1. Η σύσταση ενεχύρου σε χρηματική απαίτηση γίνεται με συμφωνία μεταξύ ενεχυραστή και δανειστή, στην οποία προσδιορίζονται α) η απαίτηση επί της οποίας συστήνεται το ενέχυρο με αναφορά ιδίως στο ύψος της και στον οφειλέτη της, καθώς και β) η ασφαλιζόμενη με το ενέχυρο απαίτηση. Kαταρτίζεται με ιδιωτικό ή με ηλεκτρονικό έγγραφο και εγγράφεται στο μητρώο του άρθρου 15.
2. Δεν απαιτείται εγγραφή στο μητρώο του άρθρου 15, όταν αντικείμενο του ενεχύρου είναι τραπεζική κατάθεση και δανείστρια η τράπεζα στην οποία τηρείται η κατάθεση.
3. Το ενέχυρο εκτείνεται στους τόκους που καθίστανται απαιτητοί μετά από τη σύστασή του.
4. Με τις προϋποθέσεις της παρ. 1 ενεχυριάζεται και μη χρηματική απαίτηση για μεταβίβαση της κυριότητας κινητού.
• Δεν είναι δυνατή η αναγραφή του ποσού της ενεχυραζόμενης απαίτησης στην περίπτωση ενεχύρασης μελλοντικής απαίτησης. Συνεπώς, θα πρέπει να προβλεφθεί ειδικά τι θα ισχύσει σε σχέση με τις μελλοντικές απαιτήσεις και τι θα εγγράφεται στο μητρώο σχετικά με το ύψος των εν λόγω απαιτήσεων. To ίδιο και σε σχέση με απαιτήσεις που δεν μπορούν a priori να ποσοτικοποιηθούν (για παράδειγμα απαιτήσεις βάσει διαρκών συμβάσεων όπως, μισθώσεις). Προτείνεται σε αυτές τις περιπτώσεις να μην απαιτείται η αναγραφή του ύψους της ενεχυριαζόμενης απαίτησης.
• Στην παρ. 2 δεν είναι σαφές εάν για να ισχύσει η εξαίρεση από την υποχρέωση εγγραφής στο μητρώο του άρθρου 15 η τράπεζα στην οποία τηρείται η κατάθεση πρέπει να είναι η μόνη δανείστρια της απαίτησης και συνεπώς τι συμβαίνει στις περιπτώσεις κοινοπρακτικών δανείων.
• Επίσης, θα πρέπει να ελεγχθεί κατά πόσο εξυπηρετείται ο σκοπός της δημιουργίας ενός συνεκτικού πλαισίου το οποίο θα δημιουργεί ασφάλεια στις συναλλαγές με την εισαγωγή εξαιρέσεων από την υποχρέωση εγγραφής.
• Στην έκθεση για την ανάλυση των συνεπειών της ρύθμισης αναφέρεται ότι η εξαίρεση εισάγεται λόγω της δυσκολίας κάμψης του τραπεζικού απορρήτου. Ωστόσο, η δυσκολία αυτή υφίσταται τόσο όταν η τράπεζα στην οποία τηρείται η κατάθεση είναι η δανείστρια της απαίτησης όσο και όταν οι δύο τράπεζες δεν ταυτίζονται.
Αναφορικά με την παράγραφο 2, θα πρέπει να αναπροσαρμοστεί το λεκτικό ώστε να μην δημοσιοποιούνται ούτε τα ενέχυρα σε τραπεζικές καταθέσεις στις περιπτώσεις όπου η τράπεζα στην οποία τηρείται η κατάθεση είναι διαφορετική από την ενεχυρούχο δανείστρια. Άλλως τίθεται ζήτημα παραβίασης τραπεζικού απορρήτου.
Επίσης, προτείνεται η κάτωθι προσθήκη:
[…]κατάθεση και δανείστρια ή μέλος της κοινοπραξίας των δανειστριών τραπεζών (σε περίπτωση κοινοπρακτικού δανείου) ή εκπρόσωπος των ομολογιούχων η τράπεζα[…].
Να προστεθούν οι μελλοντικές και υπό αίρεση απαιτήσεις, διότι με βάση την αρχή της ειδικότητας ως ισχύει και ερμηνεύεται μέχρι σήμερα από τη θεωρία και τη νομολογία, δύναται να συσταθεί ενέχυρο και επί μελλοντικών απαιτήσεων αρκεί να προσδιορίζεται επαρκώς η αιτία (π.χ. σύμβαση) από την οποία θα απορρέουν οι μελλοντικές απαιτήσεις. Διαφορετικά, δεν θα επιτρέπεται η σύσταση ενεχύρου επί απαιτήσεων που θα προκύψουν από υφιστάμενες ή μελλοντικές (αλλά εκ των προτέρων γνωστές και επαρκώς προσδιοριζόμενες) συμβάσεις.
