Στο άρθρο 20 του ν. 4871/2021 (Α’ 246), περί της βαθμολόγησης των υποψηφίων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 2, οι λέξεις «του δεύτερου σταδίου» αντικαθίστανται από τις λέξεις «των λοιπών μαθημάτων του πρώτου σταδίου του διαγωνισμού», β) στο έκτο εδάφιο της παρ. 2, οι λέξεις «στο δεύτερο στάδιο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «στο πρώτο στάδιο», γ) το έβδομο εδάφιο της παρ. 2 αντικαθίσταται, δ) στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 3, οι λέξεις «στο τρίτο στάδιο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «στο δεύτερο στάδιο» και το άρθρο 20 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 20
Βαθμολόγηση υποψηφίων
1. Η βαθμολογική κλίμακα των εισαγωγικών εξετάσεων για όλα τα στάδια του διαγωνισμού εκτείνεται από μηδέν (0) έως δεκαπέντε (15).
2. Η βαθμολόγηση της γραπτής επίδοσης της ξένης γλώσσας στο πρώτο στάδιο του διαγωνισμού διενεργείται από τους εξεταστές, τακτικούς ή αναπληρωματικούς, όπως ορίσθηκαν κατ` εφαρμογή της παρ. 6 του άρθρου 18. Η βαθμολόγηση των γραπτών δοκιμίων των λοιπών μαθημάτων του πρώτου σταδίου του διαγωνισμού, διενεργείται από δύο (2) βαθμολογητές, μέλη της επιτροπής, τακτικά ή αναπληρωματικά. Οι ενδείξεις των ατομικών στοιχείων των διαγωνιζομένων στα γραπτά δοκίμια και η βαθμολογία του πρώτου εξεταστή καλύπτονται με αδιαφανές χαρτί, το οποίο αφαιρείται ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής μετά από την ολοκλήρωση της βαθμολόγησης σε όλες τις θεματικές ενότητες. Απαγορεύονται οποιεσδήποτε σημειώσεις επάνω στο γραπτό. Ο μέσος όρος των βαθμών των δύο (2) βαθμολογητών αποτελεί τον βαθμό του υποψηφίου στο γραπτό δοκίμιο, όταν δεν συντρέχει περίπτωση αναβαθμολόγησης, βάσει της παρ. 2 του άρθρου 19. Αν συντρέχει περίπτωση αναβαθμολόγησης, ο βαθμός του γραπτού δοκιμίου είναι ο μέσος όρος των βαθμών των τριών (3) βαθμολογητών. Ως επιτυχόντες στο πρώτο στάδιο του εισαγωγικού διαγωνισμού θεωρούνται όσοι υποψήφιοι έλαβαν μέσο όρο βαθμολογίας στις γραπτές δοκιμασίες τουλάχιστον οκτώ (8) και σε καμία κάτω από έξι (6). Ο τελικός βαθμός κάθε υποψηφίου στο πρώτο στάδιο προκύπτει από τον συνυπολογισμό των βαθμών που έλαβε στις πέντε (5) γραπτές δοκιμασίες του σταδίου αυτού, με συντελεστή βαρύτητας για κάθε κατεύθυνση: α) για το γραπτό δοκίμιο του θέματος γενικής παιδείας έξι δέκατα (0,6), β) για το γραπτό δοκίμιο της ξένης γλώσσας τέσσερα δέκατα (0,4) και γ) για το καθένα από τα υπόλοιπα τρία (3) γραπτά δοκίμια των νομικών μαθημάτων ένα (1).
3. Η αξιολόγηση της επίδοσης του υποψηφίου στην προφορική δοκιμασία γίνεται από κάθε μέλος της επιτροπής, το οποίο, μετά από το τέλος της εξέτασης, βαθμολογεί ιδιαιτέρως την επίδοση του υποψηφίου με έναν βαθμό για ολόκληρη την εξεταστέα ύλη. Ο μέσος όρος των πέντε (5) βαθμών ή έξι (6) βαθμών, κατά περίπτωση, αποτελεί τον βαθμό του υποψηφίου στην προφορική δοκιμασία, δηλαδή στο δεύτερο στάδιο του εισαγωγικού διαγωνισμού.
