Το άρθρο 21 του π.δ. 18/1989 (Α’ 8), περί κοινοποίησης δικογράφων, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 21
Επιδόσεις
- α. Αντίγραφο του δικογράφου του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου με μνεία της χρονολογίας κατάθεσης επιδίδεται, με επιμέλεια του διαδίκου που το ασκεί, στον διάδικο κατά του οποίου στρέφεται το εισαγωγικό δικόγραφο, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις για τις επιδόσεις και με όσα ειδικότερα ορίζονται στο παρόν. Η επίδοση διενεργείται εντός δύο (2) μηνών από την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου και τα αποδεικτικά επιδόσεως προσκομίζονται το ταχύτερο δυνατό και επισυνάπτονται στον φάκελο της δικογραφίας. Η επίδοση ενδίκου βοηθήματος, που κατατίθεται σε αναρμόδιο δικαστήριο και παραπέμπεται στο αρμόδιο, διενεργείται ή, αν είχε διενεργηθεί, επαναλαμβάνεται σε κάθε περίπτωση από τον υπόχρεο διάδικο εντός δύο (2) μηνών από την επίδοση σε αυτόν της παραπεμπτικής απόφασης ή πράξης, η οποία μπορεί να γίνει με επιμέλεια και της γραμματείας του δικαστηρίου στο οποίο παραπέμπεται η υπόθεση. Αν δεν τηρηθεί η προθεσμία των προηγούμενων εδαφίων για την επίδοση του δικογράφου, το ένδικο βοήθημα ή μέσο λογίζεται ως μη ασκηθέν και τίθεται στο αρχείο με απόφαση του δικαστικού σχηματισμού σε συμβούλιο του άρθρου 34Γ, η οποία εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 34Α, το δε καταβληθέν παράβολο καταπίπτει με την ίδια πράξη υπέρ του Δημοσίου.
β. Αντίγραφα της πράξης της παρ. 3 του άρθρου 20 για τον ορισμό εισηγητή και δικασίμου και του πρακτικού που εκδίδει το συμβούλιο, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 22, επιδίδονται με επιμέλεια της Γραμματείας τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες πριν από τη δικάσιμο, σύμφωνα με τις παρ. 2, 3 και 4 του παρόντος, καθώς και στον διάδικο που άσκησε το ένδικο βοήθημα ή μέσο. Σε περίπτωση κατεπείγοντος, ο Πρόεδρος του οικείου σχηματισμού μπορεί να κάνει σύντμηση της ανωτέρω προθεσμίας.
γ. Σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 20Α, η επίδοση αντιγράφου του εισαγωγικού δικογράφου και της πράξης ορισμού εισηγητή και δικασίμου γίνεται με επιμέλεια της Γραμματείας, σύμφωνα με τις παρ. 2, 3 και 4 του παρόντος. Αντίγραφο της πράξης επιδίδεται και στον διάδικο που άσκησε το ένδικο βοήθημα ή μέσο. Για τις προθεσμίες επίδοσης ισχύουν όσα ορίζονται στην περ. β΄.
- α. Σε περίπτωση αίτησης ακύρωσης κατά πράξης διοικητικής αρχής, η επίδοση γίνεται προς τον αρμόδιο υπουργό, ο οποίος επέχει θέση διαδίκου είτε η πράξη εκδόθηκε από τον ίδιο είτε από αρχή που υπόκειται σε αυτόν.
β. Σε περίπτωση αίτησης ακύρωσης κατά πράξης νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η επίδοση γίνεται προς αυτό, το οποίο καθίσταται κύριος διάδικος. Επίδοση γίνεται, επίσης, στον υπουργό που εποπτεύει το νομικό πρόσωπο, ο οποίος μπορεί να παρέμβει στο ακροατήριο και χωρίς να καταθέσει δικόγραφο παρέμβασης είτε υπέρ είτε κατά του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης.
γ. Σε περίπτωση αίτησης ακύρωσης κατά πράξης νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η οποία εγκρίθηκε με πράξη του οργάνου που ασκεί εποπτεία, η επίδοση γίνεται και προς το νομικό πρόσωπο και προς τον αρμόδιο υπουργό σύμφωνα με την περ. α’. Κύριοι διάδικοι καθίστανται και οι δύο.
δ. Σε περίπτωση αίτησης ακύρωσης κατά πράξης υπηρεσιακού συμβουλίου κρίσης υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, που είναι όργανο της κρατικής διοίκησης, η επίδοση γίνεται προς τον υπουργό στην αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται το συμβούλιο αυτό, καθώς και προς το νομικό πρόσωπο στο οποίο υπηρετεί ο υπάλληλος που άσκησε την αίτηση.
ε. Αντίγραφο της αίτησης ακύρωσης με μνεία και της δικασίμου, εφόσον έχει ορισθεί, επιδίδεται με επιμέλεια του αιτούντος και προς κάθε τρίτο, ο οποίος έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει παρέμβαση. Η παράλειψη της υποχρέωσης αυτής από τον υπόχρεο διάδικο λαμβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση δικαστικής δαπάνης υπέρ ή σε βάρος του. Η επίδοση προς τρίτο, η οποία έχει παραλειφθεί από τον υπόχρεο διάδικο, μπορεί να γίνει και με επιμέλεια της Γραμματείας τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες πριν από τη δικάσιμο ή στην προθεσμία που ορίζεται μετά από σύντμηση σύμφωνα με την περ. β΄ της παρ. 1.
