο κατάστημα κράτησης καθίσταται ιδιαίτερα επαχθής λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, β) κρατουμένους με ποσοστό αναπηρίας εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω, γ) κρατούμενους στους οποίους απαγορεύεται ύστερα από γνωμάτευση από Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.) η ανάληψη εργασίας ή απασχόλησης που μπορεί βάσιμα να προκαλέσει σοβαρή και μόνιμη βλάβη στην υγεία τους, δ) κρατούμενους οι οποίοι νοσηλεύονται σε θεραπευτικά καταστήματα ή νοσοκομεία εφόσον η νοσηλεία τους έχει διαρκέσει τουλάχιστον τέσσερις (4) μήνες, ε) κρατούμενες μητέρες για όσο διάστημα έχουν μαζί τους τα ανήλικα τέκνα τους, στ) κρατούμενους που συμμετέχουν σε θεραπευτικό πρόγραμμα ψυχικής απεξάρτησης από ναρκωτικά εγκεκριμένου, κατά το άρθρο 51 [1] του ν. 4139/2013 [1] οργανισμού και ζ) κρατούμενους για όσο διάστημα διαρκεί η κράτησή τους σε χώρους αστυνομικών τμημάτων ή αστυνομικών διευθύνσεων. Η διακρίβωση των ασθενειών του δεύτερου εδαφίου, καθώς και της αναπηρίας στις περ. α` και β` γίνεται με τη διαδικασία της παρ. 2 του άρθρου 105.
  5. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης, ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά είτε κατά την προηγούμενη παράγραφο είτε κατά τις ειδικές διατάξεις που προβλέπουν αντίστοιχο υπολογισμό.
  6. Προκειμένου για ποινές φυλάκισης ή κάθειρξης δεν μπορεί να χορηγηθεί στον καταδικασθέντα απόλυση υπό όρο, αν δεν έχει παραμείνει, δίχως τον ευεργετικό υπολογισμό, στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με τα δύο πέμπτα (2/5) της ποινής που του επιβλήθηκε και, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, δεκαέξι (16) έτη. Προκειμένου για ποινές κάθειρξης που επιβλήθηκαν για τα κακουργήματα των άρθρων 22 και 23 του ν. 4139/2013 [1], του άρθρου 25 του Κώδικα Μετανάστευσης (ν. 5038/2023, Α’ 81), των άρθρων 134, 187, 187 Α, των περ. γ` και δ` της παρ. 1 του άρθρου 265, της παρ. 1 του άρθρου 299, των άρθρων 323Α, 324, 380, 385, καθώς και για αυτά του 19ου Κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του παρόντος Κώδικα, απόλυση υπό όρο δεν μπορεί να χορηγηθεί στον καταδικασθέντα, αν αυτός δεν έχει παραμείνει, δίχως τον ευεργετικό υπολογισμό, στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με τα τρία πέμπτα (3/5) της ποινής που του επιβλήθηκε, και σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης δεκαοχτώ (18) ετών. Το παραπάνω κατά περίπτωση χρονικό διάστημα προσαυξάνεται κατά το ένα τρίτο (1/3) των λοιπών ποινών που τυχόν έχουν επιβληθεί, στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως ο καταδικασθείς μπορεί να απολυθεί αν έχει παραμείνει στο κατάστημα είκοσι (20) έτη και αν εκτίει περισσότερες ποινές ισόβιας κάθειρξης, αν έχει παραμείνει είκοσι πέντε (25) έτη. Στις περιπτώσεις συνολικής ποινής πρόσκαιρης κάθειρξης για τα εγκλήματα του δευτέρου εδαφίου που όπως επιβλήθηκε υπερβαίνει κατά τουλάχιστον δέκα (10) έτη το ανώτατο όριο της συνολικής ποινής κάθειρξης, η υφ’ όρον απόλυση δύναται να χορηγείται, εφόσον ο κατάδικος έχει εκτίσει πραγματικά δεκαεπτά (17) έτη.».

Άρθρο 21

Προϋποθέσεις για τη χορήγηση απόλυση υπό όρο – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 106 Ποινικού Κώδικα

Στην παρ. 1 του άρθρου 106 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) το πρώτο εδάφιο τροποποιείται ως προς τους λόγους μη χορήγησης της απόλυσης υπό όρους με την προσθήκη της ουσιαστικής κρίσης περί πιθανότητας επανάληψης του εγκλήματος και με την απάλειψη των λέξεων «με ειδική αιτιολογία», β) το δεύτερο εδάφιο καταργείται και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Η απόλυση υπό όρο μπορεί να μην χορηγηθεί αν κριθεί ότι η διαγωγή του καταδικασθέντος, κατά την έκτιση της ποινής του, σε συνδυασμό με τη διάγνωση της πιθανότητας επανάληψης του εγκλήματος κατά τον χρόνο δοκιμασίας, όπως προκύπτει από την γένει εκτίμηση των ατομικών και κοινωνικών περιστάσεων του καταδικασθέντος, καθώς και της επικινδυνότητας του εγκλήματος για το κοινωνικό σύνολο, καθιστά αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων.».