4. Ο τελικός βαθμός επιτυχίας κάθε υποψηφίου προκύπτει από το άθροισμα του μέσου όρου της γραπτής δοκιμασίας, με συντελεστή βαρύτητας εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) και του μέσου όρου της προφορικής δοκιμασίας, με συντελεστή βαρύτητας είκοσι πέντε τοις εκατό (25%).
5. Ο τελικός βαθμός επιτυχίας προσαυξάνεται κατά ένα δέκατο (1/10) της μονάδας για κάθε ένα μεταπτυχιακό δίπλωμα, και, πάντως, όχι περισσότερα από δύο (2), Νομικής Σχολής της ημεδαπής ή ως ισότιμο ή αρμοδίως αναγνωρισμένο της αλλοδαπής και κατά τρία δέκατα (3/10) της μονάδας για ένα διδακτορικό δίπλωμα Νομικής Σχολής της ημεδαπής ή ισότιμο ή αρμοδίως αναγνωρισμένο της αλλοδαπής. Σε περίπτωση κατοχής διδακτορικού διπλώματος δεν προστίθεται η προσαύξηση μεταπτυχιακού διπλώματος. Τα μέλη της επιτροπής του εισαγωγικού διαγωνισμού αποφαίνονται αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις προσαύξησης λόγω μεταπτυχιακού ή διδακτορικού διπλώματος. Η συνάφεια ή μη της κατεύθυνσης, στην οποία ο υποψήφιος επιλέγει να λάβει μέρος, δεν ασκεί επιρροή για την κρίση αυτή της επιτροπής.
6. Στους πίνακες οριστικών αποτελεσμάτων περιλαμβάνονται μόνο οι υποψήφιοι οι οποίοι έλαβαν τελικό βαθμό επιτυχίας τουλάχιστον οκτώ (8), μετά δε από τον υπολογισμό των προσαυξήσεων της παρ. 5 κατατάσσονται κατά βαθμολογική σειρά στους πίνακες αυτούς. Για τις κατευθύνσεις Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης και Ειρηνοδικών, για τις οποίες διενεργείται κοινός διαγωνισμός, καταρτίζεται ένας ενιαίος πίνακας οριστικών αποτελεσμάτων. Ακολούθως, οι πίνακες αυτοί επικυρώνονται από την επιτροπή διαγωνισμού, αποστέλλονται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, αναρτώνται στην ιστοσελίδα της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.».
Καλό θα ήταν να επανέλθει το ανώτατο ηλικιακό όριο εισαγωγής στη Σχολή Δικαστών στα 45 έτη ώστε να μην υφίσταται απαράδεκτη διάκριση με κριτήριο την ηλικία των υποψηφίων. Αυτή είναι η πλέον δίκαιη και ορθή λύση που συνάδει με τόσο με το Σύνταγμα της χώρας μας όσο και με το ενωσιακό δίκαιο και την ενωσιακή νομολογία.
