1. Στην παρ. 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α’ 97), περί της καθ’ ύλην αρμοδιότητας των διοικητικών δικαστηρίων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στο πρώτο εδάφιο της περ, β), οι λέξεις «εξήντα χιλιάδες (60.000)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τριάντα χιλιάδες (30.000)», β) στο δεύτερο εδάφιο της περ. β), οι λέξεις «εξήντα χιλιάδων (60.000)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τριάντα χιλιάδων (30.000)», γ) στην περ. γ), οι λέξεις «εξήντα χιλιάδων (60.000)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τριάντα χιλιάδων (30.000)» και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Η εκδίκαση: α) των διαφορών από δημόσιες συμβάσεις ανήκει, σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, στο εφετείο, β) των φορολογικών και τελωνειακών εν γένει διαφορών, των οποίων το αντικείμενο δεν υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ, ανήκει σε πρώτο βαθμό στο μονομελές πρωτοδικείο. Εάν το αντικείμενο υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ και μέχρι του ποσού των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, ανήκει σε πρώτο βαθμό στο τριμελές πρωτοδικείο. Εάν το αντικείμενο υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, ανήκει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό στο τριμελές εφετείο, γ) των χρηματικών διαφορών, των οποίων το αντικείμενο δεν υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, ανήκει στο μονομελές πρωτοδικείο, δ) των διαφορών που προκύπτουν από την εφαρμογή των άρθρων 13 και 14 του ν. 2523/1997 (Α` 179), των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 46 του ν. 4174/2013 (Α` 170), του άρθρου 153 του ν. 2960/2001 (Α΄ 265) και των περιπτώσεων γ`, δ` και ε` της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 1406/1983 (Α΄ 182), η οποία προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 51 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77), ανήκει στον πρόεδρο πρωτοδικών του διοικητικού πρωτοδικείου, ο οποίος αποφαίνεται ανεκκλήτως. Οι διατάξεις της παραγράφου 9 του άρθρου 13 του ν. 2523/1997 (Α΄ 179), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 51 του ν. 3900/2010 (A` 213), εφαρμόζονται για την εκδίκαση των προσφυγών αυτών. Αν πρόκειται για φορολογική ή τελωνειακή εν γένει διαφορά, για την εφαρμογή των παραπάνω περιπτώσεων β` και γ` η αρμοδιότητα προσδιορίζεται με βάση το ποσό του κύριου φόρου, δασμού, τέλους ή προστίμου.».
2. Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 218 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, περί της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του δικαστηρίου που εκδικάζει τις διαφορές που αναφύονται κατά την είσπραξη των δημοσίων εσόδων, οι λέξεις «εξήντα χιλιάδων (60.000)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τριάντα χιλιάδων (30.000)» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο προς εκδίκαση των κατά το άρθρο 216 διαφορών είναι, στον πρώτο βαθμό, το μονομελές πρωτοδικείο, ενώ στο δεύτερο βαθμό το τριμελές εφετείο. Εφόσον η απαίτηση, για την οποία χωρεί η εκτέλεση, δεν υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, αρμόδιο στο δεύτερο βαθμό καθίσταται το μονομελές εφετείο.».
3. Οι παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, υποθέσεις, για τις οποίες δεν έχει ορισθεί ακόμη πρώτη δικάσιμος.