Άρθρο 22

Άρση της απόλυσης – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 108 Ποινικού Κώδικα

Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 108 του Ποινικού Κώδικα διαγράφονται οι λέξεις «με δόλο» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής: 

«1. Η απόλυση αίρεται αν μέσα στο χρονικό διάστημα που προβλέπει το επόμενο άρθρο, εκείνος που απολύθηκε διαπράξει έγκλημα, για το οποίο του επιβλήθηκε αμετακλήτως οποτεδήποτε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη από ένα (1) έτος. Στην περίπτωση αυτή εκτίει αθροιστικά, από τότε που θα γίνει αμετάκλητη η νέα καταδίκη, και ολόκληρο το υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής, το οποίο όφειλε να εκτίσει κατά τον χρόνο της απόλυσης. Σε περίπτωση άρσης της απόλυσης για καταδίκη σε ισόβια κάθειρξη εκτίει δέκα (10) επιπλέον έτη και επί σωρευτικής συνδρομής ισοβίων καθείρξεων δεκαπέντε (15) επιπλέον έτη.».

Άρθρο 23

Μη υποβολή έγκλησης ή δήλωση παραίτησης από το δικαίωμα της έγκλησης – Τροποποίηση άρθρου 114 Ποινικού Κώδικα

Στο άρθρο 114 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) ο τίτλος τροποποιείται με τη προσθήκη των λέξεων «-Εγκλήματα σε βάρος του Δημοσίου», β) προστίθεται παρ. 3 και το άρθρο 114 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 114

Μη υποβολή έγκλησης ή δήλωση παραίτησης από το δικαίωμα της έγκλησης-Εγκλήματα σε βάρος του Δημοσίου

  1. Όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης, το αξιόποινο εξαλείφεται αν ο δικαιούχος δεν υποβάλει την έγκληση μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που έμαθε για την τέλεση της πράξης και για τον δράστη της ή για έναν από τους συμμετόχους.
  2. Το ίδιο αποτέλεσμα συνεπάγεται και η ρητή δήλωση του δικαιούχου της έγκλησης ενώπιον της αρμόδιας αρχής, ότι παραιτείται από το δικαίωμα της έγκλησης.
  3. Τα εγκλήματα σε βάρος του νομικού προσώπου του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης διώκονται πάντοτε αυτεπαγγέλτως.».

Άρθρο 24

Εξορθολογισμός των κριτηρίων περιορισμού ανηλίκων σε κατάστημα κράτησης νέων- Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 127 Ποινικού Κώδικα

Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 127 του Ποινικού Κώδικα μετά από τη λέξη «κακούργημα» διαγράφονται οι λέξεις «και εμπεριέχει στοιχεία βίας ή στρέφεται κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων επιβάλλεται μόνο σε ανηλίκους που έχουν συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο (15ο) έτος της ηλικίας τους, εφόσον η πράξη τους, αν την τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργημα. Η απόφαση πρέπει να περιέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την οποία να προκύπτει γιατί τα αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα δεν κρίνονται στη συγκεκριμένη περίπτωση επαρκή ενόψει των ιδιαίτερων συνθηκών τέλεσης της πράξης και της προσωπικότητας του ανηλίκου.».

Άρθρο 25

Διατάραξη της λειτουργίας υπηρεσίας νοσηλευτικών ιδρυμάτων – Προσθήκη παρ. 4 στο άρθρο 168 του Ποινικού Κώδικα 

Στο άρθρο 168 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται παρ. 4 ως εξής:

«4. Όποιος εισέρχεται σε χώρο υγειονομικής περίθαλψης και με οποιονδήποτε τρόπο, ιδίως με φωνασκίες, θόρυβο, ύβρεις ή απειλές κατά του υγειονομικού προσωπικού, υπαλλήλων ή ασθενών διαταράσσει τη λειτουργία του, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή και αν η πράξη συνδέεται με πρόκληση βιαιοπραγίας με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή.». 

Άρθρο 26

Παραβίαση δικαστικών αποφάσεων – Τροποποίηση άρθρου 169Α Ποινικού Κώδικα

Στο άρθρο 169Α του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) τροποποιείται ο τίτλος, β) διαγράφεται η παρ. 2 και το άρθρο 169Α διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 169Α

Παραβίαση δικαστικών αποφάσεων και συμφωνιών που επικυρώθηκαν από συμβολαιογράφο

  1. Όποιος δεν συμμορφώθηκε σε προσωρινή διαταγή ή διάταξη δικαστικής απόφασης πολιτικού δικαστηρίου ή σε εισαγγελική διάταξη, που αφορούν τη ρύθμιση της νομής ή της κατοχής, την άσκηση της γονικής μέριμνας, την επικοινωνία με το τέκνο και τη ρύθμιση της χρήσης της οικογενειακής στέγης και της κατανομής των κινητών μεταξύ συζύγων ή την απαγόρευση προσέγγισης και επικοινωνίας μεταξύ προσώπων, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη ή χρηματική ποινή. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος δεν συμμορφώθηκε σε συμφωνία που επικυρώθηκε από συμβολαιογράφο κατά το άρθρο 1441 του Αστικού Κώδικα και αφορά στην επικοινωνία των ανήλικων τέκνων.
  2. [Καταργείται].
  3. Όποιος εν γνώσει ματαιώνει την εκτέλεση της ποινής ή του μέτρου ασφαλείας που επιβλήθηκε σε άλλον τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη ή χρηματική ποινή. Η πράξη μένει ατιμώρητη αν ο υπαίτιος την τέλεσε υπέρ κάποιου οικείου του.».