Η αναφορά στο ύψος της απαίτησης επί της οποίας συστήνεται το ενέχυρο δεν είναι πάντα εκ των προτέρων γνωστή (π.χ. σε διαρκείς συμβάσεις) και ούτε από τα μέχρι σήμερα ισχύει αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για την περιγραφή της ενεχυραζόμενης απαίτησης. Προτείνουμε η διάταξη να αντικατασταθεί με το λεκτικό που υπάρχει στο άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 2844/2000.
Άρθρο 5§1 εδ. α’: Δεν ορίζεται με τι είδους έγγραφο συστήνεται το ενέχυρο σε απαίτηση. Προτείνεται η χρήση της πρόβλεψης του άρθρου 2 παρ. 3 της οδηγίας 2002/47 ότι: “Όπου αναφέρεται στην παρούσα οδηγία η διατύπωση «εγγράφως», αυτή περιλαμβάνει και την καταχώρηση με ηλεκτρονικό μέσο ή σε οποιοδήποτε άλλο σταθερό υπόθεμα.”
Άρθρο 5 §1 εδ. β: Η διάταξη φαίνεται να θεωρεί την εγγραφή στο μητρώο του άρθρου 15 ως συστατικό τύπο. Προτείνουμε η δημοσίευση να αποτελεί τη βάση για τα αποτελέσματα έναντι των τρίτων, σε συνάφεια και με τη διάταξη του άρθρου 7 στο οποίο υπάρχει διάκριση μεταξύ των αποτελεσμάτων της σύμβασης ενεχύρου έναντι του οφειλέτη και έναντι των τρίτων. Για όσες περιπτώσεις ενεχύρων απαιτήσεων εμπίπτουν στην έννοια της χρηματοπιστωτικής ασφάλειας, δεν επιτρέπεται κατά το άρθρο 3 παρ. 1 της οδηγίας 2002/47 η θέση της δημοσίευσης ως συστατικού τύπου αλλά μόνο ως προϋπόθεση για να αντιτάσσεται σε τρίτους.
Άρθρο 5§2: Προτείνεται να εγγράφεται και αυτού του είδους το ενέχυρο στο βιβλίο, δεδομένου ότι τρίτος δανειστής θα μπορεί με αυτόν τον τρόπο να γνωρίζει την ακριβή κατάσταση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου, η εξαίρεση της παρ. 2 του εν λόγω άρθρου αναφορικά με τις τράπεζες από την υποχρέωση εγγραφής στο μητρώο του άρθρου 15, εισήχθη λόγω δυσκολίας κάμψης του τραπεζικού απορρήτου, το οποίο έχει χαρακτήρα μη αποκάλυψης της συναλλακτικής θέσης του οφειλέτη με την τράπεζα.
Όμως, εκτός του τραπεζικού απορρήτου, υπάρχει και το απόρρητο των στοιχείων και δεδομένων της εταιρείας μας (ΕΛΚΑΤ), το οποίο παραβιάζεται ευθέως, από τη στιγμή που πρόσβαση στο εν λόγω μητρώο θα έχει πλειάδα προσώπων. Πιο συγκεκριμένα σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρο 22 του ν. 4569/2018, προβλέπεται το εξής: «Τα πάσης φύσεως στοιχεία και δεδομένα που τηρούνται από κεντρικό αποθετήριο τίτλων, καθώς και οι καταχωρίσεις που διενεργούνται σε σχέση με κινητές αξίες στα αρχεία του, προστατεύονται από αυτό ως απόρρητα με την επιφύλαξη των ειδικότερων περιπτώσεων που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία.»
Ομοίως, λοιπόν, όπως και με το τραπεζικό απόρρητο έτσι θα πρέπει να προβλεφθεί εξαίρεση για το απόρρητο των αρχείων του Κεντρικού Αποθετηρίου Τίτλων, από την υποχρέωση εγγραφής στο μητρώο του άρθρου 15.
Αν ο δικαιοπολιτικό λόγος της μη καταχώρισης των ενέχυρων επί τραπεζικών καταθέσεων είναι το τραπεζικό απόρρητο πώς αυτό κάμπτεται όταν η ενεχύρασης γίνεται από τρίτο ή όταν η ενεχύρασης από τράπεζα γίνεται σε λογαριασμό άλλης τράπεζας;
Η διάταξη καταλαμβάνει την καταπιστευτική εκχώρηση απαίτησης; Υποστηρίζεται ότι εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις περί ενεχύρου πλην της περίπτωσης της εκχώρησης του νδ του 1923.
Η διάταξη καταλαμβάνει απαιτήσεις ενσωματωμένες σε αξιόγραφα ή χρεόγραφα; (πχ ενεχυρίαση επιταγής;)