Η επιχειρούμενη αύξηση της αρμοδιότητας του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου έναντι αυτής του Μονομελούς αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία! Παρά το γεγονός ότι η τάση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο είναι η εκδίκαση των διαφορών από ευέλικτες μονομελείς συνθέσεις, καθώς και ότι ζητούμενο και διαχρονική εξαγγελία στην Ελλάδα είναι η επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης, η εν λόγω διάταξη πρόκειται να δημιουργήσει αναμφισβήτητα τεράστιες καθυστερήσεις στην έκδοση των αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων. Μάλιστα αυτό με το επιχείρημα στην Ανάλυση Συνεπειών της Ρύθμισης ότι εξέλειπε η εκκρεμότητα των διοικητικών δικαστηρίων και άρα είναι η κατάλληλη στιγμή να ξαναδημιουργηθεί εκκρεμότητα και καθυστερήσεις! Και μάλιστα ενώ στην ίδια την Ανάλυση αναφέρεται ότι το Μονομελές διασφαλίζει «ευελιξία κατά την εξέταση των υποθέσεων» και «επιτάχυνση στην έκδοση αποφάσεων»! Από προσωπική εμπειρία, η δημοσίευση απόφασης στο Τριμελές απαιτεί τετραπλάσιο τουλάχιστον χρόνο σε σχέση με το Μονομελές, χωρίς ιδιαίτερη συνεισφορά στη βελτίωση της ποιότητάς της. Η χρήση του ΟΣΔΔΥ-ΔΔ, που δίνει πρόσβαση στον διοικητικό δικαστή στο σύνολο της νομολογίας, καθώς και η επίλυση των πλέον κρίσιμων νομικών ζητημάτων από το ΣτΕ με το θεσμό του προδικαστικού ερωτήματος, έχει βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα των αποφάσεων που εκδίδονται και έχει περιορίσει την δυνατότητα νομικών σφαλμάτων.
Είναι δε προφανής η έλλειψη οποιασδήποτε αριθμητικής ανάλυσης και εκτίμησης όσον αφορά την αναγκαιότητα και τις συνέπειες της διάταξης. Ποιο είναι το ποσοστό των αποφάσεων του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου που ανατρέπονται λόγω νομικών σφαλμάτων στο Εφετείο και κατά ποσό αυτό είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ποσοστό των αποφάσεων του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου που ανατρέπονται για τον ίδιο λόγο; Είναι αυτό το ποσοστό τόσο υπέρτερο, ώστε να καθιστά επιβεβλημένη στην εκδίκαση πλέον της συντριπτικής πλειοψηφίας των διοικητικών διαφορών από το Τριμελές και τις αδιαμφισβήτητες τεράστιες καθυστερήσεις που θα προκύψουν; Ποιος είναι σήμερα ο αριθμός των υποθέσεων που με την επιχειρούμενη αλλαγή στην αρμοδιότητα θα προσδιοριστούν στο Τριμελές και ποια η καθυστέρηση που αναμένεται να προκύψει σύμφωνα με τα τηρούμενα στατιστικά των δικαστηρίων, ώστε να εκτιμηθεί η σκοπιμότητα (κόστος – όφελος) της διάταξης; Με ποια κριτήρια (στατιστικά, αριθμητικά κτλ.) προκρίθηκε το ποσό των 30.000 ευρώ και όχι κάποιο άλλο, τη στιγμή που το ισχύουν ποσό των 60.000 ευρώ ήταν ήδη εξαιρετικά χαμηλό και εξασφάλιζε ισορροπία μεταξύ ταχύτητας και αποτελεσματικότητας;
Επιπλέον, πώς δικαιολογείται η τεράστια απόκλιση σε σχέση με τα ισχύοντα στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αναφορικά με την αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου; Συμβάλλει μια τέτοια απόκλιση στην δημιουργία ενότητας και συνέπειας στις δικονομικές ρυθμίσεις των δύο δικαιοδοτικών κλάδων; Σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 του ΚΠολΔ μια χρηματικά αποτιμώμενη διαφορά πρέπει να υπερβαίνει το ποσό των 250.000 ευρώ προκειμένου να εκδικαστεί από πολυμελή σύνθεση και ο κανόνας