Άρθρο 27

Παραβίαση περιορισμών διαμονής-Προσθήκη άρθρου 182 στον Ποινικό Κώδικα

Μετά από το άρθρο 181 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται άρθρο 182 ως εξής:

«Άρθρο 182

Παραβίαση περιορισμών διαμονής

  1. Με φυλάκιση έως τριών (3) ετών τιμωρείται όποιος παραβιάζει τους περιορισμούς που του έχουν επιβληθεί νόμιμα στην ελευθερία της διαμονής και τις σχετικές υποχρεώσεις του.
  2. Αλλοδαπός ο οποίος απελάθηκε σε εκτέλεση απόφασης δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 72, αν παραβιάσει την απαγόρευση επιστροφής του στη χώρα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών, η οποία εκτελείται αμέσως, δεν αναστέλλεται ούτε μετατρέπεται σε καμία περίπτωση, τυχόν δε ασκηθείσα έφεση δεν έχει αναστέλλουσα δύναμη.».

Άρθρο 28

Ανασταλτικό αποτέλεσμα έφεσης για το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης – Τροποποίηση παρ. 6 άρθρου 187 Ποινικού Κώδικα

Στην παρ. 6 του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) το πρώτο εδάφιο τροποποιείται με την προσθήκη εξαίρεσης από την περίπτωση μη αναστέλλουσας ισχύος της έφεσης, β) προστίθεται δεύτερο εδάφιο και η παρ. 6 διαμορφώνεται ως εξής:

«6. Στις περιπτώσεις καταδίκης για αξιόποινες πράξεις του παρόντος άρθρου, καθώς και για τα συναφή αδικήματα που συνεκδικάστηκαν με την ίδια απόφαση, η ποινή δεν αναστέλλεται ούτε μετατρέπεται με κανέναν τρόπο, τυχόν ασκηθείσα έφεση δεν έχει αναστέλλουσα ισχύ, εκτός αν το δικαστήριο, σε περίπτωση καταδίκης για το πλημμέλημα της παρ. 3 και τα συναφή πλημμελήματα ή κακουργήματα τα οποία επισύρουν πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, κρίνει με ειδική αιτιολογία ότι πρέπει να χορηγηθεί η ανασταλτική δύναμη της έφεσης Στην τελευταία περίπτωση επιβάλλονται υποχρεωτικά οι κατάλληλοι περιοριστικοί όροι.».

Άρθρο 29

Αποδέσμευση της πράξης από την αξία του ωφελήματος και επέκταση του ρυθμιστικού πεδίου της δωροληψίας λειτουργών ή υπαλλήλων διεθνών οργανισμών-Τροποποίηση παρ. 1 και 5 άρθρου 235 Ποινικού Κώδικα 

Στο άρθρο 235 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 μετά από τις λέξεις «αθέμιτο ωφέλημα» προστίθενται οι λέξεις «ανεξαρτήτως αξίας», β) η περ. β) του πρώτου εδαφίου της παρ. 5 τροποποιείται με τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της διάταξης η οποία εφαρμόζεται ανεξαρτήτως του εάν ο δημόσιος διεθνής ή υπερεθνικός οργανισμός ή φορέας εδρεύει στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή ή εάν η Ελλάδα αποτελεί ή όχι μέλος και το άρθρο 235 διαμορφώνεται ως εξής: 

«Άρθρο 235

Δωροληψία υπαλλήλου

  1. Υπάλληλος ο οποίος ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή μέσω τρίτου, για τον εαυτό του ή για άλλον, οποιασδήποτε φύσης αθέμιτο ωφέλημα ανεξαρτήτως αξίας, ή αποδέχεται την υπόσχεση παροχής τέτοιου ωφελήματος, για ενέργεια ή παράλειψή του σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του, μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν ο υπαίτιος τελεί την πράξη του προηγούμενου εδαφίου κατ’ επάγγελμα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών και χρηματική ποινή.
  2. Αν η ως άνω ενέργεια ή παράλειψη του υπαιτίου αντίκειται στα καθήκοντα του, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή. Αν ο υπαίτιος τελεί την πράξη του προηγούμενου εδαφίου κατ’ επάγγελμα τιμωρείται με κάθειρξη και χρηματική ποινή έως χίλιες (1.000) ημερήσιες μονάδες.
  3. Υπάλληλος ο οποίος ζητεί ή λαμβάνει, για τον εαυτό του ή για άλλον, αθέμιτη παροχή περιουσιακής φύσης, επωφελούμενος από την ιδιότητά του, τιμωρείται με φυλάκιση, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη.
  4. Προϊστάμενοι υπηρεσιών ή επιθεωρητές ή πρόσωπα που έχουν την εξουσία λήψης αποφάσεων ή ελέγχου σε υπηρεσίες του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου τιμωρούνται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη ή χρηματική ποινή, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη, αν με παράβαση συγκεκριμένου υπηρεσιακού καθήκοντος δεν απέτρεψαν από αμέλεια πρόσωπο που τελεί υπό τις εντολές τους ή υπόκειται στον έλεγχό τους από την τέλεση πράξης των προηγούμενων παραγράφων.
  5. Οι παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται και όταν οι πράξεις τελούνται από λειτουργούς ή άλλους υπαλλήλους που απασχολούνται με οποιαδήποτε συμβατική σχέση σε: α) όργανο ή οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, β) κάθε δημόσιο διεθνή ή υπερεθνικό οργανισμό ή φορέα ανεξαρτήτως αν εδρεύει στην Ελλάδα ή η Ελλάδα είναι μέλος, καθώς και από κάθε πρόσωπο, αποσπασμένο ή όχι, που εκτελεί καθήκοντα τα οποία αντιστοιχούν σε αυτά που εκτελούν οι λειτουργοί ή άλλοι υπάλληλοι, ακόμα κι αν οι πράξεις των περ. α΄ και β΄ δεν είναι αξιόποινες κατά τους νόμους της χώρας όπου τελέστηκαν. Οι παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται και όταν οι πράξεις τελούνται από υπάλληλο ξένης χώρας.».