Το δε κατώτατο ηλικιακό όριο εισαγωγής να παραμείνει ως έχει, δηλαδή στα 28 έτη. Τούτο διότι οποιαδήποτε αιφνιδιαστική αύξηση αυτού θα είχε ως αποτέλεσμα τον αιφνιδιασμό και τον αποκλεισμό από τον εισαγωγικό διαγωνισμό πολλών υποψηφίων που προετοιμάζονται εδώ και τουλάχιστον δύο χρόνια για τη συμμετοχή τους σε αυτόν. Ακόμα και μεταβατική διάταξη να προβλεπόταν και πάλι δεν μπορούσε να αρθεί η αδικία καθόσον ο κάθε υποψήφιος έλαβε την απόφαση να ασχοληθεί με τον συγκεκριμένο διαγωνισμό και να κάνει τις αντίστοιχες θυσίες (οικονομικής, ψυχολογικής φύσεως και όχι μόνο) επί τη βάσει συγκεκριμένων δεδομένων τα οποία ίσχυσαν από τις απαρχές της διεξαγωγής του διαγωνισμού αυτού. Δεν μπορούμε να πούμε σε έναν υποψήφιο που ξεκίνησε την προετοιμασία του στα 26 του χρόνια με στόχο να συμμετάσχει στον διαγωνισμό για πρώτη φορά στην ηλικία των 28 ετών, στηριζόμενος μάλιστα στο ανέκαθεν νομοθετικά ισχύον κατώτατο ηλικιακό όριο των 28 ετών, να περιμένει π.χ. μέχρι τα 35 έτη που θα είναι υποτίθεται πιο ώριμος και έμπειρος νομικός. Είναι τουλάχιστον επιφανειακή η σύνδεση της ηλικίας καθ’ εαυτής με την πνευματική ωριμότητα ενός ανθρώπου και με την απόκτηση δικαστηριακής εμπειρίας. Εκεί έξω υπάρχουν πάρα πολλοί μάχιμοι δικηγόροι ηλικίας πάνω – κάτω 30 ετών με πολύ καλή γνώση του δικαίου και με πληθώρα παραστάσεων στο ενεργητικό τους και ομοίως πολλοί δικηγόροι, 40 ετών και άνω, οι οποίοι δεν διαθέτουν ιδιαίτερη δικαστηριακή εμπειρία είτε επειδή π.χ. ασκούν συμβουλευτική δικηγορία είτε επειδή λ.χ. ασχολούνται επί πολλά έτη αποκλειστικά με ένα πολύ περιορισμένο αντικείμενο (π.χ. αναγκαστική εκτέλεση). Πώς μπορούμε λοιπόν να είμαστε απολύτως βέβαιοι ότι ένας δικηγόρος 40+ ετών διαθέτει πράγματι μεγαλύτερη δικαστηριακή εμπειρία από έναν/μία συνάδελφό του 30+ ετών;
Πρέπει δε να επισημανθεί και να ληφθεί σοβαρά υπόψη από το Υπουργείο και το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία όχι απλώς των υποψηφίων αλλά και των επιτυχόντων στον συγκεκριμένο διαγωνισμό είναι ηλικίας 28 – 35 ετών. Αυτό δε είναι κάτι που μπορεί πολύ εύκολα να διαπιστωθεί. Κατά συνέπεια, με βάση το δεδομένο αυτό, μία αιφνίδια και μεγάλη αύξηση του κατώτατου ηλικιακού ορίου εισαγωγής π.χ. από τα 28 στα 35 έτη, εκτός του ότι θα προκαλούσε μεγάλη ανασφάλεια δικαίου και υπέρμετρη αδικία σε βάρος των νεότερων ηλικιακά υποψηφίων, θα είχε περαιτέρω ως απότοκο τον αποκλεισμό από τον διαγωνισμό των καλύτερων υποψηφίων και κατ’ επέκταση των καλύτερων αυριανών δικαστικών λειτουργών. Δεν μπορούμε να μειώνουμε κατά τέτοιο απόλυτο τρόπο όλους τους υποψηφίους που είναι νεότεροι των 35 ετών, χαρακτηρίζοντας τους συλλήβδην ως πνευματικά ανώριμους και άπειρους νομικούς, παραβλέποντας μάλιστα το γεγονός ότι αυτοί ακριβώς οι υποψήφιοι αποτελούν εδώ και χρόνια τη συντριπτική