είναι η εκδίκαση των διαφορών από το Μονομελές Πρωτοδικείο. Αντιθέτως, με τη σχολιαζόμενη διάταξη επιχειρείται η εκδίκαση των χρηματικών και φορολογικών διαφορών από την αντίστοιχη πολυμελή σύνθεση των διοικητικών δικαστηρίων μόλις από το ποσό των 30.000 ευρώ, αρμοδιότητα που στα πολιτικά δικαστήρια ανήκε μέχρι πρότινος στην αρμοδιότητα των καταργούμενων Ειρηνοδικείων. Αυτό θα έχει ως συνέπεια η συντριπτική πλειοψηφία των χρηματικών διαφορών να εκδικάζεται πλέον από το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο, τη στιγμή που οι διοικητικές διαφορές, ακριβώς διότι αφορούν διαφορές με το Δημόσιο εν γένει, υπερβαίνουν κατά κανόνα σε χρηματικά ποσά τις διαφορές μεταξύ ιδιωτών. Τυγχάνουν οι Πρωτοδίκες των διοικητικών δικαστηρίων μειωμένης ικανότητας σε σχέση με τους αντίστοιχους δικαστές των πολιτικών δικαστηρίων;
Τέλος, η δοκιμαστική υπηρεσία των Παρέδρων των Δ.Δ. διαρκεί μόλις 10 μήνες (άρθρο 76 του ν. 4938/2022), είναι δε μάλλον υπερβολή να τροποποιηθεί συλλήβδην η αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων και να δημιουργηθεί εκκρεμότητα και καθυστερήσεις μόνο για να εξασφαλιστεί ύλη για τη σύντομη δοκιμαστική τους υπηρεσία. Τυχόν δε έλλειψη επαρκούς αριθμού υποθέσεων στο Τριμελές μπορεί να αντιμετωπιστεί με διαφορετική πρόβλεψη των υποθέσεων που μπορούν να χρεώνονται οι Πάρεδροι, όπως π.χ. ότι θα μπορούν να συνεπικουρούν τους Πρωτοδίκες Δ.Δ. κατά την επεξεργασία των φακέλων του Μονομελούς και την διενέργεια νομικής έρευνας ή ότι θα μπορούν να χρεώνονται και περιορισμένο αριθμό υποθέσεων του Μονομελούς, με μικρό χρηματικό αντικείμενο και βαθμό δυσκολίας, τις οποίες θα δημοσιεύουν με την συνδρομή του Προέδρου τους.
Στόχος της καλής νομοθέτησης πρέπει να είναι η θέσπιση πάγιων διατάξεων, που θα δημιουργούν ενότητα και ασφάλεια δικαίου και θα συνεισφέρουν στην αποτελεσματικότητα και στην ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης, κατόπιν μελέτης και εκτίμησης (με στοιχεία και αριθμούς) των επιπτώσεων που θα επιφέρουν.
Πρωτοδίκης Δ.Δ.
Μειώνονται οι υποθέσεις του μονομελούς και αυξάνονται οι υποθέσεις του τριμελούς. Δεν είναι αντιληπτός ο λόγος. Οι ίδιοι δικαστές κάθε τμήματος δικάζουν και στο μονομελές και στο τριμελές.
Έχω την εντύπωση, εμπειρικά και μόνο, ότι οι πολυμελείς συνθέσεις δεν συμβάλλουν δραστικά στην αύξηση της ποιότητας των αποφάσεων. Αξίζει να αυξηθεί ο χρόνος έκδοσης απόφασης κατά μερικούς μήνες ενίοτε, για να υπάρχει η ευκαιρία να εντοπίσει ο προεδρεύων ή το άλλο μέρος της σύνθεσης μια σαφώς εσφαλμένη νομική κρίση/αβλεψία του εισηγητή; Πόσες είναι οι υποθέσεις στις οποίες όντως συμβαίνει αυτό;
Η παρ. 5 του άρθρου 19 του ν. 3889/2010 ορίζει, ότι κατά των πράξεων κύρωσης δασικών χαρτών επιτρέπεται η άσκηση αίτησης ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Κατά πληροφορίες από τις Δασικές Υπηρεσίες και από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, σε όλη την επικράτεια έχουν ασκηθεί περισσότερες από 365.000 αντιρρήσεις κατά δασικών χαρτών.
Μπορούμε να προβλέψουμε με βεβαιότητα, ότι ένα μεγάλο ποσοστό απ’ αυτές τις αντιρρήσεις θα απορριφθούν και ότι αμέσως στη συνέχεια (όταν κυρωθούν οι δασικοί χάρτες), οι θιγόμενοι θα προσφύγουν κατά χιλιάδες στο Συμβούλιο Επικρατείας, το οποίο θα αντιμετωπίσει σοβαρό πρόβλημα εκδίκασης των σχετικών αιτήσεων.