Άρθρο 30

Αποδέσμευση της πράξης από την αξία του ωφελήματος, προσθήκη χρηματικής ποινής για το πλημμέλημα της ενεργητικής δωροδοκίας και επέκταση του ρυθμιστικού πεδίου της δωροδοκίας λειτουργών ή υπαλλήλων διεθνών οργανισμών – Τροποποίηση παρ. 1 και 4 άρθρου 236 Ποινικού Κώδικα

Στο άρθρο 236 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) η παρ. 1 τροποποιείται με την προσθήκη των λέξεων «ανεξαρτήτως αξίας» και την προσθήκη της χρηματικής ποινής στις επαπειλούμενες ποινές, β) η περ. α) του πρώτου εδαφίου της παρ. 4 τροποποιείται με τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής και στις περιπτώσεις που ο δημόσιος διεθνής ή υπερεθνικός οργανισμός ή φορέας δεν εδρεύουν στην Ελλάδα ή η Ελλάδα δεν είναι μέλος και το άρθρο 236 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 236

Δωροδοκία υπαλλήλου

  1. Όποιος προσφέρει, υπόσχεται ή παρέχει σε υπάλληλο, άμεσα ή μέσω τρίτου, οποιασδήποτε φύσης αθέμιτο ωφέλημα ανεξαρτήτως αξίας, για τον εαυτό του ή για άλλον, για ενέργεια ή παράλειψη του υπαλλήλου σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του, μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή.
  2. Αν η ως άνω ενέργεια ή παράλειψη αντίκειται στα καθήκοντα του υπαλλήλου, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη έως οκτώ (8) έτη και χρηματική ποινή.
  3. Διευθυντής επιχείρησης ή άλλο πρόσωπο που έχει την εξουσία λήψης αποφάσεων ή ελέγχου σε επιχείρηση τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) έτη ή χρηματική ποινή, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα, αν με παραβίαση συγκεκριμένου καθήκοντος επιμέλειας, δεν απέτρεψε από αμέλεια πρόσωπο που τελεί υπό τις εντολές του ή υπόκειται στον έλεγχό του από την τέλεση προς όφελος της επιχείρησης πράξης των προηγούμενων παραγράφων.
  4. Οι διατάξεις των παρ. 1, 2 και 3 εφαρμόζονται και όταν οι πράξεις τελούνται προς: α) λειτουργούς ή άλλους υπαλλήλους με οποιαδήποτε συμβατική σχέση οργάνου ή οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κάθε δημόσιου διεθνούς ή υπερεθνικού οργανισμού ή φορέα ανεξαρτήτως αν εδρεύει στην Ελλάδα ή η Ελλάδα είναι μέλος, καθώς και προς κάθε πρόσωπο, αποσπασμένο ή όχι, που εκτελεί καθήκοντα τα οποία αντιστοιχούν σε αυτά που εκτελούν οι λειτουργοί ή άλλοι υπάλληλοι ή β) οποιοδήποτε πρόσωπο που ασκεί δημόσιο λειτούργημα ή υπηρεσία για ξένη χώρα.

Στις περιπτώσεις αυτές οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και όταν η πράξη τελείται στην αλλοδαπή από ημεδαπό, ακόμα κι αν δεν είναι αξιόποινη κατά τους νόμους της χώρας όπου τελέστηκε και για τη δίωξη του πλημμελήματος της παρ. 1 δεν απαιτείται η κατά το άρθρο 6 παρ. 3 έγκληση ή αίτηση.».

Άρθρο 31

Επέκταση του αξιοποίνου σε δικαστές που είναι αποσπασμένοι σε διεθνείς οργανισμούς-Προσθήκη περ. δ) στην παρ. 4 του άρθρου 237 Ποινικού Κώδικα 

Στην παρ. 4 του άρθρου 237 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται περ. δ) και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:

«4. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και όταν οι πράξεις τελούνται: α) από ή προς μέλη του Δικαστηρίου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, β) από ή προς όσους ασκούν δικαστικά καθήκοντα ή καθήκοντα διαιτητή σε διεθνή δικαστήρια των οποίων η δικαιοδοσία είναι αποδεκτή από την Ελλάδα ή γ) προς δικαστές, ενόρκους ή διαιτητές άλλων κρατών σχετικά με την άσκηση των δικαστικών τους καθηκόντων, δ) προς δικαστές που είναι αποσπασμένοι σε ενωσιακούς ή διεθνείς οργανισμούς ή όργανα. Στις περιπτώσεις αυτές οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και όταν η πράξη τελείται στην αλλοδαπή από ή προς ημεδαπό, ακόμα κι αν δεν είναι αξιόποινη κατά τους νόμους της χώρας όπου τελέστηκε.».