πλειοψηφία των επιτυχόντων στον συγκεκριμένο διαγωνισμό. Αμφισβητούμε δηλαδή ευθέως – εκτός των άλλων – και την κρίση των ανώτατων δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών που συγκροτούν τις εξεταστικές επιτροπές; Αφού – όπως υποστηρίζουν κάποιοι/ες – οι υποψήφιοι ηλικίας 40 ετών και άνω διαθέτουν κατ’ αμάχητο τεκμήριο μεγαλύτερη νομική κατάρτιση και δικαστηριακή εμπειρία, γιατί δυσκολεύονται τόσο πολύ να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του συγκεκριμένου διαγωνισμού και να επιτύχουν την εισαγωγή τους και ‘’βλέπουν την πλάτη’’ των νεαρότερων συνυποψηφίων τους; Μήπως λοιπόν ο πραγματικός λόγος που κάποιοι/ες κόπτονται για την αύξηση του κατώτατου ηλικιακού ορίου εισαγωγής στην ΕΣΔΙ είναι το να αποκλειστούν οι πλέον ανταγωνιστικοί και καλά προετοιμασμένοι υποψήφιοι μήπως και καταστεί ευκολότερη η εισαγωγή τους; Αυτό και μόνο θα έπρεπε να μας λέει πολλά για το πραγματικό ήθος κάποιων υποψηφίων και για το πόσο ευκαιριακά και τυχοδιωκτικά αντιμετωπίζουν τη συμμετοχή τους στον συγκεκριμένο διαγωνισμό. Επαναλαμβάνω ότι η συντριπτική πλειοψηφία των επιτυχόντων είναι ηλικίας 28 – 35 ετών! Τα οριστικά αποτελέσματα κάθε χρόνο μιλάνε από μόνα τους και αποδεικνύουν ακράδαντα το αληθές του ισχυρισμού αυτού. Όσο λοιπόν και αν ενοχλούνται κάποιοι/ες καλό θα είναι να αποδεχθούν και να συνειδητοποιήσουν, έστω και αργά, ότι δικαστής δεν δικαιούσαι και δεν πρέπει επ’ ουδενί να γίνεις επειδή ‘’στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος’’ αλλά μόνον επειδή ήσουν ο καλύτερος μεταξύ των καλύτερων! Η θέση στην ΕΣΔΙ δεν είναι θέση στα ΜΜΜ που ο νεότερος θα παραχωρήσει στον ηλικιακά μεγαλύτερο από ευγένεια και σεβασμό. Τίποτα δεν πρόκειται να χαριστεί σε κανέναν επειδή απλώς έκλεισε τα 40 και θέλει να αποκατασταθεί επαγγελματικά. Αναζητούμε τους καλύτερους νομικούς που μελλοντικά θα κρατούν στα χέρια τους την τύχη των πολιτών αυτής της χώρας, ούτε τους νεότερους, ούτε τους μεγαλύτερους ηλικιακά, ούτε τους πιο εμφανίσιμους/ες. Πρόκειται για νομικό διαγωνισμό και όχι για καλλιστεία.
Τέλος, προς εκείνους τους λίγους που επιθυμούν αύξηση του συντελεστή βαρύτητας του μαθήματος της γενικής παιδείας, να τους υπενθυμίσουμε ότι πρόκειται για διαγωνισμό με σκοπό την ανάδειξη των αυριανών δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών της χώρας, ήτοι των καλύτερων νομικών και όχι για διαγωνισμό φιλολόγων ή μεταφραστών – διερμηνέων. Το ορθότερο λοιπόν θα ήταν τόσο η ξένη γλώσσα όσο και η γενική παιδεία να πάψουν να εξετάζονται διότι η εξέταση των συγκεκριμένων μαθημάτων και ειδικά της γενικής παιδείας μόνο σε αδικίες οδηγεί κάθε χρόνο. Τι να πρωτοαναφέρουμε εδώ; Ότι έχουν εισαχθεί στην ΕΣΔΙ υποψήφιοι που έγραψαν 6 (δηλ. τη βάση) στα νομικά μαθήματα και 13 στη γενική παιδεία τη στιγμή που είναι