στ. Σε περίπτωση έφεσης, η επίδοση προς τον εφεσίβλητο ιδιώτη γίνεται είτε προς τον ίδιο τον εφεσίβλητο είτε προς τον αντίκλητό του είτε προς τον δικηγόρο ο οποίος υπέγραψε την αίτηση ακύρωσης ή παρέστη κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου. Στην τελευταία περίπτωση ο δικηγόρος θεωρείται αντίκλητος του εφεσίβλητου και για τις επιδόσεις μεταγενέστερων της οριστικής απόφασης εγγράφων, εκτός αν ο εφεσίβλητος γνωστοποίησε στη Γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας, μετά από την κατάθεση της έφεσης, τον διορισμό νέου πληρεξουσίου ή αντικλήτου. Ο δικηγόρος ή ο αντίκλητος υποχρεούνται να παραδώσουν αμελλητί τα έγγραφα στον εφεσίβλητο.
- α. Σε περίπτωση προσφυγής που ασκείται από υπάλληλο, η επίδοση προς την αρμόδια αρχή και προς την αρχή που υπηρετεί ο υπάλληλος γίνεται σύμφωνα την παρ. 2.
β. Σε περίπτωση προσφυγής που ασκείται από όργανο της κρατικής διοίκησης η επίδοση γίνεται προς τον υπάλληλο και προς την αρχή που αυτός υπηρετεί, αν είναι διαφορετική.
γ. Σε περίπτωση προσφυγής που ασκείται από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου η επίδοση γίνεται προς τον υπάλληλο και προς την αρχή που αυτός υπηρετεί, αν είναι διαφορετική. Αν συντρέχει εφαρμογή της περ. δ΄ της παρ. 2, η επίδοση γίνεται και προς τον υπουργό.
- α. Σε περίπτωση αίτησης αναιρέσεως, η επίδοση προς τον αναιρεσίβλητο ιδιώτη μπορεί να γίνει και στον δικηγόρο που τον εκπροσώπησε κατά την τελευταία συζήτηση της υπόθεσης στα δικαστήρια της ουσίας ή στον πληρεξούσιο δικηγόρο που υπέγραψε το τελευταίο δικόγραφο ή στον ίδιο τον αναιρεσίβλητο, στη διεύθυνση που δήλωσε, σύμφωνα με το άρθρο 45 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Ο δικηγόρος παραδίδει αμελλητί τα έγγραφα στον αναιρεσίβλητο. Αν ο δικαστικός επιμελητής βεβαιώνει ότι δεν καθίσταται δυνατή η επίδοση και δεν βρίσκει άλλη γνωστή διεύθυνση, η επίδοση γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας για τους διαδίκους άγνωστης διαμονής.
β. Σε περίπτωση αίτησης αναιρέσεως κατά απόφασης που εκδίδεται επί των εκλογικών διαφορών των άρθρων 244 έως 272 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση σύμφωνα με το άρθρο 20Α του παρόντος και η επίδοση της αίτησης και της πράξης ορισμού εισηγητή και δικασίμου διενεργείται τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες πριν από τη δικάσιμο.
- Αν η επίδοση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου σύμφωνα με την περ. α΄ της παρ. 1 του παρόντος γίνει εμπροθέσμως αλλά όχι νομοτύπως, ο υπόχρεος διάδικος καλείται μέσω της Γραμματείας από τον Πάρεδρο ή τον Εισηγητή που ορίσθηκε, σύμφωνα με την παρ. 1 ή την παρ. 2 του άρθρου 20, να επαναλάβει νομοτύπως την επίδοση, σύμφωνα με τις οδηγίες που του δίνονται, εντός εύλογης προθεσμίας που τάσσεται με την πρόσκληση. Για την πρόσκληση αυτή και την τασσόμενη προθεσμία καταχωρίζεται βεβαίωση στον φάκελο της δικογραφίας, η οποία υπογράφεται από τον αρμόδιο γραμματέα. Αν και η νέα επίδοση δεν διενεργηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, το ένδικο βοήθημα τίθεται στο αρχείο σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της περ. α΄ της παρ. 1.
- Σε περίπτωση νέας συζήτησης ή περαιτέρω συζήτησης της υπόθεσης, η κατά την παρ. 3 του άρθρου 20 πράξη του Προέδρου ή η απόφαση του Δικαστηρίου, με τις οποίες ορίζεται νέα δικάσιμος, επιδίδονται σε όλους τους διαδίκους με επιμέλεια της Γραμματείας. Όταν η συζήτηση ματαιώνεται λόγω έκτακτων περιστατικών, οι επιδόσεις που έγιναν νόμιμα από τους διαδίκους ή το Δικαστήριο δεν επαναλαμβάνονται. Στην περίπτωση αυτή οι διάδικοι υποχρεούνται να ενημερωθούν από τη Γραμματεία για τη νέα δικάσιμο.
- Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στην περ. α΄ της παρ. 1 και στην παρ. 5 για τη θέση στο αρχείο ενδίκου βοηθήματος ή μέσου το οποίο δεν επιδόθηκε με τον τρόπο που προβλέπεται στις διατάξεις αυτές, αν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο οι διάδικοι παρίστανται και δεν αντιλέγουν, το Δικαστήριο προχωρεί στη συζήτηση, ακόμη και αν δεν έχουν τηρηθεί οι διατάξεις του παρόντος για τις επιδόσεις.
- Όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται ο όρος «κοινοποίηση», για τις επιδόσεις που προβλέπονται για τις ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας διαδικασίες, νοείται ο όρος «επίδοση».».