Άρθρο 32

Εμπρησμός -Παραβίαση προληπτικών μέτρων– Τροποποίηση άρθρου 264 Ποινικού Κώδικα

Στο άρθρο 264 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στον τίτλο του άρθρου μετά από τη λέξη «Εμπρησμός» προστίθενται οι λέξεις «-Παραβίαση προληπτικών μέτρων, β) στις περ. α’, β’ και γ’ της παρ. 1 και στην παρ. 2 προστίθεται σωρευτικά και η επιβολή χρηματικής ποινής, γ) προστίθεται παρ. 3 και το άρθρο 264 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 264

Εμπρησμός -Παραβίαση προληπτικών μέτρων

  1. Όποιος προξενεί πυρκαγιά, τιμωρείται: α) με φυλάκιση και χρηματική ποινή, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, β) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γ) με κάθειρξη και χρηματική ποινή, αν στην περίπτωση των περ. α` ή β` η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου, δ) με ισόβια κάθειρξη, αν στην περίπτωση της περ. β` η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου.
  2. Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια την πυρκαγιά από την οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη και χρηματική ποινή.
  3. Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις που εκδίδει η αρμόδια αρχή για τη λήψη προληπτικών μέτρων πυροπροστασίας, ιδίως, οικοπεδικών και λοιπών ακάλυπτων χώρων εντός ή εκτός ρυμοτομικού σχεδίου, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος ή χρηματική ποινή εάν η ανωτέρω παράλειψη συνέβαλε ουσιωδώς στην εξάπλωση πυρκαγιάς, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη.».

Άρθρο 33

Εμπρησμός σε δάση-Προπαρασκευαστικές πράξεις – Παραβίαση προληπτικών μέτρων – Τροποποίηση άρθρου 265 Ποινικού Κώδικα

Στο άρθρο 265 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στον τίτλο του άρθρου, μετά από τις λέξεις «Εμπρησμός σε δάση», προστίθενται οι λέξεις «-Προπαρασκευαστικές πράξεις – Παραβίαση προληπτικών μέτρων» β) στην παρ. 1: αα) στην περ. α’ οι λέξεις «οκτώ (8) έτη» αντικαθίστανται από τις λέξεις «δέκα (10) έτη» και η περ. α’ τροποποιείται ως προς την ποινική αξιολόγηση του προσπορισμού παράνομου περιουσιακού οφέλους το οποίο λαμβάνεται υπόψη ως επιβαρυντική περίσταση, ββ) στην περ. β’ μετά από τις λέξεις «δέκα (10) έτη» προστίθενται οι λέξεις «και χρηματική ποινή», βγ) στην περ. γ’ μετά από τη λέξη «κάθειρξη» προστίθενται οι λέξεις «τουλάχιστον δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή», γ) στην παρ. 2 αυξάνεται η προβλεπόμενη ποινή για την εξ αμελείας τέλεση, προστίθεται η σωρευτική επιβολή χρηματικής ποινής και επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις, δ) προστίθενται παρ. 3, 4, 5, 6 και 7 και το άρθρο 265 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 265

Εμπρησμός σε δάση – Προπαρασκευαστικές πράξεις – Παραβίαση προληπτικών μέτρων

  1. Όποιος προξενεί πυρκαγιά σε δάσος ή δασική έκταση κατά την έννοια του νόμου ή σε έκταση που έχει νόμιμα κηρυχθεί δασωτέα ή αναδασωτέα, τιμωρείται:

α) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή, αν δε ο δράστης σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος συνιστά επιβαρυντική περίσταση,

β) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο,

γ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή αν στην περίπτωση των περ. α΄ ή β΄ η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου ή η φωτιά εξαπλώθηκε σε μεγάλη έκταση ή είχε ως επακόλουθο σοβαρή ή ευρεία ρύπανση ή υποβάθμιση ή σοβαρή ή ευρεία οικολογική και περιβαλλοντική διατάραξη ή καταστροφή,

δ) με ισόβια κάθειρξη αν στην περ. β΄ η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου.