ακόμη εκτός ΕΣΔΙ και ξαναδίνουν για πολλοστή φορά υποψήφιοι που αρίστευσαν στα νομικά μαθήματα αλλά έγραψαν χαμηλότερο βαθμό στη γενική παιδεία; Ότι πολλές φορές, ιδίως στο μάθημα αυτό, παρατηρείται μεγάλη βαθμολογική απόκλιση μεταξύ των δύο διορθωτών με αποτέλεσμα να διορθώνει και τρίτος, γεγονός που αποδεικνύει την απόλυτη υποκειμενικότητα της βαθμολόγησης του συγκεκριμένου μαθήματος; Ότι δεν υπάρχουν σαφείς οδηγίες διόρθωσης του μαθήματος αυτού με αποτέλεσμα η τελική βαθμολογία να εναπόκειται στην προσωπική κρίση του διορθωτή και μόνο; Ότι ουκ ολίγες φορές βλέπουμε τον ίδιο υποψήφιο να έχει αριστεύσει στο μάθημα της γενικής παιδείας στη μία κατεύθυνση (π.χ. των εισαγγελέων) αλλά να έχει κοπεί στο ίδιο μάθημα στην άλλη κατεύθυνση (π.χ. των δικαστών – ειρηνοδικών); Δηλαδή ο ίδιος υποψήφιος στη μία κατεύθυνση κρίθηκε ότι διαθέτει γενική παιδεία και ολοκληρωμένη σκέψη ενώ στην άλλη όχι; Πώς εξηγούνται αλήθεια τα φαινόμενα αυτά εάν δεν οφείλονται αποκλειστικά στην απόλυτη υποκειμενικότητα της διόρθωσης; Είναι δυνατόν να υποστηρίζεται από κάποιους/ες ότι ένας πτυχιούχος ελληνικής Νομικής Σχολής, πιθανότατα και κάτοχος μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου σπουδών, που δικηγορεί επί έτη, γράφει άρτια δικόγραφα, ενδεχομένως αρθρογραφεί σε νομικά περιοδικά και έχει και συγγραφική δραστηριότητα δεν είναι σε θέση να γράψει ένα κείμενο 5 – 6 σελίδων επί ενός ζητήματος της επικαιρότητας με νομικές προεκτάσεις; Άλλωστε, το αν ένας υποψήφιος έχει εν γένει ολοκληρωμένη σκέψη είναι κάτι που μπορεί πολύ εύκολα να διαπιστωθεί και μέσω των απαντήσεων στα νομικά μαθήματα δεδομένου ότι η εξέταση σε αυτά δεν γίνεται μέσω ερωτήσεων πολλαπλής επιλογής αλλά με ανάπτυξη κειμένου που πρέπει μάλιστα να ακολουθεί τη δομή μίας δικαστικής απόφασης.
Αυτό που πρέπει επιτέλους να εμπεδωθεί από τους υποψηφίους του συγκεκριμένου διαγωνισμού είναι ότι δεν πρέπει οι προϋποθέσεις συμμετοχής και η διεξαγωγή του συγκεκριμένου διαγωνισμού να αντιμετωπίζονται με νομοθετική προχειρότητα ούτε οι υποψήφιοι να λειτουργούν με όρους αρένας και να προτείνουν κάθε φορά που τίθεται σε διαβούλευση ένα σχετικό με τον διαγωνισμό νομοσχέδιο νομοθετικές μεταβολές με γνώμονα όχι το αντικειμενικά δίκαιο και ορθό αλλά το προσωπικό τους συμφέρον. Δεν μπορείς να ζητάς τον αποκλεισμό των υποψηφίων που είναι νεότεροι των 35 ετών επειδή είσαι άνω των 40 ετών και αποκλείστηκες από τον διαγωνισμό με τη μείωση από τα 45 στα 40 έτη ή να προτείνεις να πάψει να ισχύει η προσαύξηση που προβλέπεται για τους κατόχους των μεταπτυχιακών και διδακτορικών τίτλων επειδή εσύ δεν διαθέτεις ή να ζητάς αυξημένο συντελεστή βαρύτητας της γενικής παιδείας επειδή αποδίδεις καλύτερα σε αυτό το μάθημα απ’ ό,τι στα νομικά μαθήματα και πάει λέγοντας. Ας σοβαρευτούμε κάποια στιγμή.
