Η παρ. 9 του άρθρου 24 του ν. 5026/2023 (Α’ 45), περί των τεχνικών ρυθμίσεων για την υποβολή Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης και δηλώσεων Οικονομικών Συμφερόντων και περί των οργανωτικών μέτρων για την ασφάλεια της επεξεργασίας, αντικαθίσταται ως εξής:
«9. α) Τα ηλεκτρονικά αρχεία, με τα οποία διαβιβάζονται τα δεδομένα στην εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 21 από το Γενικό Εμπορικό Μητρώο, τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, τα πιστωτικά ιδρύματα και τους λοιπούς φορείς που διαλειτουργούν, και β) τα δεδομένα που καταχωρίζονται από τους υπόχρεους στις Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. διατηρούνται για χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών από τη λήξη του έτους υποβολής της δήλωσης. Αν προκύπτουν ενδείξεις ή νέα αποδεικτικά στοιχεία τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης του κακουργήματος της παρ. 2 του άρθρου 39, τα ηλεκτρονικά αρχεία και δεδομένα του προηγούμενου εδαφίου διατηρούνται μέχρι τη συμπλήρωση της προθεσμίας παραγραφής του εν λόγω κακουργήματος.».
Η διαγραφή πρέπει να αφορά τα δεδομένα διαλειτουργικότητας και όχι την Δήλωση. Άλλωστε μπορεί μέσω της δια λειτουργικότητας να αντληθούν επικαιροποιημένα και πληρέστερα και μετά την πενταετία με την έναρξη του ελέγχου οποτεδήποτε προκύψει ανάγκη και με τις διαδικασίες των ελεγκτικών φορέων.
Η διαλειτουργικότητα στην φάση υποβολής πρέπει να έχει στόχο την υποστήριξη του υπόχρεου και είναι διαφορετικού περιεχομένου από τη διαλειτουργικοτητα που θα πρέπει να λειτουργεί για την υποστήριξη των ελεγκτικών μηχανισμών που έχει διαφορετικό στόχο.
Τα στοιχεία διαλειτουργικότητας για τους μη υποχρεωτικά ελεγχόμενους θα πρέπει να διαγράφονται από την εφαρμογή, αμέσως μετά την οριστικοποίηση της δήλωσης, μια και η άντληση των στοιχείων αυτών γίνεται αποκλειστικά για την υποστήριξη της συμπλήρωσης της δήλωσης και όχι για άλλους σκοπούς. Η άντληση στοιχείων για ελεγκτικούς σκοπούς διέπεται από την νομοθεσία των αρμόδιων εκλεκτικών οργάνων και ακολουθεί άλλες διαδικασίες.
Σε περίπτωση που οι υπόνοιες τέλεσης ενός κακουργήματος εμφανιστούν το 6ο, 7ο, 8ο κ.ο.κ. έτος από το έτος υποβολής της δήλωσης, τι θα συμβεί;
Το κακούργημα δεν θα μπορεί να διερευνηθεί γιατί τα δεδομένα θα έχουν διαγραφεί.
Είναι λοιπόν αυτονόητο ότι ο χρόνος διατήρησης των δεδομένων θα πρέπει να ακολουθεί τον χρόνο παραγραφής του κακουργήματος.