  1. Όποιος στις περιπτώσεις της παρ. 1 προκαλεί από αμέλεια την πυρκαγιά σε δάσος ή δασική έκταση κατά την έννοια του νόμου ή σε έκταση που έχει νόμιμα κηρυχθεί δασωτέα ή αναδασωτέα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή, και αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών και χρηματική ποινή.
  2. Όποιος ανάβει φωτιά για οποιαδήποτε ελεγχόμενη καύση ή εκτελεί θερμές εργασίες ή κάνει χρήση συσκευών που προκαλούν σπινθήρα ή ειδών πυροτεχνίας ή βεγγαλικών σε δάση, δασικές εκτάσεις, χορτολιβαδικές εκτάσεις ή σε οποιοδήποτε χώρο σε ακτίνα έως τριακοσίων (300) μέτρων από αυτές, σε ημέρες που ο δείκτης επικινδυνότητας, σύμφωνα με τον Ημερήσιο Χάρτη πρόβλεψης Κινδύνου πυρκαγιάς που εκδίδεται από τη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας είναι 4 (πολύ υψηλή) ή 5 (κατάσταση συναγερμού) τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή αν η πράξη του δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη. Αν η ανωτέρω πράξη είχε ως επακόλουθο την πρόκληση πυρκαγιάς, η οποία επέφερε σοβαρή ή ευρεία οικολογική και περιβαλλοντική διατάραξη ή καταστροφή ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου, τιμωρείται με κάθειρξη και χρηματική ποινή και αν επήλθε θάνατος με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή. 
  3. Όποιος, προετοιμάζοντας τη διάπραξη του εγκλήματος της παρ. 1, κατασκευάζει, προμηθεύεται ή κατέχει εμπρηστικές ύλες ή άλλα αντικείμενα, πρόσφορα για την πρόκληση και την εξάπλωση δασικής πυρκαγιάς τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) ετών και χρηματική ποινή, αν δε τελεί την ανωτέρω πράξη εντός δάσους ή δασικής έκτασης και σε ακτίνα έως τριακοσίων (300) μέτρων από αυτά, σε ημέρες που ο δείκτης επικινδυνότητας, σύμφωνα με τον Ημερήσιο Χάρτη πρόβλεψης Κινδύνου πυρκαγιάς που εκδίδεται από τη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας είναι 4 (πολύ υψηλή) ή 5 (κατάσταση συναγερμού) σε ποινή κάθειρξης έως οκτώ (8) ετών και χρηματική ποινή.
  4. Όποιος αποθηκεύει, τοποθετεί ή εγκαταλείπει εύφλεκτες ύλες εντός δασών ή δασικών εκτάσεων τιμωρείται με ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη. Αν η πράξη του συνέβαλε στην εξάπλωση δασικής πυρκαγιάς, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) ετών και χρηματική ποινή.
  5. Στις περιπτώσεις καταδίκης για αξιόποινες πράξεις του παρόντος, η ποινή δεν αναστέλλεται ούτε μετατρέπεται με κανέναν τρόπο, και η έφεση που ασκείται δεν έχει αναστέλλουσα ισχύ, εκτός αν, στην περίπτωση της παρ. 2, του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 και της παρ. 5, το δικαστήριο με ειδική αιτιολογία κρίνει εξαιρετικώς υπέρ της μετατροπής της ποινής.
  6. Το ύψος της χρηματικής ποινής για τα αδικήματα του παρόντος δεν μπορεί να είναι κατώτερο από δέκα χιλιάδες (10.000) ούτε ανώτερο από διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ.».

Άρθρο 34

Προσθήκη της δήμευσης ως παρεπόμενης ποινής στα αδικήματα εμπρησμού σε δάση-

Προσθήκη άρθρου 265A στον Ποινικό Κώδικα

Μετά από το άρθρο 265 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται νέο άρθρο 265A ως εξής:

«Άρθρο 265A

Δήμευση σε περίπτωση εμπρησμού σε δάση

  1. Στο έγκλημα εμπρησμού σε δάση από πρόθεση, τετελεσμένο και σε απόπειρα (παρ. 1 άρθρου 265), καθώς και στις περιπτώσεις εμπρησμού σε δάση από αμέλεια από τις οποίες προκλήθηκε πυρκαγιά που είχε ως αποτέλεσμα θάνατο ή βαριά σωματική βλάβη ή εξαπλώθηκε σε μεγάλη έκταση ή είχε ως επακόλουθο σοβαρή ή ευρεία ρύπανση ή υποβάθμιση ή σοβαρή ή ευρεία οικολογική και περιβαλλοντική διατάραξη ή καταστροφή (παρ. 2 άρθρου 265), δημεύεται κατά την κρίση του δικαστηρίου με την καταδικαστική απόφαση η περιουσία ή τμήμα περιουσίας, του αυτουργού και των συμμετόχων στο έγκλημα. 
  2. Η έκταση της δήμευσης αποφασίζεται από το δικαστήριο, το οποίο την προσδιορίζει με βάση τη βλάβη που προκλήθηκε αφού σταθμίσει για τον υπολογισμό της και τα στοιχεία του άρθρου 79. Το δικαστήριο εξαιρεί από τη δήμευση ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία κρίνει, με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση, ότι εξυπηρετούν τις βασικές ανάγκες διαβίωσης του καταδικασθέντος και της οικογένειας του.
  3. Το άρθρο 261 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας περί δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων αντίστοιχης αξίας με τη βλάβη που επήλθε, εφαρμόζεται αναλόγως.».

Άρθρο 35

Απάλειψη του αδικήματος του εμπρησμού δάσους από αμέλεια από το ρυθμιστικό πεδίο της έμπρακτης μετάνοιας – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 289 Ποινικού Κώδικα

Στην παρ. 1 του άρθρου 289 του Ποινικού Κώδικα μετά από τις λέξεις «των άρθρων 264» διαγράφεται ο αριθμός «265» και η παρ. 1 του άρθρου 289 διαμορφώνεται ως εξής:

« 1. Στις περιπτώσεις της παρ. 2 των άρθρων 264, 268, 270, 273, 275, 277 και 286, της παρ. 3 του άρθρου 279, και της παρ. 4 του άρθρου 285 ο υπαίτιος δεν τιμωρείται, αν με τη θέλησή του αποτρέψει τον κίνδυνο ή με τη γρήγορη αναγγελία του προς τις αρχές δώσει αφορμή για 

την αποτροπή του.».