Σε κάθε περίπτωση, οι νομοθετικές μεταβολές που επιχειρούνται στον εισαγωγικό διαγωνισμό της ΕΣΔΙ δια του παρόντος νομοσχεδίου, ήτοι η εξέταση της ξένης γλώσσας σε ενιαίο στάδιο με τα νομικά μαθήματα και με συντελεστή βαρύτητας 0,4 καθώς και η μείωση του συντελεστή βαρύτητας της γενικής παιδείας στο 0,6 αντί για 1 που ισχύει σήμερα, κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. Καλό θα ήταν δε οι μεταβολές αυτές να ισχύσουν ήδη από τον φετινό διαγωνισμό λαμβανομένου υπόψη ιδίως του γεγονότος ότι η επιπλέον μετάβαση εντός του μηνός Ιουλίου για την εξέταση της ξένης γλώσσας (σε προκριματικό στάδιο όπως ισχύει σήμερα) συνεπάγεται την άσκοπη ταλαιπωρία και την υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση των περισσότερων υποψηφίων που θα υποχρεωθούν σε διπλά έξοδα μετάβασης και διαμονής στη Θεσσαλονίκη. Αναφορικά όμως με τη διάταξη που προσθέτει στην ύλη της κατεύθυνσης της διοικητικής δικαιοσύνης το ευρωπαϊκό δίκαιο, δέον να ισχύσει αυτή από τον επόμενο εισαγωγικό διαγωνισμό του έτους 2025 προς αποφυγή αιφνιδιασμού των υποψηφίων της κατεύθυνσης αυτής τέσσερις μόλις μήνες πριν τη διενέργεια του. Τέλος, όπως επεσήμαναν και άλλοι σχολιαστές, θα πρέπει στα γραπτά να αναγράφονται και παρατηρήσεις και όχι μόνο η βαθμολογία, ο κάθε υποψήφιος να έχει πλήρη πρόσβαση στο γραπτό του, τα προφορικά να επανέλθουν στο 15% για να μην μένουν τελικά εκτός υποψήφιοι που έγραψαν καλύτερα και να γίνεται απομαγνητοφώνηση της προφορικής εξέτασης όπως ακριβώς ισχύει και σε άλλες χώρες με σκοπό τη διασφάλιση της αξιοκρατίας και της διαφάνειας του πλέον κρίσιμου εισαγωγικού διαγωνισμού. Ευελπιστώ ότι στο άμεσο μέλλον, αν όχι με το παρόν νομοσχέδιο, θα προωθηθούν οι κομβικές αυτές νομοθετικές μεταβολές που πραγματικά θα αναμορφώσουν τον διαγωνισμό.
Μερικές παρατηρήσεις, από εμπειρία ( και να τονίσω, χωρίς άμεσο προσωπικό όφελος, μιας που ως δικηγόρος δε με ενδιαφέρει να δώσω, αλλά με έμμεσο, διότι με ενδιαφέρει να με δικάζει ο καλύτερος δυνατός και επειδή επίσης κάποιοι ορκιστήκαμε στο δίκαιο και στο σύστημα και δεν ήμαστε σε διάθεση να ήμαστε μονίμως επίορκοι )
1) Ξένη γλώσσα το 2024; Τα αυτόματα μεταφραστικά εργαλεία είναι άριστα, η αυτόματη μεταγλώττιση έχει αγγίξει τα ανθρώπινα επίπεδα και κυρίως στον δικαστή ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ να χειριστεί με τέτοιο τρόπο ξενόγλωσσο έγγραφο ή κυρίως μάρτυρα ή κατηγορούμενο. Σα να λέμε, μηδέν από μηδέν, μηδέν εις το πηλίκο, που λέγαμε κάποτε στο δημοτικό.
2) Το μάθημα της Γενικής ΝΟμικής Παιδείας ( και όχι έκθεσης, όπως το είπαν πολλοί συνάδελφοι σε σχόλια άλλων άρθρων ) όχι μόνο να ενισχυθεί, αλλά επιτέλους να αποκτήσει και ανώτερο του 1 συντελεστή. Διότι γενική νομική παιδεία ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ έκθεση ιδεών, αλλά κοινωνιολογία δικαίου, ιστορία δικαίου, μεθοδολογία δικαίου, φιλοσοφία δικαίου. Δηλαδή αυτά που πρέπει να ξέρει ο δικαστής για να μη δικάζει στην κούτρα του τσομπάνη, που λένε και στο χωριό μου. Δικαστής που δεν κατέχει την έννοια πχ των αθέλητων συνεπειών κατά Μέρτον, την έννοια κοινωνικό συμβόλαιο ( και τις διαβαθμίσεις του ), την έννοια της πολιτικής ανυπακοής, του ratio legis, του τι ίσχυει ( και γιατί ) στην παλαιότερη μορφή, στην καλύτερη θα δυσκολευτεί πολύ και στην χειρότερη οι αποφάσεις του μπορεί να οδηγήσουν και σε δικαιολογημένη εξέγερση των πολιτών. Δε γίνεται να χρειάζονται πορείες για να καταδικάζονται ή να αθωώνονται κάποιοι, επειδή οι δικαστές έχουν μεσάνυχτα από τη γενική νομική παιδεία.