Επειδή είναι βέβαιο ότι η καθυστέρηση στην εκδίκαση των σχετικών αιτήσεων, δεν θα επιτρέψει την οριστικοποίηση των δασικών χαρτών και αναγκαίως, θα καθυστερήσει και η διαδικασία της κτηματογράφησης στην επικράτεια, στις περιοχές που αυτή εξαρτάται από την προηγούμενη οριστικοποίηση των δασικών χαρτών, μήπως θα πρέπει να προβλέψετε να μεταφερθεί εγκαίρως στα Διοικητικά Εφετεία η αρμοδιότητα των αιτήσεων ακυρώσεως κατά των πράξεων κύρωσης δασικών χαρτών;
Βασικά η αύξηση των τριμελών συνθέσεων γίνεται με μοναδικό επιχείρημα ότι δεν χρεώνονται αρκετά τριμελή οι πάρεδροι, που είναι ουσία αβάσιμο.
Επίσης το Δικαστήριο δεν είναι μόνο το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο αλλά και το Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο που πλέον μετατρέπεται σε Διοικητικό Ειρηνοδικείο με μόνο διαφορές 30.000 ευρώ.
Δεν αντέχει δε κριτικής το επιχείρημα ότι επειδή με την επιτυχημένη αύξηση των μονομελών συνθέσεων μειώθηκαν οι καθυστερήσεις και η εκκρεμοτητα στα Διοικητικά Δικαστήρια, άρα επαναφέρουμε τα Τριμελή, ώστε αυτές να επανέλθουν.
Πρακτικά στις μονομελείς συνθέσεις οι αποφάσεις είναι λιγότερο ανελαστικές με δυνατότητα μεταβολής της νομολογίας (πολλές φορές αυστηρής ή εσφαλμένης) που με τα φίλτρα πλέον στο ΣτΕ δεν μπορεί να αλλάξει.
Επίσης, ανεξαρτήτως του επιπλεον εργασιακού φόρτου των δικαστών, που δεν αφορά το Υπουργείο και τους πολίτες, οι διάδικοι θα πρέπει να περιμένουν την απόφαση μιας υπόθεσης που δίκαζα και δημοσίευα σε 1-2 μήνες, πλέον να μετέλθει του σταδίου του προσχεδίου, της ανάπτυξης, της διάσκεψης με άλλους δύο πάνω σε έρευνα προηγούμενων αποφάσεων χωρίς καμία δημιουργικότητα, της σύνταξης του σχεδίου, της διόρθωσης από τον εκάστοτε Πρόεδρο σε απροσδιόριστο χρόνο, της σύνταξης του τελικού σχεδίου και της δημοσίευσης. Οι 2 μήνες θα γίνουν 12 για το 30% περίπου των διοικητικών υποθέσεων χωρίς κανένα απολύτως κέρδος, εξυπηρετώντας μόνο τη γραφειοκρατία και την καθυστέρηση.
Δημήτρης Κοπανός
Πρωτοδίκης Δ.Δ.
Η διεύρυνση της αρμοδιότητας του τριμελούς θα επιφέρει περαιτέρω καθυστερήσεις και έρχεται σε αντίθεση με τη στόχευση της επιτάχυνσης απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης που είχε εξυπηρετηθεί αποτελεσματικά, όπως δείχνουν και τα στατιστικά, με την προηγούμενη ρύθμιση. Ο περιορισμός του αντικειμένου του τριμελους μόνο σε υποθέσεις με μεγάλυτερο οικονομικό διακύβευμα και η διεύρυνση της αρμοδιότητας του μονομελούς, εξυπηρετούσε τον ως άνω σκοπό που είναι και τάση τόσο στην πολιτική -αστική δικαιοσύνη όσο και στο ευρωπαϊκό δικονομικό γιγνεσθαι. Εξάλλου η χρήση του ΟΣΔΔΥΔ απο τους διοικητικούς δικαστές μειώνει κατά πολύ τα νομολογίακα σφάλματα (αντίθεση σε πάγια νομολογία απο πρωτοδίκες σε αποφάσεις μονομελούς ) ενώ έχει προβλεφθεί προ ετών τόσο το προδικαστικο ερώτημα όσο και η δίκη πιλότος ενώπιον του ΣτΕ που εξασφαλίζει το ενιαίο της νομολογίας και την ασφάλεια δικαίου.