Άρθρο 36

Συμπερίληψη παραβίασης ερυθρού σηματοδότη στις περιπτώσεις επικίνδυνης οδήγησης -Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 290Α Ποινικού Κώδικα

Στην παρ. 1 του άρθρου 290Α του Ποινικού Κώδικα προστίθεται περ. ε) και η παρ. 1 του άρθρου 290Α διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Όποιος κατά τη συγκοινωνία στους δρόμους ή στις πλατείες: α) οδηγεί όχημα, μολονότι δεν είναι σε θέση να το πράξει με ασφάλεια εξαιτίας της κατανάλωσης οινοπνεύματος ή χρήσης ναρκωτικών ουσιών ή λόγω σωματικής ή πνευματικής εξάντλησης ή β) οδηγεί όχημα σε εθνικές ή περιφερειακές οδούς αντίστροφα στο ρεύμα της εκάστοτε κατεύθυνσης ή σε πεζοδρόμους, πεζοδρόμια ή πλατείες, ή οδηγεί όχημα που είναι τεχνικά ανασφαλές ή με ανασφαλή τρόπο φορτωμένο ή προβαίνει κατά την οδήγηση σε επικίνδυνους ελιγμούς ή μετέχει σε αυτοσχέδιους αγώνες, ή γ) οδηγεί όχημα i) σε αυτοκινητόδρομο ή σε οδό ταχείας κυκλοφορίας με ταχύτητα που υπερβαίνει το επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας κατά τουλάχιστον εξήντα (60) χλμ. ανά ώρα και αν πρόκειται για λεωφορείο ή φορτηγό αυτοκίνητο, κατά τουλάχιστον τριάντα (30) χλμ. ανά ώρα, ii) εντός κατοικημένης περιοχής ή σε άλλο οδικό δίκτυο με ταχύτητα που υπερβαίνει το επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας κατά τουλάχιστον σαράντα (40) χλμ. ανά ώρα και αν πρόκειται για λεωφορείο ή φορτηγό αυτοκίνητο, κατά τουλάχιστον είκοσι (20) χλμ. ανά ώρα, ή δ) οδηγεί όχημα στη λωρίδα έκτακτης ανάγκης (Λ.Ε.Α.) εκτός των περιπτώσεων αποκλειστικού προορισμού της, ή ε) παραβιάζει ερυθρό σηματοδότη, τιμωρείται, αν δεν προβλέπονται βαρύτερες κυρώσεις σε άλλες διατάξεις:

αα) με φυλάκιση έως τρία (3) έτη, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα,

ββ) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο,

γγ) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ή προκάλεσε σημαντική βλάβη σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις,

δδ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών, αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου.

Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη.».

Άρθρο 37

Αύξηση του κατώτατου ορίου ποινής στο αδίκημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και πρόβλεψη προσωπικού λόγου απαλλαγής από την ποινή για οικείους θύματος – Τροποποίηση άρθρου 302 Ποινικού Κώδικα

Στο άρθρο 302 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στην παρ. 1 μετά από τη λέξη «τουλάχιστον» αντικαθίστανται οι λέξεις «τριών μηνών» από τις λέξεις «δύο (2) ετών», β) προστίθεται παρ. 2 και το άρθρο 302 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 302

Ανθρωποκτονία από αμέλεια

  1. Όποιος από αμέλεια σκότωσε άλλον, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών.
  2. Αν το θύμα της πράξης η οποία αναφέρεται στην παρ. 1 είναι οικείος του υπαιτίου, το δικαστήριο μπορεί να απαλλάξει τον υπαίτιο από κάθε ποινή, αν πεισθεί ότι λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη από τις συνέπειες της πράξης του δεν χρειάζεται να υποβληθεί σε ποινή.».

Άρθρο 38

Σωματική βλάβη αδύναμων ατόμων – Αντικατάσταση άρθρου 312 Ποινικού Κώδικα

Το άρθρο 312 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής: 

«Άρθρο 312

Σωματική βλάβη αδυνάμων ατόμων

  1. Με την επιφύλαξη διατάξεων ειδικών ποινικών νόμων, όποιος προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας σε ανήλικο ή σε πρόσωπο που δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του, τιμωρείται: α) για την πράξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 308, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, β) για την πράξη του άρθρου 309, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών, γ) για την πράξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 310, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών και αν επεδίωκε την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, με κάθειρξη και δ) για την πράξη του άρθρου 311, με κάθειρξη.
  2. Με την πρόκληση σωματικής βλάβης κατά την περ. γ’ της παρ. 1 εξομοιώνεται και η μεθοδευμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης επικίνδυνης για την υγεία, ή ψυχικού πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, ιδίως με την παρατεταμένη απομόνωση σε βάρος των προσώπων της παρ. 1.».

Άρθρο 39

Παράνομη βία – Αντικατάσταση παρ. 2 άρθρου 330 Ποινικού Κώδικα

Η παρ. 2 του άρθρου 330 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Με την επιφύλαξη διατάξεων ειδικών ποινικών νόμων, αν η πράξη της παρ. 1 τελείται σε βάρος ανηλίκου ή προσώπου που δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών.».

Άρθρο 40

Απειλή – Αντικατάσταση παρ. 2 άρθρου 333 Ποινικού Κώδικα

Η παρ. 2 του άρθρου 333 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής: 

«2. Με την επιφύλαξη διατάξεων ειδικών ποινικών νόμων, αν η πράξη της παρ. 1 τελείται σε βάρος ανηλίκου ή προσώπου που δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του επιβάλλεται φυλάκιση έως τρία (3) έτη ή χρηματική ποινή.».