3) Απόλυτη διαφάνεια στο διαγωνισμό. ΠΡΑΚΤΙΚΑ στα προφορικά ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ, με ΗΧΗΤΙΚΟ που να δίνεται σε ΟΛΟΥΣ τους υποψηφίους, πέρα από την απομαγνητοφώνηση, ενδεικτικές απαντήσεις στα γραπτά και ΠΛΗΡΗ πρόσβαση στα γραπτά, μαζί με συγκεκριμένη επιτροπή για προσφυγή σε όποιον θέλει, ανεξάρτητα αν υπάρχει απόκλιση. Η δε απουσία διόρθωσης του γραπτού, με μόνο το βαθμό, να οριστεί ως ποινικό αδίκημα, εκτός δηλαδή αν το γραπτό είναι για 15 με τόνο και δεν υπήρχε χώρος διόρθωσης. Επίσης, οι οδηγίες της εκάστοτε επιτροπής να δίνονται γραπτώς σε ΟΛΟΥΣ τους υποψηφίους, διότι κατά καιρούς έχει εμφανιστεί το φαινόμενο σε κάθε αίθουσα να δίνουν άλλες οδηγίες. Αν συμβούν αυτά, τότε δεν υπάρχει θέμα και της παραμονής του 25% στα προφορικά.
4) Ιδανικά θα έπρεπε να αλλάξουν μορφή οι εξετάσεις πλήρως: Η μνήμη με μόνη χρήση κωδίκων είναι κάτι που θα έπρεπε να είχε ο δικαστής πριν από 30+ χρόνια, πριν δηλαδή την ανακάλυψη του υπολογιστή, του ίντερνετ κτλ. Τώρα, μπορεί να βρει κανείς ΟΛΕΣ τις μείζονες στο δίκτυο ή στα υποδείγματα που παίρνουν οι δικαστές από τους παλαιότερους. Το να θυμάται ένας υποψήφιος τις μείζονες απ έξω και να μην ξέρει υπολογιστή, είναι συνταγή τουλάχιστον καθυστέρησης, αν όχι τίποτα χειρότερο. Ας χορηγεί η σχολή υπολογιστή ειδικό για την εξέταση ( με χρέωση του προσωπικά, όπως πχ στο στρατό ) και ας φορτώσουν σε αυτόν ΟΛΗ τη νομοθεσία, ΟΛΗ τη νομολογία και ΟΛΗ τη θεωρία. Αν κάποιος δεν μπορέσει σε δυο τρεις ώρες και να βρει και να γράψει τη λύση ή την απόφαση που θα του ζητηθεί, δεν κάνει. Οι Γερμανοί, αλλά και άλλοι, έτσι κάνουν σε όλες τις εξετάσεις τους – εκτός αν κάπόιος θεωρεί πως αυτοί είναι κουτόφραγκοι και εμείς οι πανέξυπνοι που επιμένουμε στη μνήμη. Εναλλακτικά, ας πάμε σε ένα πιο Αμερικανικό σύστημα: Ας δημιουργεί η επιτροπή έναν δικό της κανόνα δικαίου και ας τον μοιράζει προς εφαρμογή. Όποιος ξέρει να ερμηνεύει και να εφαρμόζει κώδικα θα πετυχαίνει άνετα, όποιος απλά θυμάται, θα κόβεται.