Άρθρο 41

Επέκταση του αξιοποίνου σε πρόσωπο που εμφανίζεται ως ανήλικο – Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 348Α Ποινικού Κώδικα

Στην παρ. 3 του άρθρου 348Α του Ποινικού Κώδικα επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις και μετά από τις λέξεις «ή του σώματος εν γένει του ανηλίκου» και «από ή με ανήλικο» προστίθεται αναφορά στο πρόσωπο που εμφανίζεται ως ανήλικο, και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:

«3. Υλικό παιδικής πορνογραφίας, κατά την έννοια των παρ. 1 και 2 συνιστά η αναπαράσταση ή η πραγματική ή η εικονική αποτύπωση σε ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό φορέα των γεννητικών οργάνων ή του σώματος εν γένει του ανηλίκου ή προσώπου που εμφανίζεται ως ανήλικο, κατά τρόπο που προδήλως προκαλεί γενετήσια διέγερση, καθώς και της πραγματικής ή εικονικής γενετήσιας πράξης που διενεργείται από ή με ανήλικο ή πρόσωπο που εμφανίζεται ως ανήλικο.».

Άρθρο 42

Πορνογραφικές παραστάσεις ανηλίκων – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 348Γ Ποινικού Κώδικα 

Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 348Γ του Ποινικού Κώδικα τροποποιείται με τη διαγραφή της καταβολής αντιτίμου ως στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος των πορνογραφικών παραστάσεων ανηλίκων, , επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Όποιος εξωθεί ή παρασύρει ανήλικο προκειμένου να συμμετάσχει σε πορνογραφικές παραστάσεις ή διοργανώνει αυτές, τιμωρείται ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη έως δέκα έτη, γ) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Όποιος εν γνώσει του, παρακολουθεί πορνογραφική παράσταση στην οποία συμμετέχουν ανήλικοι τιμωρείται στις περ. α’ και β’ του πρώτου εδαφίου με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και στην περ. γ’ με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.».

Άρθρο 43

Επαναφορά της αυτεπάγγελτης δίωξης στο αδίκημα της παραβίασης υποχρέωσης διατροφής – Τροποποίηση άρθρου 358 Ποινικού Κώδικα

Στο άρθρο 358 του Ποινικού Κώδικα διαγράφεται το δεύτερο εδάφιο και το άρθρο 358 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 358

Παραβίαση της υποχρέωσης διατροφής

Όποιος κακόβουλα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής που την επιβάλει σε αυτόν ο νόμος και έχει αναγνωριστεί, έστω προσωρινά, με εκτελεστό τίτλο, με τρόπο τέτοιο ώστε ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις ή να αναγκαστεί να δεχτεί την βοήθεια άλλων, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή.». 

Άρθρο 44

Συκοφαντική δυσφήμηση – Αντικατάσταση άρθρου 363 Ποινικού Κώδικα

Το άρθρο 363 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 363

Συκοφαντική δυσφήμηση

Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου, ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον εν γνώσει του ψευδές γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή και αν τελεί την πράξη δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή. Στην έννοια του τρίτου δεν περιλαμβάνονται δημόσιοι λειτουργοί ή υπάλληλοι που λαμβάνουν γνώση των ισχυρισμών κατά την ενάσκηση καθήκοντος στο πλαίσιο πολιτικής, ποινικής ή διοικητικής δίκης, χωρίς να συνδέονται προσωπικά με τα μέρη.».

Άρθρο 45

Κλοπή – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 372 Ποινικού Κώδικα

Στην παρ. 1 του άρθρου 372 του Ποινικού Κώδικα μετά από τις λέξεις «τιμωρείται με φυλάκιση» προστίθενται οι λέξεις «και χρηματική ποινή» και το άρθρο 372 διαμορφώνεται ω εξής:

«Άρθρο 372

Κλοπή

  1. Όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή.
  2. Κινητό πράγμα θεωρείται κατά τον Κώδικα και η ηλεκτρική και κάθε άλλης μορφής ενέργεια.».

Άρθρο 46

Απρόκλητη φθορά ξένης ιδιοκτησίας – Αντικατάσταση παρ. 1 άρθρου 378 Ποινικού Κώδικα

Η παρ. 1 του άρθρου 378 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Όποιος καταστρέφει ή βλάπτει ξένο (ολικά ή εν μέρει) πράγμα ή με άλλον τρόπο καθιστά ανέφικτη τη χρήση του τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή. Αν το πράγμα είναι μικρής αξίας ή η ζημία που προκλήθηκε είναι ελαφρά, ο υπαίτιος τιμωρείται με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας. Αν το πράγμα είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ή τοποθετημένο σε δημόσιο χώρο ή η πράξη έγινε χωρίς πρόκληση από τον παθόντα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή.».

Άρθρο 47

Γενικές διατάξεις για την άσκηση ποινικής δίωξης –Αντικατάσταση παρ. 1 άρθρου 381 και παρ. 1 άρθρου 405 Ποινικού Κώδικα

  1. Η παρ. 1 του άρθρου 381 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 374Α, στην παρ. 1 του άρθρου 375, στο άρθρο 377, στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 378 και στην παρ. 1 του άρθρου 379 απαιτείται έγκληση.».

  1. Η παρ. 1 του άρθρου 405 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 387 και 389, στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 390, στο άρθρο 397 και στην παρ. 1 του άρθρου 404 απαιτείται έγκληση.».

Άρθρο 48

Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο – Τροποποίηση περ. γ’ παρ. 1 άρθρου 25 ν. 1882/1990 

Στο τρίτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 (Α’ 43) διαγράφονται οι λέξεις «, τα χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις καθώς και», και η παρ. 1 του άρθρου 25 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 25

Ποινικό αδίκημα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους

  1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται με ποινή φυλάκισης:

α) Ενός (1) τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ.

β) Τριών (3) τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α΄, υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ.

Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων.

Στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις.

Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό.».