5) Μεταπτυχικά, Διδακτορικά κτλ, έχουν νόημα μόνο αν κάποιος επιθυμεί να παρακάμψει το όριο ηλικίας, ως ισχυρισμός δηλαδή ότι έφθασε πχ 55, αλλά επειδή έκανε διδακτορικό και δεν πρόλαβε το όριο ηλικία να δώσει που ήταν στα 53. Προφανώς, το σημερινό όριο ηλικίας, που δεν έχει καμία λογική παρά να εξυπηρετεί μικροπολιτικά συμφέροντα, δεν το λαμβάνω καν υπόψη, πρέπει να καταργηθεί χτες. Δεν μπορεί σε μια τέτοια εξέταση να πριμοδοτείς την θεωρητική γνώση ενός αντικειμένο με τόση προσαύξηση σε σχέση με την πραγματική γνώση, και μάλιστα ακόμη και σε άσχετα σημεία της νομικής ( ένας πχ υποψήφιος που έχει κάνει διδακτορικό στο Αρχαίο Ελληνικό Δίκαιο της Μυκηναϊκής εποχής, θα πριμοδοτηθεί στο σημερινό Αστικό, Ποινικό, Διοικητικό Δίκαιο που είναι άσχετα. Είπαμε, η ιστορία δικαίου είναι σοβαρή ως γνώση και χρειάζεται, αλλά να εξετάζεται χωριστά και σε θέματα που να μπορεί να τεθούν στην κρίση του δικαστή, πχ ταπία, δικαίωμα τεσσαρούφ, χρησικτησία κατά το ΒΖΡ δίκαιο, Αρμ-Dig. κτλ, πράγματα που οι περισσότεροι υποψήφιοι εδώ, αν τα δούν σε δικαστική απόφαση, που υπάρχουν δηλαδή και πολλές και σύγχρονες, θα αρχίσουν να νομίζουν πως έπαθαν εγκεφαλικό ).
6) Αυτά, με την ελπίδα να επέλθει θεογνωσία, διότι αλλιώς, προβλέπω εξεγέρσεις που θα ξεκινήσουν από δικαστές αποφάσεις, και όχι από τον τυχαίο πυροβολισμό ενός δολοφόνου ( με τη βούλα της δικαιοσύνης πια ) ένστολου σε ένα δεκαεξάχρονο στο Κολωνάκι.
Και ως άλλων Κάτων: ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ή ΤΡΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΑ 55+ του κατώτατου ορίου ηλικίας και καθιέρωση δικογραφιών για την εμπειρία. Αλλιώς όχι Carthago, αλλά Ελληνική Δημοκρατία delenda est
ΚΑΛΟ ΘΑ ΗΤΑΝ ΓΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΤΟ ΑΞΙΟΚΡΑΤΙΚΟ Η ΠΡΟΦΟΡΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΩΝ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΝΑ ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΕΙΤΑΙ, ΟΠΩΣ ΑΚΡΙΒΩΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ. ΚΑΙ Ο ΚΑΘΕ ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ ΝΑ ΕΧΕΙ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΔΟΣΗ ΤΩΝ ΓΡΑΠΤΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΦΟΡΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΤΟΥ
Θα πρέπει να προστεθεί στο άρθρο η πρόβλεψη ανακοίνωσης των ορθών απαντήσεων και του βαθμού βαρύτητας κάθε ερωτήματος για λόγους διαφάνειας. Αν εξετάσει κανείς τις βαθμολογίες των υποψηφίων των τελευταίων διαγωνισμών όπου το 90% σχεδόν βαθμολογείται με κάτω από τη βάση του 6 στην πλειονότητα των μαθημάτων τότε συνάγεται ότι κάθε βαθμολογητής ενδέχεται να μην ακολουθεί συγκεκριμένους κανόνες βαθμολόγησης αλλά να κρίνει το γραπτό συνολικά. Γενικά δεν είναι ξεκάθαρο πως βαθμολογούνται τα γραπτά αλλά ούτε ποιες θεωρούνται σωστές απαντήσεις. Το ίδιο παρατηρήθηκε και στον πρόσφατο διαγωνισμό δικαστικών γραμματέων όπου υπήρχαν αποκλίσεις στη βαθμολογία μεταξύ των δύο διορθωτών σε θέματα που ήταν ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών!